Η τυπική σέρβικη διατροφή χαρακτηρίζεται από την κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Παραδοσιακά η χρήση κρέατος διαιρείται σε τρεις περιόδους:

Η πρώτη περίοδος ορίζεται από την άφιξη των Σλάβων στα Βαλκάνια, από το Μεσαίωνα μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.

Η δεύτερη περίοδος ξεκινά από το 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και χαρακτηρίζεται από σημαντικές αλλαγές στην Σέρβικη κουζίνα, συγκριτικά με την πρώτη περίοδο. Ήταν η περίοδος εξευρωπαϊσμού της Σερβίας, που συνέβη σε όλους τους τομείς της ζωής. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σερβία και οι γείτονες χώρες έζησαν τη βιομηχανοποίηση σε οικονομικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης και της παραγωγής τροφίμων. Τα τελευταία 60 έτη, τα τρόφιμα ακολουθούν την παγκοσμιοποίηση, μέσω των διεθνών μεταφορών και επηρεάζοντας την τοπική παραδοσιακή κουζίνα, όπως συνέβη και με πολλές άλλες χώρες. Η Σερβία, όπως και άλλες χώρες, αναγνωρίζοντας αυτή την επιρροή, ενεργοποιούν μηχανισμούς για τη διατήρηση της γαστρονομικής κληρονομιάς της Ευρώπης, στοχεύοντας παράλληλα και στην τουριστική ανάπτυξη.[1]

Τα γαλακτοκομικά και τυροκομικά αγελαδινά προϊόντα είναι σημαντικό μέρος της Σέρβικης διατροφής. Ορισμένα παραδοσιακά τυροκομικά προϊόντα είναι τα τυριά Ζλάταρ, Σιενίτσα, Σβρλιγκ, Χόμολιε, που παράγονται από αγελαδινό και πρόβειο γάλα. Από τη μελέτη του προφίλ των λιπαρών και μεταλλικών στοιχείων σε λευκά τυριά άλμης, που διεξήχθη σε 5 παραδοσιακά τυροκομικά προϊόντα άλμης, σημειώθηκαν υψηλά ποσοστά κορεσμένων λιπαρών οξέων. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο των κορεσμένων λιπαρών οξέων κυμάνθηκε μεταξύ 65,97-76,61% στα τυριά από αγελαδινό γάλα και 69,68-74,52% στα τυριά από πρόβειο γάλα. Αντίθετα, τα ακόρεστα λιπαρά οξέα βρέθηκαν να διακυμαίνονται μεταξύ 23,39-34,03% και 25,48-30,08%, αντίστοιχα. Ανάλογα με τον τύπο του τυριού, τα πολυακόρεστα σημειώθηκαν μεταξύ 1,66-11,03%. Στο τυρί Σιενίτσα, παρατηρήθηκε το χαμηλότερο ποσοστό κορεσμένων λιπαρών οξέων. Στον ίδιο τύπο τυριών σημειώθηκε και το υψηλότερο ποσοστό μεταλλικών και ανόργανων στοιχείων όπως ασβέστιο, φώσφορος, κάλιο, μαγνήσιο, ψευδάργυρος, χαλκός και χρώμιο, ενώ δεν ανιχνεύθηκε κάδμιο.[2]

Δεν έχουν καταγραφεί δεδομένα για την κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών και αλατιού, ενώ το 2017 διεξήχθη μελέτη για τη βελτίωση του νερού στις αστικές περιοχές.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO, 2009), η κατανάλωση των φρούτων και λαχανικών στη Σερβία είναι περίπου 653 g/άτομο/ημέρα όταν οι συστάσεις του ΠΟΥ είναι άνω των 600g/ημέρα, κατέχοντας την 15η θέση ανάμεσα σε 53 χώρες.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Barać, Miroljub (2018-01-10). «Fatty acid profiles and mineral content of Serbian traditional white brined cheeses». Mljekarstvo: 37–45. doi:10.15567/mljekarstvo.2018.0105. ISSN 0026-704X. http://dx.doi.org/10.15567/mljekarstvo.2018.0105. 
  2. Baltic, Milan Z.; Janjic, Jelena; Popovic, Milka; Baltic, Tatjana; Boskovic, Marija; Starcevic, Marija; Sarcevic, Danijela (2018). «Meat in Traditional Serbian Cuisine». Meat Technology 59 (1): 54–62. doi:10.18485/meattech.2018.59.1.7. ISSN 2466-4812. http://dx.doi.org/10.18485/meattech.2018.59.1.7. 

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

Karasawa, K. (2006), Clinical aspects of plasma activating factor – Acetylhydrolase. Biochimica et Biophysica Acta, 1761: 1359-1372.

Ntzouvani, A., Giannopoulou, E., Fragopoulou, E., Nomikos, T., Antonopoulou, S. (2019), Energy intake and plasma adiponectin as potential determinants of lipoprotein-associated A2 activity: A Cross-Sectional Study. Lipids, 54: 629-640.

Panagiotakos, D., Pitsavos C., Stefanadis C. (2006), Dietary Patterns: Mediterranean Diet Score and its relation to clinical and biological markers of cardiovascular disease risk. Nutrition, Metabolism and Cardiovascular Diseases, 16: 559-568.

Τριχοπούλου Α., Πίνακες Σύνθεσης και Ανάλυσης Τροφίμων, Εκδόσεις Παρισιάνου, Αθήνα 2004.