Αυτόφωρο έγκλημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{ελληνοκεντρικό}}
 
 
 
Με τον όρο '''αυτόφωρο έγκλημα''' ή '''επ΄ αυτοφώρω έγκλημα''' σύμφωνα με την [[Ελλάδα|ελληνική]] [[νομοθεσία]] και συγκεκριμένα με το άρθρο 242 του [[Κώδικας Ποινικής Δικονομίας|Κώδικα Ποινικής Δικονομίας]] χαρακτηρίζεται το "''εν τω πράττεσθαι [[έγκλημα]]''", δηλαδή αυτό που γίνεται αντιληπτό κατά τη στιγμή που συμβαίνει, ή το έγκλημα που συνέβη μόλις πρόσφατα, όπου ο δράστης τελεί υπό καταδίωξη είτε των διωκτικών Αρχών, είτε του παθόντος, είτε υπό παρατυχόντων που με δημόσιες κραυγές υποδεικνύουν τον ένοχο.<br />
Γραμμή 8 ⟶ 6 :
Ουδέποτε όμως θεωρείται αυτόφωρο έγκλημα εκείνο που τελέστηκε και παρήλθε ολόκληρη η επόμενη ημέρα χωρίς να έχει συλληφθεί ο δράστης, οπότε καμία των παραπάνω περιπτώσεων δεν μπορεί να συντρέξει για τον χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως αυτόφωρο. Σημειώνεται ότι τα δια του τύπου τελούμενα εγκλήματα θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα, ενώ επί της [[λαθρεμπορία]]ς ακολουθούνται ιδιαίτερες διατάξεις.
 
Η πρακτική σημασία του χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως αυτόφωρο συνίσταται στην εφαρμογή άμεσης διαδικασίας [[προανάκριση]]ς και προσαγωγής σε δικαστική αρχή χωρίς προηγούμενη [[παραγγελία εισαγγελέως]]. Στις περιπτώσεις αυτές ο [[προανακριτικόςανακριτικός υπάλληλος]] προχωρεί στη προανάκριση και στη συνέχεια ενημερώνει σχετικά τον [[Εισαγγελέας|εισαγγελέα]] περί της έκθεσης που έχει στο μεταξύ συντάξει. Η ειδικά αυτή συνοπτική διαδικασία γίνεται μόνο σε περιπτώσεις που το έγκλημα αφορά [[πταίσμα]] ή [[πλημμέλημα]] που υπάγονται στην αρμοδιότητα των [[Μονομελές Πλημμελειοδικείο|μονομελών πλημμελειοδικείων]], όπως π.χ. περιπτώσεις που αφορούν τραυματισμούς, σωματικές βλάβες εκ δόλου, ή εξ αμελείας, [[κλοπή|κλοπές]], [[ζωοκλοπή|ζωοκλοπές]], παραβάσεις περί τυχερών παιγνίων, [[οπλοφορία|παρανόμου οπλοφορίας]] ή και οπλοχρησίας, λαθρεμπορίας, διακίνησης ναρκωτικών, ειδικών περιπτώσεων παρανόμου [[αλιεία]]ς, κ.ά.