Αρνησικυρία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Nataly8 (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 16:
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο το βέτο παρέμεινε μεταξύ των δικαιωμάτων του θρόνου μόνο ως το αρνητικό ήμισυ της πλήρους άλλοτε νομοθετικής εξουσίας, που ασκούσε ο Βασιλεύς και με τον χαρακτήρα του απόλυτου. Έτσι υπό την μορφή αυτή συνεχίζει και σήμερα σχεδόν σ΄ όλα τα κράτη, που λειτουργούν κοινοβούλια, το βέτο ν΄ αποτελεί ομοίως μία αρνητική νομοθετική εξουσία ενός εθνικού εκτελεστικού οργάνου.
 
Αξιοσημείωτη επίσης μορφή βέτο ήταν το αποκαλούμενο "ελεύθερο βέτο" (liberum veto), που αναπτύχθηκε τον 17ο και 18ο αιώνα στην Πολωνία, ως συνταγματική ρύθμιση και που ασκούσε κάθε μέλος της Διαίτης με ιδιαίτερη ευρεία και καταλυτική εξουσία. Σύμφωνα μ΄ αυτό κάθε μέλος είχε τη δυνατότητα κάνοντας χρήση αυτού να ακυρώσει το σύνολο των εργασιών της Διαίτης. Το "ελεύθερο βέτο" διατυπωνόταν με τη φράση "''Nie pozwalam''" (= Δεν το επιτρέπω). Τελικά λόγω της πολύ μεγάλης συχνότητας που ασκούταν καταργήθηκε το 1791.
 
Επίσης άλλη ιστορική μορφή βέτο ήταν το λεγόμενο "Βέτο των Καρδιναλίων" που ίσχυε για την εκλογή υποψηφιότητας του Πάπα, μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το βέτο αυτό ασκούσαν αντιπρόσωποι καρδινάλιοι διαφόρων χωρών, όπως της Ισπανίας, της Αυστρίας κ.ά. έναντι συγκεκριμένων υποψηφιοτήτων. Τελευταία χρήση αυτού έγινε το 1903 κατά τη διεξαγόμενη εκλογή του διαδόχου του αποθανόντος Πάπα Λέοντος ΙΓ΄, όπου ενώ θεωρούταν βεβαία η εκλογή του Καρδινάλιου Ραμπόλα ντελ Τιντάρο, αναδείχθηκε ο Πάπας Πίος ο Ι, ο οποίος δια της από 20 Ιανουαρίου 1904 διατάξεως "Commissum Nobis" καταδίκασε το δικαίωμα αυτό.
 
== Μορφές αρνησικυρίας ==