Μονόκοκκο σιτάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Francois-Pier (συζήτηση | συνεισφορές)
Κατηγοριοποίηση
Francois-Pier (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 7:
 
==Μορφολογικά χαρακτηριστικά==
Το μονόκοκκο σιτάρι είναι το μοναδικό διπλοειδές (γονιδίωμα ΑΑ) καλλιεργούμενο είδος και ανήκει στο Section Monococca. Έχει βραχύ και λεπτό στέλεχος, {{ασαφές|με τρίχες στα γόνατα,|σχόλιο=μήπως στις αρθρώσεις;}} αδελφώνει πολύ και μοιάζει με αγριόχορτο. Τα φύλλα του γίνονται στενά και έχουν χρώμα κιτρινοπράσινο ή κυανοπράσινο. Τα στάχυα είναι με άγανα και στέκονται πάντοτε όρθια, ακόμα και όταν ωριμάσουν εντελώς και έχουν μήκος περί τα 5 εκατοστά. Η ράχη τους θραύεται κατά τον αλωνισμό, όπως και του δίκοκκου. Σε κάθε άρθρωση υπάρχει ένα σταχύδιο, που παρά τα τρία του άνθη, παράγει έναν σπόρο (γιά αυτό και η ονομασία μονόκοκκο). Ο σπόρος είναι «ντυμένος», δηλ. τα λέπυρα δεν αποχωρίζονται κατά τον αλωνισμό και έχουν χρώμα κίτρινο προς ανοιχτό κόκκινο. Ο σπόρος είναι πιεσμένος πλευρικά (ώστε το αυλάκι να γίνεται δυσδιάκριτο), μυτερός στις δυο άκρες, κοντός και με ελαφριά κοιλότητα. Το μονόκοκκο έχει υψηλό εκατολιτρικό βάρος και μαλακούς αλευρώδεις κόκκους που είναι εύθραυστοι στο στάδιο της αποφλοίωσης.<ref>Abdel-Aal et al. 1998.</ref> Παρουσιάζει ενδιαφέρον για βελτιωτικούς σκοπούς, επειδή έχει αντοχή στις σκωριάσεις και στις αντιξοότητες του περιβάλλοντος (ψύχος, ξηρασία). Σπέρνεται και την άνοιξη και λόγω της μεγάλης του αντοχής εμφανίζει ικανοποιητικές αποδόσεις.<ref name="JP1929">Παπαδάκης 1929.</ref><ref>Χρηστίδης 1963.</ref><ref>Σφήκας 1984.</ref>
{{Λάθος παραπομπή}}
 
==Περαιτέρω ανάγνωση==