Αιθανόλη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Vchorozopoulos (συζήτηση | συνεισφορές)
Vchorozopoulos (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 119:
Η ονομασία «αιθανόλη» επινοήθηκε ως ένα αποτέλεσμα μιας λύσης που υιοθετήθηκε στο Διεθνές Συνέδριο Χημικής Ονοματολογίας (''International Conference on Chemical Nomenclature'') που έγινε τον Απρίλιο του [[1892]] στη [[Γενέβη]], της [[Ελβετία|Ελβετίας]]<ref> For a report on the 1892 International Conference on Chemical Nomenclature, see: Armstrong, Henry (1892). "The International Conference on Chemical Nomenclature". Nature 46 (1177): 56–59. doi:10.1038/046056c0. Armstrong's report is reprinted with the resolutions in English in: Armstrong, Henry (1892). "The International Conference on Chemical Nomenclature". The Journal of Analytical and Applied Chemistry 6: 390–400 (398). "The alcohols and the phenols will be called after the name of the hydrocarbon from which they are derived, terminated with the suffix ol (ex. pentanol, pentenol, etc.)."</ref>.
 
Ο όρος «αλκοόλη», που τώρα αναφέρεται στην ευρύτερη κατηγορία των [[αλκοόλες|αλκοολών]], αλλά στην καθομιλουμένη ακόμη αναφέρεται αποκλειστικά στην αιθανόλη, είναι τελικά ένα μεσσαιωνικό «δάνειο» από την [[Αραβία|Αραβική]] ''al-kuḥl''<ref>OED; etymonline.com</ref><ref>''[http://dictionary.reference.com/browse/alcohol The American Heritage Dictionary of the English Language]'', Fourth Edition, Houghton Mifflin Harcourt, 2009.</ref>, που η χρήση του, με τη σημερινή έννοια της αιθανόλης, υιοθετήθηκε από τα μέσα του [[18ος αιώνας|18ου αιώνα]]. Πριν από το 18ο αιώνα, η μεσσαιωνική [[λατινική γλώσσα|λατινική λέξη]] ''alcohol'' αναφέρονταν σε «κονιοποιημένο ορυκτό αντιμονίου, κονιοποιημένο κοσμητικό», αλλά αργότερα, κατα το [[17ος αιώνας|17ο αιώνα]], σήμαινε «κάθε εξαχνωμένη ουσία ή απεσταγμένο οινόπνευμα», όπως καταγράφηκε το [[1753]]. Η συστηματική χρήση του όρου «αλκοόλη» στη χημεία χρονολογείται από το [[1850]].
 
== Μοριακή δομή ==