Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Διόρθωση τίτλων και διαδὀχου στον πίνακα
Γραμμή 9:
|έως = 25 Ιανουαρίου 1962
|προκάτοχος = [[Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β΄|Θεόκλητος Β΄]]
|διάδοχος = [[Αρχιεπίσκοπος ΙερώνυμοςΧρυσόστομος Α´Β΄|ΙερώνυμοςΧρυσόστομος Α´Β΄]]
|ημ_γέννησης = [[11 Ιουνίου]] [[1895]]
|τόπος_γέννησης = [[Γαλαξείδι|Γαλαξίδι]], [[Ελλάδα]]
Γραμμή 16:
|εθνικότητα = Ελληνική
|θρήσκευμα = Χριστιανός Ορθόδοξος
|πρώην_τίτλος = Επίσκοπος Χριστουπόλεως (1935-1936)<br />Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος (1936-1962)<br />Πρόεδρος Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος (1962-1968)
}}
Ο '''[[Αρχιεπίσκοπος]] πρώην Αθηνών και πάσηςΠάσης Ελλάδος Ιάκωβος''' (κοσμικό όνομα ''Γεώργιος Βαβανάτσος'') ([[Γαλαξείδι]], [[22 Ιουνίου]] [[1895]] – [[Σαλαμίνα]], [[25 Οκτωβρίου]] [[1984]]) υπήρξε ένας από τους πλέον σημαίνοντες και αμφιλεγόμενους Ιεράρχες της [[Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος|Εκκλησίας της Ελλάδος]] μέσα στον [[20ός αιώνας|20ο20ό αιώνα]]. Διετέλεσε πρώτος Μητροπολίτης της νεοσύστατης Ορθόδοξης Μητρόπολης [[Αττική|Αττικής]]ς και [[Επαρχία Μεγαρίδας|ΜεγαρίδαςΜεγαρίδος]] και, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και όληςΠάσης της ΕλλάδαςΕλλάδος και Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής.
 
Η προσωπική του πορεία υπήρξε παράλληλη της ιστορίας της ορθόδοξης ελληνικήςελλαδικής Εκκλησίας από τη [[Δεκαετία 1930|δεκαετία του 1930]] έως και τα μέσα της [[Δεκαετία 1970|δεκαετίας του 1970]]. Προοδευτικός και ρηξικέλευθος ιεράρχης βρέθηκε αντιμέτωπος με τις δύο μεγάλες δικτατορίες της [[καθεστώς της 4ης Αυγούστου|4ης Αυγούστου]] και της [[Χούντα των Συνταγματαρχών|21ης Απριλίου]] και διώχθηκε από τα στελέχη τους. Την περίοδο της Κατοχής ανέπτυξε πολυποίκιλη δράση εθνική και ανθρωπιστική ενώ και κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο κατάφερε να άρει την ποιμαντική του προσπάθεια πάνω από τις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές. Η υπόθεση της εκλογής και της πτώσης του από τη θέση του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε μείγμα παρασκηνιακής δράσης πολιτικών, εκκλησιαστικών και παρεκκλησιαστικών παραγόντων. Παρά την αμφισβήτηση, που δέχθηκε στο σύντομο διάστημα της παραμονής του στον αρχιεπισκοπικό θώκο και την έντονη κριτική και πολεμική, που του ασκήθηκε πριν και μετά την παραίτησή του, παρέμεινε σημείο αναφοράς των εκκλησιαστικών εξελίξεων έως και τη [[Μεταπολίτευση]]. Ο [[Πατριάρχης Δημήτριος|Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος]] έγραψε για τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο μετά την εκδημία του :<div lang="grc" class="polytonic" style="font-family: Palatino Linotype;">''"ὁ μακαριστὸς ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργὸς ἡμῶν Πρωθιεράρχης ὑπῆρξε διακεκριμένη ἡγετικὴ φυσιογνωμία, διακριθεῖσα διὰ τὴν εὐρύτητα τῶν ἀντιλήψεων αὐτῆς, διὰ τὸν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας ζῆλον, διὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸν φρόνημα, διὰ τὴν λιπαρὰν πεῖραν."''</div>
 
== Πρώιμη περίοδος ==
Γραμμή 61:
Η πλέον ουσιαστική παράμετρος της αντίθεσης της κυβέρνησης προς την υποψηφιότητα Ιακώβου ήταν η πρόθεσή του για δημιουργία ενός είδους εκκλησιαστικής τράπεζας, που θα διαχειριζόταν την περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος.<ref>Σε [http://www.ekathimerini.com/4dcgi/_w_articles_ell_1_05/02/2003_26080 άρθρο του Γρηγόρη Καλοκαιρινού] στην [http://www.ekathimerini.com/ αγγλική έκδοση της "Καθημερινής"] αναφέρεται: ''He had actually been discredited by fringe church groups by order of the then-prime minister, Constantine Karamanlis, because he had wanted to found a Church bank, something that would have been disastrous for the National Bank of Greece, where all the Church’s money was deposited at that time.'' Στο φύλλο της ίδιας μέρας σε άρθρο με τον τίτλο [http://www.ekathimerini.com/4dcgi/_w_articles_ell_1_05/02/2003_26079 "Archbishop blackmailed"] αναφέρεται: ''On January 14, 1962, the new Archbishop Iakovos Vavanatsos had just been enthroned and was heading a parade down Aghias Filotheis Street toward the archbishop’s mansion. However, in his enthronement speech he had made the mistake of announcing his plans for the Church which, if carried out, would have been disastrous for the National Bank of Greece.''</ref> Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία μέχρι και σήμερα καταθέτονται τα εκκλησιαστικά κεφάλαια.
 
Ανήμερα της κηδείας του μακαριστού αρχιεπισκόπουΑρχιεπισκόπου Θεοκλήτου μία ομάδα 23 Επισκόπων έδωσε στη δημοσιότητα την ακόλουθη ανακοίνωση σε απάντηση των διαφόρων επιθετικών δημοσιευμάτων:
:«''Φέρομεν εις γνώσιν των ευσεβών Χριστιανών ότι πρόσωπόν τι καλυπτόμενον υπό την προσωνυμία Χριστιανικών Οργανώσεων και άγνωστον εις τι αποβλέπον έθεσεν εις κυκλοφορίαν λιβελλογράφημα κατά της Ιεραρχίας, παράγραφον του οποίου ανέγραψεν ο ημερήσιος Τύπος.<br />Ημείς οι Ιεράρχαι της Εκκλησίας της Ελλάδος διαμαρτυρόμεθα και αποκρούομεν τα εν τω λιβελλογραφήματι αναφερόμενα και δηλούμεν προς τον ευσεβή ελληνικόν λαόν, ότι άπαντα τα μέλη της Ιεραρχίας είναι άξια πάσης τιμής και ευλαβείας και ότι έχοντα βαθείαν συναίσθησιν της υψηλής αυτών αποστολής, δια της τιμίας ψήφου των θα αναδείξωσι τον άξιον οιακοστρόφον ίνα οδηγήση το σκάφος της Ελληνικής Εκκλησίας εις τον θείον αυτού προορισμόν.<br />Καλείται όθεν ο ευσεβής χριστιανικός λαός, ίνα μετ΄ αποτροπιασμού παρέλθη το ειρημένον λιβελλογράφημα και μετ΄ εμπιστοσύνης προσβλέπη πάντοτε προς εκείνους τους οποίους η χάρις του Θεού έταξε ποιμένας αυτού και φρουρούς της αμώμου πίστεώς του."»
 
Γραμμή 71:
[[Αρχείο:Ενθρόνιση Ιακώβου Βαβανάτσου.jpg|thumb|right|300px|Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος την 13η Ιανουαρίου 1962, ημέρα της εκλογής του, συνοδευόμενος από Ιεράρχες.]]
 
Η Εκλογή του αρχιεπισκόπουΑρχιεπισκόπου έγινε με μυστική ψηφοφορία εντός του μητροπολιτικούΜητροπολιτικού ναούΝαού Αθηνών -παρουσία του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων-, η οποία και ξεκίνησε στις 09.00 ώρα της 13ης Ιανουαρίου του 1962. Πραγματοποιήθηκαν δύο ψηφοφορίες, η πρώτη για τον καταρτισμό του τριπρόσωπου ψηφοδελτίου και η δεύτερη της εκλογής. Έξω δε από τον Ναό, που είχε συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος, είχαν αναπτυχθεί δρακόντεια αστυνομικά μέτρα υπό την επίβλεψη του τότε αστυνομικού διευθυντή Θ. Ρακιτζή.<br />
Με την έναρξη της ψηφοφορίας ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος υπέβαλε ένσταση για αναβολή λόγω αφενός του μικρού μεσολαβούντος χρόνου από το θάνατο του μακαριστού Θεόκλητου, αφετέρου για τις πρωτοφανείς κατηγορίες που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Στην απόρριψη της ένστασης εκ μέρους του υπουργού ως "νόμω αβάσιμη", ακολούθησε και δεύτερη από τον ίδιο μητροπολίτη όπως "πρυτανεύσουν οι ιεροί κανόνες και όχι οι νόμοι" όπου και αυτή απορρίφθηκε.
 
[[Αρχείο:Εκλογή Ιακώβου 1962.jpg|thumb|left|220px|Δημοσίευμα από τον τύπο της εποχής για την εκλογή του Ιακώβου ως Αρχιεπισκόπου.]]
Από τη πρώτη ψηφοφορία αναδείχθηκαν υποψήφιοι για την πλήρωση της αρχιεπισκοπικής έδρας οι Μητροπολίτες: ο Αττικής Ιάκωβος, που έλαβε 32 ψήφους, ο [[Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄|Καβάλας Χρυσόστομος]], (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος) που έλαβε 23 ψήφους, και ο Μαντινείας Γερμανός, που έλαβε 16 ψήφους, ενώ πρώτος επιλαχών ήταν ο Θεσσαλονίκης Παντελεήμων με 14 ψήφους.<br />
Το τελικό αποτέλεσμα ανέδειξε Αρχιεπίσκοπο τον Ιάκωβο με 33 ψήφους έναντι 20 του Χρυσοστόμου και 4 του Γερμανού σε σύνολο 57 ψηφισάντων αρχιερέων.<br />
Το αποτέλεσμα της εκλογής ανακοινώθηκε στις 14:30 ώρα με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες αρχικά του καθεδρικούΚαθεδρικού ναούΝαού Αθηνών και στη συνέχεια ομοίως των καθεδρικών ναών της επικράτειας.
 
Το μήνυμα του νέου Αρχιεπισκόπου δόθηκε με την παρουσία 32 αρχιερέων και την αποχή 25, χαρακτηριστικό της διχοστασίας, που είχε δημιουργηθεί και στους κόλπους της Ιεραρχίας.
Γραμμή 104:
[[Αρχείο:Υποβολή Παραίτησης Ιακώβου 1962.jpg|thumb|right|300px|Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας "Ελευθερία" την επομένη της παραίτησης του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου.]]
 
Μετά την παραίτησή του έλαβε από τη Σύνοδο τον τίτλο του ''Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και πάσηςΠάσης Ελλάδος'' και καταστάθηκε Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, επιστρέφοντας στο εκεί ποιμαντικό του έργο.<ref>Η κύρωση της απόφασης της Ι. Συνόδου από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων έγινε το 1966.</ref> Το [[Συνοδικό Δικαστήριο]], ασχολούμενο με τις εναντίον του καταγγελίες και εξετάζοντας 70 μάρτυρες, εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, συνοδευόμενη από πόρισμα 135 σελίδων, με την οποία αθώωνε τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο.
 
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 και τη σύσταση αριστίνδην Συνόδου διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος ζήτησε να συναντηθεί <ref>Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο κτίριο του Πενταγώνου.</ref> με τον Ιάκωβο ο πραξικοπηματίας στρατηγός Σπαντιδάκης, που του δήλωσε πως έπρεπε να παραιτηθεί από το θρόνο της Μητρόπολης Αττικής γιατί οι θέσεις του για τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας ήταν αντίθετες με αυτές της "επαναστάσεως". Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε την παραίτηση επαναλαμβάνοντας τα λόγια του [[Βασίλειος Καισαρείας|Μεγάλου Βασιλείου]] προς τον έπαρχο Μόδεστο. Από εκείνη τη στιγμή τέθηκε σε παρακολούθηση μέχρι και τη δημοσίευση του νόμου 214/67,<ref>Νόμος, που αφορούσε την απώλεια της "έξωθεν καλής μαρτυρίας" και χρησίμευσε για την αποβολή από το σώμα της Ιεραρχίας Αρχιερέων ανεπιθύμητων στο δικτατορικό καθεστώς.</ref> με τον οποίο μπόρεσε η δικτατορία να τον καταδικάσει αφαιρώντας του και τη διαποίμανση της επαρχίας του. Ακόμα θεσπίστηκε ειδική διάταξη στη ΛΣΤ’/968 Συντακτική Πράξη, που προέβλεπε φυλάκισή του σε Ι. Μονή εντός της χώρας, οριζόμενης από απόφαση του "υπουργικού συμβουλίου".
Γραμμή 116:
Η άνοδος Σεραφείμ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο δημιούργησε στον Ιάκωβο την προσδοκία αποκατάστασής του στη Μητρόπολη Αττικής. Ομως η νέα διοίκηση δεν τον αποκατέστησε εξ αιτίας των αντιδράσεων των στρατιωτικών, οι οποίοι διατηρούσαν ακόμη την πολιτική εξουσία. Μεταπολιτευτικά προσπάθησε να δικαιωθεί προσφεύγοντας στην Ιερά Σύνοδο αλλά παρ’ ότι αναγνωρίστηκε η ηθική ακεραιότητά του και η παράνομη καταδίκη του <small>(βάσει του Α.Ν. 214/67)</small> δεν επιτράπηκε η επιστροφή του στη Μητρόπολη Αττικής.
 
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην [[Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνας|Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας]]. Πέθανε στις [[25 Οκτωβρίου]] [[1984]] στην Μονή Παναγίας Φανερωμένης όπου και ετάφη. Η κηδεία του τελέστηκε στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ.
 
== Υποσημειώσεις ==