Βουλγαρική Εξαρχία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Προσθ.
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Προσθ.
Γραμμή 8:
[[File:N.P.Ignatiev by Kustodiev.jpg|thumb|right|240px|Ο [[Νικολάι Ιγνάτιεφ]], [[Πινακοθήκη Τρετιάκοφ|Τρετιάκοφ]], [[Μόσχα]]<br> Ρώσος πρέσβης στην [[Κωνσταντινούπολη|Πόλη]] (1864-77) (διακεκριμένος Πανσλαβιστής) κύριος υποκινητής στην ίδρυση της Εξαρχίας<ref>Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ .4, σ 106, Εκδοτική Αθηνών, 1985</ref>]]
Στη διάρκεια της [[τουρκοκρατία]]ς οι Βούλγαροι έκαναν αρκετούς αγώνες ανεξαρτησίας πλην όμως λόγω κυρίως έλλειψης συντονισμού δεν καρποφόρησαν με συνέπεια να υποστούν τεράστιες διώξεις από τους Τούρκους. Ως χριστιανικός λαός και αυτοί είχαν υποστεί [[παιδομάζωμα]] και όλη τη βαριά φορολογία που είχαν υποστεί και οι Έλληνες. Περί τα μέσα του 18ου αιώνα κυρίαρχη γλώσσα στη περιοχή ήταν η ελληνική<ref>Σημειώνεται ότι το πρώτο βουλγαρικό σχολείο δημιουργήθηκε το 1835 στο Γκράμποβο με δωρεά του Βασίλη Απρίλοφ</ref>. Κατά συνέπεια οι κληρικοί που στέλνονταν από το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο]] ήταν κυρίως Έλληνες, ή και Βούλγαροι που είχαν σπουδάσει ελληνικά όπως υπήρξε ο επίσκοπος της Βράτσα Στάικο Βλαδισλάβοφ που έφερε το όνομα Σωφρόνιος<ref>Αγιοποιήθηκε από τη Βουλγαρική Εκκλησία στις 31 Δεκεμβρίου του 1964</ref> και ο οποίος φέρεται να ήταν ο πρώτος που δημιούργησε εθελοντικό σώμα Βουλγάρων που πολέμησε στο πλευρό των [[Σέρβοι|Σέρβων]] κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ζητώντας ταυτόχρονα, ως πρόεδρος επιτροπής, τη βοήθεια του [[Τσάρος|Τσάρου]] για την απελευθέρωση των ομοεθνών του κατά τον [[Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1806-1812)|Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806 - 1812]]. Από τότε αρχίζει και η έντονη παρουσία της Ρωσίας στη Βαλκανική ως "Προστάτιδα Δύναμη" των ορθοδόξων χριστιανών.<br>
Η [[Ελληνική επανάσταση του 1821]] είχε επηρεάσει ιδιαίτερα τους Βουλγάρους όπου και οι πλέον ενθουσιώδεις εξ αυτών έσπευσαν και εντάχθηκαν στη δύναμη του πρίγκιπα [[Αλέξανδρος Κ. Υψηλάντης|ΑλέξανδροΑλέξανδρου Υψηλάντη]] και του Βλαδιμηρέσκου, ενώ πολλοί κατέβηκαν ακόμα και στην [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]], το [[Μεσολόγγι]], την [[Αττική]] κ.α. μαχόμενοι τους Τούρκους. Παρά τις προσπάθειες όμως της Ρωσίας να συντονίσει τη δράση των Βουλγάρων, λόγω του κατακερματισμού τους σε πολλές παροικίες, ένεκα των διώξεων που είχαν υποστεί, δεν κατέστη δυνατή η εθνική αφύπνιση, έναντι της οποίας εντατική θέση έλαβε ο πανσλαβισμός, ο ποίοςοποίος με τη σειρά του άρχισε να παραγκωνίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
 
Παράλληλα με κάποιες πολιτικές κινήσεις των Βουλγάρων και με [[Φαναριώτες]] για ανεξαρτησία, "συνέπεσε" τότε και η τοποθέτηση του Ρώσου στρατηγού [[Νικολάι Ιγνάτιεφ]] πρέσβη στην [[Κωνσταντινούπολη]], ο οποίος, επ' ωφελεία πρωτίστως των ρωσικών σχεδίων για την περιοχή, άρχισε να επιδίδεται έντονα στην βουλγαρική εθνική αφύπνιση δια του πανσλαβισμού. Οργανώνοντας προηγουμένως βουλγαρικό εθελοντικό σώμα, για την καταστολή της [[Κρητική Επανάσταση (1866-1869)|κρητικής επανάστασης του 1866-1869]]<ref>την παρασπονδία αυτή των Βουλγάρων έναντι ομοθρήσκων τους ουδέποτε λησμόνησαν οι Κρητικοί</ref> απαίτησε στη συνέχεια από τον Σουλτάνο [[Αμπντούλ Αζίζ]] τη δημιουργία ανεξάρτητης βουλγαρικής εξαρχίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη.
Γραμμή 32:
Τον επόμενο χρόνο συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, επί των αρχών του διατάγματος περί καθολικότητας και ελεύθερης επιλογής, το πρώτο "βουλγαρικό εκκλησιαστικό και εθνικό συμβούλιο" οι εργασίες του οποίου ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου και έληξαν στις 24 Ιουλίου, (1871). Η σύνοδος αυτή μπορεί να απέτυχε να επιλέξει Έξαρχο, πλην όμως κατάφερε δια των εργασιών της η Βουλγαρική Εξαρχία ν' αναγνωριστεί ως ο επίσημος εκπρόσωπος του βουλγαρικού έθνους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.<br>
Τον επόμενο χρόνο στις [[12 Φεβρουαρίου]] (1872) η νέα σύνοδος της Εξαρχίας επέλεξε Έξαρχο τον τότε μητροπολίτη του Λόβετς, Ιλαρίωνα Α' (κατά κόσμο Ιβάν Ιβάνοφ). Κατηγορηθείς όμως ότι διατηρούσε σχέση με βουλγαρική επαναστατική οργάνωση δεν έγινε αποδεκτός από τον Σουλτάνο, όπου και αναγκάσθηκε σε παραίτηση. Κατά την επαναληπτική εκλογή που ακολούθησε, τέσσερις ημέρες μετά, στις [[16 Φεβρουαρίου]] Έξαρχος επιλέχθηκε ο τότε μητροπολίτης του Βιντίμ, Άνθιμος Α' (κατά κόσμο Αθάνας Σακαλόφ), ένας ιδιαίτερα μορφωμένος ιεράρχης με σπουδές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και σε ρωσική ακαδημία, ο οποίος και έγινε αποδεκτός από τον Σουλτάνο.<br>
Στις [[11 Μαΐου]]/23 Μαΐου (ν.ημερ), μόλις τρεις μήνες μετά την πανηγυρική του εκλογή, ο Έξαρχος Άνθιμος Α', μαζί με άλλους Βούλγαρους ιεράρχες, επισπεύδοντας τους σκοπούς του ανακήρυξε μονομερώς και αντίθετα με τους Ιερούς Κανόνες, αλλά και με το σχετικό σουλτανικό ιδρυτικό διάταγμα την αυτοκεφαλία της Βουλγαρικής Εξαρχίας, με συνέπεια την έντονη πλέον αντίδραση του Πατριαρχείου.
 
=== ΚαταδίκεςΣχίσμα - αφορισμοί ===
Μετά το τελευταίο παραπάνω γεγονός και ενώ άρχισε να κατακλύζεται το οικουμενικό πατριαρχείο από τηλεγραφήματα διαφόρων μητροπόλεων περί πίστεως σ΄ αυτό και άρνησης υπαγωγής των στη Βουλγαρική εξαρχία, όπως χαρακτηριστικό ήταν το, από 10 Φεβρουαρίου (1872), τηλεγράφημα του μητροπολίτη Βοδενών (Έδεσσας) Αγαθάγγελου<ref>«''Παναγιώτατε,<br>
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκάλεσε Σύνοδο, όπου κήρυξε την Βουλγαρική Εξαρχία σχισματική. Στη Μεγάλη Σύνοδο που συγκλήθηκε από τον [[Άνθιμος ΣΤ΄|Πατριάρχη Άνθιμο τον ΣΤ΄]] καταδικάζονταν ο εθνοφυλετισμός, ως αντίθετος με τους Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
''Άπαντες εσμέν υποκείμενοι τω ρωμαϊκώ πατριαρχείω και υμέτερα πνευματικά τέκνα. Ως και άλλοτε επανειλημμένως είχομεν κοινοποιήσει, ούτω, και σήμερον, δια τηλεγράφου ημών απάντων, ανηγγείλαμεν τη υψ. Πύλη ότι ουδέποτε θέλομεν παραδεχθή όπως το εν Ορτάκιοϊ εδρεύον προσωρινόν βουλγαρικόν συμβούλιον συμπεριλάβη την επαρχίαν ημών εις την εξαρχίαν, δια ταύτα απαγγέλοντες αυτή την απόφασιν ημών, εξαιτούμεθα τας ευχάς της''»<br>Αρχιμ. Τίτου Καράτζαλη – Δημ. Γόνη "Κώδιξ Βοδενών" σ.65</ref>, ο οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Γ΄ συγκάλεσε την "Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (1872)" που με τον όρο της καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό στους κόλπους της Εκκλησίας, σύμφωνα με σχετική έκθεση που συντάχθηκε από επιτροπή.<br>
Κατά τα πρακτικά της συνόδου, με βάση τη σειρά των θεμάτων της σχετικής έκθεσης, οι εργασίες της χωρίστηκαν σε τρία μέρη.
# Το πρώτο μέρος αφορούσε το ιστορικό του βουλγαρικού ζητήματος και την αποσκίρτηση από την "''Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία''" ως "''αρχικήν ιδέαν έχουσι την αρχήν του φυλετισμού''"
# Το δεύτερο μέρος αφορούσε γενικές απόψεις περί του φυλετισμού ως ενάντιου της διδασκαλίας του ευαγγελίου και του "''ιερού πολιτεύματος''".
# Το τρίτο μέρος αφορούσε γενικά τις αντικανονικές ενέργειες που είχαν στο μεταξύ προβεί όσοι είχαν αποσκιρτήσει.
Συνέχεια των παραπάνω τέθηκε ο συνοδικός όρος περί του εθνοφυλετισμού, η ενάντια διακήρυξη, η καταδίκη και η αποκήρυξή του. Τέλος ακολούθησε συνοδική δέηση προς τον "Κύριο Ιησού Χριστό" προκειμένου να διατηρεί την "''άμπελον Αυτού''" (Εκκλησία) "''άμωμον και αλώβητον από πάσης νεωτερικής λύμης, ερηρεισμένην επί τω θεμελίω των αποστόλων και των προφητών''".
Το εν λόγω συνοδικό κείμενο υπέγραψαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Στ΄, οι πρώην Πατριάρχες [[Γρηγόριος ΣΤ΄]] και [[Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄|Ιωακείμ Β΄]] καθώς και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Σοφρώνιος, Αντιοχείας [[Ιερόθεος Αντιοχείας|Ιερόθεος]], ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος και πολλοί άλλοι Μητροπολίτες του Κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προσλαμβάνοντας έτσι το κείμενο καθολική ισχύ.
 
{{Απόσπασμα|Ο ΄Ορος της Συνόδου «αποκηρύττει, κατακρίνει και καταδικάζει τον φυλετισμόν τουτέστι (αυτό είναι) τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία… τους δε παραδεχομένους τον τοιούτον φυλετισμόν.... κηρύττει αλλοτρίους της Εκκλησίας σχισματικούς.<ref>[[Ανδρέας Νανάκης]], «ΕΚΚΛΗΣΙΑ- ΓΕΝΟΣ- ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ», Εκδόσεις ΤΕΡΤΙΟΣ-ΚΑΤΕΡΙΝΗ, 1993 </ref>}}
Γραμμή 56 ⟶ 63 :
 
==Βιβλιογραφία==
* Αρχιμ. Τίτου Καράτζαλη – Δημ. Γόνη: "''Κώδιξ της Αλληλογραφίας του Βοδενών Αγαθαγγέλου''", Μακεδονική Βιβλιοθήκη, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1975.
*΄Αντα Διάλλα, Η Ρωσία απέναντι στα Βαλκάνια, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2009 ISBN 978-960-221-433-8
* Δημήτρης Α. Σταματόπουλος, Μεταρρύθμιση και Εκκοσμίκευση: προς μια ανασύνθεση της Ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα, Αθήνα: Εκδ. Αλεξάνδρεια 2003