Βουλγαρική Εξαρχία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
Προσθ.
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 37:
== Σχίσμα - αφορισμοί ==
Μετά το τελευταίο παραπάνω γεγονός και ενώ άρχισε να κατακλύζεται το οικουμενικό πατριαρχείο από τηλεγραφήματα διαφόρων μητροπόλεων περί πίστεως σ΄ αυτό και άρνησης υπαγωγής των στη Βουλγαρική εξαρχία, όπως χαρακτηριστικό ήταν το, από 10 Φεβρουαρίου (1872), τηλεγράφημα του μητροπολίτη Βοδενών (Έδεσσας) Αγαθάγγελου<ref>«''Παναγιώτατε,<br>
''Άπαντες εσμέν υποκείμενοι τω ρωμαϊκώ πατριαρχείω και υμέτερα πνευματικά τέκνα. Ως και άλλοτε επανειλημμένως είχομεν κοινοποιήσει, ούτω, και σήμερον, δια τηλεγράφου ημών απάντων, ανηγγείλαμεν τη υψ. Πύλη ότι ουδέποτε θέλομεν παραδεχθή όπως το εν Ορτάκιοϊ εδρεύον προσωρινόν βουλγαρικόν συμβούλιον συμπεριλάβη την επαρχίαν ημών εις την εξαρχίαν, δια ταύτα απαγγέλοντες αυτή την απόφασιν ημών, εξαιτούμεθα τας ευχάς της''»<br>Αρχιμ. Τίτου Καράτζαλη – Δημ. Γόνη "Κώδιξ Βοδενών" σ.65</ref>, ο οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Γ΄, στις 13 Μαΐου, εν μεγάλη συνόδω, προέβη στην καθαίρεση του Εξάρχου Ανθίμου και των συνεργατών αυτού επισκόπων και άλλων κληρικών της Εξαρχίας αναθεμάτισε και τον πρώην Μακαριουπόλεως Ιλαρίωνα, ανακοινώνοντας την πράξη αυτή προς όλες τις Εκκλησίες. Στη συνέχεια έχοντας προηγουμένως λάβει σουλτανική έγκριση, αλλά και την ηθική υποστήριξη του Έλληνα πρωθυπουργού [[Επαμεινώνδας Δεληγιώργης|Επαμ. Δεληγιώργη]]<ref>Κ. Παπαρρηγόπουλος τ.7ος, σ.404</ref>, συγκάλεσε την "Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (1872)" που με τον όρο της καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό στους κόλπους της Εκκλησίας, σύμφωνα με σχετική έκθεση που συντάχθηκε από επιτροπή.<br>
Κατά τα πρακτικά της συνόδου, με βάση τη σειρά των θεμάτων της σχετικής έκθεσης, οι εργασίες της χωρίστηκαν σε τρία μέρη.
# Το πρώτο μέρος αφορούσε το ιστορικό του βουλγαρικού ζητήματος και την αποσκίρτηση από την "''Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία''" ως "''αρχικήν ιδέαν έχουσι την αρχήν του φυλετισμού''"
Γραμμή 43:
# Το τρίτο μέρος αφορούσε γενικά τις αντικανονικές ενέργειες που είχαν στο μεταξύ προβεί όσοι είχαν αποσκιρτήσει.
Συνέχεια των παραπάνω τέθηκε ο συνοδικός όρος περί του εκκλησιαστικού εθνοφυλετισμού, όπως αυτός ορίστηκε<ref>"'' η εν τω αυτώ τόπω συγκρότησις ιδίων φυλετικών Εκκλησιών, πάντας μεν τους ομοφύλους αποδεχομένων, πάντας δε τους ετεροφύλους αποκλειομένων και υπό μόνον ομοφύλων ποιμένων διοικουμένων''"</ref>, η ενάντια διακήρυξη, η καταδίκη και η αποκήρυξή του. Τέλος ακολούθησε συνοδική δέηση προς τον "Κύριο Ιησού Χριστό" προκειμένου να διατηρεί την "''άμπελον Αυτού''" (Εκκλησία) "''άμωμον και αλώβητον από πάσης νεωτερικής λύμης, ερηρεισμένην επί τω θεμελίω των Αποστόλων και των Προφητών''".
Το εν λόγω συνοδικό κείμενο υπέγραψαν, στις [[29 Αυγούστου]]/10 Σεπτεμβρίου (ν.ημ.) 1872, μεκατά τοτην τέλοςπρώτη συνεδρία της Συνόδου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Στ΄, οι πρώην Πατριάρχες [[Γρηγόριος ΣΤ΄]] και [[Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄|Ιωακείμ Β΄]] καθώς και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Σοφρώνιος, Αντιοχείας [[Ιερόθεος Αντιοχείας|Ιερόθεος]], ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος, και πολλοί25 άλλοι Μητροπολίτες του Κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς και κάποιοι λόγιοι αρχιμανδρίτες, προσλαμβάνοντας έτσι αυτό καθολική ισχύ.<br>
Το ακριβές κείμενο καταδίκης και αποκήρυξης σύμφωνα με τα πρακτικά της "Πανορθόδοξης Συνόδου της Κωνσταντινούπολης έτους 1872" έχει ως ακολούθως:
 
{{Απόσπασμα|''Ἀποκηρύττομεν κατακρίνοντες καί καταδικάζοντες τόν φυλετισμόν, τουτέστιν τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία… Τούς παραδεχομένους τόν τοιοῦτον φυλετισμόν καί ἐπ΄ αὐτῷ τολμώντας παραπηγνῦναι καινοφανείς φυλετικάς παρασυναγωγάς κηρύττομεν, συνωδᾷ τοῖς Ἱεροῖς Κανόσιν, ἀλλοτρίους τῆς μίας Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτό δή τοῦτο σχισματικούς''}}.<br>
''Επομένως τους αποσχίσαντας εαυτούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ίδιον θυσιαστήριον πήξαντας και ιδίαν φυλετικήν παρασυναγωγήν συστησαμένους, ήτοι τους προκαθαιρεθέντας και αφορισθέντας Βουλγάρους αρχιερείς, ονομαστί, και τους υπ΄ αυτών χειροτονηθέντας, ή μετ΄ αυτών συμπράττοντας και κοινωνούντας, και τους αποδεχομένους ως κυρίας και κανονικάς τας πράξεις αυτών και ιεροτελεστίας, κληρικούς τε και λαϊκούς, η σύνοδος κηρύττει σχισματικούς και αλλοτρίους της του Χριστού Ορθοδόξου Εκκλησίας''.<br>
''Εύχεται δε η Σύνοδος όπως οι αποσχίσαντες εαυτούς και επί τη του φυλετισμού δόξη την παρασυναγωγήν αυτών πήξαντες, ματανοήσαντες και ανανήψαντες, προσέλθωσι τη Εκκλησία''. }}
 
Κατά τη Σύνοδο αυτή οι Πατέρες ενεργώντας ως φορείς της Ιερής Παράδοσης και του αποστολικού λόγου: «''Προσέχειν εαυτοίς και παντί τω πομνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού. ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος''» και εμπνεόμενοι από την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος<ref>Στο κείμενο γίνεται σχετική μνεία όπως οι Πατέρες στις Ιερές Οικουμενικές Συνόδους «''εξ ενός και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα''», έτσι και αυτοί αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι</ref> απέδωσαν εξ αρχής στον φυλετισμό την έννοια της αίρεσης που συμβαίνει να είναι αμφίδρομα Χριστολογική και εκκλησιολογική και μάλιστα ως εκκλησιολογική να διασπά την ενότητα της Εκκλησίας ως Σώμα Χριστού.
 
Κάτω από αυτό το γενικό θεολογικό πλαίσιο οι Πατέρες, λαμβάνοντας υπόψη ότι προϋπόθεση για ύπαρξη ανεξάρτητης Εκκλησίας είναι η ύπαρξη προηγουμένως ανεξάρτητης πολιτικής διοίκησης, σύμφωνα με τον κανόνα 36 της Πενθέκτης του 691, όπου δεν μπορεί να υπάρχει εκκλησιαστικός αρχηγός μέσα στην περιφέρεια άλλου, χαρακτήρισαν αφενός τον φυλετισμό ως πολέμιο της ενότητας της Εκκλησίας, περιέχον «''καινήν δόξαν διάδοσης κακού''» και «''νεωτερική λύμη''», την δε Βουλγαρική Εξαρχία «'''''φυλετική παρασυναγωγή'''''» που συνήλθε με αθέτηση ιερών κανόνων και τους δε συμμετέχοντες σ' αυτήν, ή αποδέχοντες αυτήν φυλετιστές: ξένους, «'''''αλλοτρίους'''''», προς το Σώμα της Εκκλησίας, «''απαυθαδιάσαντες''», και τοιουτοτρόπως «'''σχισματικούς'''».
 
Σημειώνεται ότι η εν λόγω Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως του 1872, λόγω άρνησης συμμετοχής της Εκκλησίας της Ρωσίας δεν κατέστη "πανορθόδοξη" αλλά "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος", συνήλθε δε στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου των Πατριαρχείων, σε τρεις συνεδρίες, η πρώτη στις 29 Αυγούστου, η δεύτερη στις 12 Σεπτεμβρίου και η τρίτη στις 16 Σεπτεμβρίου όπου και έγινε η επικύρωση του Όρου της Συνόδου. Μεταξύ δε των προσερχομένων ήταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος, που όμως παρασυρόμενος από τον ραδιούργο πρέσβη Ιγνάτιεφ, ανεχώρησε έκτακτα προφασιζόμενος ότι το πατριαρχείο Ιεροσολύμων θα επισκεπτόταν ο Ρώσος Μέγας Δούκας Νικόλαος, χωρίς ν΄ αφήσει κάποιον αντιπρόσωπο για να υπογράψει
 
== Εξελίξεις ==