Άλτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Μεταφέρω 23 σύνδεσμους interwiki, που τώρα παρέχονται από τα Wikidata στο d:q6983813 |
P.a.a (συζήτηση | συνεισφορές) μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
Ο μουσικολογικός όρος '''άλτο''', με ετυμολογική καταγωγή από τη λατινική λέξη ''altus'' (''ψηλός''), διέπεται από πολλές ερμηνείες και χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μια μεγάλη γκάμα αντικειμένων, σχετιζόμενων με τη μουσική.
Όταν πρόκειται για μουσικά όργανα, ο προσδιορισμός ''άλτο'' αναφέρεται στα μέλη της κάθε οικογένειας οργάνων που διαθέτουν τη δεύτερη χαμηλότερη έκταση, κάτω δηλαδή απ' αυτήν της [[σοπράνο]]<ref>[http://www.m-w.com/dictionary/alto alto – Definition from the Merriam-Webster Online Dictionary<!-- Bot generated title -->]</ref>. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει λόγος για ''άλτο [[σαξόφωνο]]'', ''άλτο [[φλάουτο]]'' κ.ο.κ. Σε κάποιες οικογένειες οργάνων, όπως το [[τρομπόνι]], το άλτο μέλος του τυγχάνει να έχει την ψηλότερη έκταση και έτσι δεν υπάρχει σοπράνο τρομπόνι.
Στη [[χορωδία|χορωδιακή μουσική]], ο όρος άλτο προσδιορίζει τη δεύτερη ψηλότερη φωνή, εντός του πλαισίου της τετραφωνίας (σοπράνο - άλτο - τενόρος - μπάσος). Η αρχική σημασία του όρου ανάγεται στη [[μεσαιωνική μουσική]], όπου ο όρος ''contratenor altus'' χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίσει την ψηλότερη φωνή, στα πλαίσια της τρίφωνης [[αντίστιξη]]ς (οι άλλες δύο φωνές είναι ο ''tenor'' και ο ''contratenor bassus''). Από τη σύντμηση του μεσαιωνικού όρου προκύπτουν και οι σημερινοί όροι [[κοντράλτο]] και [[κοντρα-τενόρος]], ενώ ο όρος άλτο αποτελεί συντόμευση του αρχικού όρου.
|