Χρήστης:Siga/πρόχειρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 19:
''Coenagrion ornatum'',<ref name="FE Coe orn">[http://www.faunaeur.org/full_results.php?id=214270 Fauna Europaea, ταξινόμηση και γεωγραφική εξάπλωση του είδους ''Coenagrion ornatum'']</ref>
''Coenagrion pulchellum'',<ref name="FE Coe pul">[http://www.faunaeur.org/full_results.php?id=214273 Fauna Europaea, ταξινόμηση και γεωγραφική εξάπλωση του είδους ''Coenagrion pulchellum'']</ref>
ενδημικά στην Κρήτη το ''Coenagrion ponticum''.<ref name="FE Coe pon">[http://www.faunaeur.org/full_results.php?id=214271 Fauna Europaea, ταξινόμηση και γεωγραφική εξάπλωση του είδους ''Coenagrion ponticum'']</ref>
και επίσης στην Κρήτη το
''Coenagrion scitulum'', αλλά όχι ενδημικά.<ref name="FE Coe sci">[http://www.faunaeur.org/full_results.php?id=214274 Fauna Europaea, ταξινόμηση και γεωγραφική εξάπλωση του είδους ''Coenagrion scitulum'']</ref>
Γραμμή 29:
Σε αυτήν την έκδοση όλα τα είδη της τάξης των οδοντόγνατων κατατάσσονται στο μοναδικό γένος ''Libellula'' με μόνο 18 είδη.<ref name="Linnaeus">Carolus Linnaeus: ''Systema Naturae'' Tom.1, Editio decima, Stockholm 1758 [http://gdz.sub.uni-goettingen.de/dms/load/img/?PPN=PPN362053006&DMDID=DMDLOG_0039&LOGID=LOG_0039&PHYSID=PHYS_0551 σελ. 550:546]</ref>
 
Το ''Libellula puella'' χαρακτηρίζεται από το Λινναίο με τα ελάχιστα λόγια ''Libellula alis erectis hyalinis'' (λιβελλούδα με τις πτέρυγες διαφανείς και προς τα πάνω). Ακολουθεί μια υποδιαίρεση σε τέσσερις ομάδες σχετικά με τα διάφορα χρώματα. Αυτό αποδεικνύει, πως ο Λινναίος δεν μιλάει για το είδος στη σημερινή έννοια, αλλά στο ''Libellula puella'' κατατάσσει όλα τα μικρά είδη, που σε πολλούςπολλές ευρωπαϊκούςευρωπαϊκές λαούςχώρες ακόμα σήμερα απόσυνοψίζονται με το κοινόλαϊκό ονομάζονταιόνομα ''νύμφες του νερού'' ([[Ναϊάδες ]]). Αυτό εξηγεί και το λατινικό όνομα ''puella'', που σημαίνει νεάνιδα, κορίτσι, μη ακόμη παντρεμένη νέα γυναίκα.
 
Σε μερικές πηγές διατηρείται η γνώμη, πως το όνομα ''Coenagrion'' δόθηκε το 1840 από τον Γάλλο Σαρπαντιέ (Charpentier).<ref name="FE Coe"/> Αυτό όμως είναι λάθος. Ο Σαρπαντιέ το 1840 στο βιβλίο του ''Libellulinae Europaeae'' (Λιβελλούλες της Ευρώπης) χρησιμοποιεί το όνομα ''Agrion'' και την ''Coenagrion puella'' ονομάζει ''Agrion interruptum''.<ref name="Charpentier">Toussaint von Charpentier {{Google books|NTgjmPiyV1sC|Libellulinae Europaeae descriptae ac depictae a Toussaint de Charpentier|page=156}} Leipzig 1840</ref> Το γένος ''Coenagrion'' ορίστηκε το 1890 από το Κirby.<ref name="BioLib">[http://www.biolib.cz/en/taxon/id1582/ το γένος ''Coenagrion'' στο BioLib]</ref> Ο Kirby τοποθετεί το καινούργιο γένος ''Coenagrion'' πίσω από το γένος ''Agrion''.<ref name="Kirby">W.F. Kirby: ''A synonymic catalogue of Neuroptera Odonata, or dragon-flies'' London 1890 [http://www.biodiversitylibrary.org/item/25894#page/164/mode/1up σελ. 148]</ref> Ο ίδιος δεν δίνει καμιά εξήγηση για το όνομα, αλλά η τοποθέτηση πίσω από το γένος ''Agrion'' υποδηλώνει την εξήγηση πως το γένος περιλαμβάνει όλα τα είδη που αποσπάστηκαν από το γένος ''Agrion'' και συνωψίζονται ως καινούργιο'Καινούργιο Agrion', από τα αρχαία 'καινό', που στα λατινικά σωστά μεταφράζεται ωςμε Caen- αλλά, το Caen- όμως πολλές φορές γίνεται και Coen- . Μια άλλη υπόθεση εξηγεί το όνομα από τις λέξεις ''κοινό'' και ''άγριο'', γιατί τα είδη πολλές φορές πετούν κατά ζεύγη στα χωράφια, το αρσενικό κρατώντας με τηντους λαβίδα που φέρεικέρκους στο άκροτέλος της κοιλιάς ως πένσα το θηλυκό πίσω από το κεφάλι.<ref name="Lib BW">Sternberg/Buchwald (Hrsg.): ''Die Libellen Baden-Württembergs Bd. 1'' Ulmer 1999 ISBN 3-8001-3508-6, σελ. 237 Γερμανικά</ref>
Το όνομα ''Agrion'' μπορεί επίσης να προέρχεται από το [[Αγρεύς]].<ref name="Charpentier">Toussaint von Charpentier {{Google books|NΤgjmPiyV1sC|Libellulinae Europaeae descriptae ac depictae a Toussaint de Charpentier|page=21}}</ref>
 
==Μορφολογικά χαρακτηριστικά του ακμαίου ==
Τα αρσενικά (Εικ. 3) είναι μπλε με μαύρες κηλίδες, όπως το συναντούμε σε πολλά όμοια είδη. Γενικά για αναγνώριση χρησιμοποιείται το μαύρο σχήμα που βρίσκεται στο δεύτερο κοιλιακό δακτύλιο. Αυτό θυμίζει ένα πέταλο ανοικτό προς τα μπροστά, ή την δομή ενός ποτηριού (Εικ. 3 στη μέση). Αυτό το σχήμα όμως έχει τόσες παραλλαγές, και μερικές μπορούν να συμπίπτουν με παραλλαγές άλλων ειδών. Γιαυτό χρησιμοποιείται το όχι τόσο επιβλητικό, αλλά πιο σίγουρο χαρακτηριστικό της μορφής τηςτων πένσαςκέρκων, που σχηματίζουν πένσα στο τέλος της κοιλιάς (Εικ. 3 δεξιά). Αυτή η μορφή είναι πολύ σταθερόσταθερή, γιατί ταιριάζει ακριβώς στο πρόνωτο τηςτου θηλυκού.
Το θηλυκό κατά κανόνα είναι πράσινο με μαύρες κηλίδες (Εικ. 1), καμιά φορά και μπλε με μαύρες κηλίδες (Εικ. 6). Στο δεύτερο κοιλιακό δακτύλιο βρίσκεται μια κηλίδα, που θυμίζει κύπελλο (Εικ. 2 δεξιά). Και αυτό το σχήμα δεν θεωρείται ασφαλή για αναγνώριση. Αντίθετα ητο γραμμήδιπλό κύμα που σχηματίζει η οπίσθια άκρη του προνώτου, που παριστάνει διπλό κύμα (Εικ. 2 αριστερά) είναιπαριστάνει σταθερό χαρακτηριστικό των θηλυκών του είδους. . Το γεγονός, πως πρόκειται για θηλυκό αναγνωρίζεται από τα εξαρτήματα στο κάτω του προτελευταίου κοιλιακού δακτυλίου (Εικ. 2 στη μέση).
 
Μετά την έκδυση από τελευταίο προνυμφικό στάδιο τα χρώματα των νέων ακμαίων σχεδόν δεν φαίνονται (Εικ. 4 και 9). Στα ώριμα ενήλικα η ένταση του χρωματισμού εξαρτάται από την θερμοκρασία. Στις δροσερές πρωινές ώρες το μπλε είναι πιο έντοναέντονο.
 
Για όλα τα είδη του γένους ισχύει, πως οι μεσαίες και οπίσθιες κνήμες δεν είναι φαρδιές (Εικ. 5). Στις πτέρυγες στο πεδίο μπροστά στο κόμβο (Εικ. 7 κάτω από το πράσινο συνδετήρα) υπάρχει μόνο δυο εγκάρσιες νευρώσεις, και αμέσως πίσω από το σκούρο πτερόστιγμα (Εικ. 7, πράσινο βέλο) είναι μόνο ένα κύτταρο. Η κεφαλή είναι πλατύτερη από το θώρακα (Εικ. 2 αριστερά),. Φέρει δυο κοντές νηματοειδείς κεραίες. Οι ημισφαιρικοί σύνθετοι οφθαλμοί έχουν μεγάλη απόσταση ο ένας από το άλλο και τοποθετούνται στις πλευρικές άκρες του κεφαλιού. . Αυτό επιτρέπει στο έντομο να κρύβεται το σώμα πίσω από ένα στέλεχος βούρλου με σχετικό διάμετρο, και συγχρόνως να κοιτάζει το απέναντι εχθρό με τους δυο οφθαλμούς. Αφού άλλα είδη έχουν άλλο απόσταση των οφθαλμών, επιλέγουν και άλλη θέση στο βούρλο για ανάπαυση, πράγμα που μειώνει την ανταγωνισμό μεταξύ των ειδών. Μεταξύ των δυο συνθετών οφθαλμών τρία οφθαλμίδια σχηματίζουν ένα ανυψωμένο τρίγωνο (Εικ. 2 αριστερά).
 
==Μορφολογικά χαρακτηριστικά της προνύμφης ==
Οι προνύμφες (Εικ. 7) είναι μικρότερες από δυο εκατοστόμετρα, αλλά στα τελευταία στάδια μεγαλύτερες από δεκατρία χιλιοστόμετρα. Είναι προσαρμοσμένες στη ζωή στο νερό. Φέρουν τρία ουραία εξωτερικά βράγχια σε φόρμα τριών φύλλων στο τέλος της κοιλιάς. Το κάθε φύλλο τελειώνει σε οξύ άκρη, που όμως δεν επεκτείνεται νηματώδη (Εικ. 14). Οι φλέβες δεν εκφύονταν όρθια στον άξονα, αλλά κλίνονται από το κεντρικό άξονα προς τα πίσω. Περίπου το πρώτο μισό των πλευρικών ακρών των βράγχιων είναι γερό οδοντωτό (φαίνεται σαφώς με πλήρη μεγέθυνση της Εικ. 14). Τα πόδια είναι καλά αναπτυγμένα.
 
Οι οφθαλμοί είναι μεγάλοι. Πίσω από τους οφθαλμούς το κεφάλι γίνεται πιο στενό, το πίσω μέρος του κεφαλιού είναι στρογγυλεμένο και δείχνει σκούρες λεκέδες (Εικ. 11 αριστερά). Οι κεραίες αποτελούνται από επτά μέρη (Εικ. 13).
{| class="prettytable float-right"
|colspan="2"|[[Εικόνα:Coenagrion puella 10(loz).jpg|x110px]]