Πετρέλευση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Επεξ. όρων
Γραμμή 1:
Με τον όρο '''Πετρέλευση''' (bunkering)* χαρακτηρίζεται γενικά ο ανεφοδιασμός των [[πλοίο|πλοίων]] με [[καύσιμα πλοίου|καύσιμα]] και συγκεκριμένα με [[πετρέλαιο]]. Η επιχειρούμενη κάθε φορά διαδικασία αυτή απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και απαραίτητη λήψη ειδικών μέτρων ασφαλείας που ορίζονται από διεθνείς ναυτικούς κανονισμούς καθώς και από επιπρόσθετα μέτρα των εγκαταστάσεων που παρέχουν πετρέλευση.
 
Η πετρέλευση των [[εμπορικό πλοίο|εμπορικών πλοίων]] γίνεται συνήθως εντός λιμένων ή όρμων καταφυγής, απαραίτητα όμως, κατόπιν αδείας της οικείας Λιμενικής Αρχής. Αυτή μπορεί να γίνει είτε από μόνιμη εγκατάσταση ξηράς, όπως συμβαίνει και σε οργανωμένες [[μαρίνες]], είτε από ειδικά σκάφη, μικρά πετρελαιοφόρα, που πλαγιοδετούν στα υπό ανεφοδιασμό πλοία. Επειδή το πετρέλαιο και γενικά τα καύσιμα είναι υποκείμενα του τελωνιακού ελέγχου, η πετρέλευση σε ανοιχτή θάλασσα απαγορεύεται ρητά, θεωρούμενη ως λαθρεμπορική δραστηριότητα.
Γραμμή 10:
*Σήμερα τα μεγάλα πολεμικά πετρελαιοφόρα μπορούν να κάνουν ταυτόχρονη "πετρέλευση εν πλω" σε τέσσερα άλλα πλοία δύο από κάθε πλευρά σε επάλληλες πορείες μεταξύ τους.
*Η φορτοεκφόρτωση των πετρλαιοφόρων [[δεξαμενόπλοιο|δεξαμενοπλοίων]], αφενός λόγω του πολύ μεγάλου όγκου και αφετέρου ότι το μεταφερόμενο πετρέλαιο αποτελεί κύριο φορτίο, δεν χαρακτηρίζεται απλά ως πετρέλευση, αλλά ως δραστηριότητα που εμπίπτει στις μεταφορές επικίνδυνων φορτίων.
 
(*) Ο αγγλικός όρος bunkering, (προφέρεται μπώνκερινγκ) προέρχεται από την ονομασία της δεξαμενής καυσίμων bunker, και στο πληθυντικό bunkers ονομάζονται τα [[καύσιμα πλοίου]]. Ο ελληνικός όρος "πετρέλευση" είναι ο εξελικτικός όρος του παλαιότερου "[[ανθράκευση]]" όταν για καύσιμη ύλη τα πλοία εφοδιάζονταν και χρησιμοποιούσαν το κάρβουνο.