Κασσίτερος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Vchorozopoulos (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Vchorozopoulos (συζήτηση | συνεισφορές)
Ιστορία
Γραμμή 40:
 
Το πρώτο [[κράμα]], που χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη κλίμακα από το [[3η χιλιετία π.Χ.|3.000 π.Χ.]], με αναφορές για χρήση του από το [[4η χιλιετία π.Χ.|3.500 π.Χ.]], ήταν ο [[Κρατέρωμα|μπρούτζος]], που είναι κράμα κασσιτέρου και [[χαλκός|χαλκού]] (Cu). Ο καθαρός μεταλλικός κασσίτερος άρχησε να παράγεται μετά από το [[600 π.Χ.]]. Το [[πηούτερ]] (''pewter'') είναι ένα κράμα από κασσίτερο (85-90%) και το υπόλοιπο αποτελείται από χαλκό, [[αντιμόνιο]] (Sb), [[βισμούθιο]] (Bi), μόλυβδο (Pb), μερικές φορές και [[άργυρος|άργυρο]] (Ag), και χρησιμοποιούνταν συνήθως για επίπεδα σκεύη (πιατικά και δίσκους σερβιρίσματος) από την [[Εποχή του Ορείχαλκου]] ως τον [[20ός αιώνας|20<sup>ό</sup> αιώνα]]. Στη σύγχρονη εποχή ο κασσίτερος χρησιμοποιείται σε πολλά κράματά του, με πιο αξιοσημείωτο ένα κράμα κασσιτέρου (60% και πάνω) - μολύβδου, που χρησιμοποιείται για «μαλακές συγκολλήσεις». Μια άλλη μεγάλη εφαρμογή του κασσιτέρου, εξαιτίας της σχετικής αντίστασής του στη [[διάβρωση]], είναι η [[επιμετάλλωση]] (επικασσιτερίωση<ref>[http://www.jewelpedia.com/lex93-kassiteros+tin.html ΚΑΣΣΙΤΕΡΟΣ] jewelpedia. Ανακτήθηκε την 7 Σεπτεμβρίου 2012</ref>) του [[χάλυβας|χάλυβα]]. Εξαιτίας της σχετικά χαμηλής [[τοξικότητα|τοξικότητάς]] του, επικασσιτερωμένα μέταλλα, συνήθως χάλυβας, χρησιμοποιούνται συχνά για την [[κονσέρβα|κονσερβοποίηση]] τροφίμων. Άλλες χρήσεις του είναι σε εύτηκτα κράματα και σε οργανοκασσιτερικές ενώσεις, όπως σταθεροποιητικά πρόσθετα [[πολυμερή|πολυμερών]]<ref name="chemuoa" />.
 
== Ιστορία ==
[[File:Sword bronze age (2nd version).jpg|left|thumb|Τελετουργικό μπρούτζινο γιγάντιο στιλέτο τύπου Plougrescant-Ommerschans, στην Plougrescant (της σημερινής) Γαλλίας, 1500-1300 π.Χ.
]]
Η εξόρρυξη και η χρήση κασσιτέρου χρονολογείται από την αρχή της Εποχής του Ορείχαλκου, γύρω στο 3.000 π.Χ, όταν παρατηρήθηκε ότι χάλκινα αντικείμενα που κατασκευάζονταν από πολυμεταλλικά ορυκτά, με διαφορετική αναλογία μεταλλικών συστατικών, έχουν διαφορετικές φυσικές ιδιότητες<ref>Cierny, J.; Weisgerber, G. (2003). "The "Bronze Age tin mines in Central Asia". In Giumlia-Mair, A.; Lo Schiavo, F. ''The Problem of Early Tin''. Oxford: Archaeopress. pp. 23–31. ISBN 1-84171-564-6.</ref>. Τα πρωιμότερα μπρούτζινα αντικείμενα περιείχαν κασσίτερο ή [[αρσενικό]] (As) σε περιεκτικότητα λιγότερο από 2% και γι' αυτό πιστεύεται ότι αυτό συνέβαινε με τη μη σκόπιμη δημιουργία κραμάτων, από κοιτάσματα ορυκτών χαλκού, που απλά περιείχαν τα άλλα μέταλλα ως προσμείξεις<ref name=":0">Penhallurick, R.D. (1986). ''Tin in Antiquity: its Mining and Trade Throughout the Ancient World with Particular Reference to Cornwall''. London: The Institute of Metals. ISBN 0-904357-81-3.</ref>. Η προσθήκη ενός δεύτερου μετάλλου στο χαλκό, αύξανε τη σκληρότητά του, ταπείνωνε τη θερμοκρασία [[τήξη|τήξης]] του, και βελτίωνε διεργασία χύτευσης παράγοντας ένα πιο ρευστοποιημένο τήγμα, και τελικά, μετά την ψύξη του, παρήγαγε ένα πιο πυκνό και λιγότερο σπογγώδες μέταλλο<ref name=":0" />. Η κατανόηση ότι αυτό είναι δυνατό να γίνει με επίτηδες προσθήκη άλλου μετάλλου αποτέλεσε μια σημαντική [[εφεύρεση]] για την Εποχή του Ορείχαλκου που επέτρεψε την παραγωγή πολλών και πολυπλοκότερων σχημάτων χυτών προϊόντων από κλειστές [[συντεχνία|συντεχνίες]] της εποχής. Τα αντικείμενα από αρσενιούχο μπρούτζο εμφανίστηκαν για πρώτη φοτά στην [[Εγγύς Ανατολή]], όπου σηνήθως το αρσενικό συνήθως συνυπάρχει σε κοιτάσματα με τα ορυκτά χαλκού, αλλά τα προβλήματα [[υγεία|υγείας]] που εμφανίζονται με τη χρήση του [[δηλητήριο|δηλητηριώδους]] [[Μεταλλοειδές|μεταλλοειδούς]] έγιναν σύντομα γνωστά με αποτέλεσμα να αναζητηθούν, από την πολύ πρώιμη Εποχή του Ορειχαλκου, πηγές προσμείξεων χαλκού με τον πολύ λιγότερο επικίνδυνο κασσίτερο<ref>Charles, J.A.
(1979). "The development of the usage of tin and tin-bronze: some
problems". In Franklin, A.D.; Olin, J.S.; Wertime, T.A. ''The Search for Ancient Tin''.
Washington D.C.: A seminar organized by Theodore A. Wertime and held at
the Smithsonian Institution and the National Bureau of Standards,
Washington D.C. March 14–15, 1977. pp. 25–32.</ref>. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ζήτησης του σπάνιου και συνεπώς επικερδούς [[εμπόριο|εμπορίου]] από τις σχετικά μακρυνές πηγές εξόρρυξής του ([[Ιταλία]], [[Πορτογαλία]], Βόρειαδυτική [[Γαλλία]], [[Βρετανία]] και Βοριοανατολική [[Γερμανία]]) στις (τότε) ανεπτυγμένες οικονομικά και πολιτιστικά αγορές (της [[Αρχαία Αίγυπτος|Αιγύπτου]], της [[Μεσοποταμία|Μεσοποταμίας]], των Ανατολικών ακτών της [[Μεσόγειος Θάλασσα|Μεσογείου]], της [[Ανατολία|Ανατολίας]] και της [[αρχαία Ελλάδα|Ελλάδας]]).
 
== Αλλοτροπικές μορφές ==