Κράτος δικαίου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
έβαλα μία πρώτη παράγραφο που εξηγούσε ιστορικά και εννοιολογικά τι κράτος δικαίου. Έχω σκοπό να το συνεχίσω
http://www.capital.gr/forum/thread/4748540
Γραμμή 1:
'''Κράτος δικαίου''' σημαίνει ότι κυρίαρχος είναι ο [[νόμος]] και όχι ο άνθρωπος, ή αλλιώς, οι νομικοί κανόνες και όχι τα πρόσωπα. Δηλαδή κράτος δικαίου έχουμε, για παράδειγμα, όταν η ερμηνεία των νόμων δεν επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των δικαστών και η εφαρμογή των νόμων δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (εκτελεστικής εξουσίας) αλλά βασίζεται σε σαφείς και καθορισμένους από πριν νομικούς κανόνες. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή μεταξύ δύο διαφορετικών λύσεων σε ένα νομικό πρόβλημα δεν αποτελεί προσωπική επιλογή προτίμησης του δικαστή αλλά καθορίζεται από αυστηρή λογική αιτιολόγηση με βάση καθορισμένα κριτήρια του τι ισχύει ως νόμος. Γενικότερα σημαίνει ότι, είτε το πολιτειακό καθεστώς είναι απολυταρχικό, ο νόμος είναι υπεράνω του ανώτατου άρχοντα, είτε είναι δημοκρατικό και πάλι ο νόμος θέτει κάποιους περιορισμούς στη βούληση του λαού. Στην πράξη, η αρχή του κράτους δικαίου σχετίζεται με τη [[διάκριση των εξουσιών]] και με την ύπαρξη συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει ένα πλαίσιο ατομικών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα στην [[ιδιοκτησία]], και προστατεύει το άτομο περιορίζοντας την ισχύ, για παράδειγμα, της εκτελεστικής εξουσίας. Κατ αυτό τον τρόπο, οι πράξεις της κρατικής διοίκησης ή οποιουδήποτε διαθέτει πολιτική εξουσία ή άλλης μορφής πολιτική ή οικονομική ισχύ, ελέγχονται από ανεξάρτητες δικαστικές αρχές. Η έννοια του κράτους δικαίου συνδέεται άμεσα με την [[αρχή της νομιμότητας]] (principle of legality) σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις αυτών που έχουν κρατική εξουσία πρέπει να βασίζονται σε σαφείς νομικούς κανόνες που έχουν καθοριστεί ''από πριν'', και δεν μεταβάλλουν εκ των υστέρων και κατά περίπτωση τους νομικούς κανόνες.
'''Το κράτος δικαίου''' (γερμανικά Rechtsstaat), αποτελεί έναν όρο της σύγχρονης νομικής και πολιτικής επιστήμης που αναφέρεται ειδικότερα στην κατάσταση κατά την οποία κυρίαρχος είναι ο [[νόμος]] και όχι οι εκάστοτε κυβερνώντες (η Διοίκηση). Αντιδιαστέλλεται ο όρος προς το λεγόμενο Αστυνομικό Κράτος (Polizeistaat), προγενέστερο μόρφωμα κατά το οποίο η Διοίκηση (νοούμενη έτσι η όλη εκτελεστική εξουσία) δεν περιοριζόταν από τους νόμους που η ίδια είχε θέσει, ουσιαστικά, δηλαδή, από θεμελιώδεις νόμους (χαρακτηριστικά, τα ατομικά δικαιώματα). Πράγματι, ο μονάρχης σε μία πρώιμη φάση εξέλιξης των συνταγματικών θεσμών του φιλελεύθερου κράτους, περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο από τη θεϊκή οντότητα, είναι δηλαδή ελέω Θεού. Αφού αντλεί την εξουσία του από τον Θεό, δεν είναι δυνατό να δεσμεύεται απόκάτι άλλο παρά από το θεϊκό νόμο, καθώς και από συναφθείσες από τον ίδιο συμβάσεις. Στο στάδιο αυτό, άλλωστε, η εξουσία είναι προσωποπαγής. Σε μεταγενέστερη φάση παραχωρούνται ορισμένα δικαιώματα στους υπηκόους από τον μονάρχη που θωρακίζουν την ελεύθερη ατομική σφαίρα του υπηκόου ως φιλελεύθερες παραχωρήσεις του τελευταίου προς τους υπηκόους του (πεφωτισμένη δεσποτεία). Τα δικαιώματα αυτά, όμως, είναι ακόμη ελεύθερα ανακλητά, δηλαδή δεν τον δεσμεύουν, Στην τελική φάση εξέλιξης, παράλληλα με την εξέλιξη των αντιπροσωπευτικών θεσμών, η κρατική εξουσία υπόκειται σε θεμελιώδεις νόμους που η ίδια έχει θεσπίσει, συνήθως περιεχόμενους σε κάποιο τυπικό σύνταγμα (συνταγματικο χάρτη) που αφορούν στη θωράκιση μίας ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου έναντι στο κράτος. Έτσι, το κράτος δικαίου αφορά ακριβώς αυτήν την κατάσταση της αντίθεσης του ατόμου απέναντι στην κρατική εξουσία μέσω της επίκλησης ορισμένων δικαιωμάτων. Το κράτος παύει να είναι αδέσμευτο και πλέον περιορίζεται σε έναν ρόλο του κράτους αποχής, δηλαδή της μη επέμβασης στην ιδιωτική σφαίρα και πρωτοβουλία.
 
Δηλαδή κράτος δικαίου έχουμε, για παράδειγμα, όταν η ερμηνεία των νόμων δεν επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των δικαστών και η εφαρμογή των νόμων δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (εκτελεστικής εξουσίας) αλλά βασίζεται σε σαφείς και καθορισμένους από πριν νομικούς κανόνες. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή μεταξύ δύο διαφορετικών λύσεων σε ένα νομικό πρόβλημα δεν αποτελεί προσωπική επιλογή προτίμησης του δικαστή αλλά καθορίζεται από αυστηρή λογική αιτιολόγηση με βάση καθορισμένα κριτήρια του τι ισχύει ως νόμος. Γενικότερα σημαίνει ότι, είτε το πολιτειακό καθεστώς είναι απολυταρχικό, ο νόμος είναι υπεράνω του ανώτατου άρχοντα, είτε είναι δημοκρατικό και πάλι ο νόμος θέτει κάποιους περιορισμούς στη βούληση του λαού. Στην πράξη, η αρχή του κράτους δικαίου σχετίζεται με τη [[διάκριση των εξουσιών]] και με την ύπαρξη συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει ένα πλαίσιο ατομικών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα στην [[ιδιοκτησία]], και προστατεύει το άτομο περιορίζοντας την ισχύ, για παράδειγμα, της εκτελεστικής εξουσίας. Κατ αυτό τον τρόπο, οι πράξεις της κρατικής διοίκησης ή οποιουδήποτε διαθέτει πολιτική εξουσία ή άλλης μορφής πολιτική ή οικονομική ισχύ, ελέγχονται από ανεξάρτητες δικαστικές αρχές. Η έννοια του κράτους δικαίου συνδέεται άμεσα με την [[αρχή της νομιμότητας]] (principle of legality) σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις αυτών που έχουν κρατική εξουσία πρέπει να βασίζονται σε σαφείς νομικούς κανόνες που έχουν καθοριστεί ''από πριν'', και δεν μεταβάλλουν εκ των υστέρων και κατά περίπτωση τους νομικούς κανόνες.
{{επέκταση}}