Αντιμόνιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Vchorozopoulos (συζήτηση | συνεισφορές)
Αναδιατύπωση τμημάτων της "Ιστορίας" και μικροπροσθήκες.
Yobot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Διόρθωση συντακτικών λαθών του κώδικα με τη χρήση AWB (11457)
Γραμμή 93:
|ταχύτητα έκρηξης =
}}
Το '''αντιμόνιο''' ([[Λατινική γλώσσα|λατινικά]]: ''stibium'', [[Αγγλική γλώσσα|αγγλικά]]: ''antimony'') είναι το [[χημικό στοιχείο]] με [[χημικό σύμβολο]] '''Sb''' και [[ατομικός αριθμός|ατομικό αριθμό]] [[51 (αριθμός)|51]]. Το χημικά καθαρό αντιμόνιο, στις [[κανονικές συνθήκες|συνηθισμένες συνθήκες]], είναι στιλπνό γκρι ([[στερεό]]) [[Μεταλλοειδή|μεταλλοειδές]], που βρίσκεται στη φύση κυρίως με τη μορφή του [[αντιμονίτης|αντιμονίτη]] (Sb<sub>2</sub>S<sub>3</sub>), ενός [[Θείο|θειούχου]] [[Ορυκτά καύσιμα|ορυκτού]]. Οι [[Χημική ένωση|ενώσεις]] του αντιμονίου ήταν γνωστές από την [[αρχαιότητα]], οπότε χρησιμοποιούνταν σε κοσμητικές εφαρμογές. Το μεταλλικό (δηλαδή στοιχειακό) αντιμόνιο ήταν επίσης γνωστό, αλλά θεωρούνταν λανθασμένα ότι ήταν μορφή του [[Μόλυβδος|μολύβδου]], μέχρι που ανακαλύφθηκε η αλήθεια, δηλαδή ότι πρόκειται για ξεχωριστό στοιχείο. Στα 1540, αναφέρθηκε για πρώτη φορά η απομόνωση και η περιγραφή του αντιμονίου από το Βαννόκιο Μπιρινγκούκιο (''Vannoccio Biringuccio'').
 
Για κάποιο χρονικό διάστημα, η [[Κίνα]] ήταν η μεγαλύτερη παραγωγός μεταλλικού αντιμονίου και των ενώσεών του, και μάλιστα με το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους ειδικά από το ορυχείο του Xikuangshan στο Χουνάν. Οι [[Βιομηχανία|βιομηχανικές]] μέθοδοι για την παραγωγή αντιμονίου είναι θέρμανση μαζί με επακόλουθη καρβοθερμική ή άμεση [[Οξειδοαναγωγή|αναγωγή]] του αντιμονίτη με [[Σίδηρος|σίδηρο]].
Γραμμή 104:
Το [[Αντιμονίτης|τριθειούχο αντιμόνιο]] (Sb<sub>2</sub>S<sub>3</sub>) αναγνωρίστηκε στην Προδυναστική [[Αρχαία Αίγυπτος|Αίγυπτο]] ως καλλυντικό ματιών ήδη από περί το [[4η χιλιετία π.Χ.|3.100 π.Χ.]], όταν εφευρέθηκε η μπαλέτα με τα καλλυντικά<ref>{{cite journal|doi=10.1111/j.1475-4754.2006.00279.x|title=Application of Lead Isotope Analysis to a Wide Range of Late Bronze Age Egyptian Materials|year=2006|last1=Shortland|first1=A. J.|journal=Archaeometry|volume=48|issue=4|page=657}}</ref>.
 
Ένα τεχνούργημα, που λέγεται ότι ήταν μέρος ενός αγγείου, φτιαγμένο από αντιμόνιο, που χρονολογήθηκε ότι ήταν περίπου από το 3000 π.Χ. βρέθηκε στην ''Telloh'', στους [[Χαλδαίοι|Χαλδαίους]] (μέρος του σημερινού [[Ιράκ]]), και ένα επιχαλκωμένο αντικείμενο από αντιμόνιο, που χρονολογείται ανάμεσα στο [[3η χιλιετία π.Χ.|2500 π.Χ.]] και στο [[2η χιλιετία π.Χ.|2000 π.Χ.]], έχει βρεθεί στην Αίγυπτο<ref name=kirk>Kirk-Othmer Encyclopedia of Chemical Technology, 5th ed. 2004. Entry for antimony.</ref>. Ο Ώστεν (''Austen)'', σε μια διάλεξη του Χέρμπερτ Γκλάντστοουν (''Herbert Gladstone'') το [[1892]]<ref name=moorey>{{cite book|last=Moorey|first=P. R. S.|year=1994|title=Ancient Mesopotamian Materials and Industries: the Archaeological Evidence|place=New York|publisher=Clarendon Press|page=241|url=http://books.google.com/?id=P_Ixuott4doC&pg=PA241|isbn=978-1-57506-042-2}}</ref>, σχολίασε ότι ''«το μόνο που γνωρίζουμε για το αντιμόνιο τη σήμερον ημέρα είναι ότι είναι ένα πολύ εύθραυστο και κρυσταλλώδες μέταλλο, το οποίο μετά δυσκολίας μπορεί να διαμορφωθεί έστω σε ένα βάζο, και γι'αυτό το λόγο αυτό το αξιοσημείωτο «εύρημα» (το αντικείμενο που αναφέρεται παραπάνω) πρέπει να αντιπροσωπεύει τη χαμένη τέχνη του να άνεις το αντιμόνιο εύπλαστο.»''<ref name="moorey" />. Ο Μούρεϋ (''Moorey'') δεν πειθόταν ότι το αντικείμενο ήταν όντως βάζο, ανέφερε ότι ο Σελίχανοβ (''Selimkhanov''), μετά την ανάλυση του αντικειμένου του Τέλλο (''Tello'', που δημοσιεύτηκε το [[1975]] ) «... προσπάθησε να συσχετίσει το μέταλλο με Υπερκαυκασιακό φυσικό αντιμόνιο...»<ref name="moorey" /> (δηλαδή γηγενές μέταλλο) και ότι «...όλα τα αντικείμενα από την περιοχή του Καυκάσου είναι μικρά προσωπικά κοσμήματα...»<ref name="moorey" />. Αυτό αποδυναμώνει την ένδειξη ότι υπήρξε «...χαμένη τέχνη που να κάνει το αντιμόνιο εύπλαστο...»<ref name="moorey" />.
 
Ο [[Πλίνιος ο Πρεσβύτερος]] (''Pliny the Elder'') περιέγραψε διάφορους τρόπους παραγωγής τριθειούχου αντιμονίου για ιατρικούς σκοπούς, στη μνημειώδη Φυσική Ιστορία (''Natural History)'' του<ref name=":0">Mellor, Joseph William (1964). "Antimony". ''A comprehensive treatise on inorganic and theoretical chemistry'' '''9'''. p. 339.</ref>. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος διέκρινε δυο μορφές αντιμονίου, «αρσενικού» και «θηλυκού». Πιθανότατα εννοούσε το τριθειούχο αντιμόνιο ως «αρσενικό» αντιμόνιο, ενώ (υποθετικά) το φυσικό μεταλλικό αντιμόνιο ως υπερέχον, βαρύτερο και λιγότερο εύθραυστο «θηλυκό» αντιμόνιο<ref>Pliny, ''Natural history'', 33.33; W.H.S. Jones, the Loeb Classical Library translator, supplies a note suggesting the identifications.</ref>.
Γραμμή 120:
Οι αρχαίες λέξεις για το αντιμόνιο κυρίως περιέχουν τη λέξη "kohl", το σουλφίδιο του αντιμόνιου. Ο [[Πλίνιος ο Πρεσβύτερος]] κάνει διαχωρισμό μεταξύ της αρσενικής και της θηλυκής μορφής αντιμόνιου. Η αρσενική είναι προφανώς το σουλφίδιο ενώ η θηλυκή που είναι ανώτερη, βαρύτερη και λιγότερο εύθραυστη είναι μάλλον το γηγενές μεταλλικό αντιμόνιο.
 
Οι Αιγύπτιοι έλεγαν το αντιμόνιο "msdmt". Στα [[Ιερογλυφικά|ιερογλυφικά]] τα φωνήεντα είναι ασαφή αλλά υπάρχει μια αραβική παράδοση ότι η λέξη είναι "mesdemet". Η ελληνική λέξη "στίμι" προέρχεται προφανώς από την αραβική ή αιγυπτιακή λέξη sdm και χρησιμοποείται από τους τραγικούς ποιητές της Αττικής του 5ου αιώνα π.Χ.. Αργότερα οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη "στίβι" όπως έκανε ο [[Κέλσιος]] και ο Πλίνιος τον 1ο αιώνα μ.Χ.. Ο Πλίνιος το ονομάζει επίσης stimi, larbaris, [[Αλάβαστρο|αλάβαστρο]] και το "πολύ κοινό" πλατυόφθαλμο (προφανώς από το σχήμα του κοσμήματος). Αργότερα Λατίνοι συγγραφείς μετέφεραν τη λέξη στα λατινικά ως stibium. Η αραβική λέξη για την ουσία, σε αντίθεση με το κόσμημα, μπορεί να εμφανιστεί ως ithmid, athmoud, othmod ή uthmod. Ο Littre πιστεύει πως η πρώτη μορφή, η οποία είναι και η παλαιότερη, προέρχεται από τον όρο stimmida, την αιτιατική πτώση του όρου stimmi.
 
Η χρήση του Sb ως το καθιερωμένο χημικό σύμβολο για το αντιμόνιο καθιερώθηκε από τον [[Γιονς Γιάκομπ Μπερτσέλιους]] ο οποίος το χρησιμοποίησε ως συντομογραφία του όρου stibium. Η μεσαιωνική λατινική μορφή, από την οποία πήραν τα ονόματα τους για το αντιμόνιο οι μοντέρνες γλώσσες καθώς και τα βυζαντινά ελληνικά, είνα το antimonium. Η προέλευση του είναι άγνωστη. Όλες οι προτάσεις για την προέλευση του συναντούν κάποια δυσκολία είτε στη μορφή είτε στην ερμηνεία. Η δημοφιλής ετυμολογία, από το "αντιμοναχός" ή το γαλλικό " antimoine " έχει πολλούς υποστηρικτές, σημαίνει " Φονιάς μοναχών " και εξηγείται από το γεγονός ότι στο παρελθόν πολλοί [[Αλχημεία|αλχημιστές]] ήταν μοναχοί και πειραματίζονταν με το αντιμόνιο το οποίο είναι δηλητηριωδες.
Γραμμή 127:
 
Οι αρχικές χρήσεις του όρου " αντιμόνιο " περιλαμβάνουν τις μεταφράσεις, το διάστημα 1050 - 1100, από τον Κωνσταντίνο τον Αφρικανό διάφορων ιατρικών διατριβών. Μερικοί ειδικοί πιστεύουν πως ο όρος " αντιμόνιο " είναι μια παραφθορά κάποιας αραβικής μορφής. Ο Meyerhof το αποδίδει στον όρο " ithmid ". Άλλες πιθανότητες περιλαμβάνουν το " athimar ", το αραβικό όνομα των μεταλλοϊδών και ένα υποθετικό όρο, το " as-stimmi " ο οποίος προέρχεται ή είναι παράλληλος με τον ελληνικό.
 
 
==Χαρακτηριστικά==
Γραμμή 133 ⟶ 132 :
===Ιδιότητες===
 
Το αντιμόνιο είναι στην ομάδα του αζώτου (ομάδα 15) και έχει ηλεκτραρνητικότητα 2,05. Όπως είναι αναμενόμενο από την κατάταξη του στον περιοδικό πίνακα, είναι πιο ηλεκτραρνητικό από τον [[Κασσίτερος|κασσίτερος]] και το [[Βισμούθιο|βισμούθιο]] και λιγότερο ηλεκτραρνητικό από το [[Τελούριο|τελούριο]] ή το [[Αρσενικό|αρσενικό]]. Το αντιμόνιο είναι σταθερό σε θερμοκρασία δωματίου, αλλά αντιδρά με το οξυγόνο εάν θερμανθεί, δημιουργώντας τριοξείδιο του αντιμονίου, Sb<sub>2</sub>O<sub>3</sub>.
 
Το αντιμόνιο είναι ένα ασημί, στιλπνό γκρι στοιχείο το οποίο έχει σκληρότητα στην κλίμακα Mohs ίση με 3. Έτσι, το καθαρό αντιμόνιο είναι πολύ μαλακό για να δημιουργήσει σκληρά αντικείμενα. Νομίσματα φτιαγμένα από αντιμόνιο είχαν κυκλοφορήσει στο προάστιο Guizhou της Κίνας το 1931, αλλά επειδή ήταν πολύ ευαίσθητα, σταμάτησε η παραγωγή τους. Το αντιμόνιο είναι ανθεκτικό στη διάβρωση από οξέα.
 
Τέσσερις αλλοτροπικές μορφές του αντιμονίου είναι γνωστές : μια σταθερή μεταλλική μορφή και τρεις μετασταθερές μορφές (Εκρηκτική, μαύρη και κίτρινη). Το μεταλλικό αντιμόνιο είναι εύθραυστο, αργυρόλευκο και γυαλιστερό. Όταν ψυχθεί αργά, το λιωμένο αντιμόνιο σχηματίζει μια τριγωνική μορφή, ισομορφική με την γκρίζα αλλοτροπική μορφή του αρσενικού. Μια σπάνια εκρηκτική μορφή του αντιμονίου μπορεί να σχηματιστεί με την ηλεκτρόλυση του τριχλωρίδιου του αντιμονίου. Εάν ξυστεί με αιχμηρό αντικείμενο, πραγματοποιείται εξωθερμική αντίδραση και παράγεται λευκός καπνός, καθώς σχηματίζεται το μεταλλικό αντιμόνιο. Όταν τριφτεί με ένα γουδί, συμβαίνει ισχυρή έκρηξη. Το μαύρο αντιμόνιο σχηματίζεται με την απότομη ψύξη των ατμών που προκύπτουν από το μεταλλικό αντιμόνιο. Έχει την ίδια κρυσταλλική δομή με τον κόκκινο φώσφορο και το μαύρο αρσενικό, οξειδώνεται στον αέρα και μπορεί να αναφλεγεί στιγμιαία. Στους 100 &nbsp;°C, σταδιακά παίρνει τη σταθερή του μορφή. Η κίτρινη αλλοτροπική του μορφή είναι η ασταθέστερη. Έχει παραχθεί μόνο από την οξείδωση του [[Αντιμονίτης|αντιμονίτη]] (SbH<sub>3</sub>) στους -90 &nbsp;°C. Πάνω από αυτή τη θερμοκρασία σε απαλό φωτισμό, αυτή η μετασταθερή αλλοτροπική μορφή μετατρέπεται σε ακόμα σταθερότερη μαύρη μορφή.
 
Το μεταλλικό αντιμόνιο τηρεί μια δομή στρωμάτων (ομάδα διαστήματος R{{overline|3}}m Αρ. 166) στην οποία τα στρώματα αποτελούνται από συγχωνευμένους δακτυλίους 6 μερών. Ο κοντινότερος και ο αμέσως κοντινότερος γείτονας σχηματίζουν ένα ακανόνιστο οκτάεδρο σύμπλεγμα, με τα τρία άτομα στο ίδιο διπλό στρώμα να είναι σχετικά πιο κοντά από τα τρία άτομα στο επόμενο. Αυτή η σχετικά κοντινή δομή προκαλεί την υψηλή του πυκνότητα 6,697 g/cm3, αλλά οι αδύναμοι δεσμοί μεταξύ των στρωμάτων οδηγεί σε χαμηλή σκληρότητα και υψηλή ευθραυστότητα του αντιμονίου.
Γραμμή 143 ⟶ 142 :
===Ισότοπα===
 
Το αντιμόνιο έχει δύο σταθερά [[Ισότοπο|ισότοπα]] : το <sup>121</sup>Sb με φυσικό πλεόνασμα 57,36% και το <sup>123</sup>Sb με φυσικό πλεόνασμα 42,64%. Έχει επίσης 35 [[Ραδιοϊσότοπο|ραδιοϊσότοπα]], από τα οποία τη μεγαλύτερη ζωή έχει το <sup>125</sup>Sb με [[Ημιζωή|ημιζωή]] 2,75 έτη. Επιπλέον, 29 μετασταθερές καταστάσεις έχουν εντοπισθεί. Η σταθερότερη από αυτές είναι <sup>120m1</sup> Sb με περίοδο ημιζωής 5,76 μέρες. Ισότοπα που είναι ελαφρότερα από το σταθερό <sup>123</sup>Sb τείνουν να αποσυντίθενται μέσω της β<sup>+</sup> αποσύνθεσης, και αυτά που είναι βαρύτερα τείνουν να αποσυντίθενται μέσω της β<sup>-</sup> αποσύνθεσης, με κάποιες εξαιρέσεις.
 
===Παρουσία===
 
Το πλεόνασμα του αντιμονίου στο φλοιό της Γης εκτιμάται στα 0,2 ως 0,5 μέρη ανά εκατομμύριο, κοντά στην τιμή του [[Θάλλιο|θάλλιουθάλλιο]]υ στα 0,5 μέρη ανά εκατομμύριο και του ασημιού με τιμή 0,07 μέρη ανά εκατομμύριο. Παρόλο που αυτό το στοιχείο δεν είναι άφθονο, ανιχνεύεται σε πάνω απο 100 ορυκτά. Το αντιμόνιο μερικές φορές ανιχνεύεται καθαρό αλλά συνήθως ανιχνεύεται στο σουλφίδιο αντιμονίτη (Sb<sub>2</sub>S<sub>3</sub>) το οποίο είναι το κυρίαρχο ορυκτό.
 
==Ενώσεις==
Γραμμή 155 ⟶ 154 :
===Οξείδια και υδροξείδια===
 
Το τριοξείδιο του αντιμονίου (Sb<sub>4</sub>O<sub>6</sub>) σχηματίζεται όταν το αντιμόνιο καίγεται στον αέρα. Στην αέρια μορφή, αυτή η ένωση υπάρχει ως Sb<sub>4</sub>O<sub>6</sub>, αλλά γίνεται πολυμερής λόγω συμπύκνωσης. Το πεντοξείδιο του αντιμονίου (Sb<sub>4</sub>O<sub>10</sub>) μπορεί να σχηματιστεί μέσω οξείδωσης μόνο με συγκεντρωμένο [[Νιτρικό οξύ|νιτρικό οξύ]]. Το αντιμόνιο σχηματίζει επίσης ένα οξείδιο μεικτού σθένους, το τετροξείδιο του αντιμονίου (Sb<sub>2</sub>O<sub>4</sub>) το οποίο υπάρχει στο Sb(III) αλλά και στο Sb(IV). Σε αντίθεση με το [[Φώσφορος|φώσφορο]] και το [[Αρσενικό|αρσενικό]], τα διάφορα οξείδια είναι αμφοτερικά, δε φτιάχνουν σταθερά οξο-οξείδια και αντιδρούν με τα οξέα σχηματίζοντας άλατα αντιμονίου.
 
Το αντιμονικό οξύ Sb(OH)<sub>3</sub> είναι άγνωστο, αλλά η ένωση του νατριούχου αντιμονίτη ([Na<sub>3</sub>SbO<sub>3</sub>]<sub>4</sub>) σχηματίζεται με τη μίξη οξείδιου του νατρίου και Sb<sub>4</sub>O<sub>6</sub>.Οι μεταλλικοί αντιμονίτες μετάβασης είναι επίσης γνωστοί. Τα αντιμονικά οξέα υπάρχουν μόνο ως το υδάτινο HSb(OH)<sub>6</sub>, σχηματίζοντας άλατα τα οποία περιέχουν το ανιόν αντιμονίου {{chem|Sb(OH)|6|-}}. Η αφυδάτωση των μεταλλικών αλάτων που περιέχουν αυτό το ανιόν μας δίνει μεικτά οξέα.
Γραμμή 165 ⟶ 164 :
Το αντιμόνιο σχηματίζει 2 σειρές αλογονιδίων : την SbX<sub>3</sub> και την SbX<sub>5</sub>. Τα τριαλογονίδια SbF<sub>3</sub>, SbCl<sub>3</sub> και SbI<sub>3</sub> είναι όλα μοριακές ενώσεις οι οποίες έχουν τριγωνική πυραμιδική μοριακή γεωμετρία.
 
Το τριφθοριούχο SbF<sub>3</sub> παράγεται από την αντίδραση του Sb<sub>2</sub>O<sub>3</sub> με το HF :
 
:{{chem|Sb|2|O|3}} + 6 HF → 2 {{chem|SbF|3}} + 3 {{chem|H|2|O}}
 
Γίνεται " οξικό Λούις ", λαμβάνει ιόντα φθορίου και σχηματίζονται τα σύνθετα ανιόντα {{chem|SbF|4|-}} και {{chem|SbF|5|2-}}. Το λιωμένο SbF<sub>3</sub> είναι αδύναμος αγωγός του ηλεκτρισμού. Το τριχλωρίδιο SbCl<sub>3</sub> προκύπτει αν διαλύσουμε το Sb<sub>2</sub>S<sub>3</sub> σε [[Υδροχλωρικό οξύ|υδροχλωρικό οξύ]] :
 
:{{chem|Sb|2|S|3}} + 6 HCl → 2 {{chem|SbCl|3}} + 3 {{chem|H|2|S}}
 
Τα πενταλογονίδια SbF<sub>5</sub> και SbCl<sub>5</sub> έχουν τριγωνική διπυραμιδική μοριακή γεωμετρία στην κατάσταση αερίου, αλλά στην υγρή κατάσταση to SbF<sub>5</sub> είναι [[Πολυμερές|πολυμερές]] ενώ το SbCl<sub>5</sub> είναι μονομερές. Το SbF<sub>5</sub> είναι ένα ισχυρό " οξύ Lewis " το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή του του υπεροξέος φθοριο-αντιμονικό οξύ ("H<sub>2</sub>SbF<sub>7</sub>").
 
Τα οξυαλογονίδια είναι περισσότερο κοινά για το αντιμόνιο παρά για το αρσενικό και το φώσφορο. Το τριοξείδιο του αντιμόνιου διαλύεται σε πυκνό οξύ και σχηματίζει οξυαντιμονικές ενώσεις όπως SbOCl και {{chem|(SbO)|2|SO|4}}.
Γραμμή 183 ⟶ 182 :
:{{chem|Sb|3-}} + 3 {{chem|H|+}} → {{chem|SbH|3}}
 
Ο αντιμονίτης μπορεί επίσης να παραχθεί εαν αναμείξουμε άλατα {{chem|Sb|3+}} με συστατικά υδριδίων όπως το βορουδρίδιο του νατρίου. Ο αντιμονίτης αποσυντίθεται ταχύτατα σε θερμοκρασία δωματίου. Επειδή ο αντιμονίτης έχει θετική [[Ενθαλπία|ενθαλπία]] σχηματισμού, είναι θερμοδυναμικά ασταθής και γι'αυτό το αντιμόνιο δεν αντιδρά άμεσα με το [[Υδρογόνο|υδρογόνο]].
 
Οι οργανοαντιμονικές ενώσεις παράγονται συνήθως με την αλκίλωση των αλογονιδίων του αντιμονίου με "αντιδραστικές ουσίες Grignard". Μια μεγάλη ομάδα ενώσεων είναι γνωστή τόσο με κέντρα Sb(III) και Sb(V), συμπεριλαμβανομένων των μεικτών χλωροργανικών παράγωγων, ανιόντων και κατιόντων. Μερικά παραδείγματα είναι ο τριφαινυλοαντιμονίτης ( Sb(C<sub>6</sub>H<sub>5</sub>)<sub>3</sub> ), το Sb<sub>2</sub>(C<sub>6</sub>H<sub>5</sub>)<sub>4</sub> ( με δεσμό Sb-Sb ) και το [Sb(C<sub>6</sub>H<sub>5</sub>)]<sub>n</sub>. Οι πεντασυχρονισμένες οργαναντιμονικές ενώσεις είναι κοινές, με παράδειγμα το Sb(C<sub>6</sub>H<sub>5</sub>)<sub>5</sub> και μερικά άλλα αλογονίδια.
Γραμμή 238 ⟶ 237 :
Η καταγεγραμμένη παραγωγή αντιμόνιου στην Κίνα έπεσε το 2010 και είναι δύσκολο να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την έρευνα της Roskill. Δεν έχουν προκύψει νέα σημαντικά κοιτάσματα τα τελευταία δέκα χρόνια, και τα υπολοιπόμενα κοιτάσματα εξαντλούνται ταχύτατα.
 
Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί αντιμόνιου σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με τη Roskill είναι οι παρακάτω :
 
{|class="wikitable"
Γραμμή 352 ⟶ 351 :
===Διαδικασία παραγωγής===
 
Η εξόρυξη αντιμόνιου από κοιτάσματα εξαρτάται από την ποιότητα του κοιτάσματος και τη σύνθεση του. Το μεγαλύτερο ποσοστό αντιμόνιου εξορύσσεται ως σουλφίδιο. Κοιτάσματα χαμηλότερης ποιότητας συγκεντρώνονται από την αιώρηση αφρού, μια διαδκασία όπου τα κοιτάσματα υψηλότερης ποιότητας θερμαίνονται στους 500-600 &nbsp;°C, τη θερμοκρασία στην οποία ο αντιμονίτης λιώνει και διαχωρίζεται από τα άχρηστα ορυκτά. Το αντιμόνιο μπορεί να απομονωθεί από το άχρηστο σουλφίδιο αντιμόνιου μέσω αναγωγής με άχρηστο σίδηρο :
 
:{{chem|Sb|2|S|3}} + 3 Fe → 2 Sb + 3 FeS
 
Το σουλφίδιο μετατρέπεται σε ένα οξείδιο και συχνά εκμεταλλευόμαστε την αστάθεια του οξειδίου αντιμόνιου(ΙΙΙ) το οποίο ανακτάται από την πολύ υψηλή θερμοκρασία. Αυτό το υλικό συνήθως χρησιμοποείται για τις κύριες εφαργμογές, με τις προμίξεις να είναι κυρίως αρσενικό και σουλφίδια. Η απομόνωση του αντιμόνιου από το οξείδιο γίνεται με μια ανθρακοθερμική αναγωγή :
 
:2 {{chem|Sb|2|O|3}} + 3 C → 4 Sb + 3 {{chem|C||O|2}}
Γραμμή 372 ⟶ 371 :
===Κράματα===
 
Το αντιμόνιο σχηματίζει ένα πολύ χρήσιμο κράμα με το [[Μόλυβδος|μόλυβδο]], ο οποίος αυξάνει τη σκληρότητα και τη μηχανική δύναμη του. Για τις περισσότερες εφαρμογές που περιέχουν μόλυβδο, χρησιμοποιούνται διάφορες ποσότητες αντιμόνιου ως μέταλλο κράματος. Στις μπαταρίες μολύβδου-οξέων, αυτή η προσθήκη βελτιώνει τα χαρακτηριστικά φόρτισης και μειώνει την παραγωγή ανεπιθύμητου υδρογόνου κατά τη φόρτιση. Χρησιμοποείται σε κράματα κατά της τριβής, σε σφαίρες, σε προστατευτικά περιβλήματα καλωδίων, σε μεταλλικά εξαρτήματα εκτυπωτών, σε [[Καλάι|καλάι]] ( μερικά καλάι λένε ότι δεν περιέχουν αντιμόνιο, όμως έχουν σε ποσοστό 5% ), σε κράματα κασσίτερου και σε σκληρυντικά κράματα με μικρή περιεκτικότητα κασσίτερου στην κατασκευή σωλήνων.
 
===Άλλες εφαρμογές===
 
Τρεις άλλες εφαρμογές αποτελούν σχεδόν όλη την υπόλοιπη κατανάλωση αντιμόνιου. Μια απο αυτές τις εφαρμογές είναι ως σταθεροποιητής και καταλύτης για την παραγωγή τετραφθαλικού πολυαιθυλενίου. Μια άλλη εφαρμογή είναι η χρήση του ως συντελεστή καθαρισμού και αφαίρεσης μικροσκοπικών φυσαλίδων από το [[Γυαλί|γυαλί]], κυρίως για τηλεοπτικές οθόνες. Αυτό επιτυγχάνεται με την αντίδραση ιόντων αντιμόνιου με το οξυγόνο, εμποδίζοντας το τελευταίο να δημιουργήσει φυσαλίδες. Η τρίτη κυριότερη εφαρμογή είναι η χρήση του ως βαφή.
 
Το αντιμόνιο χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στη βιομηχανία [[Ημιαγωγός|ημιαγωγών]] ως ενισχυτικό για ελάσματα σιλικόνης τύπου n στην παραγωγή [[Δίοδος|διόδων]], ανιχνευτών [[Υπέρυθρη ακτινοβολία|υπέρυθρης ακτινοβολίας]] και συσκευές φαινομένου Hall. Στη δεκαετία του 1950, μικρές χάντρες ενός κράματος μολύβδου - αντιμόνιου χρησιμοποιούνταν για ενίσχυση των εκπομπών και συλλεκτών των τρανζίστορς ζεύξης κράματος n-p-n με το αντιμόνιο. Το αντιμονίδιο του ινδίου χρησιμοποιείται ως υλικός στους ανιχνευτές του μέσου φάσματος υπέρυθρης ακτινοβολίας.
Γραμμή 382 ⟶ 381 :
Υπάρχουν μερικές βιολογικές και ιατρικές εφαρμογές για το αντιμόνιο. Θεραπείες που περιέχουν αντιμόνιο είναι γνωστές ως " αντιμονιακά " και χρησιμοποιούνται ως εμετικά. Οι ενώσεις αντιμονίου χρησιμοποιούνται ως αντι-πρωτοζωϊκά φάρμακα. Το ταρταρικό αντιμονοκάλιο ή ταρταρικό εμετικό, χρησιμοποιούνταν ως αντι-σχιστοσωματικό φάρματκό από το 1919 και μετά. Σταδιακά αντικαταστάθηκε από το φάρμακο Praziquantel. Το αντιμόνιο και οι ενώσεις του χρησιμοποιούνται σε διάφορα κτηνιατρικά σκευάσματα όπως η ανθιομαλίνη και το θειομηλικό λίθιου - αντιμόνιου το οποίο χρησιμοποιείται σαν μαλακτικό δέρματος σε μυρηκαστικά. Το αντιμόνιο έχει θρεπτικές και μαλακτικές επιπτώσεις σε ιστούς που περιέχουν κερατίνη, τουλάχιστον στα ζώα.
 
Τα φάρμακα με βάση το αντιμόνιο, όπως η αντιμονιακή μεγλουμίνη, θεωρούνται επίσης κατάλληλα για τη θεραπεία της [[Λεϊσμανίαση|λεϊσμανίασηςλεϊσμανίαση]]ς σε οικόσιτα ζώα. Δυστυχώς, εκτός του ότι έχουν χαμηλό ποσοστό επιτυχίας, έχουν και χαμηλό δείκτη εισχώρησης στο μυελό των οστών, όπου υπάρχουν μερικά αμαστιγωτά της Λεϊσμανίασης και έτσι η θεραπεία της ασθένειας - κυρίως σε εντοσθιακή μορφή - είναι πολύ δύσκολη. Μια στοιχειώδης ποσότητα αντιμόνιου σε χάπι χρησιμοποιούνταν κάποτε ως φάρμακο. Μπορούσε να ξαναχρησιμοποιηθεί από κάποιος μετά τη χώνεψη.
 
Στην κεφαλή κάποιον σπίρτων ασφαλείας, χρησιμοποιείται σουλφίδιο του αντιμόνιου (ΙΙΙ). Το αντιμόνιο-124 χρησιμοποιείται μαζί με το [[Βηρύλλιο|βηρύλλιο]] σε πηγές νετρονίων. Οι ακτίνες γ που εκπέμπονται από το αντιμόνιο-124 ξεκινά την φωτοαποσύνθεση του βηρύλλιου. Τα εκπεμπόμενα νετρόνια έχουν κατά μέσο όρο ενέργεια ίση με 24 keV. Έχει παρατηρηθεί ότι τα σουλφίδια του αντιμόνιου βοηθούν στην σταθεροποίηση του συντελεστή τριβής στα φρένα των αυτοκινήτων.
 
Το αντιμόνιο χρησιμοποιείται επίσης στην κατασκευή σφαιρών και ανιχνευτών σφαιρών. Αυτο το στοιχείο χρησιμοποείται επίσης στα καλλυντικά, στις μπογιές και στα γλυπτά γυαλιού. Μια χρήση του ως σκιεροποιητής σμάλτου σταμάτησε μετά τη δεκαετία του 1930, αφού αναφέρθηκαν αρκετές δηλητηριάσεις.
Γραμμή 392 ⟶ 391 :
Το αντιμόνιο και πολλές από τις ενώσεις του είναι τοξικά και τα συμπτώματα δηλητηρίασης από αντιμόνιο είναι όμοια με αυτά της δηλητηρίασης από αρσενικό. Η τοξικότητα του αντιμόνιου είναι πολύ χαμηλότερη από του αρσενικού. Αυτό συμβαίνει λόγω σημαντικών διαφορών στην πρόσληψη, στο μεταβολισμό και στην έκκριση μεταξύ αρσενικού και αντιμόνιου. Η πρόσληψη του αντιμόνιου(ΙΙΙ) ή του αντιμόνιου(IV) στο γαστροεντερικό σωλήνα είναι στο μέγιστο 20%. Το αντιμόνιο(V) δεν μειώνεται ποσοτικά σε αντιμόνιο(III) στα κύτταρα (μάλιστα, το αντιμόνιο(ΙΙΙ) οξειδώνεται και γίνεται αντιμόνιο(V)).
 
Από τη στιγμή που η μεθυλίωση του αντιμόνιο δεν συμβαίνει, η έκκριση του αντιμόνιου(V) μέσω των ούρων είναι ο κύριος τρόπος εξουδετέρωσης. Όπως και με το αρσενικό, οι κυριότερες επιπτώσεις της δηλητηρίασης από αντιμόνιο είναι η καρδιοτοξικότητα με αποτέλεσμα το έμφραγμα του μυοκαρδίου, μπορεί όμως να εμφανιστεί και ως σύνδρομο Adams - Stokes, κάτι το οποίο δε προκαλεί το αρσενικό. Στις περιπτώσεις δηλητηρίασης από αντιμόνιο που έχουν αναφερθεί με ποσότητα ίση με 90 &nbsp;mg ταρταρικού αντιμονοκάλιου διαλυμένο σε σμάλτο προκαλεί μόνο βραχυπρόθεσμα συμπτώματα. Μια δηλητηρίαση με 6 &nbsp;mg της ίδιας ουσίας προκαλεί θάνατο μετά από 3 ημέρες.
 
Η εισπνοή σκόνης αντιμόνιου είναι επικίνδυνη και σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να είναι θανάσιμη. Σε μικρές δόσεις, το αντιμόνιο προκαλεί πονοκεφάλους, ζαλάδα και κατάθλιψη. Μεγαλύτερες δόσεις όπως η εκτεταμένη επαφή με το δέρμα μπορεί να προκαλέσει δερματίτιδα ή πρόβλημα στα νεφρά και το συκώτι προκαλώντας έντονο και συχνό εμετό, οδηγώντας στο θάνατο εντός λίγων ημερών.
Γραμμή 398 ⟶ 397 :
Το αντιμόνιο δεν είναι συμβατό με ισχυρούς συντελεστές οξείδωσης, ισχυρά οξέα, οξέα αλογόνου, χλωρίνη ή φθόριο. Θα πρέπει να μην εκτίθεται σε ζέστη.
 
Το αντιμόνιο διαλύει ουσίες από τα τοιχώματα των μπουκαλιών PET και τις προσθέτει στο υγρό που περιέχουν. Ενώ τα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί στο εμφιαλωμένο νερό είναι κάτω από το όριο, η συγκέντρωση στις συσκευασίες χυμών φρούτων (για τις οποίες δεν υπάρχουν οδηγίες και όρια) που παράγονται στην Αγγλία βρέθηκε να είναι μέχρι και 44.7 μg/L αντιμόνιου, πολύ μεγαλύτερη από τα όρια που ισχύουν για το νερό βρύσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου είναι 5 μg/L. Οι οδηγίες είναι οι εξής :
 
* Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας : 20 μg/L