Λεβάντες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Γενικά: Αφαίρεση του ανέμου για δημιουργία ξεχωριστού λήμματος
→‎Ο σύγχρονος όρος: Αφαίρεση φωτογραφίας που αναφέρεται στον άνεμο.
Γραμμή 13:
 
==Ο σύγχρονος όρος==
[[File:Gibraltar in clouds.jpg|thumb|left|280px|Σύννεφα πάνω από το [[Γιβραλτάρ]] που σχηματίζονται από τον άνεμο Λεβάντε]]
Ο όρος έγινε τρέχων στα αγγλικά το 16ο αιώνα, μαζί με τους πρώτους Άγγλους εμπόρους τυχοδιώκτες στην περιοχή: τα αγγλικά σκάφη εμφανίστηκαν στη Μεσόγειο γύρω στο 1570 και η αγγλική εμπορική εταιρεία υπέγραψε ειδική συμφωνία (''capitulations'' = «διομολογήσεις») με τον [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Μέγα Τούρκο]] το 1579 (Braudel). Στο γραπτό λόγο του 19ου αιώνα ο όρος ενσωμάτωσε τις ανατολικές περιοχές που βρίσκονταν κάτω από την τότε διακυβέρνηση της [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανικής Αυτοκρατορίας]], όπως παραδείγματος χάρη η [[Ελλάδα]]. Το όνομα ''Λεβαντίνος'' (''Levantine'') αναφέρεται επιπλέον στους ανθρώπους της Μεσογείου (ιδιαίτερα Ενετούς και [[Γένοβα|Γενοβέζους]]), Γάλλους, ή άλλης καταγωγής και προέλευσης, που είχαν ζήσει στην Τουρκία από την οθωμανική περίοδο. Η πλειοψηφία τους είναι απόγονοι των εμπόρων από τις «[[Θαλάσσιες δημοκρατίες]]» της Μεσογείου (όπως η [[Γαληνότατη δημοκρατία της Βενετίας|Δημοκρατία της Βενετίας]], η [[Δημοκρατία της Γένοβας]] και η [[Δημοκρατία της Ραγούσας]]) ή των κατοίκων των [[Σταυροφορικά κράτη|Σταυροφορικών Κρατών]] (ειδικά οι Γάλλοι Λεβαντίνοι). Συνεχίζουν να ζουν στην [[Κωνσταντινούπολη]] (ως επί το πλείστον στις περιοχές Μπέιογλου [Beyoğlu] και Νισάντασι [Nişantaşı]) και στη [[Σμύρνη]] (ως επί το πλείστον στις περιοχές του [[Μπουρνόβας|Μπουρνόβα]] [Bornova] και του [[Βουτζάς|Βουτζά]] [Buca]). Όταν η Μεγάλη Βρετανία κατέλαβε την [[Παλαιστίνη (ιστορική περιοχή)|Παλαιστίνη]] κατά την τελευταία φάση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, μερικοί από τους νέους κυβερνήτες προσάρμοσαν τον όρο Λεβαντίνοι υποτιμητικά, αναφέρομενοι στους κατοίκους μικτής αραβικής και ευρωπαϊκής καταγωγής και στους Ευρωπαίους (συνήθως Γάλλους, Ιταλούς, ή Έλληνες) που «είχαν γίνει ιθαγενείς» και είχαν υιοθετήσει τοπικές ενδυμασίες και έθιμα.