Μαυρόγυπας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Elanus (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Yobot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Διόρθωση συντακτικών λαθών του κώδικα με τη χρήση AWB (11774)
Γραμμή 17:
| binomial_authority = (Linnaeus, 1766)
}}
Ο '''Μαυρόγυπας''' είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους [[γύπας|γύπες]] που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι ''Aegypius monachus'' και δεν περιλαμβάνει [[υποείδος|υποείδη]] (μονοτυπικό). <ref>Howard & Moore, p. 102</ref>
*Η [[Ελλάδα]], έχει την τιμή να φιλοξενεί τον τελευταίο πληθυσμό όλης της ΝΑ Ευρώπης<ref name="Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 78">Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 78</ref> (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).
==Τάση παγκόσμιου πληθυσμού==
*Καθοδική ↓<ref name="iucnredlist.org">http://www.iucnredlist.org/details/full/22695231/0</ref>
==Ονοματολογία==
Το όνομα του [[γένος|γένους]] προέρχεται από την ελληνική μυθολογία. Ο [[Αιγυπιός]] (Aegypius), και ο [[Νεόφρων]] (Neophron), υπήρξαν τα τραγικά πρόσωπα της ιστορίας μιάς παράνομης ερωτικής σχέσης με τη μητέρα τού δευτέρου [[Τιμάνδρα]] και, της τελικής μεταμόρφωσης όλων σε πτηνά από τον Δία. <ref>ΠΛΜ, 4:224</ref>
 
Η λατινική λέξη ''monachus'' στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής «μοναχός, καλόγερος» και, σχετίζεται με την χαρακτηριστική μορφολογία του πάνω μέρους του σώματος του πτηνού, που μοιάζει με πανωφόρι Καθολικού μοναχού. <ref>http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=monachus</ref>
 
Η αγγλική λαϊκή ονομασία του είδους (Cinereus Vulture) παραπέμπει στο χαρακτηριστικό σταχτόγκριζο χρώμα τού πτερώματός του. <ref>http://dictionary.reference.com/browse/cinereous?s=t&path=/</ref>
 
Η ελληνική λαϊκή ονομασία του σχετίζεται, επίσης, με το χρώμα του πτερώματος του πτηνού, μόνο που δεν είναι ακριβώς μαύρο. Πιθανότατα, η κατά Κανέλλη ονομασία, οφείλεται στη διάθεση να δειχτεί η έντονη αντίθεση με το χρώμα τού άλλου μεγάλου [[γύπας|γύπα]] της ελληνικής πανίδας, τού [[όρνιο|όρνιου]]υ. {{πηγή}}
==Συστηματική ταξινομική==
Το [[είδος]] περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως ''Vultur Monachus'' (Αραβία, 1766). Η μεταφορά του στο γένος ''Aegypius'', έγινε το 1809 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Σαβινί (Marie Jules César Lelorgne de Savigny 1777 – 1851). <ref>http://www.hbw.com/species/cinereous-vulture-aegypius-monachus</ref>
 
Ο μαυρόγυπας ανήκει στους [[γύπας|γύπες]] του [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]] για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του [[Νέος Κόσμος|Νέου Κόσμου]]. Όμως, τα [[γένος|γένη]] αυτών των δύο ομάδων είναι [[φυλογένεση|φυλογενετικά]] απομακρυσμένα μεταξύ τους και ο συγκεκριμένος διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στην [[Βόρεια Αμερική]], κατά την διάρκεια του Νεογενούς. Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου αποτελούν, πιθανώς, ''πολυφυλετική'' ομάδα μέσα στην [[οικογένεια]] ''Accipitridae'', με τον [[Ασπροπάρης|ασπροπάρη]]), [[Γυπαετός|γυπαετό]] και [[γυποϊέραξ|γυποϊέρακα]] να αποτελούν ξεχωριστά taxa. <ref>Lerner & Mindell</ref>.
==Γεωγραφική εξάπλωση==
[[Αρχείο: Aegypius monachus dis.PNG|thumb|right|450px|Γεωγραφική εξάπλωση του είδους ''A. monachus''<br> Πράσινο = Όλο το έτος (επιδημητικό)<br>Πράσινο με ? = Πιθανές θέσεις αναπαραγωγής<br>Πράσινο με R = Απελευθέρωση σε εξέλιξη<br>Μπλε = Περιοχές διαχείμασης (με διαγράμμιση = Σπανιότερη διαχείμαση)<br>Σκούρο γκρι = Παλαιότερες περιοχές αναπαραγωγής με σταδιακή εκμηδένιση μετά το 1800, περίπου<br>Σκούρο γκρι με ? = Αβέβαιες πρώην περιοχές αναπαραγωγής<br>(σημ. ο χάρτης είναι ελλιπής ως προς τις θέσεις διαχείμασης στην Αραβική Χερσόνησο)]]
 
Ο μαυρόγυπας είναι ευρασιατικό είδος, με τα δυτικά όρια της εξάπλωσής του να είναι στην Ιβηρική Χερσόνησο. Ακολουθεί μια ζώνη ασυνέχειας στην [[Ελλάδα]], την [[Τουρκία]] και όλη την κεντρική [[Μέση Ανατολή]]. Κατόπιν η ζώνη συνεχίζεται μέσα από το [[Αφγανιστάν]] προς την Β. [[Ινδία]], για να καταλήξει στην Κ. [[Ασία]], την [[Μογγολία]] και την [[Κορέα]], όπου και βρίσκονται τα προς ανατολάς όριά της.
Γραμμή 40:
Γενικά, ο μαυρόγυπας είναι εξαιρετικά σπάνιος και διάσπαρτος μέσα στα όρια κατανομής του, ειδικά στο ευρωπαϊκό τμήμα. Κατά τα άλλα, πρόκειται για [[μετανάστευση πτηνών|επιδημητικό]] αναπαραγόμενο είδος, εκτός από εκείνα τα μέρη του φάσματος κατανομής, όπου οι σκληροί χειμώνες προκαλούν περιορισμένη [[μετανάστευση πτηνών|υψομετρική μετανάστευση]].
 
Ειδικότερα, στη Ν. Ευρώπη οι ενήλικες είναι [[μετανάστευση πτηνών|επιδημητικοί]], ενώ στην Κ. Ασία [[μετανάστευση πτηνών|μερικώς μεταναστευτικοί]] ακολουθώντας, συχνά, τους ιθαγενείς νομάδες και τα κοπάδια τους. Τα περισσότερα πουλιά αφήνουν την Μογγολία και άλλες βόρειες αναπαραγωγικές επικράτειες, κατά την διάρκεια του χειμώνα, για την ΒΑ. Αφρική και την Μέση Ανατολή, μέσω της Β. Ινδίας και της Κορέας. Άλλοι πληθυσμοί φθάνουν στην Αραβία και τη Ν. Κίνα. <ref name="planetofbirds.com">planetofbirds.com</ref> Στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ απαντά μέχρι τα 2.900 μ., αλλά κατά την μετανάστευση έχει παρατηρηθεί στα 4.900 μ. <ref name="Grimmett et al, p. 122">Grimmett et al, p. 122</ref>
 
Τα νεαρά άτομα μπορούν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις σε ξηρά ενδιαιτήματα για να αντιμετωπίσουν τις ισχυρές χιονοπτώσεις ή αντίθετα, τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. <ref name="Gavashelishvili et al, 2012">Gavashelishvili et al, 2012</ref>
 
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την [[Αυστρία]], την [[Λεττονία]] και την [[Λευκορωσία]], την [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]], την [[Ιορδανία]] και το [[Ομάν]], το [[Μπαγκλαντές]], την [[ταϊλάνδη]] και την [[Ιαπωνία]]. <ref>http://www. name="iucnredlist.org"/details/full/22695231/0</ref>
*Στην [[Ελλάδα]], ο μαυρόγυπας είναι [[μετανάστευση πτηνών|επιδημητικό]] αναπαραγόμενο είδος σε πολύ μικρούς πληθυσμούς, δηλαδή ζει και αναπαράγεται στην χώρα καθ’όλη την διάρκεια του έτους (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). <ref name="Handrinos & Akriotis, p. 136">Handrinos & Akriotis, p. 136</ref><ref name="Όντρια Ι, σ. 75">Όντρια (Ι), σ. 75</ref><ref>RDB, p. 152, 181</ref><ref>ΣΠΕΕ, σ. 245</ref> Από την Κρήτη έχει πιθανότατα εξαφανιστεί, <ref name="Σφήκας, σ. 28">Σφήκας, σ. 28</ref> το ίδιο δε, ισχύει και για την Κύπρο. <ref>Σφήκας, σ. 24</ref>
==Βιότοπος==
Ο μαυρόγυπας είναι ένα είδος που αρέσκεται να συχνάζει σε ξηρές λοφώδεις, ημιορεινές περιοχές, κυρίως άνυδρα ημι-ανοικτά οικοσυστήματα, όπως τα απομακρυσμένα λιβάδια, [[στέπα|στέπες]] και οροπέδια μεγάλων υψομέτρων, που χαρακτηρίζονται από περιορισμένη ανθρώπινη όχληση. Επίσης, σε μεγάλα πεδινά δάση με βραχώδεις εξάρσεις. <ref name="Mullarney et al, p. 90">Mullarney et al, p. 90</ref>
 
Στην ευρωπαϊκή επικράτειά τους -μαζί με τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή-, παρατηρoύνται από τα 100 έως τα 2.000 μέτρα (στην Ισπανία, από τα 300-1.400 μ.), ενώ στην ασιατική συνήθως βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα. <ref name="Ferguson-Lees & Christie">Ferguson-Lees & Christie</ref> Δύο ιδιαίτερα ενδιαιτήματα βρέθηκαν στην [[Κίνα]] και το [[Θιβέτ]]. Εκεί, συχνάζουν είτε σε ορεινά δάση και θαμνώδεις εκτάσεις από 800 έως 3.800 μέτρα, είτε σε άγονα ή ημι-άνυδρα αλπικά λιβάδια στα 3.800 έως 4.500 μέτρα. <ref>del Hoyo et al</ref><ref name="Gavashelishvili et al, 2006">Gavashelishvili et al, 2006</ref>
*Στην Ελλάδα, ο μαυρόγυπας απαντά σε δασώδεις, ημιορεινές και ορεινές, περιοχές, ιδίως σε θέσεις με πεύκα για να κατασκευάζει την φωλιά του. Η αναζήτηση τροφής γίνεται σε δάση με πεύκα, βελανιδιές και οξιές που διαθέτουν ξέφωτα, σε λιβάδια και χωράφια με μικρή έκταση. <ref name="Σκαρτσή">Σκαρτσή</ref>
==Μορφολογία==
[[Αρχείο: Черный гриф.jpg|thumb|right|240px| Eνήλικος Μαυρόγυπας]]
Ο μαυρόγυπας είναι ο ''μεγαλύτερος'' ευρωπαϊκός [[γύπας]] <ref>RDB, p. 181</ref> σε συνολικές διαστάσεις -ο [[γυπαετός]] είναι λίγο μεγαλύτερος σε μήκος σώματος- και ένα από τα μεγαλύτερα αρπακτικά πτηνά παγκοσμίως, ενώ αποτελεί, πιθανότατα, το ''βαρύτερο πτηνό χωρίς απώλεια πτητικής ικανότητας''. <ref> name="Ferguson-Lees & Christie<"/ref> Επίσης, διαθέτει το ''μεγαλύτερο ράμφος'' από οποιοδήποτε αρπακτικό πτηνό στην υφήλιο, χαρακτηριστικό που ενισχύεται από το σχετικά μέτριο κρανίο. Ο ''γύπας των Ιμαλαΐων'' (''Gyps himalayensis'') θεωρείται ότι είναι αναλόγου μεγέθους με τον μαυρόγυπα ή ελαφρώς μακρύτερος στο σώμα, ωστόσο αυτό ισχύει κατά μέσον όρο, καθότι οι μεγάλοι μαυρόγυπες είναι μεγαλύτεροι από τους μεγάλους γύπες των Ιμαλαΐων. <ref> name="Ferguson-Lees & Christie<"/ref>
*Οι κόνδορες, τα άλλα μεγάλα πτηνά του Νέου Κόσμου, έχουν σχετικά μεγαλύτερες διαστάσεις, αλλά δεν θεωρούνται «πραγματικά» αρπακτικά πτηνά υπό την αυστηρή έννοια του όρου (sensu stricto).
Με εξαίρεση κάποιες περιορισμένες γενετικές «παραλλαγές», το μέγεθος του σώματος αυξάνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, με τους πληθυσμούς στην ΝΔ. Ευρώπη (Ισπανία και Ν. Γαλλία) να είναι, κατά μέσον όρο, περίπου 10% μικρότεροι από τους πληθυσμούς στην Κ. Ασία (Μαντζουρία, Μογγολία και Β. Κίνα). <ref> name="Ferguson-Lees & Christie<"/ref>
Ο μαυρόγυπας έχει χαρακτηριστικό ''σκουρόχρωμο παρουσιαστικό'' και δύσκολα συγχέεται με τους άλλους [[γύπας|γύπες]]. Ολόκληρο το σώμα είναι ''σκούρο καφέ'' με εξαίρεση το χλωμό κεφάλι στα ενήλικα άτομα, το οποίο καλύπτεται από λεπτά [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πτίλα]]. Μάλιστα, ο [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|κάλαμος]] κάποιων [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πρωτευόντων ερετικών]] φτερών είναι, πράγματι, μαύρος. <ref>Brown & Amadon</ref>
*Τα νεαρά πουλιά είναι ακόμη πιο μαυριδερά στο χρώμα και, από απόσταση, κατά την πτήση, δίνουν την εντύπωση ότι όλα τα άτομα (ενήλικα και νεαρά) είναι μαύρα. Αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων μετά τα 6 χρόνια ζωής.
*Τα θηλυκά είναι ελαφρώς μεγαλύτερα (έως 2%-4%) και βαρύτερα (έως 7%) από τα αρσενικά. <ref name="Ferguson-Lees & Christie, p. 438">Ferguson-Lees & Christie, p. 438</ref>
Το ράμφος είναι ''γκρι-μπλε'' και η ίριδα σκούρα καφέ. Τα ρουθούνια είναι κυκλικά (σχιστά στο [[όρνιο]]). <ref>Όντρια (Ι), σ. 73</ref> Το κεφάλι καλύπτεται στο πίσω μέρος από χαρακτηριστική ''καστανόμαυρη χαίτη (τραχηλιά)'', ενώ κάποια οπίσθια τμήματα του τραχήλου και των παρειών είναι γαλαζωπά. <ref> name="Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 78<"/ref> Το [[ράμφος (πτηνά)|κήρωμα των ενηλίκων, η βάση του ράμφους και ο [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|οφθαλμικός δακτύλιος]] έχουν ανοικτό κυανό προς μωβ χρώμα. Οι ταρσοί και τα πόδια των ενηλίκων παρουσιάζουν ποικιλοχρωμία, από γκριζομπλέ έως ρόζ και ανοικτοκίτρινα. <ref> name="Ferguson-Lees & Christie, p. 438<"/ref>
[[Αρχείο: Aegypius monachus, ZOO Praha 864.jpg |thumb|right|350px| Το χαρακτηριστικό κεφάλι του ενήλικου μαυρόγυπα]]
Οι πτέρυγες είναι πολύ μεγάλες, πλατιές και σε σχήμα ''ορθογώνιου παραλληλόγραμμου'' (barn-door wings). Τα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πρωτεύοντα ερετικά]] φτερά, όπως σε όλους τους γύπες, κρατούνται σαφώς ανοικτά μεταξύ τους κατά την πτήση και, δίνουν την εντύπωση «δακτύλων» (συνήθως 7 «δάκτυλα» διακρίνονται <ref> name="Ferguson-Lees & Christie, p. 438<"/ref>), ενώ στην εμπρόσθια παρατήρηση κρατούνται ''ελαφρά κυρτά προς τα πάνω'', λιγότερο όμως από ό, τι στο [[όρνιο]]. Η ουρά είναι σχετικά κοντή και σφηνοειδής, αλλά με το πέρασμα των ετών «στρογγυλοποιείται».
==Βιομετρικά στοιχεία==
*Μήκος σώματος: (98-) 100 έως 112 (-120) εκατοστά
Γραμμή 69:
*Μήκος ταρσού: 12 έως 14 εκατοστά
*Μήκος μέσης ραχιαίας γραμμής ρινοθήκης: 8 έως 9 εκατοστά
*Βάρος: ♂ 7 έως 11,5 κιλά, ♀ 7,5 έως 12,5 (-14) κιλά.
 
(Πηγές: <ref name="planetofbirds.com"/>Ferguson-Lees<ref &name="Grimmett Christieet al, p. 438<122"/ref><ref>Grimmett etname="Όντρια alΙ, pσ. 122<75"/ref><ref> name="Mullarney et al, p. 90"/><ref name="Ferguson-Lees & Christie, p. 438"/ref><ref>Flegg, p. 84</ref><ref>Heinzel et al, p. 88</ref><ref>Perrins, p. 88</ref><ref>Bruun, p. 70</ref><ref>Όντρια (Ι), σ. 75</ref><ref>planetofbirds.com</ref><ref>ΠΛΜ, 19:312</ref><ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 70, 178</ref>)
==Τροφή==
Όπως όλοι οι [[γύπας|γύπες]], ο μαυρόγυπας τρώει κυρίως θνησιμαία (ψοφίμια), από μεγάλα θηλαστικά, μέχρι ψάρια και ερπετά. <ref>"Cinereous Vulture Fact Sheet, Lincoln Park Zoo"</ref> Στο [[Θιβέτ]], ανάμεσα στα πτώματα από άγρια και οικόσιτα γιάκ, γαζέλες, λαγούς, μαρμότες και πρόβατα, περιλαμβάνονται ακόμη και εκείνα ανθρώπων, από τις ντόπιες μεταθανάτιες τελετές (καύση νεκρών, κ.ο.κ). <ref>del Hoyο et al</ref> Σπανιότερα, έχει παρατηρηθεί να επιτίθεται σε σαύρες ή [[χελώνες]], χρησιμοποιώντας την τακτική του [[Γυπαετός|γυπαετού]], προσπαθεί δηλαδή να σπάσει το καβούκι τους, πετώντας τις από μεγάλο ύψος. <ref name="del Hoyο et al, p. 107">del Hoyο et al, p. 107</ref>
*Από όλους τους [[γύπας|γύπες]], ο μαυρόγυπας είναι ο καλύτερα εξοπλισμένος για να σκίζει σκληρά δέρματα σφαγίων χάρη στο ισχυρότατο ράμφος του. Μπορεί ακόμη και να σπάζει μικρά οστά, όπως εκείνα των πλευρών, για να έχει πρόσβαση στην κυρίως σάρκα. Οι μαυρόγυπες, γενικά, κυριαρχούν έναντι άλλων «καθαριστών» στην επικράτειά τους, όπως το [[όρνιο]] ή άγριων αρπακτικών του «εδάφους», όπως οι αλεπούδες και πάντοτε τρώνε πρώτοι <ref>Gavashelishvili & McGrady, 2006</ref>
*Στην Ελλάδα, οι μαυρόγυπες τρέφονται με θνησιμαία θηλαστικών, μικρά ή μεγάλα, επιλέγοντας τα σκληρά μέρη του σώματος (δέρμα, σάρκα), ακόμη και μικρά οστά που μπορεί να καταπιεί ολόκληρα. <ref> name="Σκαρτσή<"/ref>
==Ηθολογία==
Ο μαυρόγυπας είναι, σε μεγάλο βαθμό, μοναχικό πτηνό, που παρατηρείται να γυροπετά μόνο του, ή το πολύ σε ζεύγη, πολύ πιο συχνά από ό, τι οι περισσότερες άλλοι γύπες του Παλαιού Κόσμου. Στους χώρους σίτισης, παρά ταύτα, μικρές ομάδες συναθροίζονται, που μπορεί να περιλαμβάνουν κατ'εξαίρεση 12 γύπες, με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες έως 30 -σε πολύ παλιές αναφορές. <ref> name="Ferguson-Lees & Christie, p. 438<"/ref>
==Πτήση==
Οι μαυρόγυπες, όπως και άλλα μεγάλα αρπακτικά πτηνά, πετάνε με άνετο, «ανέξοδο» τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τα ανοδικά θερμικά ρεύματα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η πτήση είναι τόσο άνετη, που έχει χαρακτηριστεί ότι συμβαίνει σε «αργή κίνηση» (slow motion) (sic). <ref> name="Mullarney et al, p. 90<"/ref> Οι πολύ μεγάλες πτέρυγες εμφανίζονται να έχουν 2,5 φορές το ολικό μήκος του σώματος, ενώ η σκουρόχρωμη φιγούρα του πτηνού θυμίζει πιο πολύ αετό (με εξαίρεση το πολύ μεγάλο μέγεθος). <ref> name="Mullarney et al, p. 90<"/ref>
 
Γυροπετούν συχνά και, όταν χρειαστεί να φτεροκοπήσουν, οι κινήσεις τους είναι αργές και «βαθιές», με έμφαση στην κάτω κίνηση των πτερύγων. Η αερολίσθηση πραγματοποιείται με τις άκρες των πτερύγων ελαφρώς κεκλιμένες προς τα κάτω, ενώ το σώμα και το κεφάλι «κρέμονται». Επίσης, οι μυτερές άκρες των [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|δευτερευόντων ερετικών]] προσδίδουν «πριονωτή» εμφάνιση στο οπίσθιο τμήμα των πτερύγων. <ref> name="Mullarney et al, p. 90<"/ref> Η ουρά μπορεί να ανυψώνεται πριν την προσγείωση. <ref> name="Ferguson-Lees & Christie, p. 438<"/ref>
==Φυσιολογία==
Οι μαυρόγυπες μπορούν να φθάσουν σε εξαιρετικά μεγάλα ύψη -στα επίπεδα της [[τροπόσφαιρα]]ς- εκεί όπου, άλλα πτηνά θα συναντούσαν προβλήματα με το επίπεδο του οξυγόνου στο αίμα τους. Όμως οι μαυρόγυπες, φέρουν μία ειδική [[αιμοσφαιρίνη]] στο αίμα τους (haemoglobin alphaD), η οποία έχει υψηλή ικανότητα πρόσληψης οξυγόνου, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η αναπνευστική τους λειτουργία από τη χαμηλή [[ατμοσφαιρική πίεση]]. <ref>Weber et al</ref>.
[[Αρχείο: Black Vulture in flight.jpg|thumb|right|350px|Μαυρόγυπας σε πτήση (κοιλιακή όψη)]]
==Φωνή==
*[http://www.xeno-canto.org/species/Aegypius-monachus Δείγματα φωνής] (εξωτερικός σύνδεσμος)
==Αναπαραγωγή==
Οι μαυρόγυπες αναπαράγονται μοναχικά ή σε αραιές αποικίες, σε φωλιές που σπάνια βρίσκονται στο ίδιο δέντρο ή βράχο, σε αντίθεση με άλλους γύπες του Παλαιού Κόσμου που συχνά φωλιάζουν σε πιο πυκνές αποικίες. Στην Ισπανία, οι φωλιές έχουν βρεθεί σε απόσταση, από τα 30 μέτρα μέχρι τα 2 χιλιόμετρα, μεταξύ τους<ref> del Hoyο , 107</ref>. Φωλιάζουν συνήθως σε ψηλά βουνά και μεγάλα δάση, ''σχεδόν πάντοτε σε δένδρα'' ή –πολύ περιστασιακά- σε γείσα βράχων.
 
Η αναπαραγωγική περίοδος διαρκεί από το Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο, και η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ. <ref name="Harrison, p. 105">Harrison, p. 105</ref> Η φωλιά (eyrie) είναι πολύ μεγάλη σε διαστάσεις, με μήκος 1,45 - 2 μέτρα και 1-3 μέτρα, βάθος, η οποία αυξάνεται συνεχώς σε μέγεθος, όσο ένα ζευγάρι την χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψιν και, συχνά, επιστρώνεται με κοπριά ζώων και δέρματα ζώων. <ref> name="Harrison, p. 105<"/ref> Οι φωλιές μπορεί να βρίσκονται από 1,5 έως και 12 μέτρα από το έδαφος, πάνω σε ένα μεγάλο δέντρο όπως μία βελανιδιά, ένα κέδρο ή ένα πεύκο, σπανιότερα στα βράχια. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 439</ref>
 
Η γέννα αποτελείται συνήθως μόνο από ένα (1) αβγό, αν και 2 αβγά μπορούν να παρατηρηθούν σπάνια, διαστάσεων 90 Χ 69,7 χιλιοστών. <ref> name="Harrison, p. 105<"/ref> Η επώαση πραγματοποιείται και από τους δύο εταίρους για 50 έως 62 ημέρες, με μέσο όρο 50 έως 56 ημέρες. Ο νεοσσός είναι ισχυρά [[αναπαραγωγή πτηνών|φωλεόφιλος]] και χρήζει της άμεσης προστασίας των γονέων. Το πρώτο πτέρωμα αποκτάται στις 104-120 ημέρες, ενώ η εξάρτηση από τους γονείς μπορεί να συνεχιστεί για ακόμη 2 μήνες. Ράδιο-δορυφορική παρακολούθηση έχει δείξει ότι η ανεξαρτησία του από τους γονείς, αποκτάται περίπου 5,5 με 7 μήνες μετά την εκκόλαψη (δηλαδή 2-3 μήνες μετά την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος. <ref> name="Gavashelishvili et al, 2012<"/ref>
 
Η επιτυχία της ωοτοκίας στους μαυρόγυπες είναι σχετικά υψηλή, με περίπου το 90% των αυγών να εμφανίζουν επιτυχή εκκόλαψη και περισσότερα από τα μισά πουλιά, με ηλικία ενός έτους και άνω, να επιβιώνουν μέχρι την ενηλικίωσή τους. Οι γονείς είναι εξαιρετικά αφοσιωμένοι στα μικρά τους, προστατεύουν την φωλιά και, αναλαμβάνουν τη σίτισή τους σε βάρδιες. <ref> name="del Hoyο et al, p. 107<"/ref>
*Στην [[Ελλάδα]], ο μαυρόγυπας φωλιάζει σχεδόν πάντοτε σε συστάδες πεύκων, κυρίως στις πλατιές κορυφές των [[μαύρη πεύκη|μαυρόπευκων]]. <ref> name="Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 78<"/ref> Η περίοδος αναπαραγωγής είναι από τα μέσα Ιανουαρίου μέχρι τα μέσα Μαρτίου, αλλά η ωοτοκία πραγματοποιείται κυρίως στα τέλη Μαρτίου. <ref> name="Σκαρτσή<"/ref>
==Προσδόκιμο ζωής==
Ο μαυρόγυπας μπορεί να ζήσει έως και έως 39 χρόνια, αν και τα 20 χρόνια ή λιγότερο, είναι ίσως η πιο συχνή ηλικία που μπορούν να φθάσει, χωρίς ιδιαίτερους θηρευτές -πλην του ανθρώπου. <ref> name="del Hoyο et al, p. 107<"/ref>
==Κατάσταση πληθυσμού==
Οι πληθυσμοί του μαυρόγυπα έχουν μειωθεί δραματικά στο μεγαλύτερο μέρος της παλαιάς επικράτειάς του, κατά τα τελευταία 200 χρόνια, κυρίως λόγω κατανάλωσης δηλητηριασμένων δολωμάτων ([[στρυχνίνη]]), που τοποθετούνται για τη θανάτωση άλλων ζώων. Επίσης, πράγμα πιο φυσιολογικό, η καλυτέρευση των συνθηκών υγιεινής έχει μειώσει την απανταχού ποσότητα των, διαθεσίμων για τη διατροφή του, θνησιμαίων. Επί του παρόντος, καταγράφεται ως Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ), αυτό όμως αποτελεί μέσον όρο για τα διαφορα κράτη, διότι υπάρχουν εθνικοί πληθυσμοί στα όρια της εξαφάνισης. Εκτός από τις δηλητηριάσεις, η παγίδευση και το παράνομο κυνήγι, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στην [[Κίνα]] και την [[Ρωσία]] <ref> name="del Hoyο et al, p. 107<"/ref>
[[Αρχείο: BuitreNegro1.jpg|thumb|right|350px|Ενήλικος μαυρόγυπας σε ζωολογικό κήπο]]
Η μεγαλύτερη, όμως, απειλή για το [[είδος]] -που αγαπάει την απομόνωση-, είναι η οικιστική ανάπτυξη και η καταστροφή των ενδιαιτημάτων του. Ακόμη γίνεται συλλογή ή και καταστροφή των αυγών του από ασυνείδητους «συλλέκτες», σε φωλιές με εύκολη πρόσβαση. <ref>del Hoyοname="Gavashelishvili et al, p. 107<2006"/ref><ref>Gavashelishvili name="del Hoyο et al, 2006<p. 107"/ref>. Το πρόβλημα υπήρξε πολύ μεγαλύτερο στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί από πολλές χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Πολωνία, Σλοβακία, Αλβανία, Μολδαβία, Ρουμανία) και από όλη την περιοχή αναπαραγωγής του στην βορειοδυτική Αφρική (Μαρόκο και Αλγερία). Μάλλον, επίσης, δεν φωλιάζει πλέον στο Ισραήλ. Πιο πρόσφατα, εντατικά μέτρα προστασίας και τακτικά συστήματα τροφοδοσίας επέτρεψαν κάποιες τοπικές ανακτήσεις σε αριθμούς, ιδίως στην Ισπανία, όπου ο αριθμός αυξήθηκε σε περίπου 1.000 ζευγάρια το 1992 μετά από μια πτώση νωρίτερα σε 200 ζεύγη το 1970. Αυτή η αποικία, έχει εξαπλωθεί τώρα και στην Πορτογαλία.
Αλλού στην Ευρώπη, πολύ μικρός αλλά αριθμός ατόμων φαίνεται ότι βρίσκεται στην Βουλγαρία και, σε εξέλιξη, στην Γαλλία. Τάσεις για αυξητικούς μικρούς πληθυσμούς στην Ουκρανία (Κριμαία) και την Ευρωπαϊκή Ρωσία, και κάποιους άλλους ασιατικούς πληθυσμούς, δεν είναι καλά καταγεγραμμένες. Στην πρώην Σοβιετική Ένωση, εξακολουθεί να απειλείται από την παράνομη σύλληψη για ζωολογικούς κήπους, καθώς και στο Θιβέτ από ποντικοφάρμακα. Είναι τακτικός χειμερινός επισκέπτης στις παράκτιες περιοχές του Πακιστάν σε μικρούς αριθμούς. Στο γύρισμα του 21ου αιώνα, ο παγκόσμιος πληθυσμός του μαυρόγυπα εκτιμάται σε, μόλις, 4500-5000 άτομα. <ref>Snow & Perrins, 1998</ref><ref>del Hoyο et al, σ. 107</ref>
===Κατάσταση στην Ελλάδα===
Παλαιότερα, ο μαυρόγυπας ήταν αρκετά διαδεδομένος φθάνοντας μέχρι και στην Πελοπόννησο, αλλά και στα Κύθηρα, την Ρόδο, την Λευκάδα και την Κρήτη. Ωστόσο, μετά από την μετα-πολεμική δραματική μείωση που υπέστη, σήμερα, όλος σχεδόν ο πληθυσμός του ζει και αναπαράγεται στον Έβρο. <ref> name="Handrinos & Akriotis, p. 136<"/ref>
 
Μεμονωμένα ζευγάρια έχουν παρατηρηθεί και αλλού ([[Μεσολόγγι]], [[Δελφοί]], [[Ξάνθη]]), αλλά μόνο στην περιοχή του [[Όλυμπος|Ολύμπου]] έχει αποδειχθεί κάποιο φώλιασμα). <ref>RDB, σ. 182</ref> Ο συνολικός πληθυσμός φαίνεται να μην ξεπερνά τα 15-20 ζευγάρια ([[Δαδιά Έβρου|Δαδιά]]) και, ίσως 1-2 ζευγάρια στον Όλυμπο, που αποτελεί τον μοναδικό πληθυσμό στη ΝΑ. Ευρώπη <ref> name="Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 78<"/ref> –για την Βουλγαρία, οι προσπάθειες αναπαραγωγής απέτυχαν. Ωστόσο, η σχετική σταθερότητα των ελληνικών πληθυσμών του Έβρου, έχει οδηγήσει σε ελπίδα επανάκαμψης στην γειτονική χώρα, επειδή μετακινούνται κάποια ζευγάρια προς τα εκεί. <ref name="Χανδρινός Γιώργος Ι, σ. 264">Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 264</ref>
 
Κατά την δωδεκαετία 1994-2005, η αναπαραγωγική επιτυχία ήταν στο 72% (πτερωμένοι νεοσσοί ανά επωάζοντα ζευγάρια), περίπου. Εκτός από την έμμεση (δευτερογενή) δηλητηρίαση, επί πλέον απειλή αποτελούν τα αιολικά πάρκα, σε περιοχές αναζήτησης τροφής, καθότι οι αλλαγές στην χρήση της γης υποβαθμίζει (μαζί με τον ενσταβλισμό των ζώων) τον οικότοπο τροφοληψίας. <ref> name="Σκαρτσή<"/ref>
Όλα τα παραπάνω και, κυρίως, επειδή οι μαυρόγυπες της Ελλάδας αποτελούν τους τελευταίους στην ΝΑ. Ευρώπη, έχουν οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του είδους, ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ως Ε1 (Κινδυνεύον –Endangered [D]). <ref>RDB name="Χανδρινός Γιώργος Ι, σ. 181<264"/ref><ref>Χανδρινός Γιώργος (Ι)RDB, σ. 264181</ref>
===Μέτρα διαχείρισης===
Οι μαυρόγυπες, ιδιαίτερα ευαίσθητοι κατά την περίοδο της αναπαραγωγής (πολύμηνος αναπαραγωγικός κύκλος), χρειάζονται ειδικά μέτρα διαχείρισης, όπως λεπτομερή πληθυσμική απογραφή, προστασία των χώρων φωλιάσματος, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται αυστηρός έλεγχος στην χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων και βελτίωση των πληθυσμών οπληφόρων θηλαστικών που, ο μαυρόγυπας, χρησιμοποιεί ως τροφή μετά τον θάνατό τους. Επίσης, η ορθή χωροθέτηση των αιολικών πάρκων, ώστε να μειωθούν οι προσκρούσεις με τις ανεμογεννήτριες και τα συνοδά με αυτές έργα. <ref> name="Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 264<"/ref>
 
Πρέπει να αναφερθεί η εξαιρετική προσπάθεια που έχει καταβληθεί και, συνεχίζεται να καταβάλλεται στην περιοχή τής [[Δαδιά Έβρου|Δαδιάς Έβρου]], που αποτελεί πρότυπο διατήρησης του είδους, μέσω συστηματικής τροφοδοσίας, παρατήρησης και καταγραφής του πληθυσμού. Το [[είδος]] και το δάσος Δαδιάς, προστατεύονται νομικά (Παρ. 1 απόφασης 414985/1985 ΥΠΓΕ) )<ref>«Κόκκινο Βιβλίο», σ. 182</ref> Επίσης, σημαντικό τμήμα των χώρων τροφοληψίας απαντά σε περιοχές του Δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000. <ref> name="Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 264<"/ref>
==Άλλες ονομασίες==
Στον ελλαδικό χώρο, ο Μαυρόγυπας απαντάται και με τις ονομασίες Μαύρο όρνιο, Λυκόρνιο (Παρνασσός), Σκανίτης (Κύπρος) <ref>Απαλοδήμος name="Σφήκας, σ. 32<28"/ref><ref>ΣφήκαςΑπαλοδήμος, σ. 2832</ref> και Καρτάλι (Έβρος). <ref name="WWF, Μαυρόγυπας"/><ref name="perekp.wordpress.com"/>
== Σημειώσεις ==
'''i.''' {{Note_label|I|i|none}} Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το [[γένος]] ''Aegypius'', ανήκει στην ξεχωριστή [[οικογένεια (βιολογία)|υποοικογένεια]] [[Γυπίνες]] (''Aegypiinae'']], που περιλαμβάνει τους [[γύπας|γύπες]] του [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]]. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.
Γραμμή 124:
*Anon. 2007. ''Species under the wing: what BSPB is doing for globally threatened species''. Neophron: 2-3.
*Barov, B and Derhé, M. A. 2011. ''Review of The Implementation Of Species Action Plans for Threatened Birds in the European Union 2004-2010''. Final report. BirdLife International For the European Commission.
*Batbayar, N., Fuller, M., Watson, R. T. and Ayurzana, B. 2006. ''Overview of the Cinereous Vultures Aegypius monachus L. ecology research results in Mongolia''. In: N. Batbayar, Paek Woon Kee and B. Ayurzana (eds), Conservation and Research of Natural Heritage. Proceedings of the 2nd International Symposium between Mongolia and Republic of Korea,Ulaanbaatar, Mongolia, in September 30, 2006, pp. 8-15&nbsp;8–15. Wildlife Science and Conservation Centre of Mongolia, Ulaanbaatar.
*BirdLife International. 2004. ''Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status''. BirdLife International, Cambridge, U.K.
*Brazil, M. 2009. ''Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia''. Christopher Helm, London.
Γραμμή 135:
*Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J.; Javakhishvili, Z. (2006). ''Planning the conservation of the breeding population of cinereous vultures (Aegypius monachus) in the Republic of Georgia''. Oryx 40 (1): 76–83 doi:10.1017/S0030605306000081.
*Gavashelishvili , A.; McGrady, M. J. (2006). ''Geographic information system-based modelling of vulture response to carcass appearance in the Caucasus''. Journal of Zoology 269 (3): 365–372. doi:10.1111/j.1469-7998.2006.00062.x
*Heredia, B. 1996. ''Action plan for the Cinereous Vulture (Aegypius monachus) in Europe''. In: Heredia, B.; Rose, L.; Painter, M. (ed.), Globally threatened birds in Europe: action plans, pp. 147-158&nbsp;147–158. Council of Europe, and BirdLife International, Strasbourg.
*Heredia, B.; Yarar, M.; Parr, S. J. 1997. ''A baseline survey of Cinereous Vultures Aegypius monachus in Western Turkey''.
*IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
Γραμμή 142:
*Lerner, Heather R. L.; Mindell, David P. (2005). ''Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA''. Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2): 327–346. doi:10.1016/j.ympev.2005.04.010. ISSN 1055-7903. PMID 15925523. http://www-personal.umich.edu/~hlerner/LM2005.pdf.
*Snow, David W.; Perrins, Christopher M. (1998). ''The Birds of the Western Palearctic'' (Consise ed.). Oxford University Press. ISBN 0-19-854099-X.
*Tewes, E., Terrasse, M., Bagnolini, C. and Sönchez Artez, J.J. 1998. ''Captive Breeding of the European Black Vulture Aegypius monachus and the Reintroduction Project in France''. In: Chancellor, R. D., B.-U. Meyburg and J.J. Ferrero (eds), Holarctic Birds of Prey: Proceeding of an International Conference, pp. 417-435&nbsp;417–435. Meyburg Bernd-Ulrich.
*Thiollay, J.-M. 1994. ''Family Accipitridae (Hawks and Eagles). In: del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. (ed.), Handbook of the birds of the world, pp. 52-205''. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
*Weber, Roy E.; Hiebl, Inge; Braunitzer, Gerhard (1988). ''High Altitude and Hemoglobin Function in the Vultures Gyps rueppellii and Aegypius monachus''. Biological Chemistry Hoppe-Seyler 369 (4): 233–240.
Γραμμή 183:
*''Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας'' (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
*Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
 
 
{{Ενσωμάτωση κειμένου|en|Cinereous Vulture}}