Νικόλαος Δημητρακόπουλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Προσθ.
Γραμμή 1:
Ο '''Νικόλαος Δημητρακόπουλος''' ([[28 Ιανουαρίου]] [[1864]] - [[21 Δεκεμβρίου]] [[1921]]) ήταν δικηγόρος, πολιτικός και άριστος νομομαθής και συγγραφέας που διετέλεσε υπουργός δικαιοσύνης. Από το τεράστιο νομοθετικό του έργο σε τελείως δυσανάλογο χρόνο παραμονής του στοστον υπουργικό θώκο, μόλις 19 μήνες, έχει εύλογα μυθοποιηθεί ως ο μεγαλύτερος Έλληνας νομοθέτης του Βασιλείου της Ελλάδος και δεύτερος μετά τον [[Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ|Γεώργιο φον Μάουερ]]<br>.
Ο "''μυθικός Δημητρακόπουλος''" <ref>Κατά σύγχρονο χαρακτηρισμό του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαϊκού [[Μιχαήλ Σταθόπουλος|Μ. Σταθόπουλου]] σε ομιλία του στην εκδήλωση που είχε διοργανώσει η "Εταιρεία Αρκαδικών Γραμμάτων και Τεχνών" στη [[Παλαιά Βουλή]] στις 28 Μαρτίου του 2007</ref> υπήρξε στην εποχή του ο ανορθωτής του δικηγορικού λειτουργήματος, αλλά και της Δικαιοσύνης ειδικότερα, δεινός υπέρμαχος της ανεξαρτησίας της αλλά και σφοδρός πολέμιος οποιουδήποτε κρατικού ή κομματικού παρεμβατισμού σ΄ αυτήν, φθάνοντας αρκετές φορές ακόμα και σε σύγκρουση με άλλα μέλη του υπουργικού συμβουλίου που συμμετείχε.
==Βιογραφικά στοιχεία==
Γεννήθηκε στην [[Καρύταινα]] και ολοκληρώνοντας τις γυμνασιακές του σπουδές, σπούδασε νομικά στο [[πανεπιστήμιο Αθηνών]]. ΑρχικάΞεκίνησε εργάστηκε ωςνα δικηγόροςδικηγορεί στην [[Αθήνα]] το 1890 προκαλώντας στον τότε νομικό κόσμο ιδιαίτερη αίσθηση με τα σπάνια πνευματικά του προσόντα, τη νομική του κατάρτιση και τοεντυπωσιακή του ευρυμάθεια και ειδικότερα τη φυσική ρητορική του δεινότητα με επιχειρηματολογίες που συνάρπαζαν, αποκτώντας έτσι σχετικά πολύ γρήγορα μεγάλη αίγλη. Το [[1906]] έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής στην [[Αρκαδία]], όπουπου όμως απέτυχε να εκλεγεί. Το [[1909]] στο επαναστατικό στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε από νεαρούς μιμητές της επανάστασης των Νεοτούρκων, που είχε εκδηλωθεί ένα χρόνο πριν, του προτάθηκε υπουργικό αξίωμα, το οποίο όμως αρνήθηκε επειδή δεν είχε εκλεγεί από το λαό, αποκαλύπτοντας έτσι την πίστη του στους δημοκρατικούς θεσμούς.
 
Στις [[Ελληνικές εκλογές Αυγούστου 1910 (Αναθεωρητική)|Εκλογές Αυγούστου 1910]] που διεξάχθηκαν,στις [[8 Αυγούστου]] [[1910]], (μετά από την παραίτηση της [[Κυβέρνηση Στέφανου Δραγούμη 1910|Κυβέρνησης του Στέφανου Δραγούμη]]), έχοντας δημιουργήσει ήδη δικό του ομώνυμο κόμμα κέρδισε 21 έδρες εκλεγείς και ο ίδιος βουλευτής της Αρκαδίας όπου και συμπράττοντας στη συνέχεια με τον Ελευθέριο Βενιζέλο συμμετείχε στην [[Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1910|πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου]]<ref>Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, εκδ.Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ.72</ref>, αναλαμβάνοντας υπουργός Δικαιοσύνης στις 6 Οκτωβρίου (1910) και παράλληλα για σύντομο χρονικό διάστημα, μόλις 12 ημερών, το Υπουργείο των Εξωτερικών, το οποίο και παρέδωσε στον [[Ιωάννης Γρυπάρης (πολιτικός)|Ιωάννη Γρυπάρη]]. Την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων του στο υπουργείο δικαιοσύνης με εγκύκλιό του προς όλες τις δικαστικές αρχές της επικράτειας ενημερώνοντας για το επικείμενο πρόγραμμά του ζήτησε απ΄ όλους να γίνουν «''συμπράκτορες, φίλοι και συναγωγοί''» στο έργο «''της αναστηλώσεως και ενισχύσεως της δικαιοσύνης, αλλ΄ εν ταυτώ και της πολιτειακής και κοινωνικής αναπλάσεως''». Εκθειάζοντας με τα μελανότερα χρώματα τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και ειδικότερα την παραλυσία της δικαιοσύνης ένεκα των ιδεών του επαναστατικού ρεύματος της εποχής σημείωνε στην εγκύκλιό του
Στις [[8 Αυγούστου]] [[1910]] εκλέχθηκε βουλευτής Αρκαδίας και συμμετείχε ως υπουργός Δικαιοσύνης και για σύντομο χρονικό διάστημα το Υπουργείο των Εξωτερικών (από 06/10/1910-18/10/1910) στην [[Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1910|πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου]]<ref>Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, εκδ.Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ.72</ref>. Το [[1912]] αποχώρησε από το «[[Κόμμα των Φιλελευθέρων]]» και ίδρυσε το «Προοδευτικό κόμμα». Το [[1916]], ο Βασιλιάς τού έδωσε εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, αλλά ο ίδιος δήλωσε αδυναμία και κατέθεσε την πρόταση. Στις εκλογές του 1920 δεν έλαβε μέρος λόγω ασθένειας, παρόλα αυτά όμως, το κόμμα του κατάφερε να εκλέξει 14 βουλευτές.
: «''Διατάξεις των νόμων εν τούτω κείμεναι και ποινάς πειθαρχικας απαγγέλουσαι περιέπεσαν εις αχρησίαν, η των προϊσταμένων επί των υφισταμένων εποπτεία εχαλαρώθη, η δε εκ μέρους του εισαγγελικού κλάδου επιτήρησις των δικαστηρίων και των δικαστικών υπαλλήλων και υπηρετών, απομακρυνθείσα τελείως του νόμου και μεταβληθείσα εις τύπον απλούν, ουδέ πόρρωθεν ανταπεκρίθη εις τας νομοθετικάς προσδοκίας. Ενώ εκατέρωθεν έξεις πολιτικαί, καθ΄ ών εξηγέρθη η κοινή συνείδησις, παρέλυσαν όλως την υπό του κέντρου εποπτείαν και την εκ ταύτης εγγύησιν περί την διαχείρησιν της δικαιοσύνης. Ούτως ολόκληρον το σύστημα της επιτηρήσεως, του ελέγχου και των επιθεωρήσεων των προϊσταμένων αρχών και της πειθαρχικής εξουσίας η ενάσκησις δι΄ ων ο νομοθέτης εφρούρησε της δικαιοσύνης την διαχείρησιν, περιέπεσαν εις πλήρη σχεδόν αχρησίαν''».
Πράγματι από τα διαλαμβανόμενα σ΄εκείνη την εγκύκλιο διαφαίνονταν ότι η ισονομία που προβλεπόταν στο Σύνταγμα του 1864 είχε χάσει τη σοβαρότητά της έχοντας παραχωρήσει τη θέση στην ισοτιμία του δικαιώματος στην παρανομία. Οι υφιστάμενοι νόμοι δεν τηρούνταν, οι δε δικαστικές αποφάσεις λαμβάνονταν με κριτήρια πολιτικά, κοινωνικά, επαγγελματικά κλπ και τελείως ξένα προς την έννοια του δικαίου, επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις μόνο επί των αδυνάτων<ref>Συμπτώματα που απαντώνται και σήμερα όπως στις περιπτώσεις αντί δίωξης μεγάλων φοροφυγάδων ή μεγαλο-απατεώνων του δημοσίου, (π.χ. Ζήμενς), συλλαμβάνονται κουλουρατζήδες και καστανάδες, ενώ κυβερνητικοί πολιτικοί που ενέχονται σε σκάνδαλα θεσμοθέτησαν να χαίρουν του ακαταδίωκτου.</ref> διαπιστώνοντας παράλληλα ότι η φιλεργία και η επιμέλεια των δικαστικών δεν ήταν πάντα σε όλους «''ο αχώριστος σύντροφος''». Γενικά την ανόρθωση της δικαιοσύνης τη θεωρούσε ως κύρια βάση της γενικότερης «''αρραγούς οικονομικής, στρατιωτικής και εκπαιδευτικής ανορθώσεως και πάσης αγαθής εκδηλώσεως του δημοσίου και του ιδιωτικού βίου''», υποστηρίζοντας τελικά πως χωρίς κράτος δικαίου περιττεύει η ύπαρξη του ελληνικού κράτους.<br>
Τα πρώτα βασικά μέτρα που έλαβε ο Ν Δημητρακόπουλος στο μεγαλόπνοο πρόγραμμά του για την ανύψωση της δικαιοσύνης ήταν α) το ζήτημα των αποδοχών των δικαστικών, β) η κάθαρση του χώρου από φερόμενους ως "ανάξια στοιχεία", γ) η σύγκρουσή του με το επαναστατικό ρεύμα της εποχής που απαιτούσε μεταξύ άλλων την κατάργηση της ισοβιότητας των δικαστών και δ) την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης από κάθε παρεμβατισμό με επακόλουθο την ισόνομη εφαρμογή των νόμων.
 
Στις [[8 Αυγούστου]] [[1910]] εκλέχθηκε βουλευτής Αρκαδίας και συμμετείχε ως υπουργός Δικαιοσύνης και για σύντομο χρονικό διάστημα το Υπουργείο των Εξωτερικών (από 06/10/1910-18/10/1910) στην [[Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1910|πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου]]<ref>Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, εκδ.Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ.72</ref>. Το [[1912]] αποχώρησε από το «[[Κόμμα των Φιλελευθέρων]]» και ίδρυσε το «Προοδευτικό κόμμα». Το [[1916]], ο Βασιλιάς τού έδωσε εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, αλλά ο ίδιος δήλωσε αδυναμία και κατέθεσε την πρόταση. Στις εκλογές του 1920 δεν έλαβε μέρος λόγω ασθένειας, παρόλα αυτά όμως, το κόμμα του κατάφερε να εκλέξει 14 βουλευτές.
 
Ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος ξεχώρισε για τη ρητορική του δεινότητα και για το πλουσιότατο νομοθετικό του έργο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Με δικές του ενέργειες ιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, επίσης αύξησε τους δικαστικούς μισθούς για να ενισχύσει την αμεροληψία των λειτουργών της Θέμιδος, καθιέρωσε τη μονιμότητα των δικαστών, έδωσε έμφαση στους νόμους περί προστασίας των εκλογών κ.ά. Παρόλο που δεν ήταν καθηγητής νομικής, αν και του είχε προταθεί η θέση, το επιστημονικό του έργο υπήρξε σημαντικό, με κυριότερο το ''Νομικαί Ενασχολήσεις'' (4 τόμοι), στο οποίο αναφέρονται όλες οι αγορεύσεις του στη Βουλή από την περίοδο [[1915]]-[[1916]] και αφορούν θέματα αστικού, ποινικού και δημοσίου δικαίου. Εκτός από το επιστημονικά έργα έγραψε και διάφορα άλλα όπως: ''Πολεμικά Απομνημονεύματα'' ([[1898]]), ''Θεοκρισία παρά τοις Έλλησιν'', ''Πολιτικά'' κ.ά.