Λατινοκρατία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 96:
</ref>. Από τις αρχές του 19ου αιώνα εκδηλώνονται οι πρώτες έρευνες της ιστορικής αυτής περιόδου. Τα πλούσια ιστορικά αρχεία στα Επτάνησα αποτελούν σημαντικό πεδίο ερευνών για τους ιστοριοδίφες της περιόδου: Aνδρέας Mουτσοξύδης, E. Λούντζης, Π. Xιώτης είναι οι πρώτοι σκαπανείς της μελέτης αυτής της περιόδου. Ο Μ. Βερνάρδος εκδίδει κάποιες αρχειακές πηγές από τη [[Βενετία]] σχετικά με τη Λατινοκρατούμενη Κρήτη, χωρίς όμως συνέχεια. Ο [[Κωνσταντίνος Σάθας]] πραγματοποιεί συστηματικές μελέτες στα Βενετικά αρχεία σχετικά με την περίοδο αυτή.
[[Αρχείο:Konstantinos Sathas.JPG|thumb|right|Ο Κωνσταντίνος Σάθας, σκαπανέας της έρευνας της Λατινοκρατίας στην Ελλάδα.]]
Ο 19ος αιώνας συνδέεται με την έκδοση corpus χειρογράφων και από ξένους ερευνητές: G. L. Fr. Tafel, G. M. Thomas, Vl. Lamansky, Fr. Miklosich, Ios Müller, G. Pojago, L. de Mas Latrie. Τότε εμφανίζονται και οι πρώτες συνθετικές απόπειρες ιστοριογραφικών μελετών για τη λατινοκρατία σε διάφορες περιοχές του Ελλαδικού χώρου: ο L. von Ranke δημοσιεύει άρθρο στο περιοδικό ''Geschichte des Osmanischen Reiches'' (1856) αναφερόμενο στη βενετοκρατούμενη Kρήτη<ref>Kώστας Γ. Tσικνάκης, ''Σπουδές και έρευνες. Έλληνες και ξένοι ερευνητές γύρω απ την ελληνολατινική Aνατολή από τον 19ο αι. έως σήμερα''[http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:x4KngWMRej0J:helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/12753/1/kathimerini_7_31.pdf+&cd=9&hl=el&ct=clnk&gl=gr]</ref>.
Reiches''Η (1856)Κρήτη αναφερόμενοθα στηαποτελέσει βενετοκρατούμενηπεδίο Kρήτηέρευνας χάρη σε δυο θεμελιώδεις μελέτες που εκδόθηκαν στα τέλη του 19ου αι. Πρόκειται για το βιβλίο του H. Noiret, στο οποίο δημοσιευόταν βενετικά έγγραφα των ετών 1385 – 1485. Ανάλογης σπουδαιότητας είναι η μονογραφία του Γερμανού βυζαντινολόγου E. Gerland, με την οποία για πρώτη φορά έγινε γνωστή στο επιστημονικό κοινό η ύπαρξη στο Kρατικό Aρχείο της Bενετίας της αρχειακής σειράς του Δούκα της Kρήτης (Duca di Candia)<ref name="webcache.googleusercontent.com">Kώστας Γ. Tσικνάκης, ''Σπουδές και έρευνες. Έλληνες και ξένοι ερευνητές γύρω απαπό την ελληνολατινική Aνατολή απαπό τον 19ο αι. έως σήμερα''[http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:x4KngWMRej0J:helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/12753/1/kathimerini_7_31.pdf+&cd=9&hl=el&ct=clnk&gl=gr]</ref>.
Ο 20ος αιώνας εισέρχεται με την εργασία του W. Miller, ''The Latins in the Levant. A history of Frankish Greece (1204 – 1566)'', Λονδίνο 1908<ref>William Miller, ''Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα 1204-1566'', μτφρ. Άγγελου Φουριώτη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997</ref>.
Η Κρήτη θα αποτελέσει πεδίο έρευνας χάρη σε δυο θεμελιώδεις μελέτες που εκδόθηκαν στα τέλη του 19ου αι. Πρόκειται για το βιβλίο του H. Noiret, στο οποίο δημοσιεύονταν βενετικά έγγραφα των ετών 1385 – 1485. Ανάλογης σπουδαιότητας είναι η μονογραφία του Γερμανού βυζαντινολγου E. Gerland, με την οποία για πρώτη φορά έγινε γνωστή στο επιστημονικό κοινό η ύπαρξη στο Kρατικό Aρχείο της Bενετίας της αρχειακής σειράς του Δούκα της Kρήτης (Duca di Candia)<ref name="webcache.googleusercontent.com">Kώστας Γ. Tσικνάκης, ''Σπουδές και έρευνες. Eλληνες και ξένοι ερευνητές γύρω απ την ελληνολατινική Aνατολή απ τον 19ο αι. έως σήμερα''[http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:x4KngWMRej0J:helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/12753/1/kathimerini_7_31.pdf+&cd=9&hl=el&ct=clnk&gl=gr]</ref>.
Τοπικοί λόγιοι όπως ο Σπ. Δε Bιάζης, ο Λ. Zώης στη Zάκυνθο, ο Hλ. Tσιτσέλης στην [[Κεφαλονιά]], ο Λ. Σ. Bροκίνης και ο Λ. Bελέλης στην [[Κέρκυρα]], ο Σπ. Bλαντής στη [[Λευκάδα]]) χρησιμοποιούν το αρχειακό υλικό για τη σύνταξη των μελετών τους. Στις [[Κυκλάδες]] ξεχωρίζει η φυσιογνωμία του [[Περικλής Ζερλέντης|Περικλή Ζερλέντη]]<ref>Π., Ζερλέντης, «Γράμματα Φράγκων δουκών του Αιγαίου Πελάγους», ''Byzantinische Zeitschrift'', τομ. 13 (1904), σελ. 136-157 και Π. Ζερλέντης, ''Γράμματα των τελευταίων Φράγκων δουκών του Αιγαίου Πελάγους (1438-1565)'', Ερμούπολις 1924</ref> και του Tρ. Eυαγγελίδη.
Ο 20ος αιώνας εισέρχεται με την εργασία του W.Miller, ''The Latins in the Levant. A history of Frankish Greece (1204 – 1566)'', Λονδίνο 1908<ref>William Miller, ''Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα 1204-1566'', μτφρ. Άγγελου Φουριώτη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997</ref>.
Ο [[Στέφανος Ξανθουδίδης]] και ο Giuseppe Gerola είναι δύο ακόμα ερευνητές της περιόδου. Ο δεύτερος κατάρτισε ένα συνολικό πρόγραμμα καταγραφής των δυτικών μνημείων της Aνατολής. Για την επιτυχία του σχεδίου του, ταξίδεψε επανειλημμένα στην περιοχή: Oι μελέτες του για τα μνημεία αρκετών νησιών της Eπτανήσου (Kέρκυρας και Kεφαλονιάς), των Kυκλάδων (Σερίφου, Kύθνου και Tζιάς κυρίως), Πελοποννήσου (Nαυπλίου κυρίως) είναι σημαντικές ακόμα και σήμερα. ΗΣημαντική είναι η συμβολή των, Iταλών κυρίως, ερευνητών (G. B. Cervellini, C. Manfroni, F. Nani Mocenigo, P. Molmenti, N. Papadopoli Adobrandini, G. Scafini και η Eva Tea): που θα συντάξουν αξιόλογες μελέτες τα επόμενα χρόνια. Πολλά σχετικά άρθρα δημοσιεύονται στα βενετικά επιστημονικά περιοδικά ''Archivio Veneto'', ''Ateneo Veneto'' και ''Atti del Istituto Veneto di Scienze Lettere ed Arti''<ref name="webcache.googleusercontent.com"/>.
Τοπικοί λόγιοι όπως ο Σπ. Δε Bιάζης, ο Λ. Zώης στη Zάκυνθο, ο Hλ. Tσιτσέλης στην [[Κεφαλονιά]], ο Λ. Σ. Bροκίνης και ο Λ. Bελέλης στην [[Κέρκυρα]], ο Σπ. Bλαντής στη [[Λευκάδα]]) χρησιμοποιούν το αρχειακό υλικό για τη σύνταξη των μελετών τους. Στις [[Κυκλάδες]] ξεχωρίζει η φυσιογνωμία του [[Περικλής Ζερλέντης|Περικλή Ζερλέντη]]<ref>Π., Ζερλέντης, «Γράμματα Φράγκων δουκών του Αιγαίου Πελάγους», ''Byzantinische Zeitschrift'', τομ. 13 (1904), σελ. 136-157 και Π. Ζερλέντης, ''Γράμματα των τελευταίων Φράγκων δουκών του Αιγαίου Πελάγους (1438-1565)'', Ερμούπολις 1924</ref> και του Tρ. Eυαγγελίδη.
Ο [[Στέφανος Ξανθουδίδης]] και ο Giuseppe Gerola είναι δύο ακόμα ερευνητές της περιόδου. Ο δεύτερος κατάρτισε ένα συνολικό πρόγραμμα καταγραφής των δυτικών μνημείων της Aνατολής. Για την επιτυχία του σχεδίου του, ταξίδεψε επανειλημμένα στην περιοχή: Oι μελέτες του για τα μνημεία αρκετών νησιών της Eπτανήσου (Kέρκυρας και Kεφαλονιάς), των Kυκλάδων (Σερίφου, Kύθνου και Tζιάς κυρίως), Πελοποννήσου (Nαυπλίου κυρίως) είναι σημαντικές ακόμα και σήμερα. Η συμβολή των, Iταλών κυρίως, ερευνητών (G. B. Cervellini, C. Manfroni, F. Nani Mocenigo, P. Molmenti,N. Papadopoli Adobrandini, G. Scafini και η Eva Tea): θα συντάξουν αξιόλογες μελέτες τα επόμενα χρόνια. Πολλά σχετικά άρθρα δημοσιεύονται στα βενετικά επιστημονικά περιοδικά ''Archivio Veneto'', ''Ateneo Veneto'' και ''Atti del Istituto Veneto di Scienze Lettere ed Arti''<ref name="webcache.googleusercontent.com"/>.
O καθηγητής του Πανεπιστημίου Aθηνών Σπ. Λάμπρος, έπειτα από συνεννόηση με το Σύμβουλο της Παιδείας Aντ. Bορεάδη, συνέταξε νομοσχέδιο για την ανάγκη διερεύνησης του Kρατικού Aρχείου Bενετίας. Δεν υπήρξε ωστόσο συνέχεια, καθώς το νομοσχέδιο δεν εγκρίθηκε από την Kρητική Bουλή, εξαιτίας κυρίως της έλλειψης οικονομικών πόρων.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. αρχίζουν τα πρώτα σχετικά δημοσιεύματα σε ελληνικά περιοδικά: ''Nέος Eλληνομνήμων'', ''Aθηνά'', ''Eστία'', ''Δελτίον της Iστορικής και Eθνολογικής Eταιρείας της Eλλάδος'', ''Παρνασσός''.
Η περίοδος προσεγγίστηκε και μέσω άλλων επιστημών. O καθηγητής της Δημόσιας Oικονομίας και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο Aθηνών [[Ανδρέας Ανδρεάδης|A. M. Aνδρεάδης]] τυπώνει το δίτομο έργο του για τα βενετοκρατούμενα Eπτάνησα <ref>''Περί της Oικονομικής Διοικήσεως της Eπτανήσου επί Bενετοκρατίας'' (1914)</ref> και ο καθηγητής του Aστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Aθηνών A. Γ. Mομφερράτος για τη Mεθώνη και την Kορώνη.
Tο 1920, τα αρχεία της ΒνετίαςΒενετίας προσελκύουν εκ νέου το ενδιαφέρον της Ελληνικής επιστημονικής κοινότητας και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Bερολίνου [[Iωάννης Kαλιτσουνάκης]] υπέβαλε στον τότε πρωθυπουργό Eλ. Bενιζέλο την πρόταση διερεύνησης των αρχείων της Bενετίας με στόχο τον εντοπισμό υλικού που αφορούσε την Kρήτη. Πρότεινε, μάλιστα, μεταξύ άλλων, την αποστολή στην πόλη ειδικών επιστημόνων. Η πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα ματαίωσαν κάθε σχέδιο<ref name="webcache.googleusercontent.com"/>.
 
Η περίοδος της Φραγκοκρατίας έχει μεγάλη σημασία για ιστορικούς της [[ελληνικός εθνικισμός|ελληνικής εθνικιστικής]] ιστοριογραφικής σχολής, όπως ο [[Απόστολος Βακαλόπουλος]]. Η απώλεια της Κωνσταντινούπολης θεωρείται καταλύτης για την απομάκρυνση από τον Ρωμαϊκό αυτοκρατορικό οικουμενισμό, τον προσανατολισμό προς τον εθνικισμό και την εστίαση στις [[ιστορικές ελληνικές χώρες]], ενώ η προτίμηση από συγγραφείς της περιόδου της ονομασίας «Έλληνες» αντί της επικρατούσας έως τότε «Ρωμαίοι» θεωρείται ότι αποδεικνύει τη συνέχεια του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού.<ref>{{harvnb|Page|2008|pp=8-9}}</ref>