Βασίλειο της Νεαπόλεως: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Tagging 4 dead links using Checklinks
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 31:
Ως '''Βασίλειο της Νάπολης''' (ή '''Βασίλειο της Νεάπολης''') ονομάζεται ανεπίσημα στην σύγχρονη ιστοριογραφία το κράτος που υπήρξε, με ανά καιρούς διαφοροποιήσεις πολιτικά και εδαφικά, στην νότια ιταλική χερσόνησο από τον 12ο έως και τον 19ο αιώνα και που επίσημα έφερε την ονομασία Βασίλειο της Ηπειρωτικής Σικελίας.
 
Το [[Βασίλειο της Σικελίας]] δημιουργήθηκε το 1130, όταν ο [[Ρογήρος Β’ της Ατλαβίλα]] έλαβε τον τίτλο του «Βασιλιά της Σικελίας» (''Rex Siciliae'') από τον αντιπάπα [[Ανάκλητος Β’|Ανάκλητο Β’]], που του επιβεβαιώθηκε και από τον πάπα [[Ιννοκέντιος Β’|Ιννοκέντιο Β’]] το 1139. Με την ανάληψη του βασιλείου από τον οίκο των [[Οίκος των Χοενστάουφεν|Χοενστάουφεν]], ο πάπας [[Ουρβανός Δ’]] όρισε το 1263 τον [[Κάρολος ο Ανδεγαυός|Κάρολο τον Ανδεγαυό]] νέο βασιλιά της Σικελίας. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του [[Στέμμα της ΑραγονίαςΑραγωνίας|Στέμματος της ΑραγόναςΑραγώνας]] και του βασιλιά της [[Πέτρος Γ’ της ΑραγόναςΑραγωνίας|Πέτρου Γ’ του Μέγα]], με τις πολεμικές συρράξεις που ακολούθησαν να λήγουν το 1302 με την συνθήκη ειρήνης της Καλταμπελότα. Ως αποτέλεσμα το Βασίλειο της Σικελίας χωρίστηκε σε δύο μέρη, «το Βασίλειο της Σικελίας προ του Φάρου» (''Regnum Siciliae citra Pharum'') και «το Βασίλειο της Σικελίας πέραν του Φάρου» (''Regnum Siciliae ultra Pharum''). Το πρώτο ταυτίζεται με τον όρο της σύγχρονης ιστοριογραφίας «Βασίλειο της Νεάπολης» ενώ το δεύτερο με το «Βασίλειο της Σικελίας», το οποίο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ονομάστηκε και «Βασίλειο της Τρινακρίας». Τα δύο βασίλεια επαναενώθηκαν κάτω από δύο κλάδους του Στέμματος της ΑραγόναςΑραγώνας κατά τον 15ο αιώνα, διατηρώντας την εδαφική και ιστοριογραφική τους διαφοροποίηση ενώ η οριστική τους ενοποίηση πραγματοποιήθηκε το 1816, κάτω από την ονομασία «Βασίλειο των Δύο Σικελιών».
 
Η εδαφική επικράτεια του Βασιλείου της Νάπολης περιελάμβανε το σύνολο των σημερινών περιοχών των Αμπρούτσων, Μολίζε, Καμπανίας, Πούλιας, Μπαζιλικάτα και Καλαβρίας μαζί με κομμάτια του σημερινού Νότιου και Ανατολικού Λατίου.
Γραμμή 50:
===Οι Ανδεγαυοί===
[[File:Villani Benevento.jpg|upright=1.4|left|thumb|Η μάχη του Μπενεβέντο]]
Με την δολοφονία του Κονραδίνου από του Ανδεγαυούς, τα σουηβικά κυριαρχικά δικαιώματα στον θρόνο της Σικελίας πέρασαν σε μία από τις κόρες του Μανφρέδου, την [[Κονστάντια Χοχενστάουφεν|Κωνσταντία Χοχενστάουφεν]], η οποία στις 15 Ιουλίου του 1262 είχε παντρευτεί τον βασιλιά της ΑραγόναςΑραγωνίας, [[Πέτρος Γ’ της ΑραγόναςΑραγωνίας|Πέτρο Γ’]]. Το πολύ δυσαρεστημένο λόγω της γαλλικής κυριαρχίας στο νησί γιβελινικό κόμμα της Σικελίας, που συγκεντρωνόταν κυρίως γύρω από τους Σουηβούς Χοχενστάουφεν, αναζήτησε την υποστήριξη της Κωνσταντίας και των αραγονέζων για να οργανώσει μια αντιανδεγαυική εξέγερση. Με την υποστήριξη των βυζαντινών κατασκόπων και τα χρήματα του μεγάλου εχθρού του Καρόλου, [[Μιχαήλ Παλαιολόγος|Μιχαήλ Παλαιολόγου]], η αντιγαλλική εξέγερση ξεκίνησε στις 31 Μαρτίου 1282 από το Παλέρμο και εξαπλώθηκε σε όλη τη Σικελία. Το Σικελικό Κοινοβούλιο παρέδωσε το στέμμα στον Πέτρο Γ’ της ΑραγόναςΑραγωνίας και την σύζυγό του Κοστάντια. Στις 26 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Κάρολος εγκατέλειψε οριστικά την Καλαβρία, όπου είχε το στρατόπεδό του, και κινήθηκε βόρεια. Παρόλη την υποστήριξη του πάπα Μαρτίνου Δ’, που αφόρισε τον αραγονέζο βασιλιά, ο Κάρολος δεν κατάφερε ποτέ πια να επιστρέψει στο νησί, με την βασιλική του αυλή να περιοδεύει μεταξύ Καπούας και Πούλιας για αρκετά χρόνια. Ο διάδοχος του Καρόλου, Κάρολος Β’ ο Ανδεγαυός, επέλεξε τελικά την Νάπολη ως νέα έδρα της μοναρχίας του και των διαφόρων διοικητικών της θεσμών.<ref>M. Amari "Gaspar Amico Storia Popolare del Vespro Siciliano"</ref>
 
Ενώσω οι φιλοδοξίες των Ανδηγαυών στη Σικελία δέχονταν ισχυρά χτυπήματα από τις συνεχείς τους ήττες, ο Κάρολος Α’ έβαλε ως στόχο να σταθεροποιήσει την εξουσία του στο ηπειρωτικό κομμάτι του βασιλείου, στηριζόμενος σε μια στρατηγική που είχε ως βάσει τους γουέλφους βαρόνους με σκοπό να ενισχύσει την ενότητα του Νότου.<ref>Floridi V., ''La formazione della regione abruzzese e il suo assetto territoriale fra il tardo periodo imperiale e il XII secolo'', Rivista dell'istituto di Studi Abruzzesi, XIV 1976</ref>
Γραμμή 56:
Ήδη από τις πρώτες [[Λογγοβάρδοι|λογγοβαρδικές]] επιδρομές, μεγάλο κομμάτι την οικονομίας του βασιλείου, στο πριγκιπάτο της Καπούης, στο Αμπρούτσο και στην κομητεία του Μολίζε, την διαχειρίζονταν τα βενεδικτινιακά μοναστήριο (Καζάουρια, Σαν Βιτσέντσο στο Βολτούμο, Μοντεβερτζίνε, Μοντεκασίνο)<ref>[http://books.google.com/books?hl=it&id=kWBLAAAAMAAJ&dq=tosti+storia+della+badia+di+montecassino&printsec=frontcover&source=web&ots=vRzCa_grLG&sig=JbWz3ROFred9A0TLgl66RrumOFY#PRA8-PA375,M1 Tosti L., ''Storia della Badia di Montecassino'' I-IV Roma 1888-1890]</ref> και σε πολλές περιπτώσεις είχαν μεγεθύνει τόσο πολύ τα προνόμιά τους που είχαν δημιουργήσει δικές τους τοπικές κυριότητες με διαχωριστή εξουσία από τα γειτονικά τους μη-εκκλησιαστικά φέουδα.<ref name= Montecassino >Dell'Omo M., ''Montecassino un'abbazia nella storia'', Arti grafiche Amilcare Pizzi, [[Cinisello Balsamo]] ([[provincia di Milano|MI]]) 1999.</ref><ref>Wickham C., ''Il problema dell'incastellamento nell'Italia centrale. L'esempio di San Vincenzo al Volturno. Studi sulla società degli Appennini dell'alto Medioevo'', II, Firenze 1985.</ref> Ωστόσο, μετά το 1138 και τον θάνατο του Ανάκλητου Β’, ο [[Ιννοκέντιος Β’]] και οι νορμανδικές δυναστείες προώθησαν στην νότια Ιταλία τον κιστερκιανό μοναχισμό σε αντίθεση με την βενεδικτιανή φεουδαρχική παράδοση. Πολλά βενεδικτιανά μοναστήρια μετατράπηκαν σε κιστερκιανά, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο περιορισμό της υλικής τους περιουσίας λόγω των διδαγμάτων του νέου τάγματος, που περιόριζε την κατοχή αγροτικών αγαθών κι εργαλείων στα αναγκαία για την επιβίωση ενός μοναστηριού. Το νέο μοναστικό τάγμα επένδυσε τους πόρους του σε γεωργικές μεταρρυθμίσεις, τεχνικά και κοινωνικά έργα, ιδρύοντας ξενώνες, φαρμακεία και εκκλησίες στην ύπαιθρο. Ο γαλλικός μοναστισμός έλαβε την υποστήριξη και των ντόπιων νορμανδών φεουδαρχών, που με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να αντισταθμίσουν τις φιλοδοξίες των τοπικών μοναχών για εγκόσμια εξουσία.<ref>Mahn J.B., ''L'ordre Cistercien et son gouvernement des origines au milieu du XIII siecle'', Parigi 1951</ref> Ο ίδιος ο Κάρολος Α’ υποστήριξε ένθερμα την νέα αυτή κατάσταση και ίδρυσε ο ίδιος μια σειρά από κιστερκιανά αββαεία.<ref>[http://www.cistercensi.info/abbazie/storia.asp?ab=1053&lin=it]{{dead link|date=June 2015}} </ref>
[[File:Epir1252-1315.png|upright=1.4|left|thumb|Η εκστρατεία του Καρόλου Α' του Ανδηγαυού στην Ανατολή]]
Στις 7 Ιανουαρίου 1285 πέθανε ο Κάρολος Α’ ο Ανδεγαυός και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Κάρολος Β’. Παράλληλα στη Σικελία, με τον θάνατο του Πέτρου Γ’, η αραγονική εξουσία μοιράστηκε μεταξύ των δυο του γιων, του [[Αλφόνσος Γ' της ΑραγόναςΑραγωνίας|Αλφόνσου]] (τρίτος στη σειρά με αυτό το όνομα για το Στέμμα της ΑραγόναςΑραγώνας) και του [[Ιάκωβος Γ' της Σικελίας|Ιακώβου]] (στη συνέχεια Ιακώβου Α’ της Σικελίας). Ο τελευταίος υπέγραψε την συνθήκη του Ανάνι στις 12 Ιουνίου του 1295, με την οποία παραχωρούσε τα φεουδαρχικά δικαιώματα της Σικελίας στον πάπα Βονιφάτιο Θ’. Ως αντάλλαγμα ο πάπας του παραχώρησε την [[Κορσική]] και τη [[Σαρδηνία]], προσφέροντας την κυριαρχία της Σικελίας στον Κάρολο Β’ τον Ανδεγαυό. Ωστόσο η συνθήκη του Ανάνι δεν επέφερε κάποια διαρκή ειρήνη διότι όταν ο Ιάκωβος αποχώρησε από τη Σικελία για να κατευθυνθεί προς τα κατεξοχήν βασίλεια του Στέμματος της ΑραγόναςΑραγώνας στην Ιβηρική, ο σικελικός θρόνος δόθηκε στον αδερφό του, Φρειδερίκο, που ηγήθηκε μιας νέας εξέγερσης για την ανεξαρτησία του νησιού και τελικά ορίστηκε από τον πάπα Βονιφάτιο βασιλιάς της Τρινάκριας (rex Trinacriae) ως Φρειδερίκος Γ’. Ο νέος βασιλιάς, αν κι έχασε την υποστήριξη ορισμένων ευγενών, υπέγραψε το 1302 με τον Κάρολο Βαλουά την συνθήκη της Καλταμπελότα, με το οποίο αναγνωρίστηκε κι επίσημα ο διαχωρισμός των δύο βασιλείων: Βασίλειο της Τρινάκριας υπό τον [[Οίκος της Βαρκελώνης|οίκο της Βαρκελώνης]] με πρωτεύουσα το [[Παλέρμο]] και Βασίλειο της Σικελίας υπό τον οίκο των Ανδεγαυών με πρωτεύουσα τη [[Νάπολη]]. Ο Κάρολος, μετά από παραινέσεις του πάπα Μαρτίνου, παραιτήθηκε από τα σχέδιά του για ανάκτηση της Σικελίας και προχώρησε στις κατάλληλες διαδικασίες για να προσαρμόσει την Νάπολη στο νέο της ρόλο ως πρωτεύουσα του βασιλείου.
[[File:Robert of Anjou.jpg|thumb|Ροβέρτος ο Σοφός]]
Το 1309 ο γιος του Καρόλου Β’, [[Ροβέρτος Ανδεγαυός]], στέφθηκε από τον πάπα Κλιμένη Ε’ εκ νέου βασιλιάς της Σικελίας και των [[Βασίλειο των Ιεροσολύμων|Ιεροσολύμων]]. Το 1372 η ανιψιά του Ροβέρτου, Ιωάννα Ανδεγαυή υπέγραψε με τον Φρειδερίκο Δ’ της Σικελίας μια νέα συνθήκη ειρήνης που αναγνώριζε τις εκατέρωθεν μοναρχίες. Ο βασιλιάς Ροβέρτος είχε ήδη χρήσει διάδοχο πρώτα τον γιο του Κάρολο της Καλαβρίας και μετά τον θάνατό του, την ίδια την κόρη του, Ιωάννα Ανδεγαυή.
Γραμμή 66:
Προτού να ενηλικιωθούν οι δύο διάδοχοι, η Νάπολη έπεσε στα χέρια του Λουδοβίκου Β’, γιου του Λουδοβίκου Ανδεγαυού, που στέφθηκε βασιλιάς από τον Κλιμένη Ή την 1η Νοεμβρίου 1389. Οι ντόπιοι ευγενείς αντιστάθηκαν στον νέο μονάρχη κι έτσι, το 1399, ο Λαδισλάος μπόρεσε να διεκδικήσει στρατιωτικά τα δικαιώματά του στον θρόνο, εκθρονίζοντας τον γάλλο. Ο νέος μονάρχης κατάφερε να αποκαταστήσει την ναπολιτανική ηγεμονία στην νότια Ιταλία, παρεμβαίνοντας σε διάφορες πολεμικές εμπλοκές σε όλη τη χερσόνησο. Το 1408, κλήθηκε από τον πάπα Ινοκέντιο Ζ’, λαμβάνοντας από αυτόν την διοίκηση της επαρχίας της [[Καμπανία]]ς. Στη συνέχεια, υπό τον πάπα Γρηγόριο ΙΒ’ έφτασε να καταλάβει τη Ρώμη και την [[Περούτζα]]. Το 1414 στην εκστρατεία που διεύθυνε εναντίον του Λουδοβίκου Β’ Ανδεγαυού και του αντιπάπα Αλεξάνδρου Ε’, προέλασε μέχρι τις πύλες της [[Φλωρεντία]]ς. Με τον θάνατό του δεν βρέθηκε κάποιος διάδοχος να συνεχίσει τις επιχειρήσεις του και τα σύνορα του βασιλείου επέστρεψαν στα παραδοσιακά τους όρια. Η κόρη του, Ιωάννα Β’ της Νεάπολης, με το τέλος του [[Σχίσμα της Δύσης|σχίσματος της Δύσης]], έλαβε την οριστική αναγνώριση του βασιλικού τίτλου για την οικογένειά της.
 
Η Ιωάννα Β’ διαδέχθηκε τον Λαδισλάο το 1414 και νυμφεύθηκε τον Ιάκωβο Β’ των Βουρβόνων. Αυτός προσπάθησε να αποκτήσει μόνο για τον εαυτό του τον βασιλικό τίτλο, προκαλώντας μια εξέγερση το 1418 που έληξε όμως άδοξα, με αυτόν να αναγκάζεται να επιστρέψει στη Γαλλία και να κλειστεί σε ένα μοναστήρι. Οι προσπάθειες των Ανδεγαυών να αποκτήσουν ερείσματα στο βασίλειο δεν σταμάτησαν και το 1419 ο πάπας Μαρτίνος Ε’ προσκάλεσε τον Λουδοβίκο Γ’ Ανδεγαυό να εισβάλει στην Ιταλία για να αποθέσει την Ιωάννα λόγω της άρνησής της να αναγνωρίσει τα φεουδαρχικά δικαιώματα του πάπα στην Νεάπολη. Η εκ νέου γαλλική απειλή ώθησε το βασίλειο να ψάξει την βοήθεια εξ ΑραγόναςΑραγώνας, με την βασίλισσα να υιοθετεί το [[Αλφόνσος Ε’Ε΄ της ΑραγόναςΑραγωνίας|Αλφόνσο Ε’]] ως γιο και διάδοχό της, όσο η Νάπολη πολιορκείτο από τους Ανδεγαυούς. Οι αραγονέζοι αντεπιτέθηκαν και απελευθέρωσαν την πόλη το 1423, καταλαμβάνοντας το βασίλειο και εξαφανίζοντας την γαλλική απειλή. Παρ’ όλα αυτά, εν τέλει η Ιωάννα άφησε τα δικαιώματα του βασιλείου στα χέρια του Ρενάτου Ανδεγαυού.
 
==Εκ νέου υπό το Στέμμα της ΑραγόναςΑραγώνας==
[[File:Imperi de la Corona d'Aragó.png|thumb|Εδάφη υπό το Στέμμα της ΑραγόναςΑραγώνας τον 1443 |200px|left]]
Η Ιωάννα Β’ Ανδεγαυή-Δυρραχίου δεν άφησε φυσικό διάδοχο και με τον θάνατό της οι δύο πλευρές, ο [[Ρενάτος Ανδεγαυός]] και ο [[Αλφόνσος Ε’Ε΄ της ΑραγόναςΑραγωνίας]] διεκδίκησαν τον θρόνο. Στον πόλεμο που ακολούθησε συμμετείχαν και άλλα κράτη της Ιταλίας, όπως το [[Δουκάτο του Μιλάνου|Μιλάνο]] του [[Φίλιπο Μαρία Βισκόντι]], αρχικά σύμμαχο των Γάλλων (μάχη της Πόντσα) και στη συνέχεια των αραγονέζων. Το 1441 ο Αλφόνσος Ε’ κατέκτησε τη Νάπολη και υιοθέτησε το στέμμα της ως Αλφόνσος Α’ της Νάπολης. Για πρώτη φορά μετά από τρεις αιώνες, τα δύο αρχικά κομμάτια του Βασιλείου της Σικελίας επαναενώθηκαν (καθώς ο Αλφόνσος ήταν ήδη βασιλιάς της Σικελίας που ανήκει ακόμη στο [[Στέμμα της Αραγωνίας|Στέμμα της ΑραγόναςΑραγώνας]]), με την πρωτεύουσα ωστόσο να μεταφέρετε στη Νάπολη από το Παλέρμο. Ο τίτλος που καθιέρωσε τότε ο Αλφόνσος ήταν αυτός του ''rex Utriusque Siciliae'' («Βασιλεύς και των δύο Σικελιών»).
 
Το 1447 ο δούκας του Μιλάνου τον όρισε διάδοχό του, προσθέτοντας έτσι ένα ακόμη έδαφος στο ευρύτατο Στέμμα της ΑραγόναςΑραγώνας. Εν τούτοις, η μιλανέζικη ευγενική τάξη, φοβούμενη την απορρόφηση της από το βασίλειο της Νάπολης, ανακήρυξε το Μιλάνο «ελεύθερη κομμούνα» και εγκαθίδρυσε δημοκρατία. Οι ναπολιτανικές και αραγονικές διεκδικήσεις αντισταθμίστηκαν από τη Γαλλία, που το 1450 έδωσε πολιτική υποστήριξη στον [[Φραγκίσκος Σφόρτσα|Φραγκίσκο Σφόρτσα]] που επιβλήθηκε στρατιωτικά στο δουκάτο. Εκείνη τη στιγμή όμως, ένα άλλο μέτωπο άνοιγε για την βασιλεία του Αλφόνσου: η αστραπιαία επεκτεινόμενη [[Οθωμανική αυτοκρατορία]] έφτασε στις πύλες του βασιλείου. Τέτοια περιφερειακή εξέλιξη απέτρεψε τον αραγονέζο βασιλιά από το να επέμβει στο Μιλάνο και η εκ των προτέρων αναγνώριση του Σφόρτσα ως δούκα από τον πάπα Νικόλαο Ε’ τον ώθησε στην ένταξή του στη λεγόμενη Ιταλική Λίγκα (''Lega Italica''), μια συμμαχία που είχε ως σκοπό την σταθεροποίηση της νέα πολιτικής πραγματικότητας της χερσονήσου.
 
===Η εσωτερική πολιτική του Αλφόνσου Α’: ανθρωπισμός και συγκεντρωτισμός===
Γραμμή 80:
Ο διοικητικός μηχανισμός του βασιλείου παρέμεινε χονδρικά ο ίδιος με αυτόν των Ανδεγαυών αν και ανακατανεμήθηκαν οι εξουσίες των παλαιών επαρχιών, οι οποίες διατήρησαν κυρίως πολιτικές και στρατιωτικές λειτουργίες. Η δικαιοσύνη επέστρεψε στα χέρια των βαρόνων, σε μια προσπάθεια να επαναενταχθούν οι παλαιές φεουδαρχικές ιεραρχίες στο κεντρικό κράτος. Άλλο σημαντικό βήμα προς την εμβάθυνση της ενοποίησης των δύο βασιλείων θεωρούνται τα μέτρα που πάρθηκαν για την ενθάρρυνση της βοσκής εποχιακής μετακίνησης. Το 1447 ο Αλφόνσος πέρασε μια σειρά από νόμους με τους οποίους υποχρέωνε τους βοσκούς από το Αμπρούτσο και τη Μολίζε να διαχειμάζουν στα όρια του βασιλείου αποτρέποντάς τους με αυτόν τον τρόπο το να περνούν τα σύνορα (προς τα Ποντιφικά Κράτη).<ref>Marino J.A., ''L'economia pastorale nel Regno di Napoli'', [[Napoli]] 1992</ref> Οι οικονομικές συνδιαλλαγές που προέκυπταν από την βοσκή εποχιακής μετακίνησης να έμεναν πλέον στο βασίλειο, ενισχύοντας τις σχετικές οικονομικές δραστηριότητες. Το νομικό έργο περί της βοσκής, που βασίστηκε στο ιβηρικό μοντέλο του ''Concejo de la Mesta'', αποτέλεσε τον πρώτο σταθερό λαϊκό συγκεντρωτικό θεσμό, με ξεκάθαρο κοινωνικό χαρακτήρα, του βασιλείου της Νάπολης.<ref>Franciosa L., ''La transumanza nell'Appennino Meridionale'', [[Napoli]] [[1992]]</ref> Το ίδιο σύστημα επηρέασε, σε μικρότερο βαθμό, και την αδριατική ακτή του βασιλείου.
 
Με τον θάνατό του, ο Αλφόνσος ξαναμοίρασε το ενοποιημένο του βασίλειο μεταξύ του [[Φεράντε Α' της Νάπολη|Φερράντε]], που έλαβε ολόκληρο το βασίλειο των δύο Σικελιών, και του Ιωάννη, δεύτερου στη σειρά του Στέμματος της ΑραγόναςΑραγώνας, που έλαβε τις υπόλοιπες κτήσεις.
 
===Η βασιλεία του Φεράντε Α’===
[[File:Castello Aragonese dalla Torre di Guevara.jpg|thumb|ΑραγονικόΑραγωνικό φρούριο στην Ισκία|200px|left]]
Ο θάνατος του Αλφόνσου βρήκε το βασίλειο πλήρως ενταγμένο στην ιταλική περιφεριακή τάξη. Ο διάδοχός του, Φερδινάνδος Α’ της Νάπολης, γνωστός κυρίως ως Φεράντε (Ferrante), έλαβε την υποστήριξη του [[Φραγκίσκος Α' Σφόρτσα|Φραγκίσκου Σφόρτσα]], σε τέτοιο σημείο που και οι δύο επενέβησαν στην δημοκρατία της Φλωρεντίας εναντίον του στρατού του Μπαρτολομέο Κολεόνι. Τα ναπολιτανικά στρατεύματα επενέβησαν άλλη μια φορά στην [[Τοσκάνη]] ενώ το 1484, σε συμμαχία με το Μιλάνο και την Φλωρεντία επέβαλαν στην Βενετία την Ειρήνη του Μπανιόλο.
 
Γραμμή 95:
Το 1458, με την Οθωμανική αυτοκρατορία να έχει κυριεύσει όλη τη Βαλκανική, ο αλβανός ηγέτης [[Γεώργιος Καστριώτης]] άρχισε να συναλλάσσεται με το βασίλειο. Η στρατιωτική υποστήριξη που χάρισε στον Φεράντε κατά την συνωμοσία των βαρόνων, του χάρισε ναπολιτανικούς τίτλους ευγενείας κι επετράπη η εγκατάσταση Αλβανών στις έρημες περιοχές του νότου (Καλαβρία, Μολίζε).
 
Η απόδοση του δουκάτου του Μπάρι στον Σφόρτσα Μαρία Σφόρτσα, γιο του δούκα του Μιλάνου ως επιβεβαίωση της συμμαχίας τους, είχε επίσης θετικές οικονομικές συνέπειες για την ταλαιπωρημένη περιοχή.<ref>AA. VV., Enciclopedia Zanichelli 2000</ref> Ωστόσο, με την παράνομη ανάληψη της εξουσίας από τον [[Λουδοβίκος ο Μαύρος|Λουδοβίκο τον Μαύρο]] η προσοχή του δούκα στράφηκε αποκλειστικά στην [[Λομβαρδία]], με αποτέλεσμα να παραχωρήσει το δουκάτο στην Ισαβέλα της ΑραγόναςΑραγώνας, νόμιμη διάδοχο του Μιλάνου, ως αντάλλαγμα της αποδοχής της του σφετερισμού του θρόνου από τον Λουδοβίκο. Η νέα δούκισσα ακολούθησε μια πολιτική αστικής βελτίωσης της πόλης, την οποία ακολούθησε μια ελαφριά οικονομική ανάταση που διήρκησε μέχρι την διακυβέρνηση της κόρης της Μπόνα Σφόρτσα και τον Κάρολο Ε’. Το τελευταίο κτύπημα για το νότιο τμήμα του Βασιλείου της Νεάπολης επήλθε το 1542 όταν ο Πέδρο δε Τολέδο δημοσίευσε την διαταγή περί διωγμού των Εβραίων του βασιλείου, που αποτελούσαν το βασικό στήριγμα του εμπορίου και της οικονομίας των πόλεων της [[Καλαβρία|Καλαβρίας]] και του [[Μπρίντιζι]].<ref>[http://www.morasha.it/tesi/gnlo/index.html Gianolio E., ''Gli ebrei a Trani e in Puglia nel medioevo'']</ref><ref>[http://www.comune.fondi.lt.it/portalefondi/turismo/giudea.html La Giudecca di Fondi in Terra di Lavoro]{{dead link|date=June 2015}}</ref>
 
==Λουδοβίκος ΙΒ’ της Γαλλίας, ''rex Neapolis'', και η πρώτη ισπανική αντιβασιλεία==
Ο διάδοχος του Φεράντε στο θρόνο του βασιλείου ήταν ο πρωτότοκος γιος του, Αλφόνσος Β’. Η διαδοχή έλαβε χώρα το 1494, τον ίδιο χρόνο που ο βασιλιάς της Γαλλίας, [[Κάρολος Η’ της Γαλλίας|Κάρολος Η΄]] εισερχόταν στην Ιταλία για να διασπάσει την εύθραυστη ισορροπία που είχαν εγκαταστήσει τα ιταλικά κράτη τα προηγούμενα χρόνια. Η εισβολή του γάλλου βασιλιά αφορούσε άμεσα την Νάπολη: ο Κάρολος αναφερόταν σε μια μακρινή συγγένεια με τον ανδεγαυό Λουδοβίκο Β’ μέσω της μητέρας του πατέρα του που ήταν κόρη του, αρκετό για να βρίσκεται σε θέση να διεκδικήσει τον βασιλικό της τίτλο.
 
Ο δούκας του Μιλάνου, παρά την στενή του συμμαχία με τη Νάπολη, επέτρεψε την είσοδο των Γάλλων, όπως έπραξε και η Φλωρεντία και με αυτόν τον τρόπο τα γαλλικά στρατεύματα προέλασαν μέχρι το Νότο όπου κατέλαβαν σε μικρό χρονικό διάστημα την Νεάπολη. Όλες οι επαρχίες αποδέχθηκαν το νέο κυρίαρχο, εκτός από τοις πόλεις της Γκαέτα, της Τροπέα, Αμαντέα και Ρέτζο ενώ οι αραγονέζοι με την αυλή τους διέφυγαν στην Σικελία. Από εκεί ζήτησαν την συνδρομή του βασιλιά της ΑραγόναςΑραγώνας, [[Φερδινάνδος Β'Β΄ της ΑραγόναςΑραγωνίας|Φερδινάνδου του Καθολικού]], ο οποίος απέστειλε μια σημαντική στρατιωτική δύναμη υπό τις διαταγές του σπουδαίου καστιλιάνου στρατηγού, [[Γκονθάλο Φερνάντεθ δε Κόρδοβα]]. Στην μάχη της Καλαβρίας, τα ισπανικά στρατεύματα κατανίκησαν τους γάλλους.
 
Ο γαλλικός επεκτατισμός οδήγησε παράλληλα τον πάπα [[Αλέξανδρος Στ’|Αλέξανδρο Στ’]] και τον αυτοκράτορα [[Μαξιμιλιανός Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Μαξιμιλιανό των Αψβούργων]] να ιδρύσουν την [[Ιερή Λίγκα]] εναντίον του Καρόλου Η’ που αντιμετώπισε νικηφόρα τα γαλλικά στρατεύματα στη μάχη του Φιρνόβο. Με το τέλος των εχθροπραξιών, οι Ισπανοί κατέλαβαν την Καλαβρία και οι Βενετοί όλα τα σημαντικά λιμάνια της Πούλιας στην Αδριατική (Μανφρεντόνια, Τράνι, Μόλα, Μονοπόλι, Μπρίντεζι, Οτράντο, Πολινιάνο και Γκαλίπολι). Ο Αλφόνσος Β’ πέθανε σύντομα το 1495, κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής επιχείρησης όπως και ο γιος του Φεραντίνος, που τον διαδέχθηκε αλλά έζησε μόνο έναν χρόνο παραπάνω, δίχως κατά τον θάνατό του να αφήσει διαδόχους. Ο στόλος ωστόσο που είχε καταφέρει να ανασυστήσει επέφερε το τελευταίο πλήγμα στους Γάλλους και τους έδιωξε οριστικά από το βασίλειο.
 
Το 1496 ανακηρύχθηκε βασιλιάς ο γιος του Φεράντε και αδερφός του Αλφόνσου Β’, Φρειδερίκος Α’ που είχε να αντιμετωπίσει εκ νέου τις γαλλικές επιδιώξεις πάνω στο βασίλειό του. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’, δούκας του Οτράντο, κληρονόμησε το βασίλειο της Γαλλίας με τον θάνατο του Καρόλου Η΄ κι υπέγράψε τον Νοέμβριο του 1500 με τον Φερδινάνδο, κληρονόμο και του βασιλείου της Καστίλης, την συνθήκη της Γρανάδας με την οποία συμφώνησαν να εκδιώξουν τους τελευταίους αραγονέζους της Νεάπολης και να μοιραστούν το βασίλειο. Ο Λουδοβίκος κατέλαβε το Δουκάτο του Μιλάνου, όπου και συνέλαβε τον Λουδοβίκο Σφόρτσα, και, πάντα σε συμφωνία με τον Φερδινάνδο, προέλασε εναντίον του Φρειδερίκου της Νεάπολης. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε τον διαμελισμό του βασιλείου, με την απόδοση στους γάλλους του Αμπρούτσου και της Τέρα ντε Λαβόρο κάτω από τον, για πρώτη φορά επίσημο, τίτλο του Βασιλιά της Νάπολης (μαζί και του κατεξοχήν τιμητικού βασιλιά των Ιεροσολύμων) και στους Ισπανούς της Πούλιας και της Καλαβρίας ως δουκάτα. Στις 11 Νοεμβρίου του 1500, ο Πάπας έπαυσε τον τίτλο του ''rex Siciliae'', ο οποίος εντάχθηκε στο Στέμμα της ΑραγόναςΑραγώνας<ref>Guicciardini F., ''Storia d'Italia'', V</ref> και τον Αύγουστο του 1501 οι Γάλλοι εισήλθαν στη Νάπολη και οι Φρειδερίκος, αφού κατέφυγε στην Ισκία, τους παραχώρησε τον τίτλο του ως αντάλλαγμα μερικών φέουδων στην Ανδεγαυία.
 
Παρόλη την αρχική συμφωνία τους και την ομαλή πορεία της κατάκτησης, οι δύο κατακτητές βασιλείς βρέθηκαν να διαφωνούν σε ορισμένα εδαφικά ζητήματα, όπως την κυριαρχία της Καπιτανάτα και της κομητείας της Μολίζε. Ο διάδοχος του βασιλείου της Καστίλης, Φίλιππος ο Όμορφος, έψαξε μια νέα συμφωνία με τον γάλλο βασιλιά, προτείνοντάς του την απονομή των τίτλων του Βασιλιά της Νάπολης και δούκα της Πούλιας και Καλαβρίας στην κόρη του Λουδοβίκου, Κλαούντια, ταγμένη σύζυγο του Καρόλου, γιου του Φιλίππου. Εν τούτοις, τα σταθμευμένα ισπανικά στρατεύματα στην Καλαβρία και την Πούλια, πάντα υπό την αρχηγία του Γκονθάλο δε Κόρδοβα μα πιστά στον Φερδινάνδο τον Καθολικό (ο οποίος πλέον είχε ως μοναδικό τίτλο αυτόν του Στέμματος της ΑραγόναςΑραγώνας), δεν σεβάστηκαν την παραπάνω συμφωνία κι επιτέθηκαν τους γάλλους. Με την μάχη του Γκαριλιάνο τον Δεκέμβριο του 1503 τα γαλλικά στρατεύματα ηττήθηκαν κι αποχώρησαν οριστικά από το βασίλειο. Η συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε δεν ήταν ιδιαιτέρως ξεκάθαρη για το στάτους του βασιλείου, καθώς παρότι ο τίτλος του αποδόθηκε στον Κάρολο, ο Φερδινάνδος αρνήθηκε να αποχωρήσει, θεωρώντας τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο του παλαιού μονάρχη Αλφόνσου Α’ της Νεάπολης και της παλαιού αραγονικού στέμματος και των Δύο Σικελιών (''regnum Utriusque Siciliae'').
[[File:Maestro del senofonte hamilton, trionfo di re ferdinando d'aragona, berlino kupferstichkabinett, senofonte, ciropedia, inv. 78c 24 f 1v.jpg|thumb|Ο θρίαμβος του Φερδινάνδου του Καθολικού|200px|left]]
===Η ισπανική αντιβασιλεία===
Ο ιθαγενής αραγονικός βασιλικός οίκος της Νεάπολης εξαφανίσθηκε με τον Φρειδερίκο Α’ της Νάπολης και τέθηκε κάτω από τον έλεγχο της μελλοντικής [[Στέμμα της Ισπανίας|Ισπανικής Μοναρχίας]], η οποία θέσπισε μια αντιβασιλεία για το πρώην βασίλειο. Η νέα διοίκηση, αν και αρκετά συγκεντρωτική, βασίστηκε στο παλαιό φεουδαρχικό σύστημα: οι βαρόνοι βρήκαν έτσι την ευκαιρία να ισχυροποιήσουν την προσωπική τους εξουσία και τα οικονομικά τους προνόμια ενώ παράλληλα ο κλήρος είδε να αυξάνεται τόσο η πολιτική όσο και πνευματική του εξουσία.
 
Τα πιο σημαντικά διοικητικά όργανο είχανε ως θέση την Νεάπολη. Το πιο σημαντικό ήταν το ''Consiglio Collaterale'' («Βοηθητικό Συμβούλιο»), παρόμοιο με το Συμβούλιο της ΑραγόναςΑραγώνας (''Consejo de Aragón'', ''Consell d’Aragó''), ανώτατο όργανο άσκησης των δικαστικών λειτουργιών που αποτελείτο από τον αντιβασιλέα και τρεις δικαστικούς συμβούλους. Έπειτα υπήρχε η ''Camera della Sommaria'' («Κάμαρα των ΧΧΧ»), το ''Tribunale della Vicaria'' («Εκκλησιαστικό Δικαστήριο του Βικαριάτου») και το ''Tribunale del Sacro Regio Consiglio'' («Δικαστήριο του Αγίου Βασιλικού Συμβουλίου»).
 
Ως πρώτος αντιβασιλέας διορίστηκε από τον Φερδινάνδο τον Καθολικό, ως επιτιμητή του βασιλικού τίτλου, ο στρατηγός Γκονθάλο ντε Κόρδοβα, που ανακηρύχθηκε ταυτόχρονα και Μέγας Στρατηγός (Gran Capitano) του ναπολιτανικού στρατου, αποκτώντας σχεδόν τις ίδιες εξουσίες με έναν κανονικό βασιλιά. Την ίδια ώρα χάρισε τον τίτλο του ''Gran Conestabile'' στον κόμη του Ταλιακότσο, Φαβρίτσιο ι Κολόνα, και έθετε ένα εκστρατευτικό σώμα κάτω από τις διαταγές του με σκοπό την απελευθέρωση των αδριατικών λιμένων που κατείχε η Βενετία. Η επιχείρηση αυτή ολοκληρώθηκε με επιτυχία και το 1509 τα λιμάνια της Πούλιας επέστρεψαν σε ναπολιτανικά χέρια.
 
Κατά τα άλλα, ο Φερδινάνδος επανέφερε την χρηματοδότηση του πανεπιστημίου της Νεάπολης, αποδίδοντάς της μια ετήσια οικονομική εισφορά της τάξης των 2000 δουκάτων από την προσωπική του περιουσία, προνόμιο που επιβεβαίωσε έπειτα και ο Κάρολος Ε’. Τον Γκονθάλο δε Κόρδοβα τον διαδέχθηκαν πρώτα ο Ιωάννης της ΑραγόναςΑραγώνας, που δημοσίευσε μια σειρά νόμων εναντίον της διαφθοράς, πολέμησε την πελατειοκρατία, απαγόρεψε τα τυχερά παιχνίδια και την ΧΧΧusuraXXX κι έπειτα ο Ραϊμούνδος της Καρδόνα, που το 1510 προσπάθησε να επανεισάγει την ισπανική [[Ιερά Εξέταση]] κι εφάρμοσε τα πρώτα περιοριστικά μέτρα κατά των Εβραίων.
[[File:Habsburg Map 1547.jpg|thumb|Οι κτήσεις των Αψβούργων το 1547|300px|left]]
Ο [[Κάρολος Ε' της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Κάρολος Ε’]], γιος του Φιλίππου του Όμορφου και της [[Ιωάννα η Τρελή|Ιωάννας της Τρελής]], κληρονόμησε πληθώρα εδαφών, συμπεριλαμβανομένου και του βασιλείου της Νάπολης. Στις ιταλικές του κτήσεις ήρθε να προστεθεί και το δουκάτο του Μιλάνου, το οποίο αφαίρεσε το 1515 από τα χέρια των Γάλλων, οι οποίοι με τη σειρά τους το είχαν κατακτήσει από τον γιο του Λουδοβίκου του Μαύρου, Μαξιμιλιανό, λίγα χρόνια πριν.
Γραμμή 148:
 
Ο επόμενος αντιβασιλέας,ο Πέδρο Φερνάντεθ ντε Κάστρο, διέταξε την ανακατασκευή του πανεπιστημίου της Νάπολης, χρηματοδοτώντας ένα νέο χτίριο και εκσυγχρονίζοντας το σύστημα διδασκαλίας. Κατά την διάρκεια της αντιβασιλείας του άνθισε η ''Accademia degli Oziosi'', ιδρύθηκε το ιησουιτικό κολέγιο του Σαν Φραντσέσκο Σεβέριο και ένα βιοτεχνικό σύμπλεγμα κοντά στην πύλη Νολάνα. Στην Τέρα ντι Λαβόρο, ξεκίνησε τα πρώτα εγγειοβελτιωτικά έργα της πεδιάδας του Βολτούρνο, αποξηραίνοντας τις διάφορες λιμνοθάλασσες κι έλη που είχαν μετατρέψει την «Ευτυχή Πεδιάδα» των Ρωμαίων σε μια ακατοίκητη και ανθυγιεινή περιοχή.
[[File:Ortona 2005 -Castello Aragonese- by-RaBoe 01.jpg|thumb|ΑραγονικόΑραγωνικό φρούριο της Ορτόνα]]
===Υπό την κυριαρχία του ιρασιοναλισμού και των πολιτικών εξεγέρσεων===
Η ανθρωπιστική και χριστιανική παράδοση αποτέλεσε το μοναδικό σημείο αναφοράς των πρώτων επαναστατών που προέκυψαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη στη Ρώμη και τη Νάπολη εν μέσω του ιρασιοναλισμού του Μπαρόκ, των λαϊκών συνοικιών, του θρησκευτικού μυστικισμού και της πολιτικής και φιλοσοφικής πιθανολογίας.<ref>Spinosa N., ''Spazio infinito e decorazione barocca'', in ''Storia dell'arte italiana'', vol VI, Einaudi ed., Torino 1981</ref> Στην Νάπολη γεννήθηκαν, κάτω από την πλήρη άγνοια της εξουσίας, τα πρώτα αντιδραστικά διανοητικά κινήματα εναντίον του πολιτισμικού κλίματος που είχε επιβάλει η [[Αντιμεταρρύθμιση]]. Οι λογοτέχνες Ατσέτο, Μαρίνο και Μπαζίλε για πρώτη φορά αντιτάχθηκαν στα ποιητικά πρότυπα των έργων του [[Τορκουάτο Τάσο]] κι απαρνήθηκαν τη μελέτη των κλασσικών ως μοντέλα αρμονίας και ομορφιάς και τις ιδέες περί αισθητικής και γλώσσας των καθαρολόγων. Είναι τα χρόνια κατά τα οποία επιβάλλεται στην ναπολιτανική κωμωδία η φιγούρα λαϊκής προέλευσης του ''Pulcinella''. Από την άλλη, ο Τομάσο Κορνέλο εισήγαγε στη Νάπολη τις μαθηματικές και ιατρικές ιδέες του [[Γαλιλέος|Γαλιλέου]] και του [[Καρτέσιος|Καρτέσιου]] και την ατομική θεωρία του Γκασέντι, εναντίον των μέχρι τότε προτύπων του Θωμά του Ακινάτη και του Γαληνού, θέτοντας τις βάσεις για τις μετέπειτα σύγχρονες σχολές σκέψεις της Νάπολης.
Γραμμή 228:
Το βασίλειο της Νάπολης γεννήθηκε σε μια πολύ κρίσιμη εποχή για την οικονομία της Μεσογείου. Εάν κατά την κλασσική περίοδο τα εδάφη της νότιας Ιταλίας αποτέλεσαν μάλλον τα πιο πλούσια και ανθηρά που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος, με την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την διάσπαση της εδαφικής ενότητας της αυτοκρατορίας, ο ιταλικός νότος πέρασε μια αρκετά μακρά περίοδο παρακμής. Κατ’ αρχήν οι εκστρατείες εναντίον των Αράβων, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει στις κατεκτημένες περιοχές της Καλαβρίας, της Μπαζιλικάτα και της Σικελίας ένα ευνοϊκό οικονομικό κλίμα, κι έπειτα η διάσπαση του βασιλείου του Φρειδερίκου Β’ σε δύο μέρη, καθιέρωσαν στις ναπολιτανικές επαρχίες τους, αρκετά αποτελεσματικούς για τότε, διοικητικούς μηχανισμούς των Νορμανδών. Αυτοί επέβαλαν τον φεουδαρχισμό ως το κύριο οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο και κατέστησαν το βασίλειο της Σικελίας, που κατείχε και ναπολιτανικά εδάφη, παρέμεινε το πλουσιότερο βασίλειο της Ευρώπης για όσο διάστημα κυβερνήθηκε από τους Ανδεγαυούς.
 
Παρά την σημαντικότατη απώλεια της Σικελίας μετά τους Σικελικούς Εσπερινούς και των εσόδων που επέφερε στους Ανδεγαυούς και των άστοχων πολιτικών του Καρόλου του Ανδηγαυού, η σταθερότητα που επήλθε κατά την αραγονική περίοδο, επέτρεψε στο βασίλειο την σύναψη πολλών διεθνών εμπορικών επαφών και συνέβαλε σε μια αξιοπρόσεκτη οικονομική ακμή. Το βασίλειο εμπορευόταν με την Ιβηρική χερσόννησο (Στέμμα της ΑραγόναςΑραγώνας), την Αδριατική, τη Γαλλία ακόμη και με την Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική, χάρις σε προνόμια που απολάμβανε από την Χανσεατική Λίγκα. Η Γκαέτα, η Νάπολη, ο Ρέτζο και τα λιμάνια της Απουλίας είχαν στραφεί προς την Δύση ενώ αντίστοιχα, τα λιμάνια του Μπάρι, του Τράνι, του Μπρίντιζι και του Τάραντα εμπορεύονταν με την Ανατολή, τα βενετικά εδάφη και τους Αγίους Τόπους. Με αυτόν τον τρόπο, η Πούλια μετατράπηκε στο σημαντικότερο εμπορικό κέντρο από το οποίο προμηθεύονταν οι αγορές του βορά μεσογειακά προϊόντα όπως λάδι και κρασί, ενώ παράλληλα στο Ρέτζο της Καλαβρίας μπόρεσε κι επιβίωσε η καλλιέργεια του μεταξιού, που την είχαν εισάγει οι Άραβες.
 
Κατά την αραγονική περίοδο, η κτηνοτροφία μετατράπηκε σε μία ακόμη βασική πλουτοπαραγωγική πηγή για το βασίλειο. Η παραγωγή μαλλιού στην περιοχή από το Αμπρούτσο μέχρι την Καπιτανάτα διοχετευόταν στις αγορές τις Φλωρεντίας ενώ η επεξεργασία σιδήρου στο Μολίζε αποτέλεσε τη σημαντικότερη τοπική βιομηχανία που σταθερά μέχρι την νεωτεριστική εποχή εξήγαγε στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, η απειλή των Οθωμανών οδήγησε στην ενδυνάμωση του εμπορικού και πολεμικού στόλου του βασιλείου ενώ με την διάδοση της βιομηχανοποίησης, το βασίλειο της Νάπολης έζησε τον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού του συστήματος και τις αλλαγές στο εμπόριο με την ίδρυση νέων βιομηχανιών.