Φρίντριχ Νίτσε: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ νέο κλειδί για την Κατηγορία:Φρίντριχ Νίτσε: " " (με το HotCat)
Konpplxs (συζήτηση | συνεισφορές)
Γλωσσική επιμέλεια
Γραμμή 20:
αξιοσημείωτες_ιδέες = «[[Ο Θεός είναι νεκρός]]», [[ατέρμονη επιστροφή]], [[ηθική κυρίων - δούλων]], [[Υπεράνθρωπος]], [[επαναξιολόγηση των Αξιών]], [[προοπτικισμός]], [[θέληση για δύναμη]] |
}}
Ο '''Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε''' ([[Γερμανικά|γερμ.]] ''Friedrich Wilhelm Nietzsche'') ([[Ραίκεν]], [[15 Οκτωβρίου]] [[1844]]<ref name="britannica">{{cite web |url=http://www.britannica.com/EBchecked/topic/414670/Friedrich-Nietzsche |title=Friedrich Nietzsche |publisher=Encyclopedia Britannica |accessdate=17 Νοεμβρίου 2014}}</ref> – [[Βαϊμάρη]], [[25 Αυγούστου]] [[1900]]<ref name="britannica" />) ήταν σημαντικός [[Γερμανοί|Γερμανός]] [[φιλοσοφία|φιλόσοφος]], [[ποιητής]], [[συνθέτης]] και [[Φιλολογία|φιλόλογος]]. Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση προς τηστη χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών.
 
Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον «[[Ο Θεός είναι νεκρός|θάνατο του Θεού]]», την ύπαρξη του [[Υπεράνθρωπος|υπερανθρώπου]], την [[ατέρμονη επιστροφή]], τον [[προοπτικισμό]] καθώς και τη θεωρία της [[Ηθική κυρίων - δούλων|ηθικής κυρίων - δούλων]]. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «[[Υπαρξισμός|υπαρξιστές]]» [[Φιλοσοφία|φιλοσόφους]]. Η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του [[Υπαρξισμός|υπαρξισμού]], του [[Μεταμοντερνισμός|μεταμοντερνισμού]] και του [[Μεταστρουκτουραλισμός|μεταστρουκτουραλισμού]].
Γραμμή 26:
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως [[Κλασική φιλολογία|κλασικός φιλόσοφος]], κάνοντας κριτικές αναλύσεις σε αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα, προτού εντρυφήσει στη φιλοσοφία. Το [[1869]], σε ηλικία 24 ετών, διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της [[Βασιλεία (Ελβετία)|Βασιλείας]], στην έδρα της Κλασικής Φιλολογίας, όντας ο νεότερος που έχει πετύχει κάτι ανάλογο. Παραιτήθηκε το καλοκαίρι του 1879 εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που τον ταλάνιζαν σχεδόν όλη του τη ζωή. Σε ηλικία 44 ετών, το 1889, υπέστη νευρική κατάρρευση, η οποία αργότερα διεγνώσθη ως [[Σύφιλη|συφιλιδική]] «παραλυτική ψυχική διαταραχή», διάγνωση η οποία αμφισβητείται. Η επανεξέταση των ιατρικών φακέλων του Φρειδερίκου Νίτσε δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα πέθανε από [[Εγκεφαλικός όγκος|όγκο στον εγκέφαλο]], ενώ η μετά θάνατον σπίλωση του ονόματός του οφείλεται κυρίως στο αντι-[[Εθνικοσοσιαλισμός|ναζιστικό]] μέτωπο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέλαβε τη φροντίδα του η μητέρα του, μέχρι τον θάνατό της το 1897, και έπειτα η αδελφή του, [[Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε]], μέχρι τον θάνατό του, το 1900.
 
Εκτός από τη φροντίδα του, η Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε ανέλαβε χρέη εκδότριας και επιμελήτριας των χειρογράφων του. Ήταν παντρεμένη με τον [[Μπέρναρντ Φούρστερ]], εξέχουσα μορφή του [[Γερμανικός εθνικισμός|γερμανικού εθνικιστικού]] και [[Αντισημιτισμός|αντισημιτικού]] μετώπου,. για χάρη του οποίου ξαναδούλεψεΞαναδούλεψε αρκετά από τα ανέκδοτα χειρόγραφα του Νίτσε, στηνκαι, προσπάθειά τηςπροσπάθησε να τα «μπολιάσει» με τις ιδέες του Φούρστερ, αντιβαίνοντας ριζικά μεαντίθετες από τις απόψεις του φιλόσοφου, οι οποίες ήταν ξεκάθαρα εναντίον του αντισημιτισμού και του [[Εθνικισμός|εθνικισμού]] (βλ. [[Η φιλοσοφία του Νίτσε|Η κριτική του Νίτσε στον αντισημιτισμό και τον εθνικισμό]]). Με τη βοήθεια των εκδόσεων της Φούρστερ-Νίτσε, ο Νίτσε έγινε συνώνυμο του [[Μιλιταρισμός|γερμανικού μιλιταρισμού]] και του [[Εθνικοσοσιαλισμός|Ναζισμού]], αν και αρκετοί μελετητές του στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν καταφέρει να αντιστρέψουν την παρερμήνευση των ιδεών του.
 
ΠάντωςΑρκετοί μελετητές του, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν καταφέρει να αντιστρέψουν την παρερμήνευση των ιδεών του, αλλά παρ' όλα αυτά, οι πολιτικές του απόψεις και πεποιθήσεις παραμένουν αμφιλεγόμενες.
 
== Βιογραφία ==
Γραμμή 35:
 
[[Αρχείο:Nietzsche1861.jpg|left|thumb|180px|Ο Νίτσε σε ηλικία δεκαέξι ετών]]
Ο Νίτσε φοίτησε σε ένα [[δημοτικό σχολείο]] της πόλης μέχρι το 1854. Το σχολικό του πρόγραμμα περιελάμβανε κυρίως θρησκευτική αγωγή, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα [[Λατινικά|λατινικών]] και [[Αρχαία ελληνική γλώσσα|αρχαίων ελληνικών]], γλώσσες στις οποίες δεν εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση. Το [[1854]], ξεκίνησε να φοιτά στο ''Dom Gymnasium'', όπου αφού εξετάστηκε από το διευθυντή του γυμνασίου, μεταπήδησε αμέσως στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έγραφε [[Ποίηση|ποιήματα]] και μικρά [[Θέατρο|θεατρικά έργα]], μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία 14 ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους. Στις [[5 Οκτωβρίου]] [[1858]] εισάχθηκε στο Πφόρτα (''Pforta'' ή ''Schulpforta''), ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της [[Γερμανία]]ς, θέση που του προσφέρθηκε έπειτα από εξέταση σχολικού επιθεωρητή στο ''Dom Gymnasium'', ο οποίος επέλεξε τον νεαρό Νίτσε ανάμεσα σε άλλους μαθητές της σχολής. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πφόρτα παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνο των Ιησουιτών, ανΑν και ήταν λουθηρανικό ίδρυμα, στο οποίο δινόταν έμφαση στην πειθαρχία των μαθητών, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πφόρτα παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνο των Ιησουιτών. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πφόρτα, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα, ενώ συνέχισε να γράφει ποιήματα στον προσωπικό του χρόνο, ασχολούμενος παράλληλα με τη [[μουσική]], συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία και γράφοντας δικές του μουσικές συνθέσεις. Μαζί με τον φίλο του Γκούσταφ Κρουγκ, ίδρυσε τον σύλλογο «Germania», ένα είδος λογοτεχνικής, μουσικής και επιστημονικής λέσχης, όπου κάθε μέλος υπέβαλλε απαραιτήτως ένα έργο τον μήνα, ποίημα, δοκίμιο, σχέδιο ή ακόμα και μουσική σύνθεση. Την ίδια περίοδο, ο Νίτσε ήρθε σε στενή επαφή με τη [[λογοτεχνία]], εκτιμώντας ιδιαίτερα το έργο του [[Φρήντριχ Χαίλντερλιν|Χαίλντερλιν]], του [[Ανακρέοντας|Ανακρέοντα]] και του [[Σαίξπηρ]]. ΑνΠαρά καιτη απόγενικευμένη νωρίςαντίληψη υπήρχετου ηπεριβάλλοντός γενικευμένη αντίληψητου πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε άρχισε σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμό]] και περίπουγύρω τοστο φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη [[μουσική]].
 
=== Πανεπιστημιακές σπουδές (1864-1869) ===
Γραμμή 45:
 
[[Αρχείο:Nietzsche187b.jpg|right|thumb|Ο Νίτσε τον Αύγουστο του 1868|315x315px]]
Το επόμενο διάστημα αφοσιώθηκε στις φιλολογικές του σπουδές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή ΦρήντριχΦρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, τον οποίο ακολούθησε το φθινόπωρο του 1865 στο Πανεπιστήμιο της [[Λειψία]]ς. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1865 ήρθε σε επαφή με το έργο του [[Αρθούρος Σοπενχάουερ|Σοπενχάουερ]], το οποίο τον επηρέασε καθοριστικά. Εξίσου μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε το έργο του [[Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε]], ''Ιστορία του υλισμού'' (''Geschichte des Materialismus''), το οποίο ο Νίτσε θεωρούσε ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο των τελευταίων ετών. Τους επόμενους μήνες αφοσιώθηκε στις πανεπιστημιακές του μελέτες, αναλαμβάνοντας να ολοκληρώσει μία φιλολογική κριτική έκδοση πάνω στο έργο του [[Θέογνις ο Μεγαρεύς|Θεόγνιδος]]. Παράλληλα ήταν μέλος του φιλολογικού συλλόγου του Ριτσλ και παρέδιδε διαλέξεις στη φοιτητική λέσχη. Το 1867 κατατάχθηκε στο [[πυροβολικό]] σώμα του Νάουμπουργκ, όπου διακρίθηκε και πιθανόν να αποκτούσε τον βαθμό του λοχαγού αν δεν είχε υποστείυφίστατο ένα σοβαρό τραυματισμό που τον κατέστησε «προσωρινά ανίκανο υπηρεσίας», θέτονταςέθεσε τέλος στη στρατιωτική του σταδιοδρομία. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της [[Λειψία]]ς, όπουκαι παρέμεινε ως επί πληρωμή φιλοξενούμενος του εκεί καθηγητή Μπήντερμαν[[:en:Friedrich_Karl_Biedermann|Φρίντριχ Καρλ Μπίντερμαν]] που ήταν και εκδότηο εκδότης της εφημερίδας ''Deutsche AllgemeineAligemeine Zeitung'', στην οποία εργάστηκε καιόπου ο Νίτσε εργάστηκε ως κριτικός [[όπερα]]ς. Παράλληλα προσελήφθη ως βιβλιοκριτικός του περιοδικού ''Literarisches Zentralblatt''. Κατά τη δεύτερη παραμονή του στη Λειψία, συναντήθηκε επίσης για πρώτη φορά με τον [[Ρίχαρντ Βάγκνερ]], γνωριμία που διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και τον επηρέασε σημαντικά, καθώς ο Βάγκνερ, του οποίου το έργο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε, αποτέλεσε ένα είδος πατρικής μορφής για εκείνον.
 
=== Καθηγητής στη Βασιλεία (1869-1879) ===
Πριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε για να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της [[Βασιλεία]]ς, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ως καθηγητής παρέδιδε αρχικά παρέδιδε διαλέξεις για την ιστορία της [[Αρχαία Ελλάδα|αρχαίας ελληνικής]] ποίησης και για τις ''[[Χοηφόροι (Αισχύλου)|Χοηφόρους]]'' του [[Αισχύλος|Αισχύλου]], ωστόσο αργότερα καταπιάστηκε και με θέματα που άπτονταν των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Κατά τη διάρκεια του [[Γάλλοπρωσικός Πόλεμος|Γαλλοπρωσικού πολέμου]] (1870-71) υπηρέτησε εθελοντικά στο πλευρό της Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να γίνει στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ήρθε σε επαφή με τη σκληρότητα του [[Πόλεμος|πολέμου]], ενώ προσβλήθηκε και από αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική του υγεία.
 
Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν γιακαι τηνοδήγησαν στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο ''Η Γέννηση της Τραγωδίας'' (1872). Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε, όπως και ο φίλος του (λίγο αργότερα καθηγητής φιλολογίας στο [[Κίελο]]) Έρβιν Ρόντε. Ωστόσο, η εχθρική κριτική του φιλόλογου [[Ούλριχ Βιλαμόβιτς|Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ]], ο οποίος επεσήμανε ανακρίβειες και παραλείψεις, καθώς και του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της [[Βόννη]]ς Ούζενερ, ο οποίος αποκάλεσε το βιβλίο «απόλυτη ανοησία», μετρίασαν τον βαθμό αποδοχής του στον ακαδημαϊκό κόσμο.
 
Κατά την παραμονή του στην [[Ελβετία]] μέχρι το 1879, ο Νίτσε επισκεπτόταν συχνά τον [[Ρίχαρντ Βάγκνερ|Βάγκνερ]] στο [[Μπαϊρόιτ]] όπου διέμενε. Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο ''Ανεπίκαιροι Στοχασμοίστοχασμοί''. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό [[Πολιτισμός|πολιτισμό]], εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους (''Νταβίντ Στράους: Ο ομολογητής και ο συγγραφέας''), στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας (''Για τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή''), στον Σοπενχάουερ (''Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός'') και τέλος στον Βάγκνερ (''Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ''). Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη [[μουσική]], τη [[φιλοσοφία]] και την κλασική φιλολογία. Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του [[φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ]] το 1876, όπου παρουσιάστηκε το ''[[Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν|Δαχτυλίδι]]'', άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο ''Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο'' (''Menschliches, Allzumenschliches''), έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη αυτή<ref>Αρκετά σημεία στο βιβλίο περιέχουν νύξεις κατά του Βάγκνερ. Στο τελικό σχεδίασμα, ο Νίτσε δεν αναφερόταν ονομαστικά σε αυτόν, όπως έκανε στα προσχέδια, ωστόσο οι αρχικές αναφορές στον Βάγκνερ διατηρήθηκαν αντικαθιστώντας τελικά το όνομά του με τη λέξη «καλλιτέχνης».</ref>, σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών. Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από [[Ημικρανία|ημικρανίες]], που οφείλονταν σε βλάβη του [[Αμφιβληστροειδής|αμφιβληστροειδούς]] και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
 
=== Τελευταία χρόνια (1879-1900) ===
Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της [[Ελβετία]]ς, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Σημαντική βοήθεια του προσέφερε ο πρώην μαθητής του, Πέτερ Γκαστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε ένα είδος προσωπικού γραμματέα του Νίτσε, καθώς και ο καθηγητής θεολογίας Φραντς Όβερμπεκ μαζί με τη Μαλβίντα φον ΜέυζενμπουγκΜέιζενμπουγκ, γνώριμή του από την περίοδο φιλίας του με τον Βάγκνερ. Τις καλοκαιρινές περιόδους επισκεπτόταν συχνά τα ορεινά θέρετρα του Sils-Maria ή του Σαιν Μόριτς, ενώ τους χειμώνες κύριοι σταθμοί στις μετακινήσεις του υπήρξαν οι [[Βασίλειο της Ιταλίας|ιταλικές]] πόλεις [[Γένοβα]], [[Τορίνο]], [[Ραπάλλο]], καθώς και η γαλλική [[Νις (Γαλλία)|Νις]]. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ, όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερη παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειαςασθένειάς του και τατη διαστήματαβαριά βαριάςκατάθλιψη κατάθλιψης σταστην οποία υπέκυπτε κατά διαστήματα. Από το 1881, δημοσίευε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο, ή σημαντικό μέρος του, ανά έτος, μέχρι το 1888. Στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η ''Αυγή'' (1881), η ''Χαρούμενη επιστήμη'' (1882), ''Τάδε έφη Ζαρατούστρα'' (1883-85), ''Πέρα από το καλό και το κακό'' (1886) και ''Η γενεαλογία της Ηθικής'' (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων ''Το Λυκόφωςλυκόφως των Ειδώλωνειδώλων'' (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), ''Αντίχριστος'' (Σεπτέμβριος 1888), ''Ίδε ο άνθρωπος'' (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και ''Νίτσε εναντίον Βάγκνερ'' (Δεκέμβριος 1888).
 
[[Αρχείο:Nietzsche Olde 11.JPG|right|thumb|Ο Νίτσε λίγο πριν τον θάνατό του (Μάιος 1899)|271x271px]]
Στις [[3 Ιανουαρίου]] [[1889]] υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του [[Τορίνο]]. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά<ref>Hayman, σελ. 566</ref><ref>Ο [[Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι|Ντοστογιέφσκι]] περιγράφει μία ανάλογη σκηνή στο ''Έγκλημα και τιμωρία'', όταν ο ήρωάς του (Ρασκόλνικοφ) παρατηρεί το μαστίγωμα ενός αλόγου. Λίγους μήνες πριν την κατάρρευσή του, ο Νίτσε είχε ανακαλύψει καθυστερημένα το έργο του Ντοστογιέφσκι, το οποίο υποδέχθηκε με ενθουσιασμό.</ref>. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν επίσης την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «[[Διόνυσος]]». Στις [[10 Ιανουαρίου]] μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα σε κλινική της Ιένας, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, σε κλινική της Ιένας, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλούνταναυτοαποκαλείτο δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, συνοδευόμενες συχνά από βίαιεςπεριστατικά βίαιης συμπεριφορέςσυμπεριφοράς. Στις [[24 Μαρτίου]] [[1890]] πήρε εξιτήριο από την κλινική και λίγο αργότερα ανεχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ.
 
Την ίδια περίοδο η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε σημαντικά. Η αδελφή του, Ελίζαμπετ, ματαίωσε τα σχέδια για μία έκδοση με τα άπαντα του Νίτσε σε επιμέλεια του Πέτερ Γκαστ, επειδή επιθυμούσε να είναι εκείνη η βιογράφος του αδελφού της. Οργάνωσε παράλληλα ένα αρχείο με όλα τα χειρόγραφα και το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του, ενώ όρισε ως επιμελητή τον Φριτς Καίγκελ αντί του Γκαστ. Τον Δεκέμβριο του 1895 εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα του.
 
Μετά τον θάνατόθάνατο της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη [[Βαϊμάρη]] μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις [[25 Αυγούστου]] [[1900]] πέθανε από [[πνευμονία]] σε ηλικία 55 ετών. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν [[Σύφιλη|συφιλιδική]] (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της [[Βασιλεία]]ς και της [[Ιένα]]ς), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή [[Λουθηρανισμός|λουθηρανική]] τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.
 
== Έργο ==
Ο [[Αδόλφος Χίτλερ]] βασίστηκε στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία τουτού [[Eθνικοσοσιαλισμός|εθνικοσοσιαλισμού]] ή [[Nαζισμός|ναζισμού]]. Το πρότυπο της [[Άρεια φυλή|Αρείας φυλής]] βασίστηκε πάνω στον [[Υπεράνθρωπος|Υπεράνθρωπο]] («''[[Τάδε έφη Ζαρατούστρα]]''»), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των [[Εθνικισμός|εθνικιστικών]], όσο και κάθε είδους [[Αντισημιτισμός|αντισημιτικών]] τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότεροαπάνθρωπο<ref>Τζαβάρας Γιάννης: «Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε ως κήρυκας του ολέθρου». ''Φιλοσοφία'', τ. 15-16 (1985-86), σσ. 398-442.</ref>. Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευθούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: ''«Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν»''.
 
Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι' αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδράσφόδρα να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
 
Όταν πέθανεΠέθανε στα [[1900]] όμως, μόνος και τρελός, είχε την πεποίθησηπιστεύοντας ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν βαθιά ριζωμένη βαθιά στη συνείδησή του η αδυναμίαπίστη ότι κατανόησηςοι τωνάλλοι «ασμάτων»δε τουθα απόμπορούσαν τουςνα άλλουςκατανοήσουν τα «άσματά» του: ''«Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';»''
 
Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωποΆνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δε σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».
 
== Θέλημα ==