Βουλγαρική Εξαρχία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Vagrand (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Μικρ
Γραμμή 1:
[[Εικόνα:Bulgarian Church Sveti Stefan Istanbul postcard.PNG|thumb|300px|Η Σιδηρά Εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη - καθεδρικός ναός της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1913]]
 
Η '''Βουλγαρική Εξαρχία''' ([[βουλγαρικά]]: Българска екзархия, <small>προφέρεται</small> ''Bâlgarska ekzarkhia'') συστήθηκε ως αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία με σουλτανικό [[φιρμάνι]], κατά παράβαση των χριστιανικών διατάξεων και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις [[28 Φεβρουαρίου]] (πγρηγ. ημερ.) / 12 Μαρτίου [[1870]], έχοντας ως έδρα την [[Κωνσταντινούπολη]].<br>Το φιρμάνι αυτό αναγνώριζε ουσιαστικά την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην περιοχή της μετέπειτα Βουλγαρίας μετά τη βαθμιαία αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού που είχε αρχίσει να εμφανίζεται περί το 1840 και την εκδίωξη αργότερα των Ελλήνων κληρικών από την περιοχή μετά την επάνδρωσή της με Βούλγαρους ιεράρχες.
 
Η σύσταση της εξαρχίας αυτής αποτέλεσε αφενός μεν το «δούρειο ίππο» του ρωσικού πανσλαβισμού, στη Βαλκανική, αφετέρου δε τη μείωση της ισχύος του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη και βέβαια το κύριο εργαλείο και μέσον τόσο της βουλγαρικής ανεξαρτησίας όσο και της εκδήλωσης του άκρατου φυλετικού μίσους κατά των Σέρβων, Ρουμάνων και ιδιαίτερα των Ελλήνων, που διατηρήθηκε μέχρι και τον [[Β' Παγκόσμιο Πόλεμο|Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο]].
 
== Ιστορία ==
[[FileΑρχείο:N.P.Ignatiev by Kustodiev.jpg|thumb|left|220px|Ο [[Νικολάι Ιγνάτιεφ]], [[Πινακοθήκη Τρετιάκοφ|Τρετιάκοφ]], [[Μόσχα]], Ρώσος πρέσβης στην [[Κωνσταντινούπολη|Πόλη]] (1864-77) διακεκριμένος Πανσλαβιστής, κύριος υποκινητής στην ίδρυση της Εξαρχίας<ref>Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ .4, σ 106, Εκδοτική Αθηνών, 1985</ref>]]
Στη διάρκεια της [[τουρκοκρατίαΟθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανικής Αυτοκρατορίας]]ς οι Βούλγαροι έκαναν αρκετούς αγώνες ανεξαρτησίας πλην όμως λόγω κυρίως έλλειψης συντονισμού δεν καρποφόρησαν με συνέπεια να υποστούν τεράστιες διώξεις από τους Τούρκους. Ως χριστιανικός λαός και αυτοί είχαν υποστεί [[παιδομάζωμα]] και όλη τη βαριά φορολογία που είχαν υποστεί και οι Έλληνες. Περί τα μέσα του 18ου αιώνα κυρίαρχη γλώσσα στη περιοχή ήταν η ελληνική.<ref>Σημειώνεται ότι το πρώτο βουλγαρικό σχολείο δημιουργήθηκε το 1835 στο [[Γκράμποβο]] με δωρεά του [[Βασίλ Απρίλοφ|Βασίλη Απρίλοφ]].</ref> Κατά συνέπεια οι κληρικοί που στέλνονταν από το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο]] ήταν κυρίως Έλληνες, ή και Βούλγαροι που είχαν σπουδάσει ελληνικά όπως υπήρξε ο επίσκοπος της [[Βράτσα]] [[Στάικο Βλαδισλάβοφ]] που έφερε το όνομα Σωφρόνιος<ref>Αγιοποιήθηκε από τη Βουλγαρική Εκκλησία στις 31 Δεκεμβρίου του 1964</ref> και ο οποίος φέρεται να ήταν ο πρώτος που δημιούργησε εθελοντικό σώμα Βουλγάρων που πολέμησε στο πλευρό των [[Σέρβοι|Σέρβων]] κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ζητώντας ταυτόχρονα, ως πρόεδρος επιτροπής, τη βοήθεια του [[Τσάρος της
Ρωσίας|Τσάρου]] για την απελευθέρωση των ομοεθνών του κατά τον [[Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1806-1812)|Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806 - 1812]]. Από τότε αρχίζει και η έντονη παρουσία της Ρωσίας[[Ρωσία]]ς στη [[Βαλκανική χερσόνησος|Βαλκανική]] ως ''«Προστάτιδαπροστάτιδα Δύναμηδύναμη»'' των ορθοδόξων χριστιανών.<br>Η [[Ελληνική επανάσταση του 1821]] είχε επηρεάσει ιδιαίτερα τους Βουλγάρους όπου και οι πλέον ενθουσιώδεις εξ αυτών έσπευσαν και εντάχθηκαν στη δύναμη του πρίγκιπα [[Αλέξανδρος Κ. Υψηλάντης|Αλέξανδρου Υψηλάντη]] και του Βλαδιμηρέσκου, ενώ πολλοί κατέβηκαν ακόμα και στην [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]], το [[Μεσολόγγι]], την [[Αττική]] κ.α. μαχόμενοι τους ΤούρκουςΟθωμανούς. Παρά τις προσπάθειες όμως της Ρωσίας να συντονίσει τη δράση των Βουλγάρων, λόγω του κατακερματισμού τους σε πολλές παροικίες, ένεκα των διώξεων που είχαν υποστεί, δεν κατέστη δυνατή η εθνική αφύπνιση, έναντι της οποίας εντατική θέση έλαβε ο [[πανσλαβισμός]], ο οποίος με τη σειρά του άρχισε να παραγκωνίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
 
Παράλληλα με κάποιες πολιτικές κινήσεις των Βουλγάρων και με [[Φαναριώτες]] για ανεξαρτησία, "συνέπεσε" τότε και η τοποθέτηση του Ρώσου στρατηγού [[Νικολάι Ιγνάτιεφ]] ως πρέσβη στην [[Κωνσταντινούπολη]], ο οποίος, επ' ωφελεία πρωτίστως των ρωσικών σχεδίων για την περιοχή, άρχισε να επιδίδεται έντονα στην βουλγαρική εθνική αφύπνιση δια του πανσλαβισμού. Οργανώνοντας προηγουμένως βουλγαρικό εθελοντικό σώμα, για την καταστολή της [[Κρητική Επανάσταση (1866-1869)|κρητικής επανάστασης του 1866-1869]]<ref>την παρασπονδία αυτή των Βουλγάρων έναντι ομοθρήσκων τους ουδέποτε λησμόνησαν οι Κρητικοί</ref> απαίτησε στη συνέχεια από τον Σουλτάνο [[Αμπντούλ Αζίζ]] τη δημιουργία ανεξάρτητης βουλγαρικής εξαρχίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη.
 
== Ίδρυση ==
[[FileΑρχείο:Abdulaziz_I_(1830%E2%80%931876).jpg|thumb|200px|Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ]]
Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ προκειμένου να διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία δέχθηκε αρχικά το «ρωσικό» αίτημα των Βουλγάρων πλην όμως το κράτησε υπό εξέταση. Το αίτημα περιελάμβανε αρχικά πλήρη ανεξαρτησία της υπό ίδρυση βουλγαρικής εξαρχίας, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με διοικητική περιφέρεια που περιελάμβανε περίπου τριάντα επισκοπικές περιφέρειες σε σχεδόν ισάριθμους καζάδες (= επαρχίες), τεσσάρων [[βιλαέτι|βιλαετίων]] (= νομών), από της [[Βιλαέτι της Ρωμυλίας|Ρωμυλίας]] μέχρι του [[Βιλαέτι του Μοναστηρίου|Μοναστηρίου]]. Σε μια τόση μεγάλη έκταση ήταν εξαιρετικά αμφίβολο αν πράγματι κυριαρχούσαν οι Βούλγαροι, αφού τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις και κωμοπόλεις οι Έλληνες αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων.
 
Τη διευθέτηση του ζητήματος ανέλαβε κατ' εντολή του Σουλτάνου ο [[Μέγας Βεζίρης]] [[Μεχμέτ Εμίν Ααλή Πασάς]] ο οποίος προσπάθησε αρκετές φορές να φέρει τις αντιμαχόμενες πλευρές σε συνεννόηση με αρκετές προτάσεις, πλην όμως το Πατριαρχείο παρέμενε άκαμπτο στις υπέρμετρες αξιώσεις εδαφικών ορίων της αδιάλλακτης μερίδας των Βουλγάρων.<ref>Το γεγονός αυτό καταρρίπτει τις απόψεις της Εκδοτικής τομ. ΙΓ΄, αφενός ότι «ο μέγας βεζίρης [[Άαλή πασάς]]...ανέλαβε να εξουδετερώσει κάθε πιθανότητα απευθείας ελληνοβουλγαρικής συμφιλιώσεως» και αφετέρου ότι «Παράλληλα, όμως, εξυπηρετούσε τα σχέδια της οθωμανικής κυβερνήσεως, αφού διατηρούσε ανοικτή μια μόνιμη εστία προστριβών ανάμεσα στις δύο χριστιανικές εθνότητες και απέκλειε τυχόν μελλοντική σύμπραξη τους κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.», κρινόμενα επιεικώς αφελή, λαμβάνοντας υπόψη αφενός ότι πρώτοι οι Βούλγαροι απευθύνθηκαν στην [[Υψηλή Πύλη]], όπου όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα θα έπρεπε να επικυρωθεί με [[βεράτιο]], αφετέρου αν συνέβαινε κάτι τέτοιο το φιρμάνι θα έπρεπε να καλύπτει πλήρως όλα τα βουλγαρικά αιτήματα και όχι περιορισμένα, που σημαίνει ότι τόσο ο Σουλτάνος όσο και ο Μ. Βεζίρης αντιλαμβάνονταν πλήρως που οδηγούσαν οι βουλγαρικές εδαφικές διεκδικήσεις και μάλιστα κοντά στα ρωσοτουρκικά σύνορα. Η δε Κρητική Επανάσταση για τον Σουλτάνο ήταν μια τοπική επανάσταση και όχι όλου του ελληνισμού όπως την παρουσιάζει η εκδοτική δημιουργώντας σύγχυση στον αναγνώστη.</ref><br>Τελικά το εν λόγω [[φιρμάνι]], περί της ίδρυσης Βουλγαρικής Εξαρχίας εκδόθηκε και τέθηκε σε ισχύ (την επομένη της υπογραφής του) στις [[28 Φεβρουαρίου]] του 1870, κατά το ισχύον τότε παλαιό ημερολόγιο, με πάρα πολλούς όμως περιοριστικούς όρους σε σχέση με το αίτημα. Σύμφωνα μ'με αυτό, η υπό σύσταση Εξαρχία παρέμενε υπό τον έλεγχο και υπαγωγή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχοντας έδρα στην Κωνσταντινούπολη, με πρόβλεψη δημιουργίας δεκατριών αρχιερατικών περιφερειών, αντί των περίπου τριάκοντα αιτουμένων, που δεν περιελάμβαναν όμως μεγάλες πόλεις εκτός της Σόφιας, ενώ τρεις επαρχίες (της [[ΦιλιππούποληΒιλαέτι της Φιλιππούπολης|Φιλιππούπολης]]ς, της [[ΒάρναΒιλαέτι της Βάρνας|Βάρνας]]ς και της [[ΑγχίαλοςΒιλαέτι της Αγχιάλου|Αγχιάλου]]) διαμοιράζονταν μεταξύ Πατριαρχείου και Εξαρχίας κατόπιν κοινής συμφωνίας.
 
[[FileΑρχείο:Sultan’s Ferman for the establishment of a Bulgarian Exarchate 1.jpg|thumb|left|160px|Το φιρμάνι ίδρυσης της Βουλγαρικής Εξαρχίας]]
 
Άλλα βασικά σημεία του διατάγματος αυτού ήταν ο καθορισμός συνόδου επισκόπων με επικεφαλής τον Έξαρχο που θα λειτουργούσε με εσωτερικό κανονισμό που θα ενέκρινε η Υψηλή Πύλη, ο εκάστοτε εκλεγόμενος Έξαρχος θα διοριζόταν μετά από οθωμανικό [[βεράτιον|βεράτιο]], και με επικύρωση του οικουμενικού πατριάρχη, το δικαίωμα στον Έπαρχο να επικοινωνεί απ' ευθείας με την Υψηλή Πύλη, καθώς και στους αρχιερείς η ελεύθερη πρόσβαση σε εκκλησιαστικές περιφέρειες του Πατριαρχείου, καθώς και η δυνατότητα ανέγερσης ναού στην Κωνσταντινούπολη.<br>Το βασικότερο όμως και πλέον επίμαχο σημείο του εν λόγω διατάγματος ήταν ο τελευταίος όρος που επέτρεπε την επέκταση της Εξαρχίας και σε άλλες επαρχίες για δημιουργία επισκοπικών περιφερειών εφόσον «''το όλον, ή τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ορθοδόξων κατοίκων, θέλουν να υπόκεινται εις την βουλγαρικήν εξαρχίαν''».<ref>[[Ανδρέας Νανάκης]],ό.π. 1993</ref>{{cref|α}}<br>Αυτός ο όρος ήταν τελικά η αιτία ν'να ακολουθήσουν στη συνέχεια βουλγαρικές θηριωδίες σε βάρος ομόθρησκων λαών Ελλήνων και Σέρβων ειδικότερα σε χωριά της Μακεδονίας στην προσπάθειά τους ν'να αποσπάσουν δηλώσεις των δύο τρίτων των κατοίκων ότι είναι «''Εξαρχικοί''», αλλοιώνοντας με τον τρόπο αυτό το φρόνημα των κατοίκων, φθάνοντας έτσι στον Μακεδονικό Αγώνα και όχι μόνο.
 
Έτσι, η Εξαρχία απέκτησε πρώτες επισκοπές σε όλη τη σημερινή [[Βουλγαρία]] μεταξύ των οποίων στις εκκλησιαστικές επαρχίες Ρουστουκίου, Σιλιστρίας, Σούμλας, Τυρνόβου, [[Σόφια]]ςΣόφιας, Βράτσας, Λοφτσού, Βιδινίου, Νύσσας, Νυσσάβας, Κιουστεντηλίου, Σαμοκοβίου, Βελεσσών, Βάρνας (έκτος της πόλεως), Σλίβεν, (εκτός της Μεσσημβρίας), Σωζοπόλεως και Φιλιππουπόλεως (έκτος πόλεως και της Στενημάχου)<ref>Εκδοτική Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΓ΄</ref> καθώς και στην περιοχή των [[Σκόπια|Σκοπίων]] και της [[Αχρίδα]]ς, των οποίων οι κάτοικοι επέλεξαν με ψηφοφορία την προσχώρησή τους σε αυτήν.
 
== Αντίδραση του Οικ. Πατριαρχείου ==
Την εποχή εκείνη Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν ο [[Γρηγόριος ΣΤ΄]] (κατά κόσμον Γεώργιος Φουρτουνιάδης). Το δε αίτημα των Βουλγάρων για δημιουργία Εξαρχίας δεν ήταν κάτι το αιφνίδιο ή άγνωστο μέχρι τότε στο Πατριαρχείο. Τούτο είχε αναφανεί από εποχής πατριάρχου [[Μελέτιος Γ΄|Μελετίου Γ΄]], δηλαδή από το 1840 και αργότερα επί πρώτης πατριαρχίας του Άμθιμου Στ΄, αλλά και επί πατριάρχου [[Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄|Ιωακείμ Β΄]] όπου είχαν γίνει πολλές προσπάθειες με συμβιβαστικές προτάσεις, που όμως όλες είχαν αποτύχει. Ειδικότερα ο Γρηγόριος ΣΤ΄ είχε εκπονήσει σχέδιο, πραγματικά καινοτόμο, που προέβλεπε την αναγνώριση αυτόνομης εκκλησίας «εν Βουλγαρία», δηλαδή στην περιοχή μεταξύ Αίμου και Δουνάβεως. Συγκεκριμένα η Εκκλησία αυτή θα αποτελούσε χωριστό «θέμα» του οικουμενικού πατριαρχείου, τη δε διοίκησή της θα ασκούσε Βούλγαρος έξαρχος με βουλγαρική επαρχιακή σύνοδο. Οι αποφάσεις της συνόδου, καθώς και ή εκλογή των αρχιερέων, θα επικυρώνονταν από τον οικουμενικό πατριάρχη, ενώ Βούλγαροι αρχιερείς θα είχαν το δικαίωμα να μετέχουν στην εκλογή του. Παρά ταύτα το σχέδιο αυτό ανατράπηκε από την αδιάλλακτη παράταξη των εθνικιστών Βουλγάρων.
 
Ίσως σ'σε αυτό να είχε επηρεάσει όχι τόσο το αυτοκέφαλο της [[Εκκλησία της Ελλάσο
ς|Εκκλησίας της Ελλάδος]] που αναγνωρίσθηκε το 1850, μετά την απόσχιση που προκάλεσε ο Βασιλεύς [[Όθων τη
ς Ελλάδος|Όθων]] το 1833, όσο κυρίως από το γεγονός ότι την ίδια εποχή περιέτρεχαν στις βουλγαρικές κωμοπόλεις και χωριά Βούλγαροι ιερείς που είχαν στρατολογηθεί από Ρώσους να διασπείρουν την ιδέα ότι χωρίς ανεξάρτητη θρησκευτική Αρχή με συγκεκριμένη εκκλησιαστική περιφέρεια δεν μπορεί να προσδιοριστεί η εδαφική έκταση για μέλλουσα εθνική ανεξαρτησία.
 
Έτσι το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση άμεσης αντίδρασης έχοντας ουσιαστικά αντιμέτωπες τόσο τη Ρωσική Αυτοκρατορία, που υπέθαλπε την κίνηση της Εξαρχίας προς ίδιο συμφέρον όσο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία που επιζητούσε μέσω αυτής τη μείωση της ισχύος του Πατριαρχείου γενικότερα. Πιθανολογείται η αντίδραση τότε να ήταν ιδιαίτερα χαλαρή περιοριζόμενη σε υποβολή κάποιου σκεπτικισμού ανησυχίας και φόβου για τυχόν έκτροπα μεταξύ των ορθοδόξων χριστιανών<ref>Την εποχή εκείνη η βουλγαρική παροικία της Κωνσταντινούπολης αριθμούσε περί τους 40.000 Βουλγάρους</ref> όπως αυτό ερμηνεύεται από την καθησυχαστική και ταυτόχρονα απειλητική παράγραφο του διατάγματος περί κολασμού οποιασδήποτε ενέργειας που θα καταστρατηγούσε το διάταγμα προκαλώντας διχόνοια μεταξύ των ορθοδόξων. Έτσι παρέμεινε η κατάσταση παρακολουθώντας την εξέλιξη.
Γραμμή 32 ⟶ 35 :
[[Αρχείο:BulgarianReligiousAssembly1872.jpg|thumb|310px|Συνέλευση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1871]]
 
Τον επόμενο χρόνο συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, επί των αρχών του διατάγματος περί καθολικότητας και ελεύθερης επιλογής, το πρώτο «βουλγαρικό εκκλησιαστικό και εθνικό συμβούλιο» οι εργασίες του οποίου ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου και έληξαν στις 24 Ιουλίου, (1871). Η σύνοδος αυτή μπορεί να απέτυχε να επιλέξει Έξαρχο, πλην όμως κατάφερε δια των εργασιών της η Βουλγαρική Εξαρχία ν' αναγνωριστεί ως ο επίσημος εκπρόσωπος του βουλγαρικού έθνους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
 
Το γεγονός αυτό εξανάγκασε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ΄ σε παραίτηση όπου και ανέλαβε στη συνέχεια ο [[Άνθιμος ΣΤ΄]] (κατά κόσμον Ιωαννίδης), ο επικαλούμενος Κουταλιανός, εκ της γενέτειράς του της νήσου [[Κούταλη]]. Δεν ήταν εξαιρετικά μορφωμένος πλην όμως θεωρούταν ιδιαίτερα δυναμικός λαμβάνοντας υπόψη ότι ανερχόταν στον πατριαρχικό θρόνο για τρίτη φορά.
 
Τον επόμενο χρόνο στις [[12 Φεβρουαρίου]] (1872) η νέα σύνοδος της Εξαρχίας επέλεξε Έξαρχο τον τότε μητροπολίτη του Λόβετς, [[Ιλαρίων Α'|Ιλαρίωνα Α']] (κατά κόσμο Ιβάν Ιβάνοφ). Κατηγορηθείς όμως ότι διατηρούσε σχέση με βουλγαρική επαναστατική οργάνωση δεν έγινε αποδεκτός από τον Σουλτάνο, όπου και αναγκάσθηκε σε παραίτηση. Κατά την επαναληπτική εκλογή που ακολούθησε, τέσσερις ημέρες μετά, στις [[16 Φεβρουαρίου]] Έξαρχος επιλέχθηκε ο τότε μητροπολίτης του Βιντίμ (Βιδίνης), Άνθιμος Α' (κατά κόσμο Ατανάς Σακαλόφ), ένας ιδιαίτερα μορφωμένος ιεράρχης με σπουδές στη [[Θεολογική Σχολή της Χάλκης]] και σε ρωσική ακαδημία, ο οποίος και έγινε αποδεκτός από τον Σουλτάνο.
 
Στις [[11 Μαΐου]]/23 Μαΐου (ν.ημερ), ανήμερα της εορτής των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, ο Έξαρχος Άνθιμος Α΄, μόλις τρεις μήνες μετά την πανηγυρική του εκλογή, μαζί με άλλους Βούλγαρους ιεράρχες, επισπεύδοντας τους σκοπούς του ανακήρυξε μονομερώς και αντίθετα με τους Ιερούς Κανόνες, αλλά και με το σχετικό σουλτανικό ιδρυτικό διάταγμα την [[αυτοκεφαλία]] της Βουλγαρικής Εξαρχίας, με συνέπεια την έντονη πλέον αντίδραση του Πατριαρχείου.
 
== Σχίσμα - αφορισμοί ==
Μετά το τελευταίο παραπάνω γεγονός και ενώ άρχισε να κατακλύζεται το οικουμενικόΟικουμενικό πατριαρχείοΠατριαρχείο από τηλεγραφήματα διαφόρων μητροπόλεων περί πίστεως σ΄σε αυτό και άρνησης υπαγωγής των στη Βουλγαρική εξαρχία, όπως χαρακτηριστικό ήταν το, από 10 Φεβρουαρίου (1872), τηλεγράφημα του μητροπολίτη ΒοδενώνΒμοδενών (Έδεσσας) Αγαθάγγελου<ref>«''Παναγιώτατε,<br>
''Άπαντες εσμέν υποκείμενοι τω ρωμαϊκώ πατριαρχείω και υμέτερα πνευματικά τέκνα. Ως και άλλοτε επανειλημμένως είχομεν κοινοποιήσει, ούτω, και σήμερον, δια τηλεγράφου ημών απάντων, ανηγγείλαμεν τη υψ. Πύλη ότι ουδέποτε θέλομεν παραδεχθή όπως το εν Ορτάκιοϊ εδρεύον προσωρινόν βουλγαρικόν συμβούλιον συμπεριλάβη την επαρχίαν ημών εις την εξαρχίαν, δια ταύτα απαγγέλοντες αυτή την απόφασιν ημών, εξαιτούμεθα τας ευχάς της''»<br>Αρχιμ. Τίτου Καράτζαλη – Δημ. Γόνη "Κώδιξ Βοδενών" σ.65</ref>, ο οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Γ΄, στις 13 Μαΐου, εν μεγάλη συνόδω, προέβη στην καθαίρεση του Εξάρχου Ανθίμου και των συνεργατών αυτού επισκόπων και άλλων κληρικών της Εξαρχίας αναθεμάτισε και τον πρώην Μακαριουπόλεως Ιλαρίωνα, ανακοινώνοντας την πράξη αυτή προς όλες τις Εκκλησίες. Στη συνέχεια έχοντας προηγουμένως λάβει σουλτανική έγκριση, αλλά και την ηθική υποστήριξη του Έλληνα πρωθυπουργού [[Επαμεινώνδας Δεληγιώργης|Επαμ. Δεληγιώργη]]<ref>Κ. Παπαρρηγόπουλος τ.7ος, σ.404</ref>, συγκάλεσε την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (1872)» που με τον όρο της καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό στους κόλπους της Εκκλησίας, σύμφωνα με σχετική έκθεση που συντάχθηκε από επιτροπή.<br>
Κατά τα πρακτικά της συνόδου, με βάση τη σειρά των θεμάτων της σχετικής έκθεσης, οι εργασίες της χωρίστηκαν σε τρία μέρη.