Βουλγαρική Εξαρχία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Μικρ |
|||
Γραμμή 1:
[[Εικόνα:Bulgarian Church Sveti Stefan Istanbul postcard.PNG|thumb|300px|Η Σιδηρά Εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη - καθεδρικός ναός της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1913]]
Η '''Βουλγαρική Εξαρχία''' ([[βουλγαρικά]]: Българска екзархия, <small>προφέρεται</small> ''Bâlgarska ekzarkhia'') συστήθηκε ως αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία με σουλτανικό [[φιρμάνι]], κατά παράβαση των χριστιανικών διατάξεων και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις
Η σύσταση της εξαρχίας αυτής αποτέλεσε αφενός μεν το «δούρειο ίππο» του ρωσικού πανσλαβισμού, στη Βαλκανική, αφετέρου δε τη μείωση της ισχύος του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη και βέβαια το κύριο εργαλείο και μέσον τόσο της βουλγαρικής ανεξαρτησίας όσο και της εκδήλωσης του άκρατου φυλετικού μίσους κατά των Σέρβων, Ρουμάνων και ιδιαίτερα των Ελλήνων, που διατηρήθηκε μέχρι και τον [[Β' Παγκόσμιο Πόλεμο|Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο]].
== Ιστορία ==
[[
Στη διάρκεια της [[
Ρωσίας|Τσάρου]] για την απελευθέρωση των ομοεθνών του κατά τον [[Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1806-1812)|Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806 - 1812]]. Από τότε αρχίζει και η έντονη παρουσία της Παράλληλα με κάποιες πολιτικές κινήσεις των Βουλγάρων και με [[Φαναριώτες]] για ανεξαρτησία, "συνέπεσε" τότε και η τοποθέτηση του Ρώσου στρατηγού
== Ίδρυση ==
[[
Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ προκειμένου να διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία δέχθηκε αρχικά το «ρωσικό» αίτημα των Βουλγάρων πλην όμως το κράτησε υπό εξέταση. Το αίτημα περιελάμβανε αρχικά πλήρη ανεξαρτησία της υπό ίδρυση βουλγαρικής εξαρχίας, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με διοικητική περιφέρεια που περιελάμβανε περίπου τριάντα επισκοπικές περιφέρειες σε σχεδόν ισάριθμους καζάδες (= επαρχίες), τεσσάρων [[βιλαέτι|βιλαετίων]] (= νομών), από της [[Βιλαέτι της Ρωμυλίας|Ρωμυλίας]] μέχρι του [[Βιλαέτι του Μοναστηρίου|Μοναστηρίου]]. Σε μια τόση μεγάλη έκταση ήταν εξαιρετικά αμφίβολο αν πράγματι κυριαρχούσαν οι Βούλγαροι, αφού τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις και κωμοπόλεις οι Έλληνες αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων.
Τη διευθέτηση του ζητήματος ανέλαβε κατ' εντολή του Σουλτάνου ο [[Μέγας Βεζίρης]] [[Μεχμέτ Εμίν Ααλή Πασάς]] ο οποίος προσπάθησε αρκετές φορές να φέρει τις αντιμαχόμενες πλευρές σε συνεννόηση με αρκετές προτάσεις, πλην όμως το Πατριαρχείο παρέμενε άκαμπτο στις υπέρμετρες αξιώσεις εδαφικών ορίων της αδιάλλακτης μερίδας των Βουλγάρων.<ref>Το γεγονός αυτό καταρρίπτει τις απόψεις της Εκδοτικής τομ. ΙΓ΄, αφενός ότι «ο μέγας βεζίρης [[Άαλή πασάς]]...ανέλαβε να εξουδετερώσει κάθε πιθανότητα απευθείας ελληνοβουλγαρικής συμφιλιώσεως» και αφετέρου ότι «Παράλληλα, όμως, εξυπηρετούσε τα σχέδια της οθωμανικής κυβερνήσεως, αφού διατηρούσε ανοικτή μια μόνιμη εστία προστριβών ανάμεσα στις δύο χριστιανικές εθνότητες και απέκλειε τυχόν μελλοντική σύμπραξη τους κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.», κρινόμενα επιεικώς αφελή, λαμβάνοντας υπόψη αφενός ότι πρώτοι οι Βούλγαροι απευθύνθηκαν στην [[Υψηλή Πύλη]], όπου όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα θα έπρεπε να επικυρωθεί με [[βεράτιο]], αφετέρου αν συνέβαινε κάτι τέτοιο το φιρμάνι θα έπρεπε να καλύπτει πλήρως όλα τα βουλγαρικά αιτήματα και όχι περιορισμένα, που σημαίνει ότι τόσο ο Σουλτάνος όσο και ο Μ. Βεζίρης αντιλαμβάνονταν πλήρως που οδηγούσαν οι βουλγαρικές εδαφικές διεκδικήσεις και μάλιστα κοντά στα ρωσοτουρκικά σύνορα. Η δε Κρητική Επανάσταση για τον Σουλτάνο ήταν μια τοπική επανάσταση και όχι όλου του ελληνισμού όπως την παρουσιάζει η εκδοτική δημιουργώντας σύγχυση στον αναγνώστη.</ref><br>Τελικά το εν λόγω [[φιρμάνι]], περί της ίδρυσης Βουλγαρικής Εξαρχίας εκδόθηκε και τέθηκε σε ισχύ (την επομένη της υπογραφής του) στις
[[
Άλλα βασικά σημεία του διατάγματος αυτού ήταν ο καθορισμός συνόδου επισκόπων με επικεφαλής τον Έξαρχο που θα λειτουργούσε με εσωτερικό κανονισμό που θα ενέκρινε η Υψηλή Πύλη, ο εκάστοτε εκλεγόμενος Έξαρχος θα διοριζόταν μετά από οθωμανικό [[βεράτιον|βεράτιο]], και με επικύρωση του οικουμενικού πατριάρχη, το δικαίωμα στον Έπαρχο να επικοινωνεί απ' ευθείας με την Υψηλή Πύλη, καθώς και στους αρχιερείς η ελεύθερη πρόσβαση σε εκκλησιαστικές περιφέρειες του Πατριαρχείου, καθώς και η δυνατότητα ανέγερσης ναού στην Κωνσταντινούπολη.<br>Το βασικότερο όμως και πλέον επίμαχο σημείο του εν λόγω διατάγματος ήταν ο τελευταίος όρος που επέτρεπε την επέκταση της Εξαρχίας και σε άλλες επαρχίες για δημιουργία επισκοπικών περιφερειών εφόσον «''το όλον, ή τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ορθοδόξων κατοίκων, θέλουν να υπόκεινται εις την βουλγαρικήν εξαρχίαν''».<ref>[[Ανδρέας Νανάκης]],ό.π. 1993</ref>{{cref|α}}<br>Αυτός ο όρος ήταν τελικά η αιτία
Έτσι, η Εξαρχία απέκτησε πρώτες επισκοπές σε όλη τη σημερινή [[Βουλγαρία]] μεταξύ των οποίων στις εκκλησιαστικές επαρχίες Ρουστουκίου, Σιλιστρίας, Σούμλας, Τυρνόβου,
== Αντίδραση του Οικ. Πατριαρχείου ==
Την εποχή εκείνη Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν ο [[Γρηγόριος ΣΤ΄]] (κατά κόσμον Γεώργιος Φουρτουνιάδης). Το δε αίτημα των Βουλγάρων για δημιουργία Εξαρχίας δεν ήταν κάτι το αιφνίδιο ή άγνωστο μέχρι τότε στο Πατριαρχείο. Τούτο είχε αναφανεί από εποχής πατριάρχου [[Μελέτιος Γ΄|Μελετίου Γ΄]], δηλαδή από το 1840 και αργότερα επί πρώτης πατριαρχίας του Άμθιμου Στ΄, αλλά και επί πατριάρχου [[Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄|Ιωακείμ Β΄]] όπου είχαν γίνει πολλές προσπάθειες με συμβιβαστικές προτάσεις, που όμως όλες είχαν αποτύχει. Ειδικότερα ο Γρηγόριος ΣΤ΄ είχε εκπονήσει σχέδιο, πραγματικά καινοτόμο, που προέβλεπε την αναγνώριση αυτόνομης εκκλησίας «εν Βουλγαρία», δηλαδή στην περιοχή μεταξύ Αίμου και Δουνάβεως. Συγκεκριμένα η Εκκλησία αυτή θα αποτελούσε χωριστό «θέμα» του οικουμενικού πατριαρχείου, τη δε διοίκησή της θα ασκούσε Βούλγαρος έξαρχος με βουλγαρική επαρχιακή σύνοδο. Οι αποφάσεις της συνόδου, καθώς και ή εκλογή των αρχιερέων, θα επικυρώνονταν από τον οικουμενικό πατριάρχη, ενώ Βούλγαροι αρχιερείς θα είχαν το δικαίωμα να μετέχουν στην εκλογή του. Παρά ταύτα το σχέδιο αυτό ανατράπηκε από την αδιάλλακτη παράταξη των εθνικιστών Βουλγάρων.
Ίσως
ς|Εκκλησίας της Ελλάδος]] που αναγνωρίσθηκε το 1850, μετά την απόσχιση που προκάλεσε ο Βασιλεύς [[Όθων τη ς Ελλάδος|Όθων]] το 1833, όσο κυρίως από το γεγονός ότι την ίδια εποχή περιέτρεχαν στις βουλγαρικές κωμοπόλεις και χωριά Βούλγαροι ιερείς που είχαν στρατολογηθεί από Ρώσους να διασπείρουν την ιδέα ότι χωρίς ανεξάρτητη θρησκευτική Αρχή με συγκεκριμένη εκκλησιαστική περιφέρεια δεν μπορεί να προσδιοριστεί η εδαφική έκταση για μέλλουσα εθνική ανεξαρτησία. Έτσι το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση άμεσης αντίδρασης έχοντας ουσιαστικά αντιμέτωπες τόσο τη Ρωσική Αυτοκρατορία, που υπέθαλπε την κίνηση της Εξαρχίας προς ίδιο συμφέρον όσο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία που επιζητούσε μέσω αυτής τη μείωση της ισχύος του Πατριαρχείου γενικότερα. Πιθανολογείται η αντίδραση τότε να ήταν ιδιαίτερα χαλαρή περιοριζόμενη σε υποβολή κάποιου σκεπτικισμού ανησυχίας και φόβου για τυχόν έκτροπα μεταξύ των ορθοδόξων χριστιανών<ref>Την εποχή εκείνη η βουλγαρική παροικία της Κωνσταντινούπολης αριθμούσε περί τους 40.000 Βουλγάρους</ref> όπως αυτό ερμηνεύεται από την καθησυχαστική και ταυτόχρονα απειλητική παράγραφο του διατάγματος περί κολασμού οποιασδήποτε ενέργειας που θα καταστρατηγούσε το διάταγμα προκαλώντας διχόνοια μεταξύ των ορθοδόξων. Έτσι παρέμεινε η κατάσταση παρακολουθώντας την εξέλιξη.
Γραμμή 32 ⟶ 35 :
[[Αρχείο:BulgarianReligiousAssembly1872.jpg|thumb|310px|Συνέλευση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1871]]
Τον επόμενο χρόνο συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, επί των αρχών του διατάγματος περί καθολικότητας και ελεύθερης επιλογής, το πρώτο «βουλγαρικό εκκλησιαστικό και εθνικό συμβούλιο» οι εργασίες του οποίου ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου και έληξαν στις 24 Ιουλίου
Το γεγονός αυτό εξανάγκασε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ΄ σε παραίτηση όπου και ανέλαβε στη συνέχεια ο [[Άνθιμος ΣΤ΄]] (κατά κόσμον Ιωαννίδης), ο επικαλούμενος Κουταλιανός, εκ της γενέτειράς του της νήσου [[Κούταλη]]. Δεν ήταν εξαιρετικά μορφωμένος πλην όμως θεωρούταν ιδιαίτερα δυναμικός λαμβάνοντας υπόψη ότι ανερχόταν στον πατριαρχικό θρόνο για τρίτη φορά.
Τον επόμενο χρόνο στις
Στις
== Σχίσμα - αφορισμοί ==
Μετά το τελευταίο παραπάνω γεγονός και ενώ άρχισε να κατακλύζεται το
''Άπαντες εσμέν υποκείμενοι τω ρωμαϊκώ πατριαρχείω και υμέτερα πνευματικά τέκνα. Ως και άλλοτε επανειλημμένως είχομεν κοινοποιήσει, ούτω, και σήμερον, δια τηλεγράφου ημών απάντων, ανηγγείλαμεν τη υψ. Πύλη ότι ουδέποτε θέλομεν παραδεχθή όπως το εν Ορτάκιοϊ εδρεύον προσωρινόν βουλγαρικόν συμβούλιον συμπεριλάβη την επαρχίαν ημών εις την εξαρχίαν, δια ταύτα απαγγέλοντες αυτή την απόφασιν ημών, εξαιτούμεθα τας ευχάς της''»<br>Αρχιμ. Τίτου Καράτζαλη – Δημ. Γόνη "Κώδιξ Βοδενών" σ.65</ref>, ο οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Γ΄, στις 13 Μαΐου, εν μεγάλη συνόδω, προέβη στην καθαίρεση του Εξάρχου Ανθίμου και των συνεργατών αυτού επισκόπων και άλλων κληρικών της Εξαρχίας αναθεμάτισε και τον πρώην Μακαριουπόλεως Ιλαρίωνα, ανακοινώνοντας την πράξη αυτή προς όλες τις Εκκλησίες. Στη συνέχεια έχοντας προηγουμένως λάβει σουλτανική έγκριση, αλλά και την ηθική υποστήριξη του Έλληνα πρωθυπουργού [[Επαμεινώνδας Δεληγιώργης|Επαμ. Δεληγιώργη]]<ref>Κ. Παπαρρηγόπουλος τ.7ος, σ.404</ref>, συγκάλεσε την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (1872)» που με τον όρο της καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό στους κόλπους της Εκκλησίας, σύμφωνα με σχετική έκθεση που συντάχθηκε από επιτροπή.<br>
Κατά τα πρακτικά της συνόδου, με βάση τη σειρά των θεμάτων της σχετικής έκθεσης, οι εργασίες της χωρίστηκαν σε τρία μέρη.
|