Επίρρημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Αναίρεση έκδοσης 6122847 από τον 2A02:214B:8122:B500:70E7:F5BF:FCCB:4763 (Συζήτηση)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
'''Επίρρημα είναι οι άκλιτες λεξεις που προσδιοριζουν κυριως τα ρηματα και φανερωνουν τοπο,χρονο,τροπο,ποσο κ.α λεγονται επιρρήματα.'''
{{πηγές|16|06|2012}}
'''Επίρρημα''' είναι ένα άκλιτο μέρος του λόγου το οποίο προσδιορίζει [[ρήμα|ρήματα]] ή [[πρόταση|προτάσεις]]. Κάθε επίρρημα είναι ή ανήκει σε [[επιρρηματικό σύνολο]], το οποίο αποτελείται από περισσότερα επιρρήματα. Σε κάθε γλώσσα συνήθως το επίρρημα δημιουργείται προσθέτοντας στο θέμα και μία κατάληξη, χαρακτηριστική της γλώσσας.
 
Στα ελληνικά υπάρχει και άλλη μία κατηγορία επιρρημάτων, η οποία προήλθε από το [[σύστοιχο αντικείμενο]]. Η χαρακτηριστική κατάληξη των επιρρημάτων στα ελληνικά είναι η κατάληξη -ως, η χρήση της οποίας έχει πλέον περιοριστεί έναντι της κατάληξης σε -α. Η άλλη κατηγορία επιρρημάτων λήγει σε -α. Αρχικά, σε κάποιες προτάσεις υπήρχε το σύστοιχο αντικείμενο, το οποίο βρισκόταν στην αιτιατική πληθυντικού του ουδέτερου γένους. Αργότερα, το αντικείμενο χρησιμοποιήθηκε στον λόγο σαν επίρρημα και σταδιακά έγινε επίρρημα, καθώς αυτού του είδους τα επιρρήματα άρχισαν να χρησιμοποιούνται και σε μη σύστοιχα ρήματα.
 
Τα επιρρήματα είναι:
α) Τοπικά: (πού): εδώ, εκεί, μέσα, έξω, βόρεια, νότια.
β) Χρονικά: (πότε): σήμερα, τώρα, πέρυσι, έπειτα, κάποτε,.
γ) Τροπικά: (πώς): έτσι, μαζί, όπως, αλλιώς, ξαφνικά
δ) Ποσοτικά: (πόσο): λίγο, πολύ, τόσο, κάμποσο, περισσότερο.
ε) Βεβαιωτικά: ναι, μάλιστα, βέβαια, αλήθεια, σωστά.
στ) Διστακτικά: ίσως, τάχα, δήθεν, πιθανόν, άραγε.
ζ) Αρνητικά: όχι, δεν, μην.
 
'''Επίρρημα είναι οι άκλιτες λεξεις που προσδιοριζουν κυριως τα ρηματα και φανερωνουν τοπο,χρονο,τροπο,ποσο κ.α λεγονται επιρρήματα.'''
 
{{Μέρη του λόγου}}