Βασιλεία του Θεού: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 1:
Ως '''Βασιλεία''' ή '''Κυβέρνηση του Θεού''', αποκαλείται κατά τα ιερά κείμενααποκαλούμε ητην «''άκτιστο ενέργεια και δόξα δια της οποίας ο Θεός, βασιλεύει τον κόσμον και εις οποίαν μετέχουν τα καθαιρόμενα, φωτιζόμενα και δοξαζόμενα μέλη της Εκκλησίας''»<ref>Ι.Ρωμανίδου, «''Δογματική και Συμβολική Θεολογία...''», Τόμος Α΄, Έκδοση 4η, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσαλονίκη, σελίς 34</ref>. Επίσης αποκαλείται και ως διοικητική οικονομία του [[Θεός|Θεού]], η οποία «''επεκτείνεται και επί του κόσμου τούτου και ο άνθρωπος ως λογικό, αυτόβουλο και ελεύθερο ον δύναται να παρέμβει εν τη εκτυλίξει του ρου της ιστορίας. Παρά τη βούληση και την ενέργεια αυτή του ανθρώπου, η βουλή του Κυρίου επικρατεί, όπως υπό της [[Αγία Γραφή|Αγίας Γραφής]] μαρτυρείται''»<ref>Π.Ν.Τρεμπέλα, «''Δογματική''», Τόμος Α΄, Εκδόσεις Σωτήρ, σελίς 390</ref>.
 
Ο Θεός ως δημιουργός του σύμπαντος κόσμου και της κτίσεως, είναι και ο κυβερνήτης της πλάσης, ο οποίος ως σκοπό δεν έχει μόνο τη συντήρηση του κόσμου αυτού, αλλά επιδιώκει και να οδηγήσει τα πλάσματά του στην τελείωση, και την κτίση στην πλήρωση του σχεδίου Του. Έτσι ο ίδιος με την πανσοφία Του καθοδηγεί την πλάση, μη αφήνοντάς την σε τυχαία πορεία, αλλά αντιθέτως ενεργώντας μέσω της Θείας θελήσεώς του. Η αποδοχή δε αυτής της πορείας του κόσμου υπό τη Θεία καθοδήγηση του Θεού, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τη δυνατότητα του αυτοβούλου, του αυτεξουσίου και της ελευθερίας του ανθρώπου, αλλά αντιθέτως αυτή είναι που γίνεται και μέσο της Θείας θελήσεως.
 
==Ορισμός και ιστορική πορεία==
Γραμμή 11:
Από μερικούς ερευνητές η βασιλεία του Θεού ταυτίστηκε με την Καινή κτίση της δευτέρας παρουσίας. Στην ιστορία της εκκλησίας και ήδη από τα πρώτα της βήματα εμφανίστηκαν [[Αίρεση|αιρέσεις]] οι οποίες ταύτισαν το εσχατολογικό όραμα της βασιλείας του Θεού με μία επίγεια, κτιστή, υλική αναγέννηση κατά τη Δευτέρα παρουσία του Χριστού. Πρώτος υπήρξε ο γνωστικός [[Κήρινθος]], ο οποίος μπόλιασε με αρκετά [[Χιλιασμός|χιλιαστικά]] ιουδαϊκά στοιχεία το χριστιανικό κήρυγμα, ενώ ακολούθησαν οι [[Εβιωναίοι]], οι [[Ναζηραίοι]], αλλά και στα νεώτερα χρόνια οι Σπουδαστές της Γραφής και οι [[Μάρτυρες του Ιεχωβά]] κ.α.<ref>ΘΗΕ, τ. 3, σελ. 670</ref>. Πέραν αυτών όμως και επιφανείς εκκλησιαστικοί άνδρες υποστήριξαν το μοντέλο αυτό. Ανάμεσά τους ήταν ο [[Παπίας Ιεραπόλεως]], Ο [[Ειρηναίος της Λυών]], ο [[Ιππόλυτος Ρώμης]], ο [[Τερτυλλιανός]] και άλλοι ελάσσονες. Πολλοί πατέρες όμως τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση αντέκρουσαν με σφοδρότητα,πολλές φορές, το ζήτημα αυτό -χαρακτηριστικός επ αυτού υπήρξε ο ιερός [[Αυγουστίνος Ιππώνος|Αυγουστίνος]]- με αποτέλεσμα να περιπέσει η θεωρία αυτή σε ανυποληψία. Η τάση της εσχατολογικής προοπτικής επαναφέρθηκε όμως μετά τη διάσπαση των εκκλησιών της Δύσης, μεταξύ προτεσταντισμού και καθολικής εκκλησίας, απορρίπτοντας όμως κατά βάση το υλιστικό χιλιαστικό μοντέλο και προτάσσοντας τη βασιλεία του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων. Ειδικά σε ότι αφορά τον προτεσταντισμό, ενώ πρότεροι θεολόγοι με κορυφαίο τον Harnack αναφέρονται στην παρουσία της βασιλείας του Θεού ως μια παρούσα πραγματικότητα στις καρδιές των ανθρώπων, οι νεώτεροι διαλεκτικοί με ηγέτη τον K. Barth συνάγουν πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο λόγω της παντελούς αδυναμίας του ανθρώπου να σωθεί. Η βασιλεία του Θεού σε αυτούς γίνεται πραγματικότητα δια της πίστεως και μόνο.
 
==Η βασιλεία του Θεού ως παρούσα πραγματικότητα και όχι ως [[Κτιστό|κτιστή]] ή αποκλειστική μελλοντική πραγματικότητα==
==Ανάλυση==
 
Σύμφωνα με τον [[Ιωάννης Ρωμανίδης|Ιωάννη Ρωμανίδη]] «''εις την Καινήν Διαθήκην η έλευσις της βασιλείας δεν ταυτίζεται με έλευσιν καταστάσεως αποκαταστάσεως, αλλά δηλοί την φανέρωσιν της αιωνίως υπαρχούσης δυνάμεως και χάριτος του Θεού και την υπό των ανθρώπων μέθεξιν της χάριτος ταύτης''<ref>Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», Τόμος Α΄, σελίς 184</ref>. «''Ούτως, η ομόφωνος ερμηνεία των Πατέρων της αρχαίας περιόδου και ολοκλήρου της ελληνόφωνης ρωμαϊκής πατερικής παραδόσεως ταυτίζει την βασιλείαν του Θεού με την άκτιστον δόξαν και χάριν Αυτού''»<ref>ενθ.αν. 184</ref> και γι αυτό το λόγο «''ουδείς εκ των αρχαίων θεολόγων και συγγραφέων εταύτισε ποτέ την βασιλείαν του Θεού με κτίσμα ή με αυτήν ταύτην την αποκατάστασιν του λαού του Θεού υπό οιανδήποτε μορφήν. Αντιθέτως η εναλλαγή των όρων βασιλεία και δόξα φαίνεται σαφώς, τόσον μάλιστα, ώστε από μόνης της επιστημονικής, ιστορικής και φιλολογικής επόψεως επιβάλλεται εις τους διαφωνούντας να αποδείξουν αυτοί το αντίθετον''»<ref>ενθ.αν. 187</ref>. Τελικά «''η ομόφωνος ερμηνεία των Πατέρων της αρχαίας περιόδου και ολοκλήρου της ελληνόφωνης ρωμαϊκής πατερικής παραδόσεως ταυτίζει την βασιλείαν του Θεού με την άκτιστον δόξαν και χάριν Αυτού. Ούτως η προφητεία του Χριστού «''αμήν λέγω υμίν, ότι εισίν τινές των ώδε εστηκότων οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσιν την βασιλείαν του Θεού εληλυθείαν εν δυνάμει''» καθ' όλους τους Πατέρας της Εκκλησίας εξεπληρώθη εις την αμέσως και εις τους τρεις σήμερον συνοπτικούς λεγομένους Ευαγγελιστάς επακολουθήσασαν [[Μεταμόρφωση του Χριστού|Μεταμόρφωσιν του Χριστού]], ότε οι τρεις πρόκριτοι των αποστόλων, ο [[Απόστολος Πέτρος|Πέτρος ο Κηφάς]] και οι υιοί βροντής [[Ευαγγελιστής Ιωάννης|Ιωάννης]] και [[Απόστολος Ιάκωβος|Ιάκωβος]] μετά [[Μωυσής|Μωϋσέως]] και [[Προφήτης Ηλίας|Ηλία]] είδον την φυσικήν δόξαν και θεότητα του Χριστού''».<ref>ενθ.αν. 184</ref>
Γραμμή 22:
 
<references />
 
[[Κατηγορία:Χριστιανική θεολογία]]