Ιρίδιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ μβελτιώσεις
Γραμμή 42:
|μαγνητική συμπεριφορά =παραμαγνητικό
|ειδική ηλεκτρική αντίσταση =47,1 nΩ·m
|ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα =
|ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα = 21,23 MS/m
|ειδική θερμική αγωγιμότητα =(27 °C) 147 W/(m K)
Γραμμή 54:
|ταχύτητα του ήχου =(20 °C) 4825 m/s
}}
Το [[χημικό στοιχείο]] '''ιρίδιο''' (''iridium'') είναι [[μέταλλα|μέταλλο]] με [[ατομικός αριθμός|ατομικό αριθμό]] 77 και [[ατομικό βάρος|σχετική ατομική μάζα]] 192,217. Το χημικό του σύμβολο είναι "«'''Ir'''"» και ανήκει στην ομάδα 9 του περιοδικού πίνακα, στην περίοδο 6, στον τομέα d, και στην 3η κύρια σειρά των [[Στοιχεία μετάπτωσης|στοιχείων μετάπτωσης]]. Έχει [[σημείο τήξης|θερμοκρασία τήξης]] 2466&nbsp;°C και [[θερμοκρασία βρασμού]] 4428&nbsp;°C.<ref>[http://www.wolframalpha.com/input/?i=iridium WolframAlpha : iridium]</ref>
Πήρε το όνομά του από τα έντονα χρώματα που είχαν τα άλατά του, σε συνδυασμό και με την Ίριδα, τη θεά του ουράνιου τόξου των αρχαίων Ελλήνων.<br />
Από άποψη χημικής συμπεριφοράς, ανήκει στην "«ομάδα του λευκόχρυσου"», '''PGMs''', Platinum Group Metals.
{| class="collapsible collapsed" style="width:50%; text-align:left;"
|-
! ''Μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου''
Γραμμή 99:
Οι πιο σημαντικές ενώσεις του ιριδίου είναι τα [[άλας|άλατά]] του με [[χλώριο]] και οι οργανομεταλλικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται στους [[κατάλυση|καταλύτες]] των [[οργανική αντίδραση|οργανικών αντιδράσεων]].
 
Ιρίδιο έχει βρεθεί και σε [[μετεωρίτης|μετεωρίτες]] και μάλιστα σε περιεκτικότητα πολύ υψηλότερη από τον μέσο όρο της λιθόσφαιρας. Υπάρχει η σκέψη ότι το ποσό του ιριδίου σ' ολόκληρο τον πλανήτη είναι πολύ υψηλότερο από αυτό που παρατηρείται στη [[λιθόσφαιρα]], αλλά λόγω της υψηλής πυκνότητας και του σιδηρόφιλου<ref group="Σημ.">Σιδηρόφιλα στοιχεία είναι τα μεταβατικά μέταλλα μεγάλης πυκνότητα τα οποία δεσμεύουν το μεταλλικό σίδηρο σε στερεή ή τηγμένη κατάσταση. Σιδηρόφιλα μέταλλα είναι ο χρυσός, το κοβάλτιο, ο σίδηρος, το ιρίδιο, το μαγγάνιο, το μολυβδαίνιο, το νικέλιο, το όσμιο, το παλλάδιο, ο λευκόχρυσος, το ρήνιο, το ρόδιο και το ρουθήνιο</ref> χαρακτήρα του, το περισσότερο ιρίδιο κατέβηκε κάτω από το φλοιό και μέσα στον πυρήνα της Γης, όταν ο πλανήτης ήταν ακόμη νεαρής ηλικίας και δεν είχε στερεοποιηθεί πλήρως.
Ασυνήθιστα μεγάλη περιεκτικότητα σε ιρίδιο έχει βρεθεί στο γεωλογικό "«όριο Κ-Τ"». Αυτή η ανακάλυψη αποτελεί ισχυρή ένδειξη της θεωρίας που υποστηρίζει ότι η εξαφάνιση των δεινοσαύρων πριν 65 εκατομμύρια χρόνια προκλήθηκε από την πτώση μεγάλου μετεωρίτη.
 
Το ιρίδιο έχει δύο σταθερά [[ισότοπο|ισότοπα]], το <sup>191</sup>Ir και το <sup>193</sup>Ir.
Γραμμή 106:
== Ιστορία ==
 
Η ανακάλυψη του ιριδίου είναι συνυφασμένη με αυτήν του λευκόχρυσου και των άλλων PGMs. Κράματα μετάλλων της ομάδας του λευκόχρυσου ήταν ήδη γνωστά από το 700 π.Χ. Ισπανοί κατακτητές της Νότιας Αμερικής,<ref>{{cite journal|title=The Platinum of New Granada: Mining and Metallurgy in the Spanish Colonial Empire|author=McDonald, M.|journal=Platinum Metals Review|volume=3|issue=4|year=959|pages=140–145|url=http://www.platinummetalsreview.com/dynamic/article/view/pmr-v3-i4-140-145}}{{dead link|date=June 2015}}</ref> το 17ο αιώνα έφεραν το αδιαχώριστο μίγμα των PGMs στην Ευρώπη με το όνομα "«πλατίνα"», που σημαίνει "«μικρό ασήμι"».
 
Όταν το 19ο αιώνα Ευρωπαίοι χημικοί που μελετούσαν την πλατίνα, τη διέλυσαν σε [[βασιλικό νερό]] για να φτιάξουν ευδιάλυτα [[άλας|άλατα]], παρατήρησαν ότι έμενε πάντα μια μικρή ποσότητα από ένα σκούρο, αδιάλυτο υπόλειμμα.<ref name="hunt">{{cite journal| title= A History of Iridium| first =L. B.| last =Hunt| journal = Platinum Metals Review| volume =31| issue = 1| year = 1987| url = http://www.platinummetalsreview.com/dynamic/article/view/pmr-v31-i1-032-041 <!--| accessdate = 2008-09-15 -->| pages= 32–41}}{{dead link|date=June 2015}}</ref> Ο [[Ζοζέφ Προυστ]] (Joseph Louis Proust) to 1801 συμπέρανε ότι το υπόλειμμα αυτό ήταν [[γραφίτης]]. Το 1803, οι Γάλλοι χημικοί Βικτόρ Κολέ-Ντεκοτίλ (Victor Collet-Descotils), Αντουάν Φρανσουά (Antoine François) και Λουί Νικολά Βωκλέν (Louis Nicolas Vauquelin) παρατήρησαν επίσης το μαύρο υπόλειμμα αλλά δεν συνέχισαν τα πειράματα.<ref name="hunt" />
 
Την ίδια χρονιά, ο Άγγλος χημικός Σμίθσον Τένναντ<ref group="Σημ.">Ο Smithson Tennant (1761-1815) ήταν Άγγλος χημικός. Το 1796 απέδειξε, με καύση, ότι το διαμάντι αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα. Το 1804 ανακοίνωσε την ανακάλυψη του οσμίου και του ιριδίου</ref> (Smithson Tennant) ανέλυσε το μαύρο αδιάλυτο υπόλειμμα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να περιέχει ένα νέο μέταλλο. Ταυτόχρονα και ανεξάρτητα, ο Βωκλέν κατεργάστηκε τη μαύρη σκόνη με αλκάλια και οξέα<ref name="Emsl"/> και πήρε ένα νέο πτητικό οξείδιο που νόμισε ότι αποτελούνταν από το νέο μέταλλο. Το ονόμασε μάλιστα ''ptene'' από την Ελληνική λέξη "«πτηνό"» (πτερωτό).<ref name="griffith">{{cite journal |title=Bicentenary of Four Platinum Group Metals. Part II: Osmium and iridium – events surrounding their discoveries |author=Griffith, W. P. |journal=Platinum Metals Review |volume=48 |issue=4 |year=2004 |pages=182–189}}</ref> Ο Τένναντ όμως που διέθετε μεγαλύτερη ποσότητα υπολείμματος, συνέχισε τις έρευνες. Με μια σειρά αντιδράσεων, απομόνωσε σκούρους κόκκινους κρυστάλλους (πιθανόν του τύπου Na<sub>2</sub>[IrCl<sub>6</sub>]·nH<sub>2</sub>O)<ref name="griffith" /> από τους οποίους με θέρμανση απομόνωσε μια πολύ δύστηκτη λευκή σκόνη η οποία έπαιρνε διάφορα εντυπωσιακά χρώματα όταν διαλυόταν σε υδροχλωρικό οξύ.<br />
Ο Τένναντ αναφέρει στη δημοσίευσή του :
 
"''appeared of a white colour, and was not capable of being melted, by any degree of heat I could apply...I should incline to call this metal Iridium, from the striking variety of colours which it gives, while dissolving in marine acid...''"<br />
Γραμμή 117:
 
[[Αρχείο:Winged goddess Cdm Paris 392.jpg|thumb|150px|Η θεά Ίρις των Αρχαίων Ελλήνων]]
Έδωσε στο νέο στοιχείο το όνομα "«ιρίδιο"» εξαιτίας των έντονων χρωμάτων που είχαν τα άλατα του μετάλλου και από την [[Ίρις (μυθολογία)|Ίριδα]] που ήταν η ιπτάμενη θεά του ουράνιου τόξου των Αρχαίων Ελλήνων. Ο Τένναντ ανακάλυψε ταυτόχρονα και το στοιχείο όσμιο στο ίδιο μαύρο κατάλοιπο της επεξεργασίας του λευκόχρυσου. Η ανακάλυψη των νέων στοιχείων δημοσιεύθηκε στις 21 Ιουνίου 1804.<ref name="hunt" /> Το σύμβολο για το νέο στοιχείο που πρότεινε ο Γιονς Γιάκομπ Μπερτσέλιους (Jöns Jakob Berzelius) ήταν Ι που άλλαξε αργότερα σε Ir.
Ο πρώτος που έλιωσε δείγμα ιριδίου ήταν ο Βρετανός χημικός, ορυκτολόγος και ζωολόγος Τζον Τζώρτζ Τσίλντρεν (John George Children) το 1813. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποίησε "«''τη μεγαλύτερη γαλβανική μπαταρία που είχε ποτέ κατασκευαστεί''"»<ref name="hunt" /> (μέχρι τότε).<br />
Το 1842, ο Αμερικανός χημικός Ρόμπερτ Έιρ (Robert Hare) παρασκεύασε για πρώτη φορά ιρίδιο υψηλής καθαρότητας,<ref name="IPA" /> υπολόγισε ότι η πυκνότητά του ήταν περίπου 21.8 g/cm<sup>3</sup> και σημείωσε ότι επρόκειτο για μέταλλο, που ήταν σχεδόν αδύνατο να κατεργαστεί.
Η πρώτη τήξη σημαντικής ποσότητας ιριδίου, έγινε από τους Γάλλους χημικούς Ανρί Σαιντ-Κλαιρ Ντεβίλ (Henri Sainte-Claire Deville) και Ζυλ Ανρί Ντεμπρέ (Jules Henri Debray) το 1860. Αυτοί χρησιμοποίησαν για την τήξη πάνω από 300 L καθαρού [[οξυγόνο]]υ και [[υδρογόνο]]υ ανά κιλό ιριδίου.<ref name="hunt" />
Γραμμή 125:
Το 1889, κατασκευάστηκαν από κράμα 90 % λευκοχρύσου και 10 % ιριδίου τα πρότυπα μήκους και μάζας που σήμερα φυλάσσονται στο Διεθνές Γραφείο Μέτρων και Σταθμών κοντά στο [[Παρίσι]].
Η πρώτη χρήση κράματος ιριδίου με ρουθήνιο σε θερμοστοιχεία,<ref name="hunt" /> για τη μέτρηση θερμοκρασιών στον αέρα έως 2000&nbsp;°C, έγινε από τον Όττο Φόϋσσνερ (Otto Feussner) το 1933.<br />
Το 1958 ο Γερμανός [[Ρούντολφ Μέσμπαουερ]] (Rudolf Ludwig Mössbauer)<ref>[http://nobelprize.org/nobel_prizes/physics/laureates/1961/ Βραβεία Νόμπελ Φυσικής 1961]</ref><ref group="Σημ.">Rudolf Ludwig Mössbauer. Γερμανός φυσικός. Μαζί με τον Αμερικανό Robert Hofstadter, κέρδισε το [[Βραβείο Νόμπελ]] το 1961 "«για τις έρευνές του σχετικά με το συντονισμό της απορρόφησης της ακτινοβολίας γάμμα και της ανακάλυψης του φαινομένου που φέρει το όνομά του"»</ref> ανακάλυψε την ελεύθερη ανάκρουση, εκπομπή και απορρόφηση των ακτίνων γ από άτομα σε στερεό δείγμα μετάλλου αποτελούμενο μόνο από <sup>191</sup>Ir. Το φαινόμενο αυτό, που παρατηρείται και σε άλλους πυρήνες όπως είναι ο <sup>57</sup>Fe, γνωστό ως "«φαινόμενο Mössbauer"» αξιοποιήθηκε στη "«φασματοσκοπία Mössbauer"» η οποία χρησιμοποιείται σήμερα ευρύτατα στη φυσική, στη χημεία, στη βιοχημεία, στη μεταλλουργία και στην ορυκτολογία.
 
== Εμφανίσεις - Εξόρυξη - Απομόνωση του μετάλλου ==
 
[[Αρχείο:Willamette Meteorite AMNH.jpg|thumb|250px|right|Ο μετεωρίτης Willamette στο Όρεγκον των ΗΠΑ, ο έκτος μεγαλύτερος που έχει βρεθεί, περιέχει 4,7 ppm ιρίδιο]]
Το ιρίδιο είναι από τα σπανιότερα χημικά στοιχεία στο φλοιό της Γης. Ο [[χρυσός]] είναι 4 φορές πιο άφθονος, ο [[λευκόχρυσος]] 10 φορές και ο [[άργυρος]] και ο [[υδράργυρος]] 80 φορές.<ref name="Green">Greenwood N. N., Earnshaw, A. "Chemistry of the Elements (2nd ed.)", Oxford 1997</ref> Το [[τελλούριο]] είναι περίπου όσο και το ιρίδιο, ενώ μόνο τρία φυσικά στοιχεία είναι πιo σπάνια: το [[ρήνιο]], το [[ρουθήνιο]] και το [[ρόδιο]]. Το ιρίδιο βρίσκεται στους μετεωρίτες σε συγκεντρώσεις μέχρι και 1400 φορές μεγαλύτερες από τη λιθόσφαιρα.<ref name="webel">[http://www.webelements.com/iridium/ webelements : iridium]</ref> Εκτιμάται ότι η συνολική συγκέντρωση του ιριδίου στη [[Γη]] είναι πολύ υψηλότερη από αυτή που παρατηρείται στους επιφανειακούς βράχους, αλλά λόγω της [[πυκνότητα]]ς και του σιδηρόφιλου χαρακτήρα του, κατέβηκε κάτω από τη [[λιθόσφαιρα]] προς τον πυρήνα της Γης, όταν ο πλανήτης ακόμη δεν είχε στερεοποιηθεί.
 
=== Εμφανίσεις ===
Γραμμή 137:
 
Το ιρίδιο βρίσκεται στη φύση ως ελεύθερο στοιχείο ή σε φυσικά [[κράμα]]τα, ιδιαίτερα μαζί με το στοιχείο [[όσμιο]]: το οσμιρίδιο (με περίπου 50 % ιρίδιο) και το ιριδόσμιο (με περίπου 70 % ιρίδιο).<ref name="Emsl">John Emsley "Nature's building blocks: an A-Z guide to the elements", New York 2001</ref>
Τα PGM έχουν παρόμοια γεωχημική συμπεριφορά και έχουν τη τάση να συγκεντρώνονται μαζί στη φύση. Εμφανίζονται ως κράματα ή ενώσεις στις αποθέσεις μεταλλοφόρων κοιτασμάτων, που συνδέονται μερικές φορές με το [[χρυσός|χρυσό]], το [[νικέλιο]], το [[χαλκός|χαλκό]] και το [[χρώμιο]]. Σε αποθέσεις μεταλλευμάτων νικελίου και χαλκού, τα PGM, εμφανίζονται ως σουλφίδια, τελλουρίδια, αντιμονίδια και αρσενίδια. Σε όλα αυτά τα ορυκτά του λευκόχρυσου, υπάρχουν πάντα μικρές ποσότητες ιριδίου και οσμίου.<ref name="Miha">Μιχαηλίδης Κ. "«Σημειώσεις Κοιτασματολογίας"», Θεσσαλονίκη 1982</ref><br />
Τα κοιτάσματα των PGM προέρχονται κυρίως από κλασματική κρυστάλλωση υγρού [[μάγμα]]τος. Τα κοιτάσματα αυτά συναντώνται μέσα σε πυριγενή [[πέτρωμα|πετρώματα]] και βρίσκονται μαζί με κοιτάσματα [[χρωμίτης|χρωμίτη]] και [[διαμάντι|αδάμαντα]].
 
Οι ενώσεις των PGM επειδή είναι δυσδιάλυτες στο πυριτικό τήγμα, κρυσταλλώνονται πρώτες και βυθίζονται προς βαθύτερα σημεία λόγω της μεγαλύτερης πυκνότητας.<ref name="Kaza">Καζακης Ν., Βαβελίδης Μ. "P.G.M. Μέταλλα της ομάδας του Λευκόχρυσου", Θεσσαλονίκη 2006</ref>
Γραμμή 159:
</div>
 
Υπάρχουν όμως και ιζηματογενή κοιτάσματα PGM που έχουν προκύψει από την αποσάθρωση συνεκτικών πετρωμάτων και τη μεταφορά και απόθεση των υλικών σε άλλες θέσεις εξαιτίας της μεταφορικής δράσης ρεμάτων και ποταμών.<ref name="Miha" /><br />
Οι σπουδαιότερες χώρες παραγωγής είναι η [[Νότια Αφρική]], η [[Ρωσία]], οι [[Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής|Η.Π.Α.]], και κατά δεύτερο λόγο ο [[Καναδάς]] και η [[Ζιμπάμπουε]].<ref>[http://www.platinum.matthey.com/production/ PLATINUM TODAY Production]</ref>
Οι μεγαλύτερες γνωστές πρωτογενείς αποθέσεις PGM βρίσκονται μέσα στα μεγαλύτερα κοιτάσματα χρωμίου στον κόσμο στο [[σύμπλεγμα Bushveld]] της Νότιας Αφρικής. Τα κοιτάσματα του [[χρωμίτης|χρωμίτη]] είναι στρωματόμορφα και εναλλάσσονται με βασικά και υπερβασικά πετρώματα, έχουν δε πάχος από λίγα εκατοστά έως 2 m.<ref name="Kaza" /><br />
Στις Η.Π.Α. εμφανίσεις PGM υπάρχουν στο Στιλγουώτερ (Stillwater) της Νότιας [[Μοντάνα]]. <br />
Στη Ρωσία εκμετάλλευση των PGM γίνεται στο Νοριλσκ (Noril'sk) κοντά στη χερσόνησο Ταιμύρ (Taimyr) και στη χερσόνησο Μόνχεγκορσκ (Monhegorsk). Τα ορυκτά που έχουν εντοπιστεί είναι [[κοτουλσκίτης]], ιρίδιο, [[αιματίτης]], χρυσός, χρωμίτης, [[χαλκοπυρίτης]] κ.ά.<ref name="Kaza" /><br />
Στον Καναδά έχουν εντοπιστεί PGM στο Χωκ Ριτζ (Hawk Ridge) μαζί με κοιτάσματα χρωμίτη, χαλκού και νικελίου, καθώς και στη Μανιτόμπα (Manitoba).<ref name="Kaza" />
 
Άλλα μέρη στα οποία έχουν εντοπιστεί PGM είναι στη περιοχή Σέλους (Selous) στη Ζιμπάμπουε, στην Αυστραλία, στην Πολωνία, στη Σερβία, στη Φινλανδία, στην Κολομβία, στην Ιαπωνία, στην Ελλάδα κ.α.
 
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε το 1992,<ref>{{cite book|url = http://books.google.com/books?id=Wm6QMRaX9C4C&pg=PA69|page =69|isbn = 9780873351003|editor = Hartman, H. L.; Britton, S. G.|year = 1992|publisher = Society for Mining, Metallurgy, and Exploration|location = Littleton, Colo.|title = SME mining engineering handbook}}</ref> τα PGM που εξορύσσονταν στη Νότια Αφρική αλλά και στην ΕΣΣΔ περιείχαν κατά μέσο όρο 2 % Ir.
 
<big>'''Το ιρίδιο στο "«''όριο Κ-Τ''"»'''</big>
 
[[Αρχείο:K-T-boundary.JPG|thumb|280px|Εμφανίσεις "«ορίου Κ-Τ"» στο Γουάιομινγκ των ΗΠΑ. Το ενδιάμεσο (ανοιχτόχρωμο) αργιλικό στρώμα περιέχει 1000 φορές περισσότερο ιρίδιο από τα υπερκείμενα και υποκείμενα γεωλογικά στρώματα]]
 
Το ''όριο Κ-Τ'' είναι [[Στρωματογραφία|γεωλογικό στρώμα]] που δημιουργήθηκε πριν 65 εκατομμύρια χρόνια και σηματοδοτεί το πέρασμα από την Κρητιδική (Κ) περίοδο του [[Μεσοζωικός Αιώνας|Μεσοζωικού Αιώνα]] (εποχή των ερπετών) στην Τριτογενή (Τ) γεωλογική περίοδο του [[Καινοζωικός αιώνας|Καινοζωικού Αιώνα]] (εποχή των θηλαστικών). Στο στρώμα αυτό βρέθηκαν [[άργιλος|αργιλικές αποθέσεις]] με ασυνήθιστα μεγάλες περιεκτικότητες σε ιρίδιο. Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε το φυσικό Λούις Άλβαρεζ (Luis Alvarez)<ref>[http://nobelprize.org/nobel_prizes/physics/laureates/1968/ The Nobel Prize in Physics 1968 Luis Alvarez]</ref> να προτείνει το 1980, την επικρατέστερη μέχρι σήμερα θεωρία γνωστή ως "«Υπόθεση Άλβαρες"», για την ξαφνική εξαφάνιση των [[δεινόσαυροι|δεινοσαύρων]] στο τέλους του Μεσοζωικού Αιώνα.<ref name="Alvarez">{{cite journal|title=Extraterrestrial cause for the Cretaceous–Tertiary extinction|author=Alvarez L. W., Alvarez, W.; Asaro, F.; Michel, H. V.|year=1980|journal=Science|volume=208|issue=4448|pages=1095–
1108|science.208.4448.1095|pmid=17783054}}</ref>
 
Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, η εξαφάνιση σχεδόν του 85 % των ειδών που κυριαρχούσαν στη [[Γη]] οφειλόταν σε έναν τεράστιο [[μετεωρίτης|μετεωρίτη]] που έπεσε στη χερσόνησο Yucata'n στο [[Μεξικό]] δημιουργώντας τον κρατήρα Chicxulub και αναστατώνοντας σοβαρά το γήινο οικοσύστημα.<ref>{{cite journal|last =Hildebrand| first = A. R.| coauthors = Penfield, Glen T.; Kring, David A.; Pilkington, Mark; Zanoguera, Antonio Camargo; Jacobsen, Stein B.; Boynton, William V.|title=Chicxulub Crater; a possible Cretaceous/Tertiary boundary impact crater on the Yucatan Peninsula, Mexico|year = 1991|volume = 19| issue = 9| journal = Geology| pages = 867–871| url=http://geology.geoscienceworld.org/cgi/content/abstract/19/9/867}}</ref> Ο Alvarez διετύπωσε τη θεωρία του όταν, με τη βοήθεια του γιου του Walter που είναι γεωλόγος, διαπίστωσε ασυνήθιστα μεγάλες ποσότητες ιριδίου, μέσα στους βράχους που χαρακτήριζαν το όριο μεταξύ της Κρητιδικής και της Τριτογενούς περιόδου. Το ιρίδιο είναι εξαιρετικά σπάνιο στο γήινο φλοιό, αλλά είναι πιο συνηθισμένο στους αστεροειδείς. Έτσι ο Alvarez υποστήριξε ότι αυτή η αυξημένη περιεκτικότητα σε ιρίδιο, ήταν απόδειξη για μια εξωγήινη σύγκρουση.<br />
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι τηγμένα υλικά από το γήινο μανδύα, που έρχονται στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια των [[ηφαίστειο|ηφαιστειακών εκρήξεων]], περιέχουν επίσης αυξημένες ποσότητες ιριδίου. Έτσι υποστηρίζεται η άποψη ότι η έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα του τέλους της Κρητιδικής εποχής (και όχι η πτώση μετεωρίτη) μπορεί να είναι υπεύθυνη για το αυξημένο ιρίδιο στο όριο Κ-Τ.
Άλλα γεωλογικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι η αυξημένη περιεκτικότητα σε ιρίδιο του ορίου Κ-Τ δημιουργήθηκε σιγά-σιγά, όπως θα ήταν αναμενόμενο εξαιτίας μιας βαθμιαία αυξανόμενης ηφαιστειακής δραστηριότητας και όχι ως αιτία ξαφνικής πτώσης αστεροειδούς.<ref>{{cite journal|author=Toutain, J.-P.; Meyer, G.|year=1989|title=Iridium-Bearing Sublimates at a Hot-Spot Volcano
Γραμμή 185:
 
Η εξόρυξη των μετάλλων της ομάδας του λευκόχρυσου αποτελεί σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή για τις χώρες στις οποίες αυτά παράγονται. Συνήθως, απαιτούνται έως 3 μήνες για να ληφθούν 7 έως 12 τόννοι μεταλλεύματος<ref name="IPA">[http://www.ipa-news.com/pgm/mining-production/index.htm International Platinum Group Metals Association (IPA)]{{dead link|date=June 2015}}</ref> από τους οποίους θα εξαχθεί 1 ουγγιά (=31,135 g) λευκόχρυσου και μικρότερη ποσότητα ιριδίου.<br />
Τα PGMs εξορύσσονται συνήθως από υπόγεια ορυχεία και σπάνια από επιφανειακές εμφανίσεις. Ο αρχικός τεμαχισμός των βράχων γίνεται από τους εργάτες των ορυχείων με κομπρεσέρ ή με εκρηκτικά. Μετά τη μεταφορά στην επιφάνεια με ιμάντες ή βαγονάκια των μεγάλων κομματιών από το υπόγειο ορυχείο, αυτά τεμαχίζονται σε πολύ μικρά κομμάτια, απομακρύνονται οι προσμίξεις, για να αποκαλυφθούν τα ορυκτά που περιέχουν τα επιθυμητά μέταλλα και τέλος αλέθονται μέχρι να γίνουν σκόνη. Σ' αυτή τη φάση, ένας τόννος μεταλλεύματος συνήθως περιέχει 4 έως 7 γραμμάρια μετάλλων.<ref name="octa">[http://www.unctad.org/infocomm/anglais/platinum/chain.htm United Nations Conference on Trade and Development (UNCTAD)]{{dead link|date=June 2015}}</ref> Στη συνέχεια, με μια διαδικασία που ονομάζεται "«επίπλευση αφρού"», το μετάλλευμα αναμιγνύεται με νερό και χημικές ουσίες οπότε εμπλουτίζεται σε PGMs, προσκολλάται στις φυσαλίδες που δημιουργούνται από τη διαδικασία, επιπλέει στην επιφάνεια και απομακρύνεται. Το εμπλουτισμένο μετάλλευμα περιέχει τώρα από 100 έως 1000 γραμμάρια μετάλλων ανά τόνο. Το υπόλοιπο υλικό περνάει από τη διαδικασία άλεσης και επίπλευσης για δεύτερη φορά. Τα τελικά κατάλοιπα-απόβλητα είτε επιστρέφονται στο ορυχείο για να κλείσουν τα ανοικτά σημεία εξόρυξης, είτε απορρίπτονται σε απομακρυσμένα σημεία στην επιφάνεια του εδάφους, είτε υποβάλλονται σε πρόσθετη επεξεργασία για την ανάκτηση των άλλων μετάλλων που υπάρχουν, όπως νικέλιο ή χαλκός. Εν τω μεταξύ, το μετάλλευμα το οποίο μετά το νέο εμπλουτισμό περιέχει 1400 γραμμάρια μετάλλων ανά τόνο, μεταφέρεται στο κοντινό εργοστάσιο για περαιτέρω επεξεργασία. Εκεί ξηραίνεται σε θερμοκρασίες που μπορεί να είναι πάνω από 1500&nbsp;°C και διαχωρίζεται από ανεπιθύμητα ορυκτά όπως του σιδήρου και του θείου, τα οποία απομακρύνονται με διοχέτευση ρευμάτων αέρα. Η τελική περιεκτικότητα σε πολύτιμα μέταλλα αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό ποσοστό της αρχικής μάζας του μεταλλεύματος. Για παράδειγμα, στο ορυχείο Stillwater των Η.Π.Α. από 850.000 τόννους πρωτογενούς μεταλλεύματος, θα παραχθούν τελικά σε ετήσια βάση μόνο 15,5 τόννοι εξευγενισμένων PGMs<ref>[http://www.savetanglelakes.org/docs/PGMuse.pdf SAVE Tangle Lakes]{{dead link|date=June 2015}}</ref><br />
Στο χυτήριο, το οποίο μπορεί να έχει μια ικανότητα επεξεργασίας έως και 100 τόνους/ημέρα, το μετάλλευμα κατεργάζεται σε ηλεκτρική κάμινο σε θερμοκρασίες κοντά στους 1600&nbsp;°C για να απομακρυνθούν διάφορα άχρηστα υλικά και τελικά, μετά από διπλή επεξεργασία, προκύπτει μια "«σκουριά"» (matte) από PGMs και άλλα μέταλλα. Το matte υφίσταται περαιτέρω επεξεργασία κατά την οποία τα βασικά μέταλλα, όπως ο χαλκός, το νικέλιο και το κοβάλτιο, απομακρύνονται οπότε απομένει ένα μίγμα λεπτόκοκκων PGMs.
 
=== Διαχωρισμός - Απομόνωση του ιριδίου ===
 
Το τελικό βήμα στην παραγωγή είναι ο διαχωρισμός και ο καθαρισμός των PGMs σε ξεχωριστά μέταλλα.<ref name="octa" /> Αυτό είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι της όλης διαδικασίας και συνδυάζει χημικές μεθόδους, αποστάξεις και τεχνικές ανταλλαγής ιόντων. Η βασική διαδικασία σε γενικές γράμμες είναι η εξής : Στα μεταλλεύματα των PGM μπορεί να συνυπάρχουν και [[χρυσός]] (Au) ή/και [[άργυρος]] (Ag) που πρέπει επίσης να απομακρυνθούν. Το μίγμα ή και το κράμα των μετάλλων, κατεργάζεται<ref name="Manous2">Μανουσάκης Γ.Ε. "Γενική και Ανόργανη Χημεία", Τόμος 2ος, Θεσσαλονίκη 1981</ref> με [[βασιλικό νερό]] στο οποίο διαλύονται ο [[λευκόχρυσος]] (Pt), το [[παλλάδιο]] (Pd) και ο Au. Τα άλλα μέταλλα δηλαδή [[ρουθήνιο]] (Ru), [[όσμιο]] (Os), ρόδιο (Rh), ιρίδιο (Ir) και Ag μένουν ως αδιάλυτα χλωριούχα σύμπλοκα. Στη συνέχεια αυτά τα αδιάλυτα διαλύονται σε τήγμα [[μόλυβδος|μολύβδου]] (Pb) και [[νιτρικό οξύ]] (HNO<sub>3</sub>) οπότε απομακρύνεται ο Ag και ο Pb με μορφή νιτρικού αργύρου (AgNO<sub>3</sub>) και μολύβδου (PbNO<sub>3</sub>). Τα αδιάλυτα που απομένουν είναι τα μέταλλα Ru, Os, Rh, Ir. Ακολουθεί σύντηξη με όξινο θειικό νάτριο (ΝaHSO<sub>4</sub>) και διάλυση στο νερό, οπότε απομονώνεται το διαλυτό θειικό ρόδιο(ΙΙΙ), Rh<sub>2</sub>(SO)<sub>3</sub>, ενώ τα άλλα μέταλλα (Ru, Os, Ir) μένουν αδιάλυτα, συντήκονται με [[υπεροξείδιο νατρίου]] (Na<sub>2</sub>O<sub>2</sub>) και πλένονται με νερό για να απομακρυνθούν τα μέταλλα Ru και Os ως ιόντα RuO<sub>4</sub><sup>2-</sup> και OsO<sub>4</sub><sup>2-</sup> αντίστοιχα. Το υπόλειμμα περιέχει [[οξείδιο]] του ιριδίου, IrO<sub>2</sub>, το οποίο διαλύεται σε [[βασιλικό νερό]] δίνοντας διάλυμα που περιέχει καθαρό χλωροϊριδικό αμμώνιο, (NH<sub>4</sub>)<sub>3</sub>IrCl<sub>6</sub>. Εξάτμιση μέχρι ξηρού και καύση κάτω από αέριο [[υδρογόνο]] δίνει καθαρό ιρίδιο.<ref name="webel" />
 
== Οικονομικά στοιχεία ==
Γραμμή 204:
 
[[Αρχείο:Cubic-face-centered.svg|thumb|left|Κρύσταλλος Ir, α = 383,9 pm]]
Το ιρίδιο είναι μέταλλο αργυρόλευκο και το μοναδικό που διατηρεί τις καλές μηχανικές ιδιότητές του στον αέρα ακόμη και σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 1600&nbsp;°C. Το Ir έχει πολύ μεγάλη θερμοκρασία βρασμού (12ο στη σειρά του σημείου βρασμού των χημικών στοιχείων).
Εξαιτίας της σκληρότητας, του πολύ ψηλού σημείου τήξης του (το 8ο υψηλότερο όλων των χημικών στοιχείων) και της μεγάλης πυκνότητας, το στερεό ιρίδιο είναι πολύ δύσκολο να κατεργαστεί.<ref name="Green" /> Παρόλες, όμως, τις δυσκολίες κατεργασίας και το ψηλό κόστος, το ιρίδιο χρησιμοποιείται σε αρκετές εφαρμογές τεχνολογιών αιχμής στις οποίες αξιοποιούνται οι μεταλλουργικές του ιδιότητες.<br />
Το ιρίδιο είναι παραμαγνητικό μέταλλο διότι έχει μονήρη ηλεκτρόνια τα οποία συμπεριφέρονται ως στοιχειώδεις μαγνήτες και έλκονται από μαγνητικά πεδία, αγώγιμο και [[κρύσταλλος|κρυσταλλώνεται]] στο ολοεδρικά κεντρωμένο κυβικό σύστημα.<br />
Η τάση των ατμών του είναι αμελητέα και μετρήσιμη μόνο σε υψηλές θερμοκρασίες : στους 2440&nbsp;°C είναι μόνο 10<sup>−5</sup> Atm και φθάνει στην 1 Atm στους 4659&nbsp;°C.
 
'''Μηχανικές ιδιότητες'''<ref group="Σημ.">Στις μηχανικές ιδιότητες ανήκει και η ελατότητα (malleability) και η ολκιμότητα (ductility). Ελατότητα μετάλλου ή μεταλλικού κράματος είναι η φυσική ιδιότητα με βάση την οποία τα υλικά μετατρέπονται στην επιθυμητή μορφή με σφυρηλάτηση. Ολκιμότητα είναι η φυσική ιδιότητα που έχουν πολλά μέταλλα και η οποία τα επιτρέπει να μετατρέπονται σε νήματα ή σύρματα.</ref>
Γραμμή 232:
volume=39|issue=4|year=1995|pages=164|url=http://www.platinummetalsreview.com/dynamic/article/view/pmr-v39-i4-164-164}}{{dead link|date=June 2015}}</ref><ref name="Cott">Cotton S.A., "Chemistry of Precious Metals", New York, 1997</ref> Σήμερα γνωρίζουμε<ref name="griffith" /> ότι το όσμιο έχει πυκνότητα 22,587±0,009 g/cm<sup>3</sup> και το ιρίδιο 22,562 ± 0,009 g/cm<sup>3</sup>. Σε υγρή κατάσταση το ιρίδιο έχει πυκνότητα 19 g/cm<sup>3</sup>.
 
Η εξαιρετική πυκνότητα του ιριδίου οφείλεται στο φαινόμενο της ''συστολής των λανθανιδών''<ref name="Manous2" /> : Επειδή τα f ηλεκτρόνια δεν προστατεύουν επαρκώς τα ηλεκτρόνια των εξωτερικών στιβάδων, η αύξηση του πυρηνικού φορτίου στα 15 χημικά στοιχεία των λανθανιδών έχει ως συνέπεια την ισχυρότερη έλξη του ηλεκτρονικού περιβλήματος με αποτέλεσμα να ελαττώνεται η ακτίνα των ατόμων όταν αυξάνεται ο ατομικός αριθμός. Έτσι τα χημικά στοιχεία γίνονται πιο "«πυκνά"». Το φαινόμενο αυτό επεκτείνεται και στα άλλα στοιχεία προς τα δεξιά της 6ης περιόδου του περιοδικού πίνακα στην οποία ανήκουν οι λανθανίδες. Έτσι, η περίοδος αυτή διαθέτει στοιχεία με πολύ μεγάλη πυκνότητα όπως το [[βολφράμιο]] (19,25 g/cm<sup>3</sup>), το [[ρήνιο]] (21,02 g/cm<sup>3</sup>), το [[όσμιο]] (22,59 g/cm<sup>3</sup>), ο [[λευκόχρυσος]] (21,45 g/cm<sup>3</sup>), ο [[χρυσός]] (19,25 g/cm<sup>3</sup>) και φυσικά το ιρίδιο.
 
=== Χημικές ===
Το ιρίδιο ανήκει στη γ' σειρά των μεταβατικών μετάλλων (ή στοιχείων) ή στοιχείων μετάπτωσης. Στα μέταλλα μετάπτωσης ανήκουν τα χημικά στοιχεία που έχουν ασυμπλήρωτη την ομάδα των d ατομικών τροχιακών της προτελευταίας ηλεκτρονιακής στιβάδας. <br />
Το φάσμα εκπομπής του Ir είναι περίπλοκο επειδή διαθέτει πολλά τροχιακά παραπλήσιας ενέργειας και τα ηλεκτρόνια έχουν πολλές επιλογές όταν μεταβαίνουν από το ένα τροχιακό στο άλλο. Οι μεταβάσεις αυτές προϋποθέτουν απορρόφηση ενέργειας και στη συνέχεια επανεκπομπή της. Έτσι παρουσιάζεται το διάχυτο φάσμα εκπομπής και γι' αυτό το ιρίδιο ανήκει στο d-block (το d στα αγγλικά αντιπροσωπεύει τη λέξη diffuse που σημαίνει διάχυτος).<ref name="Mpa">{{cite book |author= Μπαζάκης Ι.Α. |title= Γενική Χημεία |publisher= Αθήνα }}</ref><br />
Οι ενέργειες ιονισμού (σε KJ/mol) των σταδιακών μετατροπών του ιριδίου σε ιόντα από Ir<sup>+</sup> έως Ir<sup>9+</sup> καθώς και τα δυναμικά ημιαντιδράσεων αναγωγής διαφόρων ενώσεων και ιόντων του Ir, βρίσκονται στους "«κρυμμένους"» πίνακες που ακολουθούν :
 
{| class="collapsible collapsed" style="width:70%; text-align:left;"
|-
! ''Ενέργειες ιονισμού και ημιαντιδράσεις αναγωγής ενώσεων του ιριδίου''
Γραμμή 252:
|Ir - Ir<sup>+</sup> || 880
|-
| Ir<sup>+</sup> - Ir<sup>2+</sup> || 1600
|-
| Ir<sup>2+</sup> - Ir<sup>3+</sup> || 2600
|-
| Ir<sup>3+</sup> - Ir<sup>4+</sup> || 3800
|-
| Ir<sup>4+</sup> - Ir<sup>5+</sup> || 5500
|-
|Ir<sup>5+</sup> - Ir<sup>6+</sup> || 6900
|-
| Ir<sup>6+</sup> - Ir<sup>7+</sup> || 8500
|-
|Ir<sup>7+</sup> - Ir<sup>8+</sup> || 10000
|-
|Ir<sup>8+</sup> - Ir<sup>9+</sup> || 11700
|}
 
Γραμμή 274:
!Ημιαντίδραση !! Δυναμικό Ε<sup>0</sup> (V)
|-
|Ir<sup>3+</sup> + 3e<sup>-</sup> ⇄ Ir || +1.15
|-
| IrCl<sub>6</sub><sup>2-</sup> + e<sup>-</sup> ⇄ IrCl<sub>6</sub><sup>3-</sup> || +1.026
Γραμμή 282:
| IrCl<sub>6</sub><sup>3-</sup> + 3e<sup>-</sup> ⇄ Ir + 6Cl<sup>-</sup> || +0.77
|-
| IrO<sub>2</sub> + 4H<sup>+</sup> + 4e<sup>-</sup> ⇄ Ir + H<sub>2</sub>O || +0.93
|-
| IrO<sub>2</sub> + 2H<sub>2</sub>O + 4e<sup>-</sup> ⇄ Ir + 4OH<sup>-</sup> || +0.1
|-
|Ir<sub>2</sub>O<sub>3</sub> + 3H<sub>2</sub>O + 6e<sup>-</sup> ⇄ 2Ir + 6OH<sup>-</sup> || +0.1
|}
|}
Γραμμή 307:
[[Αρχείο:EcIr1.svg|thumb|350px|right|<div style="text-align:center;">Ηλεκτρονιακή διαμόρφωση Ir</div>]]
 
Όπως φαίνεται σ' αυτούς τους πίνακες, το κανονικό δυναμικό αναγωγής της αντίδρασης : Ir<sup>3+</sup> + 3e<sup>-</sup> ⇄ Ir είναι θετικό (+ 1,15 V) πράγμα που σημαίνει ότι το μέταλλο βρίσκεται μετά το υδρογόνο στην ηλεκτροχημική σειρά των μετάλλων, δεν αντικαθιστά το Η στις ενώσεις του (π.χ οξέα) και χημικώς θεωρείται ευγενές μέταλλο.<br />
Το ιρίδιο είναι το ανθεκτικότερο από όλα τα μέταλλα στη διάβρωση. Δε διαβρώνεται από το νερό, τα [[οξύ|οξέα]], το [[βασιλικό νερό]], τις [[βάση|βάσεις]], τα λιωμένα μέταλλα, τα αλογόνα, τις ενώσεις του [[πυρίτιο|πυριτίου]].<ref name="Manous2" />
 
Γραμμή 324:
'''Αντιδράσεις του ιριδίου με το [[οξυγόνο|Ο<sub>2</sub>]]'''
 
Το ιρίδιο σχηματίζει οξείδια με αριθμό οξείδωσης +3 και +4 δηλ. το καφέ Ir<sub>2</sub>O<sub>3</sub> και το μαύρο IrO<sub>2</sub>.<ref name="webel" /> Για το πρώτο λίγα πράγματα είναι γνωστά και δεν παρασκευάζεται με απευθείας αντίδραση του Ir με O<sub>2</sub>. Αν σχηματιστεί, οξειδώνεται στους 500&nbsp;°C προς IrO<sub>2</sub><ref name="Cott" /> :
: 2Ir<sub>2</sub>O<sub>3</sub> → Ir + 3IrO<sub>2</sub>
Το IrO<sub>2</sub> προκύπτει με απευθείας αντίδραση Ir και Ο<sub>2</sub>. Στους 1100&nbsp;°C διασπάται στα στοιχεία του:
Γραμμή 331:
'''Αντιδράσεις του ιριδίου με τα [[αλογόνα]]'''
 
Το μεταλλικό ιρίδιο αντιδρά απευθείας με το αέριο [[φθόριο]] και δίνει διάφορα προϊόντα ανάλογα , με τη θερμοκρασία<ref name="Cott" /> : <br />
Στους 240&nbsp;°C προκύπτει το εξαιρετικά διαβρωτικό κίτρινο στερεό φθοριούχο ιρίδιο(VI), IrF<sub>6</sub> :
: Ir + 3F<sub>2</sub> → IrF<sub>6</sub>
Γραμμή 340:
: 2Ir + 5F<sub>2</sub> → 2IrF<sub>5</sub>
 
Η αντίδραση του Ir απευθείας με [[χλώριο|Cl<sub>2</sub>]] γίνεται στους 600&nbsp;°C και οδηγεί στο σχηματισμό της καφέ α-μορφής του χλωριούχου ιριδίου(ΙΙΙ) το οποίο σε κενό και στους 750&nbsp;°C μετατρέπεται στη βαθυκόκκινη β-μορφή<ref name="Cott" /> :
: 2Ir + 3Cl<sub>2</sub> → 2α-IrCl<sub>3</sub>
: α-IrCl<sub>3</sub> → β-IrCl<sub>3</sub>
Γραμμή 358:
 
Το ιρίδιο στη μεταλλική του μορφή δεν παρουσιάζει βιολογικό ενδιαφέρον ούτε είναι επικίνδυνο διότι δεν αντιδρά με τους ιστούς.<ref>[http://environmentalchemistry.com/yogi/periodic/ Environmental Chemistry]</ref> Υπάρχουν μόνο περίπου 20 μέρη στο τρισεκατομμύριο (ppt) ιριδίου στους ανθρώπινους ιστούς.<ref name="Emsl" /> Ωστόσο, η σκόνη ιριδίου μπορεί να είναι επικίνδυνη, ερεθιστική αλλά και εύκολα αναφλέξιμη κατά το χειρισμό της.<ref>[http://www.2spi.com/catalog/msds/msds014167.html SPI Supplies Division Structure Probe, Inc. "Material Safety Data Sheet : Iridium metal"]</ref>
Πολύ λίγα είναι γνωστά για την τοξικότητα των ενώσεων του ιριδίου, διότι χρησιμοποιούνται σε πολύ μικρές ποσότητες, αλλά τα ευδιάλυτα άλατά του, όπως τα αλογονίδια, ενδέχεται να είναι επικίνδυνα<ref>[http://www.espi-metals.com/msds's/iridiumchloride.pdf IrCl<sub>3</sub>.6H<sub>2</sub>O MATERIAL SAFETY DATA SHEET]</ref> εξαιτίας των άλλων στοιχείων που περιέχουν αλλά και του ίδιου του ιριδίου. Ωστόσο, οι περισσότερες ενώσεις του ιριδίου είναι αδιάλυτες, γεγονός που καθιστά δύσκολη την απορρόφησή τους από τον οργανισμό.<ref name="Emsl" /> Πειράματα σε αρουραίους έδειξαν ότι εισπνεόμενη σκόνη μεταλλικού ιριδίου αποβάλλεται γρήγορα κατά 95 % με το γαστρεντερολογικό σύστημα.<ref name="mager">{{cite book|title=Encyclopaedia of Occupational Health and Safety|first =J.| last = Mager Stellman| chapter=Iridium|year=1998|publisher=International Labour Organization| pages =63.19| url = http://books.google.com/books?id=nDhpLa1rl44C&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_v2_summary_r&cad=0#v=onepage&q=iridium&f=false}}</ref>
Οι μόνοι τραυματισμοί που έχουν αναφερθεί οφείλονται σε τυχαία υπερβολική έκθεση σε ακτινοβολία γ από το ραδιοϊσότοπο <sup>192</sup>Ir που χρησιμοποιείται στην ιατρική. Εξωτερική έκθεση στο ισότοπο αυτό μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα, δηλητηρίαση από ακτινοβολία έως και θάνατο. Η κατάποση του Ir-192 μπορεί να καταστρέψει το στομάχι, τα έντερα αλλά και το συκώτι.<ref name="mager" /> Τα ισότοπα <sup>192m</sup>Ir και <sup>194m</sup>Ir τείνουν να εναποθέτονται στο συκώτι και μπορούν να δημιουργήσουν κινδύνους από τη γ και β ακτινοβολία.
Επειδή το ιρίδιο είναι πολύ σπάνιο μέταλλο, δεν έχει καταγραφεί καμιά τοξικότητά του στα τρόφιμα.<ref>[http://www.food-info.net/gr/metal/iridium.htm Το ιρίδιο στα τρόφιμα]</ref>
 
Γραμμή 390:
Οι περισσότερες ενώσεις του ιριδίου (αλλά και γενικά των στοιχείων μετάπτωσης) είναι έγχρωμες γιατί ο αριθμός των διαθέσιμων τροχιακών στα οποία μπορεί να μεταπηδήσει ένα ηλεκτρόνιο όταν διεγερθεί είναι μεγάλος, οπότε η ενέργεια που χρειάζεται για να αλλάξει τροχιακό είναι πολύ μικρή και η ενέργεια της ορατής περιοχής του φάσματος είναι επαρκής. Έτσι, απορροφούνται ορισμένα μήκη κύματος του ορατού φωτός και οι ενώσεις φαίνονται έγχρωμες.<ref name="Mpa" />
 
Οι γνωστότερες δυαδικές ενώσεις του Ir<sup>+3</sup> και του Ir<sup>+4</sup> με αμέταλλα στοιχεία καθώς και τρισδιάστατες απεικονίσεις ορισμένων σημαντικών ενώσεων του ιριδίου, βρίσκονται στους "«κρυμμένους"» πίνακες που ακολουθούν :
{| class="collapsible collapsed" style="width:80%; text-align:left;"
|-
! ''Δυαδικές ενώσεις του ιριδίου''
Γραμμή 437:
|}
 
{| class="collapsible collapsed" style="width:80%; text-align:left;"
|-
! ''Στερεοχημικά μοντέλα ενώσεων του ιριδίου''
Γραμμή 478:
Το ιρίδιο σχηματίζει επίσης ιριδικά άλατα, όπως το K<sub>2</sub>IrO<sub>3</sub> και το KIrO<sub>3</sub>.
Αν και δεν είναι γνωστές δυαδικές ενώσεις του ιριδίου με υδρογόνο (υδρίδια), της μορφής Ir<sub>x</sub>H<sub>y</sub>, εντούτοις είναι γνωστά σύμπλοκα που περιέχουν IrH<sub>4</sub><sup>−5</sup> και IrH<sub>3</sub><sup>−6</sup>, όπου το ιρίδιο έχει αριθμούς οξείδωσης +1 και +3, αντίστοιχα.<ref name="Manous2" /> Το μικτό υδρίδιο Mg<sub>6</sub>Ir<sub>2</sub>H<sub>11</sub> πιστεύεται ότι περιέχει τόσο το ανιόν IrH<sub>4</sub><sup>−5</sup> όσο και το ανιόν IrH<sub>5</sub><sup>−4</sup>.<br />
Το ιρίδιο σχηματίζει με όλα τα [[αλογόνα]], αλογονούχες ενώσεις της μορφής IrX<sub>3</sub> (X=F, Cl, Br, I), ενώ είναι άγνωστα μονο- ή δια-αλογονίδια.<ref name="Cott" /> Για αριθμούς οξείδωσης +4, +5 και +6 είναι γνωστές ενώσεις του ιριδίου μόνο με το [[φθόριο]]. Το φθοριούχο ιρίδιο(VI), IrF<sub>6</sub>, είναι πτητικό, δραστικό κίτρινο στερεό αποτελούμενο από μόρια οκταεδρικής δομής. Αποσυντίθεται στο [[νερό]] και ανάγεται προς κρυσταλλικό [[στερεό]] φθοριούχο ιρίδιο(ΙV), IrF<sub>4</sub>.<ref name="Cott" /> Το φθοριούχο ιρίδιο(V), IrF<sub>5</sub>, έχει παρόμοιες ιδιότητες, πρόκειται όμως στην πραγματικότητα για τετραμερές του τύπου Ir<sub>4</sub>F<sub>20</sub> ή (IrF<sub>5</sub>)<sub>4</sub>, αποτελούμενο από τέσσερα οκτάεδρα.<ref name="Cott" />
 
=== Σύμπλοκα του ιριδίου ===
Γραμμή 486:
[[Αρχείο:Vaska's-complex-2D.png|thumb|left|Το σύμπλοκο Vaska]]
Μερικές οργανομεταλλικές ενώσεις του Ir<sup>+</sup> είναι γνωστές με το όνομα του ερευνητή που τις ανακάλυψε, όπως για παράδειγμα το "σύμπλοκο Vaska" <ref name="Manous2" /> (trans-καρβονυλο χλωρο δισ(τριφαινυλοφωσφινο) ιρίδιο(Ι),<ref name="Manous1" /> IrCl(CO)[P(C<sub>6</sub>H<sub>5</sub>)<sub>3</sub>]<sub>2</sub>), το οποίο είναι επίπεδο
τετραγωνικό 16e και d<sup>8</sup> σύμπλοκο, και έχει την ασυνήθιστη ιδιότητα να δεσμεύει [[μόριο|μόρια]] [[οξυγόνο]]υ, O<sub>2</sub> αλλά και να δίνει 18e και d<sup>6</sup> οκταεδρικά διυδρίδια όταν προστίθεται σ' αυτό μοριακό υδρογόνο.<ref>Crabtree R.H., "The Organometallic Chemistry of the Transition Metals", Yale University, New Haven, Connecticut, 2005</ref>
[[Αρχείο:Ir-fullerene.svg|thumb|150px|Το σύμπλοκο<br />Ir(n<sup>2</sup>-C<sub>60</sub>)Cl(CO)(PPh<sub>3</sub>)<sub>2</sub>]]
Το 1991 παρασκευάστηκε η ενδιαφέρουσα ένωση Ir(n<sup>2</sup>-C<sub>60</sub>)Cl(CO)(PPh<sub>3</sub>)<sub>2</sub> από την αντίδραση βενζολικών διαλυμάτων του συμπλόκου Vaska και του μορίου C<sub>60</sub> που ονομάζεται μπακμινστερφουλλερένιο-C<sub>60</sub> (buckminsterfullerene):<ref>{{cite journal|title=Fullerenes: chemistry and reactions|author=Andreas Hirsch,Michael Brettreich|year=2005|pages=page 237|url=http://books.google.gr/books?id=tH4tnKBi-3UC&pg=PA238&lpg=PA238&dq=addition+of+Ir%28CO%29Cl%28PPh3%292+to+c60&source=bl&ots=o5nSUUK-ob&sig=MIo6bazVzvrwG_kq6VsjJVxy9rM&hl=el&ei=ZIfYS_uFLYmMOJX8gLAG&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=4&ved=0CBgQ6AEwAw#v=onepage&q=Ir%28CO%29Cl%28PPh3%292&f=false}}</ref>
Γραμμή 502:
Το IrCl<sub>3</sub> είναι συχνά πρόδρομη ένωση για την παραγωγή ενώσεων του Ir(III). Μπορεί να παραληφθεί σε άνυδρες συνθήκες ή σε ένυδρη μορφή με διάλυση του Ir<sub>2</sub>O<sub>3</sub> σε [[υδροχλωρικό οξύ]]. Μία άλλη ένωση που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη είναι το χλωροϊριδικό (ΙΙΙ) αμμώνιο, (NH<sub>4</sub>)<sub>3</sub>IrCl<sub>6</sub>. Τα σύμπλοκα του Ir<sup>+3</sup> είναι διαμαγνητικά (χαμηλού spin) και γενικά έχουν οκταεδρική συμμετρία.<ref name="Toss" />
 
Ξεχωριστό βιομηχανικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαδικασία Cativa<ref>[http://www.platinummetalsreview.com/pdf/pmr-v44-i3-094-105.pdf Παραγωγή οξικού οξέος από μεθανόλη (Μέθοδος Cativa)]</ref> με την οποία παράγεται οξικό οξύ, CH<sub>3</sub>COOH, από καρβονυλίωση της μεθανόλης, CH<sub>3</sub>OH. Η μέθοδος αναπτύχθηκε από τη βιομηχανία BP και στηρίζεται στη δράση καταλύτη που περιέχει ιρίδιο όπως το [[ιόν|ανιόν]] δικαρβόνυλο-διιωδο ιρίδιο, [Ir(CO)<sub>2</sub>I<sub>2</sub>]<sup>–</sup>.
 
== Χρήσεις - Εφαρμογές ==
 
[[Αρχείο:Fountain-pen-nib.jpg|right|150px|thumb|Μύτη πένας από κράμα ιριδίου]]
Τα κράματα ιριδίου-οσμίου χρησιμοποιήθηκαν παλιότερα για την κατασκευή της άκρης της μύτης σε πένες. Η πρώτη σημαντική χρήση έγινε το 1834 σε μύτες πενών από χρυσό.<ref name="hunt" /> Από το 1944, η διάσημη πένα "Parker 51" είναι εφοδιασμένη με μύτη από κράμα ρουθηνίου-ιριδίου (με 3,8 % ιρίδιο). Σήμερα, το υλικό της άκρης στις σύγχρονες πένες εξακολουθεί συμβατικά να αποκαλείται "«ιρίδιο"», αν και έχει αντικατασταθεί προ πολλού από άλλα μέταλλα όπως το βολφράμιο.<ref>{{cite journal|url=http://www.nibs.com/ArticleIndex.html|journal=The PENnant|volume=XIII|issue=2|year=1999|title=Notes from the Nib Works—Where's the Iridium?|author=Mottishaw, J.}}</ref>
[[Αρχείο:Platinum-Iridium meter bar.jpg|left|thumb|200px|Το "«Διεθνές Πρωτότυπο Μέτρο"» αποτέλεσε το πρότυπο της μονάδας μήκους από το 1889 έως το 1960]]
[[Αρχείο:Standard kilogram, 2.jpg|left|thumb|200px|Ακριβές αντίγραφο του "«Διεθνούς Πρωτότυπου Χιλιόγραμμου Mάζας"». Έχει ύψος και διάμετρο 39 mm]]
Το 1889 χρησιμοποιήθηκε κράμα 90% πλατίνας και 10% ιριδίου για την κατασκευή<ref>[http://www.bipm.org/en/CGPM/db/1/1/ Comptes Rendus de la 1e CGPM (1889), 1890, 34]</ref> του Διεθνούς Πρωτότυπου Μέτρου και Χιλιόγραμμου [[μάζα]]ς, που διατηρούνται μέχρι σήμερα στο Διεθνές Γραφείο Μέτρων και Σταθμών στις Se`vres.<ref group="Σημ.">Δημοτικό διαμέρισμα στο νοτιοδυτικό [[Παρίσι]]</ref> Παρόλο που το [[μέτρο (μονάδα μήκους)|μέτρο]] αντικαταστάθηκε από τον ορισμό της θεμελιώδους μονάδας μήκους το 1960, το πρωτότυπο [[χιλιόγραμμο]] παραμένει ως διεθνές πρότυπο μάζας.
Κράμα ιριδίου-πλατίνας είχε χρησιμοποιηθεί για τις οπές εξαερισμού ή για τμήματα [[κανόνι|κανονιών]]. Σύμφωνα με μια αναφορά της "«Έκθεσης του Παρισιού"» του 1867, ένα από τα κομμάτια που εκθέτονταν από την εταιρεία Johnson Matthey και «''"είχε χρησιμοποιηθεί σε πυροβόλο όπλο Withworth για πάνω από 3000 κανονιοβολισμούς, μόλις και μετά βίας έδειχνε κάποια σημάδια φθοράς. Όσοι γνώριζαν τα προβλήματα και μεγάλα έξοδα τα οποία προέκυπταν από την φθορά των αεραγωγών του κανονιού, όταν αυτό ήταν σε ενεργό υπηρεσία, θα εκτιμούσαν το σημαντικό αυτό γεγονός"''».
<div style="float:right; margin:5px">
{|class="wikitable"
Γραμμή 530:
|}
</div>
Η μαύρη χρωστική, "«''μαύρο ιρίδιο''"» η οποία αποτελούνταν από εξαιρετικά λεπτή σκόνη του [[μέταλλα|μετάλλου]], χρησιμοποιήθηκε παλιότερα στη ζωγραφική πάνω σε [[πορσελάνη]] μετά την ανάμιξή της με άλλα συστατικά όπως χλωριούχο νάτριο. Η γκρι χρωστική, "«γκρι ιρίδιο"», που περιείχε οξείδια ιριδίου και ψευδαργύρου καθώς και μόλυβδο, χρησιμοποιήθηκε επίσης στη ζωγραφική.<ref>{{cite journal|title=A Dictionary of Art, Manufactures and Mines|author=Andrew Ure, M.D.|volume=2|year=1808|pages=910|url=http://books.google.gr/books?id=MAzLPjibkxkC&pg=PA910&lpg=PA910&dq=pigment+iridium+black&source=bl&ots=zYculI4sx-&sig=qJY3yFKfrqlGB3OxO4zHeZ7V4VY&hl=el&ei=_2vYS_89w5g4mezx2gY&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=7&ved=0CDIQ6AEwBg#v=onepage&q=pigment%20iridium%20black&f=false}}</ref>
 
Η παγκόσμια ζήτηση για το ιρίδιο, το 2006 και το 2007 φαίνεται στο διπλανό πίνακα. Στα επόμενα χρόνια, οι τάσεις ζήτησης δεν άλλαξαν σημαντικά και η μεγαλύτερη ζήτηση παραμένει για ηλεκτροχημικές εφαρμογές.
Το υψηλό σημείο τήξης, η σκληρότητα και η αντοχή στη διάβρωση του ιριδίου και των κραμάτων του, καθορίζουν τις περισσότερες από τις εφαρμογές.
Το 1908 ο Sir William Crookes χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ιρίδιο για χωνευτήρια και για άλλες συσκευές ανθεκτικές σε υψηλή θερμοκρασία.<ref name="Manous2" />
 
=== Βιομηχανία ===
Γραμμή 546:
Ενώσεις του ιριδίου χρησιμοποιούνται επίσης ως καταλύτες στη διαδικασία Cativa για παραγωγή [[αιθανικό οξύ|οξικού οξέος]] από καρβονυλίωση [[μεθανόλη]]ς.<ref>[http://www.platinummetalsreview.com/pdf/pmr-v44-i3-094-105.pdf Η μέθοδος Cativa για την παραγωγή οξικού οξέος με καρβονυλίωση μεθανόλης]</ref>
 
Το μεταλλικό ιρίδιο χρησιμοποιείται ως καταλύτης σε ένα συγκεκριμένο τύπο κινητήρα αυτοκινήτου που παρουσιάστηκε το 1996 και ονομάστηκε "«κινητήρας άμεσης ανάφλεξης"».<ref name="Emsl" />
 
Το [[ραδιοϊσότοπο]] ιρίδιο-192 είναι μια από τις δύο πιο σημαντικές πηγές ενέργειας για χρήση σε βιομηχανικές ακτινογραφίες-γ για έλεγχο της ακεραιότητας των κραμάτων των μετάλλων και κυρίως του [[χάλυβας|χάλυβα]].<ref>{{cite journal|title= The use and scope of Iridium 192 for the radiography of steel| first = R.| last = Halmshaw| year = 1954| journal = British Journal of Applied Physics| volume = 5| pages = 238–243| doi = 10.1088/0508-3443/5/7/302}}</ref>
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Ιρίδιο"