Βυζαντινοί Έλληνες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 15:
}}
{{Βυζαντινή κουλτούρα}}
Οι '''Βυζαντινοί''' (ή '''Βυζαντινοί Έλληνες''') ήταν οι [[Ρωμαίοι]] υπήκοοι της [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία|Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]] (Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) με κυρίαρχο το ελληνικό πολιτισμικό στοιχείο. Η πρωτεύουσα τους ήταν στην [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]], και ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στα νότια [[Βαλκάνια]], την [[Κάτω Ιταλία]], τα [[Κατάλογος ελληνικών νησίδων ανά νομό|ελληνικά νησιά]], τη [[Μικρά Ασία]], την [[Κύπρος|Κύπρο]], και στα μεγάλα αστικά κέντρα του [[Λεβάντες|Λεβάντε]] και στην βόρεια [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]]. Κατά τη διάρκεια του [[Μεσαίωνας|Μεσαίωνα]] οι Βυζαντινοί αυτό-προσδιορίζονταν ως ''Ρωμαίοι'' ([[Μεσαιωνική ελληνική γλώσσα|μεσαιωνική ελληνική]]: Ῥωμαῖοι), αλλά πλέον αναφέρονται ως «Βυζαντινοί» και «Βυζαντινοί Έλληνες» στη σύγχρονη ιστοριογραφία. Ο όρος «Βυζαντινή αυτοκρατορία» και «Βυζαντινοί» δημιουργήθηκε τον 15ο αιώνα από τον Γερμανό λόγιο [[Ιερώνυμος Βολφ|Ιερώνυμο Βολφ]],<ref name=":0">{{Cite book|url=https://books.google.co.uk/books?id=GURgGDb5j58C&pg=PR6&lpg=PR6&dq=hieronymus+wolf+byzantium&source=bl&ots=cHWFoDHJ3R&sig=2mdNUeQmejSB-b8osc9LvTsBQ2I&hl=en&sa=X&ved=0ahUKEwiW6JHt3dHVAhWHAsAKHc11AQ8Q6AEIUTAH#v=onepage&q=hieronymus%20wolf%20byzantium&f=false|editor=Evans, Helen C.|title=Byzantium, Faith, and Power (1261-1557): Perspectives on Late Byzantine Art and Culture|year=2006|publisher=Metropolitan Museum of Art|location=Νέα Υόρκη|isbn=9780300111415}}</ref> και μετέπειτα ο όρος χρησιμοποιήθηκε στην [[αγγλική γλώσσα]] για πρώτη φορά από τον Βρετανό ιστορικό [[Τζορτζ Φίνλεϊ]] το 1857 και από εκεί διαδόθηκε και σε άλλες γλώσσες μέσω της [[Βρετανική Αυτοκρατορία|Βρετανικής αυτοκρατορίας]].<ref>{{harvnb|Rosser|2011|p=2}}: "«George Finlay's ''History of the Byzantine Empire from 716 to 1057'', published in 1857, was the first occasion of "Byzantine Empire" being used in a modern historical narrative in English."»</ref> Κατά την εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας ο αυτοπροσδιορισμός της ήταν ''βασιλεία των Ρωμαίων''.<ref name=":0" />
 
Η κοινωνική δομή των Βυζαντινών βασιζόταν κυρίως σε αγροτική βάση δουλοπαροικίας που αποτελούσαν οι χωρικοί και ένα μικρό μέρος των [[Φτώχεια|απόρων]]. Αυτοί οι χωρικοί ζούσαν σε τρία είδη οικισμών: το ''χωρίον'', ή [[Χωριό|χωριό]], το ''αγρίδιον'', ή μικρό χωριό, και το ''προάστειον'', ή αγροικία<ref>{{cite web|last=Ράγια|first=Έφη|title=Βυζαντινῶν μέτρον τύχης – Προάστειον|website=[[Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών]] / Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών - Τομέας Βυζαντινών Ερευνών|url=http://byzmettyhes.gr/δεδομένα-κειμένου/Προάστειον}}</ref>. Πολλές κοινωνικές αναταραχές κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποδόθηκαν στις πολιτικές φράξιες μέσα στην Αυτοκρατορία παρά στην ευρύτερη λαϊκή βάση της. Οι στρατιώτες που προέρχονταν από τους Βυζαντινούς στην αρχή στρατολογήθηκαν από τους χωρικούς αγρότες και εκπαιδευόταν ετησίως. Καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πέρασε στον 11ο αιώνα, οι περισσότεροι στρατιώτες του [[Βυζαντινός στρατός|στρατού]] ήταν είτε επαγγελματίες είτε [[Μισθοφόρος|μισθοφόροι]].
Γραμμή 31:
[[File:Palaiologos-Dynasty-Eagle.svg|thumb|200px|Ο [[Δικέφαλος αετός|δικέφαλος αετός]], έμβλημα της [[Δυναστεία των Παλαιολόγων|Δυναστείας των Παλαιολόγων]].]]
 
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Μεσαίωνα, οι Βυζαντινοί αυτό-προσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι (Ῥωμαῖοι), που σημαίνει πολίτες της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]], όρος που στην [[Ελληνική γλώσσα]] κατέληξε να είναι συνώνυμη με τον όρο Χριστιανοί Έλληνες<ref name="Harrison268">{{harvnb|Harrison|2002|p=268}}: "«Το Ρωμαίοι και Έλληνες (όταν το τελευταίο δεν χρησιμοποιείται με την έννοια 'παγανιστής') και Χριστιανός έγιναν συνώνυμοι όροι, σε αντιπαραβολή με τα 'ξένος', 'βάρβαρος', και 'άπιστος'. Οι πολίτες της Αυτοκρατορίας, τώρα στην πλειοψηφία ελληνικής καταγωγής και γλώσσας, απλά αποκαλούνταν «ό χριστώνυμος λαός» "»</ref><ref>{{harvnb|Earl|1968|p=148}}.</ref>. Ο λατινογενής όρος ''Γραικοί'' βρισκόταν επίσης σε χρήση<ref>[[Παύλος ο Σιλεντιάριος]]. ''Descriptio S. Sophiae et Ambonis'', 425, LineΣειρά 12 ("«χῶρος ὅδε Γραικοῖσι"»); [[Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης]]. ''Epistulae'', 419, LineΣειρά 30 ("«ἐν Γραικοῖς"»); [[Θεοφάνης Ὁμολογητής]]. ''Χρονογραφία'', Annus Mundi 6274 ("«...των Γραικών γράμματα και γλώσσα..."»).</ref> αν και η χρήση του ήταν λιγότερο συνηθισμένη και ανύπαρκτη στην επίσημη Βυζαντινή πολιτική αλληλογραφία πριν την Τέταρτη Σταυροφορία του 1204<ref>{{harvnb|Angelov|2007|p=96 (including footnote #67)}}; {{harvnb|Makrides|2009|loc=Chapter 2: "Christian Monotheism, Orthodox Christianity, Greek Orthodoxy", pσελ. 74}}; {{harvnb|Magdalino|1991|loc=Chapter XIV: "Hellenism and Nationalism in Byzantium", pσελ. 10}}.</ref>. Ενώ ο λατινικός όρος για τους αρχαίους ''[[αρχαίοι Έλληνες|Ἐλληνες]]'' μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με τρόπο ουδέτερο, η χρήση του από τους Δυτικούς από τον 9ο αιώνα και εξής για να αμφισβητήσουν τις αξιώσεις των Βυζαντινών στην κληρονομιά της [[αρχαία Ρώμη|αρχαίας Ρώμης]] τον κατέστησε ένα υποτιμητικό [[εξωνύμιο]] για τους Βυζαντινούς που μετά βίας των χρησιμοποιούσαν, κυρίως στο πλαίσιο θεμάτων σχετικών με τη Δϋση, όπως τα κείμενα της [[Σύνοδος της Φλωρεντίας|συνόδου της Φλωρεντίας]], για να παρουσιάσουν τη δυτική οπτική.<ref>{{harvnb|Page|2008|p=66, 87, 256}}</ref><ref>{{harvnb|Kaplanis|2014|p=86-7}}</ref> Η αρχαία ονομασία ''Έλληνας'' στην ευρεία χρήση του ήταν συνώνυμη με το «[[Παγανισμός|παγανιστής]]», αλλά αναβίωσε ως εθνώνυμο στη μέση Βυζαντινή περίοδο (11ος αιώνας)<ref>{{harvnb|Cameron|2009|p=7}}.</ref>.
 
Ενώ στη Δύση ο όρος «Ρωμαϊκός» απέκτησε καινούριο νόημα σε σχέση με την [[Καθολική Εκκλησία]] και τον [[Παπισμός|Επίσκοπο της Ρώμης]] και την γερμανική [[Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]], η Ελληνική έννοια «Ρωμαίοι» παρέμεινε συνδεδεμένη στους Έλληνες της [[Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]]<ref>Encyclopædia Britannica (2009), "«History of Europe: The Romans"».</ref>. Οι άνθρωποι αυτοί αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ''Ρωμαίους'' στη γλώσσα τους, και οι όροι «Βυζαντινοί» ή «Βυζαντινοί Έλληνες» είναι [[Ενδώνυμο - εξώνυμο|εξώνυμο]] που εισήγαγαν μετέπειτα ιστορικοί, όπως ο [[Ιερώνυμος Βολφ]]<ref>{{harvnb|Ostrogorsky|1969|p=2}}.</ref>. Όμως, η χρήση του όρου «Βυζαντινοί Έλληνες» για τους Ρωμαίους της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι αμφισβητούμενη<ref name="Kaldellis338">{{harvnb|Kaldellis|2007|p=338}}.</ref>. Παρά την ονομαστική μετατόπιση που έλαβε χώρα στη Δύση, οι ανατολικοί γείτονες των Βυζαντινών, όπως οι Άραβες, συνέχισαν να τους αναφέρουν ως «Ρωμαίους», όπως για παράδειγμα στην 30η [[σούρα]] του Κορανίου.<ref>{{Cite Quran|30|2|end=5}}</ref> Η ονομασία «Ρωμαϊκός» ([[Ρουμ μιλλέτ]], «Ρωμαϊκό έθνος») χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους κατοπινούς αντιπάλους των Βυζαντινών, τους [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανούς]], και το τουρκικό ομόλογό της ([[Ρουμ]], «Ρωμαίοι») συνεχίζει να χρησιμοποείται επίσημα από την κυβέρνηση της [[Τουρκία]]ς για να δηλώσει τους Ελληνορθόδοξους ντόπιους κατοίκους της [[Κωνσταντινούπολη]]ς, καθώς και το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως]] ([[τούρκικα]]: ''Rum Ortodoks Patrikhanesi'', «Ρωμαιορθόδοξο Πατριαρχείο»<ref>Στην Τουρκία αναφέρεται επίσης ανεπίσημα ως ''Fener Rum Patrikhanesi'', "«Ρωμαϊκό Πατριαρχείο του [[Φανάρι|Φαναρίου]]"».</ref>).<ref name=Doumanis>{{harvnb|Doumanis|2014|p=210}}</ref>
 
Ο όρος «Βυζαντινός» υιοθετήθηκε από τη Δυτική γραμματεία με την υπόθεση ότι κάθε τι Ρωμαϊκό είναι ουσιαστικά «Δυτικό», και από τη σύγχρονη ελληνική γραμματεία για εθνικιστικούς λόγους ταύτισης με την αρχαία Ελλάδα<ref name="Kaldellis338"/>.<!-- πως συνδέονται οι ''εθνικιστικοί λόγοι ταύτισης'' με Βυζάντιο και αρχαία ελλάδα; Χρειάζεται περισσότερη επεξήγηση -->
 
Ο [[Βυζαντινολογία|βυζαντινολόγος]] August Heisenberg (1869–1930) όρισε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως «τη εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Ελληνικού έθνους»<ref>{{harvnb|Winnifrith|Murray|1983|p=113}}; {{harvnb|Heisenberg|Kromayer|von Wilamowitz-Moellendorff|1923|loc="«Staat und Gesellschaft des Byzantinischen Reiches"», pσελ. 364}}: "«Byzanz ist das christlich gewordene Römerreich griechischer Nation."»</ref>. Το Βυζάντιο ήταν κυρίως γνωστό στους ξένους ως η ''Αυτοκρατορία των Ελλήνων''<!-- Γραικών αντί Ελλήνων, δεν είναι ταυτόσημοι οι όροι και ο σκοπός χρήσης τους στις δυτικές γλώσσες. Χρειάζεται ανάπτυξη του περιεχομένου. --> λόγω της κυριαρχίας των ελληνικών γλωσσικών, πολιτισμικών, και δημογραφικών στοιχείων<ref>{{harvnb|Ahrweiler|Laiou|1998|p=vii}}; {{harvnb|Lapidge|Blair|Keynes|Scragg|1999|p=79}}; {{harvnb|Hidryma Meletōn Chersonēsou tou Haimou|1973|p=331}}; {{harvnb|Ostrogorsky|1969|pp=28, 146}}; {{harvnb|Gross|1999|p=45}}; {{harvnb|Davies|1996|p=135}}.</ref>.
 
{{Εξέλιξη ελληνικών εθνωνυμίων στην Ευρώπη}}
Γραμμή 46:
[[File:Byzantinischer Mosaizist um 1020 001.jpg|thumb|Ψηφιδωτό του 11ου αιώνα στην [[Αγία Σοφία (Κωνσταντινούπολη)|Αγία Σοφία]] της [[Κωνσταντινούπολη]]ς. Στα αριστερά, ο [[Κωνσταντίνος Θ´ ο Μονομάχος|Κωνσταντίνος Θ´]] «εν Χριστώ τω Θεώ [[αυτοκράτορας|αυτοκράτωρ]] πιστός, [[βασιλιάς|βασιλεύς]] Ρωμαίων».]]
Στη σύγχρονη [[Βυζαντινολογία]], υπάρχουν τρεις κύριες σχολές σκέψεις για την μεσαιωνική Ανατολική Ρωμαϊκή ταυτότητα. Πρώτον, η κυριαρχούσα άποψη, που θεωρεί τη ρωμαϊκότητα ως τον τρόπο αυτοπροσδιορισμού των υπηκόων μια πολύ-εθνοτικής αυτοκρατορίας στην οποία η ελίτ δεν αυτοπροσδιοριζόταν ως «Έλληνες» και ο μέσος υπήκοος θεωρούσε εαυτόν Ρωμαίο. Δεύτερον, μια ιστοριογραφική σχολή υπό την επίδραση του ελληνικού εθνικισμού αντιμετωπίζει τη ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών ως τη μεσαιωνική έκφραση μιας διαχρονικής [[Ελληνικός εθνικισμός|ελληνικής ταυτότητας]]. Μια τρίτη άποψη υποστηρίχθηκε πρόσφατα από τον Αντώνη Καλδέλλη, που επιχειρηματολογεί ότι η ανατολική ρωμαϊκή ταυτότητα ήταν μια προ-νεωτερική [[έθνος|εθνική]] ταυτότητα<ref>{{harvnb|Stouraitis|2014|p=176}}. Για τη δεύτερη σχολή, βλ. π.χ.
{{harvnb|Niehoff|2012|loc=Margalit Finkelberg, "«Canonising and Decanonising Homer: Reception of the Homeric Poems in Antiquity and Modernity"», pσελ. 20}}, {{harvnb|Pontificium Institutum Orientalium Studiorum|2003|p=482}}: "«Σαν κληρονόμοι των Αρχαίων Ελλήνων και των Aρχαίων Ρωμαίων, οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ''Ρωμαίους'', αν και ήξεραν πολύ καλά ότι ήταν στην εθνική καταγωγή Έλληνες."» (επίσης: {{harvnb|Savvides|Hendricks|2001}})</ref>.
 
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα για να θεωρηθεί κανείς Ρωμαίος ήταν το να είναι [[Χριστιανός Ορθόδοξος]] και, πιο σημαντικό, να μιλάει [[μεσαιωνική ελληνική γλώσσα|ελληνικά]], ιδιότητες που έπρεπε να έχουν αποκτηθεί εκ γενετής προκειμένου να μη θεωρηθεί κανείς «αλλογενής» ή ακόμα και «βάρβαρος».<ref>{{harvnb|Malatras|2011|p=421-2}}</ref> Ο όρος που χρησιμοποιούνταν ως επι το πλείστον για να περιγράψει κάποιον ξένο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για το κράτος τους ήταν «εθνικός» (ἐθνικός), όρος που αρχικά χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τους μη-Εβραίους ή μη-Χριστιανούς, αλλά είχε απωλέσει τη θρησκευτική του σημασία.<ref name="Nomads">{{harvnb|Ahrweiler|Laiou|1998|pp=2–3}}.</ref> Στο κλασικίζον ύφος που συχνά χρησιμοποιούσαν περιγράφοντας άλλους λαούς, οι βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονταν τακτικά στο λαό τους ως «[[Αύσονες]]», με την αρχαία δηλαδή ονομασία για τους κατοίκους της [[Ιταλία]]ς.<ref>{{harvnb|Kaldellis|2007|p=66}}: "«Just as the Byzantines referred to foreign peoples by classical names, making the Goths into Skythians and the Arabs into Medes, so too did they regularly call themselves Ausones, an ancient name for the original inhabitants of Italy. This was the standard ''classicizing'' name that the Byzantines used for themselves, not 'Hellenes.'"»</ref> Οι Βυζαντινοί ήταν και αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως κληρονόμους του πολιτισμού της [[Αρχαία Ελλάδα|αρχαίας Ελλάδας]],<ref>{{harvnb|Kazhdan|Constable|1982|p=12}}; {{harvnb|Runciman|1970|p=14}}</ref><ref>{{harvnb|Kitzinger|1967|loc="«Introduction"», pσελ. x}}: "«Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τον εαυτό τους θεματοφύλακες και κληρονόμους της Ελληνικής παράδοσης."»</ref> πολιτικούς κληρονόμους της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Αυτοκρατορικής Ρώμης]]<ref>{{harvnb|Kazhdan|Constable|1982|p=12}}; {{harvnb|Runciman|1970|p=14}}; {{harvnb|Haldon|1999|p=7}}.</ref><ref>{{harvnb|Browning|1992|loc="«Introduction"», pσελ. xiii}}: "«Οι Βυζαντινοί δεν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Βυζαντινούς, αλλά ''Ρωμαίους''—(Romans). Γνώριζαν καλά το ρόλο τους ως κληρονόμους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που για πολλούς αιώνες είχε ενοποιήσει όλον τον κόσμο της Μεσογείου και τον περισσότερο έξω από αυτήν."»</ref>, και ακόλουθους και συνεχιστές των Αποστόλων<ref>{{harvnb|Kazhdan|Constable|1982|p=12}}</ref>. Έτσι, η αντίληψή τους της έννοιας «Ρωμαίος» ήταν διαφορετική από αυτή των συγχρόνων τους στη Δύση. «Ρωμαϊκός» ήταν το όνομα στην κοινή Ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με το «Ελληνικός» το οποίο ήταν λογοτεχνική ή δογματική μορφή<ref>{{harvnb|Runciman|1985|p=119}}.</ref>. Οι βυζαντικές ελίτ και ο απλός λαός έτρεφαν ένα υψηλό αίσθημα συλλογικής αυτοεκτίμησης που βασιζόταν σε αυτό που προσλάμβαναν ως πολιτισμική ανωτερότητα έναντι των ξένων, που αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση, παρά τη συχνή χρήση φιλοφρονήσεων σε μεμονωμένους αλλοδαπούς, π.χ. το χαρακτηρισμό κάποιου ως ''ἀνδρείου Ῥωμαιόφρονος'' (ο ανδρείος που σκέπτεται ως Ρωμαίος)<ref name="Nomads"/>. Υπήρχε ήδη ένα στοιχείο αδιαφορίας ή παραμέλησης κάθε τι μη Ελληνικού, που συνεπώς ήταν «βαρβαρικό»<ref name="Ciggaar14">{{harvnb|Ciggaar|1996|p=14}}.</ref>.
 
===Επίσημος λόγος===
Γραμμή 61:
Η καθομιλούμενη γλώσσα και το κράτος, οι σηματοδότες της ταυτότητας που θα γίνονταν τα θεμελιώδη δόγματα στον εθνικισμό του 19ου αιώνα σε όλη την Ευρώπη, έγιναν, από τύχη, πραγματικότητα κατά περίοδο της διαμόρφωσης της μεσαιωνικής Ελληνικής ιστορίας<ref name="Beaton9">{{harvnb|Beaton|1996|p=9}}.</ref>. Μετά την απώλεια των μη ελληνόφωνων εδαφών της αυτοκρατορίας τον 7ο και 8ο αιώνα, η ονομασία «Έλλην», όταν δε χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τον ειδωλολάτρη, έγινε συνώνυμο των ονομάτων «Ρωμαίος» (Ῥωμαῖος) και «Χριστιανός» για να υποδηλώσει τους Χριστιανούς Έλληνες πολίτες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας<ref name="Harrison268"/>.
 
Στα πλαίσια της αυξανόμενης [[Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας|Βενετικής]] και [[Δημοκρατία της Γένοβας|Γενοβέζικης]] δύναμης στην ανατολική Μεσόγειο, η σύνδεση με τον Ελληνισμό απέκτησε βαθύτερες ρίζες μεταξύ της Βυζαντινής ελίτ, σε μια επιθυμία να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από την Λατινική Δύση και να νομιμοποιήσουν τις διεκδικήσεις τους στις ελληνόφωνες περιοχές<ref>{{harvnb|Speck|Takács|2003|pp=280–281}}.</ref>. Με αρχή τον 12ο αιώνα και ιδίως μετά το 1204, κάποιοι Βυζαντινοί λόγιοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το αρχαίο Ελληνικό εθνώνυμο ''Ἕλλην'' για να περιγράψουν το Βυζαντινό πολιτισμό<ref>{{harvnb|Mango|1965|p=33}}.</ref>. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 ένας μικρός κύκλος της ελίτ στην [[Αυτοκρατορία της Νίκαιας]] χρησιμοποίησε τον όρο «Έλληνες» ως όρο αυτοπροσδιορισμού.<ref>{{harvnb|Angold|1975|p=65}}: "«The new usage of 'Hellene' was limited to a small circle of scholars at the Nicaean court and emphasized the cultural identity of the Byzantines as the heirs of the 'Ancient Hellenes'"». {{harvnb|Page|2008|p=127}}: "«it is important to appreciate that this was a limited phenomenon. The examples of self-identifying Hellenism are actually quite few and do not extend beyond the absolute elite of Nikaia, where the terminology of Rhomaios also maintained its hold"»</ref> Για παράδειγμα, σε μια επιστολή του στον [[Πάπας Γρηγόριος Θ΄|Πάπα Γρηγόριο Θ΄]] ο Βυζαντινός αυτοκράτορας [[Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης|Ιωάννης Βατατζής]] (βασιλεία 1221–1254) ισχυρίστηκε ότι είχε δεχτεί το δώρο της βασιλείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο, και έδωσε έμφαση στην «Ελληνική» του καταγωγή, εξαίροντας τη σοφία των Ελλήνων. Παρουσίαζε την Ελληνική κουλτούρα ως αναπόσπαστο κομμάτι της Βυζαντινής πολιτικής αψηφώντας τους ισχυρισμούς των Λατίνων. Ο Αυτοκράτορας [[Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης]] (βασιλεία 1254-1258), ο μόνος που χρησιμοποιούσε συστηματικά τον όρο «Έλληνες» ως όρο αυτοπροσδιορισμού αυτήν την περίοδο, προσπάθησε να αναβιώσει την Ελληνική παράδοση με την ενδυνάμωση των σπουδών της φιλοσοφίας, γιατί κατά τη γνώμη του υπήρχε κίνδυνος η φιλοσοφία να «εγκαταλείψει τους Έλληνες και να βρει καταφύγιο στους Λατίνους».<ref name="Angold528">{{harvnb|Angold|2000|p=528}}</ref><ref>{{harvnb|Kaplanis|2014|p=91-2}}</ref> Για ιστορικούς της αυλής της Νίκαιας, ωστόσο, όπως ο [[Γεώργιος Ακροπολίτης]] και ο [[Γεώργιος Παχυμέρης]], ο όρος Ρωμαίος παρέμεινε ο μοναδικός σημαντικός όρος αυτοπροσδιορισμού, παρά τα ίχνη επίδρασης της πολιτικής των αυτοκρατόρων της Νίκαιας στα γραπτά τους.<ref>{{harvnb|Page|2008|p=129}}</ref>
 
Κατά την [[Δυναστεία των Παλαιολόγων|Παλαιολόγεια περίοδο]], αφότου οι Βυζαντινοί είχαν ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο όρος «Ρωμαίοι» έγινε και πάλι ο κυρίαρχος όρος αυτοπροσδιορισμού και λίγα ίχνη του όρου «Έλληνες» υπάρχουν, όπως στα γραπτά του [[Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων|Γεώργιου Γεμιστού (Πλήθωνα)]]·<ref>{{harvnb|Kaplanis|2014|p=92}}</ref> o [[νεοπλατωνισμός|νεοπλατωνικός]] φιλόσοφος καυχιόταν «Είμαστε Έλληνες στη φυλή και τον πολιτισμό», και πρότεινε την αναγέννηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ακολουθώντας ένα ουτοπικό Ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης με κέντρο το [[Μυστράς|Μυστρά]]<ref>{{harvnb|Makrides|2009|p=136}}.</ref>. Υπό την επίδραση του Πλήθωνα, ο λόγιος, διδάσκαλος, και μεταφραστής [[Ιωάννης Αργυρόπουλος]], αποκάλεσε τον [[Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος|Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο]] (βασιλεία 1425–1448) «Βασιλιά Ήλιο της Ελλάδας»<ref>{{harvnb|Lamers|2015|p=42}}</ref> και παρακίνησε τον τελευταίο Βυζαντινό Αυτοκράτορα [[Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος|Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο]] να αυτό-ανακηρυχθεί «Βασιλιάς των Ελλήνων».<ref name="Steiris">{{cite journal|author1=Georgios Steiris|title=Argyropoulos, John|journal=Encyclopedia of Renaissance Philosophy|date=16 October 2015|doi=10.1007/978-3-319-02848-4_19-1|url=https://link.springer.com/referenceworkentry/10.1007/978-3-319-02848-4_19-1|publisher=Springer International Publishing}}</ref> Αυτές οι κατά κύριο λόγο ρητορικές εκφράσεις ελληνικής ταυτότητας ήταν περιορισμένες σε ένα πολύ μικρό κύκλο και δεν είχαν καμία επίδραση στο λαό. Συνεχίστηκαν ωστόσο από τους Βυζαντινούς λογίους που συμμετείχαν στην Ιταλική [[Αναγέννηση]].<ref>{{harvnb|Mango|1965|p=33}}</ref>
Γραμμή 69:
[[File:Eugène Ferdinand Victor Delacroix 012.jpg|thumb|185px|''Η Είσοδος των [[Σταυροφορίες|Σταυροφόρων]] στην Κωνσταντινούπολη'', [[Ευγένιος Ντελακρουά]], 1840.]]
 
Στα μάτια της Δύσης, μετά τη στέψη του [[Καρλομάγνος|Καρλομάγνου]], οι Βυζαντινοί δεν αναγνωρίζονταν ως οι κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο αντίθετα αντιλαμβανόταν ως μια παρακμασμένη συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας, και συχνά περιγραφόταν ως η «Αυτοκρατορία των Ελλήνων» ή «Βασίλειο της Ελλάδας». Αυτές η αρνήσεις της Βυζαντινής Ρωμαϊκής κληρονομιάς και οικουμενικών δικαιωμάτων θα έδιναν το έναυσμα για τις πρώτες δυσαρέσκειες μεταξύ των Ελλήνων και των «Λατίνων» (από το Λατινικό Λειτουργικό) ή «Φράγκων» (από την εθνικότητα του Καρλομάγνου), όπως αποκαλούνταν από τους Έλληνες<ref name="Ciggaar14"/><ref name="Fouracre345">{{harvnb|Fouracre|Gerberding|1996|p=345}}: "«Η Φραγκική Αυλή δεν θεωρούσε πλέον ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε νομότυπες διεκδικήσεις της οικουμενικότητας. Αντίθετα, τώρα αποκαλούνταν 'Αυτοκρατορία των Ελλήνων'."»</ref><ref name="Halsall1997">{{cite web|last=Halsall|first=Paul|title=Medieval Sourcebook: Urban II: Speech at Council of Clermont, 1095, Five versions of the Speech|url=http://www.fordham.edu/halsall/source/urban2-5vers.html|publisher=Fordham University|year=1997|accessdate=1 December 2009}}</ref>.
 
Η δημοφιλής Δυτική άποψη αντικατοπτρίζεται στο ''Translatio militiae'', ο ανώνυμος συγγραφέας του οποίου δηλώνει ότι οι Έλληνες είχαν χάσει το κουράγιο και την γνώση τους, και συνεπώς δεν συμμετείχαν στον πόλεμο εναντίον των απίστων. Σε άλλο σημείο, οι αρχαίοι Έλληνες επαινούνται για τις στρατιωτικές τους ικανότητες και τις γνώσεις τους, με το συγγραφέα έτσι να διαχωρίζει τους σύγχρονους Βυζαντινούς Έλληνες, που γενικά θεωρούνταν ως μη πολεμοχαρείς και σχισματικοί<ref nam. Αν και αυτή η φήμη μοιάζει παράξενη με τη σύγχρονη ματιά δεδομένων των αμείωτων στρατιωτικών επιχειρήσεων των Βυζαντινών και τους αγώνες τους του 8ου αιώνα εναντίον του Ισλάμ και των Ισλαμικών κρατών, αντικατοπτρίζει την φιλοσοφία ''ρεαλπολιτίκ'' των Βυζαντινών, οι οποίοι εφάρμοζαν την διπλωματία και το εμπόριο μαζί με την στρατιωτική δύναμη στην εξωτερική πολιτική, και το υψηλό επίπεδο του πολιτισμού τους σε αντίθεση με το ζήλο των Σταυροφόρων και την άγνοια και προκατάληψη της μεσαιωνικής Δύσης. Όπως το έθεσε ο ιστορικός Steven Runciman has<ref>{{harvnb|Runciman|1988|p=9}}.</ref>:
Γραμμή 79:
===Ανατολική αντίληψη===
{{δείτε|Ρουμ μιλλέτ}}
Στην Ανατολή οι [[Πέρσες]] και οι [[Άραβες]] συνέχισαν να θεωρούν τους Βυζαντινούς Ρωμαίους ([[αραβικά]]: ar-Rūm) μετά την πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα η 30η [[σούρα]] του Κορανίου ([[Αρ-Ρουμ]]) αναφέρεται στην ήττα των Βυζαντινών («Ρουμ» ή «Ρωμαίων») υπό τον [[Ηράκλειος|Ηράκλειο]] από τους Πέρσες στη [[μάχη της Αντιόχειας]] και υπόσχεται την τελική νίκη των Βυζαντινών («Ρωμαίων»).<ref>{{harvnb|Haleem|2005|loc="«30. The Byzantines (''Al-Rum'')"», ppσσ. 257–260}}.</ref> Αυτή η παραδοσιακή ονομασία των Βυζαντινών ως Ρωμαίων [της Ανατολής] στο μουσουλμανικό κόσμο συνέχισε κατά το Μεσαίωνα, οδηγώντας στη δημιουργία ονομασιών όπως το [[σουλτανάτο του Ρουμ]] («Σουλτανάτο επί των Ρωμαίων») στην κατειλημμένη Μικρά Ασία και προσωπικών ονομάτων όπως [[Ρουμί]], όνομα του μυστικιστή Πέρση ποιητή που έζησε στο πρώην Βυζαντινό [[Ικόνιο]] το 13ο αιώνα.<ref>{{harvnb|Lewis|2000|p=9: "«The Anatolian peninsula which had belonged to the Byzantine, or eastern Roman empire, had only relatively recently been conquered by Muslims and even when it came to be controlled by Turkish Muslim rulers, it was still known to Arabs, Persians and Turks as the geographical area of ''Rum''. As such, there are a number of historical personages born in or associated with Anatolia known as Rumi, literally "from Rome."»}}</ref> Άραβες γεωγράφοι του ύστερου Μεσαίωνα θεωρούσαν ακόμα τους Βυζαντινούς ως «Ρουμ» (Ρωμαίους) όχι Έλληνες. Για παράδειγμα ο [[ιμπν Μπατούτα]] θεωρούσε τους καταρρέοντας ''Ρουμ'' ως «ισχνούς συνεχιστές και διαδόχους των αρχαίων Ελλήνων (Yunani) σε θέματα πολιτισμού.»<ref>{{harvnb|Vryonis|1999|p=29}}.</ref>
 
Οι μουσουλμάνοι [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανοί]] επίσης αναφέρονταν στους Βυζαντινούς αντιπαλους τους ως Ρουμ (Ρωμαίους) και ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα επίσημα στην [[Τουρκία]] για τους ελληνόφωνους ντόπιους ([[Ἐλληνες στην Τουρκία|Ρουμλάρ]]) της [[Κωνσταντινούπολη]]ς ''πρβλ.'' [[Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως]] (τούρκικα: ''Rum Ortodoks Patrikhanesi'', "«Ρωμαιορθόδοξο Πατριαρχείο"»<ref> Στην Τουρκία αναφέρεται επίσης ανεπίσημα ως ''Fener Rum Patrikhanesi'', "«Ρωμαϊκό Πατριαρχείο του [[Φανάρι|Φαναρίου]]"».</ref>).<ref name=Doumanis/> Πολλά τοπωνύμια στη Μικρά Ασία προέρχονται από την τουρκική λέξη για τους Βυζαντινούς («Rûm», Ρωμαίοι): [[Ερζερούμ]] («Αρζαν των Ρωμαίων»), [[Ρούμελη]] («Γη των Ρωμαίων») και Ρουμίγιε-ι Σούγρα («Μικρή Ρώμη», η περιοχή της Αμάσειας και [[Σεβάστεια]]ς).<ref>{{harvnb|Har-El|1995|p=195}}.</ref>
 
==Κοινωνία==
Γραμμή 116:
Η Βυζαντινή εκπαίδευση ήταν προϊόν μιας αρχαίας Ελληνικής παράδοσης που πηγαίνει πίσω στον 5ο αιώνα π.Χ.<ref name="Cavallo95">{{harvnb|Cavallo|1997|p=95}}.</ref>. Αποτελούνταν από ένα τριμερές σύστημα εκπαίδευσης το οποίο είχε διαμορφωθεί από την [[Εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα|Ελληνιστική]] περίοδο, και διατηρήθηκε, με τις αναπόφευκτες αλλαγές, μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης<ref name="Cavallo95"/>. Τα στάδια της εκπαίδευσης ήταν η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, όπου οι μαθητές είχαν ηλικία από 6 ως 10 χρονών, η δευτεροβάθμια, όπου είχαν από 10 ως 16, και η ανώτερη εκπαίδευση<ref name=Education>{{cite web|title=Education: The Byzantine Empire|work=Encyclopaedia Britannica|publisher=Encyclopaedia Britannica, Inc.|year=2016|accessdate=16 May 2016|url=http://www.britannica.com/topic/education/The-Byzantine-Empire}}</ref>.
 
Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση ήταν ευρέως διαθέσιμη κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις πόλεις και κάποιες φορές και στην επαρχία<ref name=Education/>. Αυτό διασφάλιζε ότι ο [[Γραμματισμός|αλφαβητισμός]] ήταν πολύ πιο διαδεδομένος απ’ ό, τι στη Δυτική Ευρώπη, τουλάχιστον μέχρι το δωδέκατο αιώνα<ref name=Education/><ref>{{harvnb|Rautman|2006|p=282: "«Αντίθετα από την μεσαιωνική Δύση, όπου η εκπαίδευση γινόταν κυρίως σε μοναστήρια, ο στοιχειώδης αλφαβητισμός ήταν διαδεδομένος στην Βυζαντινή κοινωνία σαν σύνολο."»}}</ref>. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιοριζόταν στις μεγαλύτερες πόλεις ενώ η ανώτερη εκπαίδευση ήταν αποκλειστικά προερχόμενη από το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης<ref name=Education/>.
 
Αν και δεν ήταν μια κοινωνία μαζικού αλφαβητισμού, όπως οι [[νεωτερικότητα|νεωτερικές]] κοινωνίες, η Βυζαντινή κοινωνία ήταν πολύ εγγράμματη<ref>{{harvnb|Browning|1993|pp=70, 81}}.</ref>. Με βάση πληροφορίες από μια εκτεταμένη σειρά Βυζαντινών εγγράφων από διαφορετικές περιόδους (π.χ. ομιλίες, ''Εκλογές'', κτλ), ο [[Ρόμπερτ Μπράουνινγκ (Βυζαντινολόγος)|Ρόμπερτ Μπράουνινγκ]] συμπέρανε, ενώ τα βιβλία ήταν είδη πολυτελείας και η λειτουργική εγγραμματοσύνη (γνώση γραφής και ανάγνωσης) ήταν ευρέως διαδεδομένη, αλλά κατά κύριο λόγο περιορισμένη στις πόλεις και τις μονές, η πρόσβαση στη στοιχειώδη εκπαίδευση παρεχόταν στις περισσότερες πόλεις τον περισσότερο καιρό και κάποιες φορές και σε χωριά<ref>{{harvnb|Browning|1989|loc=VII Literacy in the Byzantine World, ppσσ. 39–54}}; {{harvnb|Browning|1993|pp=63–84}}.</ref>. Ο [[Νικόλαος Οικονομίδης (βυζαντινολόγος)|Νικόλαος Οικονομίδης]], επικεντρώνοντας στον Βυζαντινό αλφαβητισμό του 13ου αιώνα στην Δυτική Μικρά Ασία, λέει ότι στη Βυζαντινή κοινωνία εγγράμματη ήταν «όλη η εκκλησία, σχεδόν όλη η αριστοκρατία, κάποιοι ιππείς, σπάνια κάποιοι χωρικοί, και σχεδόν καθόλου οι γυναίκες»<ref>{{harvnb|Oikonomides|1993|p=262}}.</ref>. Ο Ιωάννης Στουραΐτης εκτιμά ότι το ποσοστό της Αυτοκρατορίας με κάποιο βαθμό αλφαβητισμού ήταν το πολύ 15–20%, με βάση κυρίως την αναφορά αναλφάβητων Βυζαντινών [[Τουρμάρχης|τουρμαρχών]] στα ''[[Τακτικά του Λέοντος Σοφού|Τακτικά]]'' του Αυτοκράτορα [[Λέων ΣΤ΄|Λέοντα του Σοφού]] (βασιλεία 886–912)<ref>{{harvnb|Stouraitis|2014|pp=196–197}}.</ref>.
 
Στο Βυζάντιο, ο εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είχε χαμηλή κοινωνική θέση και δίδασκε κυρίως από απλά βιβλία παραμυθιών (οι ''[[Μύθοι του Αισώπου]]'' χρησιμοποιούνταν συχνά)<ref name="Cavallo96">{{harvnb|Cavallo|1997|p=96}}.</ref>. Όμως, οι [[Φιλολογία|γραμματικοί]] και η [[Ρητορική|ρήτορες]], εκπαιδευτικοί υπεύθυνοι για τις επόμενες βαθμίδες της εκπαίδευσης, απολάμβαναν περισσότερο σεβασμό<ref name="Cavallo96"/>. Αυτοί χρησιμοποιούσαν τα κλασσικά Ελληνικά κείμενα όπως την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια, τον περισσότερο χρόνο τους καταλάμβανε η λέξη προς λέξη εξήγηση<ref name="Cavallo96"/>. Τα βιβλία ήταν σπάνια και πολύ ακριβά, και τα κατείχαν μόνο δάσκαλοι, από τα οποία υπαγόρευαν κείμενα στους μαθητές<ref>{{harvnb|Cavallo|1997|p=97}}.</ref>.
Γραμμή 148:
Αντίθετα από την Δυτική Ευρώπη όπου οι [[Ιερέας|ιερείς]] ήταν ξεκάθαρα χωρισμένοι από τους [[Λαϊκοί|λαϊκούς]], ο κλήρος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρέμεινε σε στενή σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία<ref name="Rautman23">{{harvnb|Rautman|2006|p=23}}.</ref>. Οι αναγνώστες και οι [[Υποδιάκονος|υποδιάκονοι]] προέρχονταν από τους λαϊκούς και έπρεπε να ήταν τουλάχιστον 20 χρονών ενώ οι ιερείς και οι [[Επίσκοπος|επίσκοποι]] τουλάχιστον 30 χρονών<ref name="Rautman23"/>. Αντίθετα από την [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία|Καθολική Εκκλησία]], η Βυζαντινή Εκκλησία επέτρεπε παντρεμένους ιερείς και διακόνους, αρκεί να είχαν παντρευτεί πριν την [[Χειροτόνηση|χειροτόνηση]]. Οι επίσκοποι όμως, έπρεπε να μην είναι παντρεμένοι<ref name="Rautman23"/>.
 
Ενώ η θρησκευτική ιεραρχία αντικατόπτριζε την διοικητική διαίρεση της Αυτοκρατορίας, ο κλήρος ήταν πιο καθολικά παρόν από τους υπηρετούντες την αυτοκρατορία<ref>{{harvnb|Rautman|2006|p=24}}.</ref>. Το ζήτημα του [[Καισαροπαπισμός|καισαροπαπισμού]] ενώ συχνά σχετίζεται με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τώρα κατανοείται πολύ απλοποιημένη περιγραφή των πραγματικών συνθηκών της Αυτοκρατορίας<ref>{{cite web|title=Caesaropapism|year=2016|work=Encyclopaedia Britannica|publisher=Encyclopaedia Britannica, Inc.|accessdate=16 Μαΐου 2016|url=http://www.britannica.com/topic/caesaropapism}}</ref>. Από τον 5ο αιώνα, ο [[Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως]] αναγνωριζόταν ως ο πρώτος μεταξύ ίσων των τεσσάρων ανατολικών Πατριαρχείων και ίδιου στάτους με τον Πάπα της Ρώμης<ref name="Rautman23"/>.
|work=Encyclopaedia Britannica|publisher=Encyclopaedia Britannica, Inc.|year=2016|accessdate=16 May 2016|url=http://www.britannica.com/topic/caesaropapism}}</ref>. Από τον 5ο αιώνα, ο [[Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως]] αναγνωριζόταν ως ο πρώτος μεταξύ ίσων των τεσσάρων ανατολικών Πατριαρχείων και ίδιου στάτους με τον Πάπα της Ρώμης<ref name="Rautman23"/>.
 
Οι εκκλησιαστικές διοικητικές μονάδες ονομάζονταν ''επαρχίες'' και είχαν κεφαλή [[Αρχιεπίσκοπος|αρχιεπισκόπους]] ή [[Μητροπολίτης|μητροπολίτες]] που επέβλεπαν τους υφιστάμενούς τους ''επισκόπους''. Για τους περισσότερους ανθρώπους όμως, ήταν ο ενοριακός ιερέας, ή παπάς που ήταν το πιο αναγνωρίσιμο μέλος του κλήρου για αυτούς<ref name="Rautman23"/><ref>{{cite web|last=Harper|first=Douglas|title=Pope|publisher=Online Etymology Dictionary|year=2001–20102001-2010|url=http://www.etymonline.com/index.php?term=Pope|accessdate=25 MayΜαΐου 2011}}</ref>.
 
==Πολιτισμός==
Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του βυζαντινού πολιτισμού ήταν: 1) Η [[ελληνική γλώσσα]], πολιτισμός, λογοτεχνία, και επιστήμη 2) Το [[Ρωμαϊκό Δίκαιο|ρωμαϊκό δίκαιο]] και παράδοση, 3) Η [[Χριστιανισμός|χριστιανική πίστη]]<ref>{{harvnb|Baynes|Moss|1948|loc="«Introduction"», pσελ. xx}}; {{harvnb|Ostrogorsky|1969|p=27}}; {{harvnb|Kaldellis|2007|pp=2–3}}; {{harvnb|Kazhdan|Constable|1982|p=12}}.</ref>.
 
===Γλώσσα===
Γραμμή 196 ⟶ 195 :
 
Πολλοί ελληνορθόδοξοι, ιδίως αυτοί που βρίσκονταν εκτός του νεοιδρυθέντος [[ιστορία της νεώτερης Ελλάδας|ελληνικού κράτους]], συνέχισαν να αυτοπροσδιορίζονται ως «Ρωμιοί» ως και τον 20ο αιώνα. Ο [[Πέτρος Χαράνης]], που γεννήθηκε στη [[Λήμνος|Λήμνο]] το 1908 και αργότερα έγινε καθηγητής Βυζαντινής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Rutgers, διηγείται ότι όταν η Ελλάδα κατέλαβε το νησί από τους Οθωμανούς το 1912, Έλληνες στρατιώτες στάλθηκαν σε κάθε χωριό και σταμάτησαν στις πλατείες. Κάποια παιδιά έτρεξαν να δουν πώς είναι οι Έλληνες στρατιώτες. «Τι κοιτάζετε;» ρώτησε ένας στρατιώτης. «Τους Έλληνες», απάντησαν τα παιδιά. «Εσείς δεν είστε Έλληνες», αντιγύρισε ο στρατιώτης. «Όχι,» απάντησαν τα παιδιά, «είμαστε Ρωμιοί».<ref>{{harvnb|Kaldellis|2007|pp=42–43}}.</ref>
 
{{Ενσωμάτωση κειμένου|en|Byzantine Greeks}}
 
==Δείτε επίσης==
{{div col|3}}
*[[Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]]
*[[Ελληνική ιστορία|Ιστορία της Ελλάδας]]
*[[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη]]
*[[Εξελληνισμός]]
*[[Μάχη του Μαντζικέρτ]]
*[[Μεσαιωνική ελληνική γλώσσα]]
*[[Μικρά Ασία]]
{{div col end}}
 
===Εθνικές, θρησκευτικές, και πολιτικές ομάδες===
{{div col|3}}
*[[Αρχαίοι κάτοικοι της Ανατολίας]]
*[[Έλληνες της Αντιόχειας]]
*[[Έλληνες στην Τουρκία]]
*[[Ελληνορθόδοξη Εκκλησία]]
*[[Μελχίτες]]
*[[Οθωμανοί Έλληνες]]
*[[Ρωμανιώτες]]
*[[Σελτζούκοι]]
{{div col end}}
 
==Παραπομπές==
 
===Υποσημειώσεις===
<references />
 
===Βιβλιογραφία===
{{refbegin|2}}
*{{cite book|last=Adrados|first=Francisco Rodriguez|title=A History of the Greek Language: From its Origins to the Present|location=Leiden|publisher=Brill Academic Publishers|year=2005|isbn=90-04-12835-2|url=https://books.google.com/books?id=Kx_NjXiMZM0C|ref=harv}}
Γραμμή 306 ⟶ 332 :
*[[Σελτζούκοι]]
{{div col end}}
 
{{Ενσωμάτωση κειμένου|en|Byzantine Greeks}}
 
[[Κατηγορία:Βυζαντινοί| ]]
[[Κατηγορία:Κοινωνία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία]]