Σλαβόφωνοι στην οθωμανική Μακεδονία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: Νέα ανακατεύθυνση
Αναίρεση έκδοσης 6939996 από τον Pyraechmes (Συζήτηση)
Ετικέτες: Αφαιρέθηκε ανακατεύθυνση Αναίρεση
Γραμμή 1:
{{σγδ}}
#ΑΝΑΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ [[Σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες]]
[[File:CampesinosMacedonios--picturesfrombalk00frasuoft.png|thumb|Χωρικοί της Μακεδονίας (περ. 1905).]]
Από το τέλος της [[Ύστερη Αρχαιότητα|Ύστερης Αρχαιότητας]] στη Bαλκανική βρέθηκαν [[σκλαβηνίες|εγκατεστημένοι]] '''σλαβόφωνοι''' πληθυσμοί. Προς το τέλος του 18ου αιώνα η σλαβοφωνία είχε επικρατήσει στην ύπαιθρο χώρα της [[Μακεδονία (περιοχή)|περιοχής της Μακεδονίας]] βορείως μιας νοητής γραμμής που από την περιοχή νοτίως της Καστοριάς κατέληγε στη Θεσσαλονίκη. Οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και ζούσαν σε [[τσιφλίκια]] στα πεδινά ή σε ελεύθερα χωριά στα ορεινά. Γνωστοί την περίοδο αυτή με βάση τη γλώσσα τους ως «Βούλγαροι», όρο που είχε κοινωνικές συνδηλώσεις, αυτοπροσδιορίζονταν με βάση τη θρησκευτική τους ταυτότητα ως [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Χριστιανοί Ορθόδοξοι]]. Ενώ θεωρούνταν ομογενείς των [[Έλληνες|Ελλήνων]], λόγω της μετοχής τους στο [[Ρουμ μιλλέτ]], από τα μέσα του 19ου αιώνα διεκδικήθηκαν ως ομοεθνείς από το βουλγαρικό εθνικό κίνημα με βάση την ομογλωσσία τους. Με την ίδρυση της [[Βουλγαρική Εξαρχία|Βουλγαρικής Εξαρχίας]], σχηματοποιήθηκαν στο εσωτερικό των σλαβόφωνων κοινοτήτων κυρίως επί τη βάσει προϋπαρχουσών κοινωνικών διαιρέσεων, που εκδηλώθηκαν από το 19ο αιώνα με βάση την κατανομή της εργασίας, μία πατριαρχική και μία εξαρχική παράταξη, που προσέκειντο στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία αντίστοιχα. Η συμπατάραταξη με την ελληνική ή τη βουλγαρική εθνική μερίδα γινόταν αντιληπτή από τους ίδιους τους σλαβόφωνους χωρικούς με θρησκευτικούς όρους και καθοριζόταν κυρίως από κοινωνικές μέριμνες, ακόμη και όταν έκανε την εμφάνισή της η χρήση βίας στην περιοχή, αρχικά από την [[Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση]] και αργότερα και από ελληνικές ένοπλες ομάδες μετά την [[εξέγερση του Ίλιντεν]] το 1903, κατά το [[Μακεδονικός Αγώνας|Μακεδονικό Αγώνα]]. Με τους [[Βαλκανικοί πόλεμοι|Βαλκανικούς πολέμους]] η περιοχή της Μακεδονίας προσαρτήθηκε στην [[Ελλάδα]], τη [[Βασίλειο της Σερβίας|Σερβία]] και τη [[Βουλγαρία]] και οι σλαβόφωνοι κάτοικοί της ενσωματώθηκαν στα εθνικά κράτη στα οποία πλέον ζούσαν, παραμένοντας ως [[σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας|γλωσσική μειονότητα στην Ελλάδα]], αναπτύσσοντας [[Σλαβομακεδόνες|εθνική συνείδηση μακεδονική]] ή [[Βούλγαροι Μακεδόνες|εντασσόμενοι στο βουλγαρικό έθνος]].
 
==Γλώσσα, οικονομία, κοινωνία==
===Έκταση της σλαβοφωνίας===
[[File:Macedonia_-_Point_of_View_of_the_Serbs.jpg|thumb|Σερβικός εθνογραφικός χάρτης της περιοχής της Μακεδονίας του 1914. Οι Έλληνες σημειώνονται με μπλε, οι μουσουλμάνοι με μωβ, οι διάφοροι σλαβόφωνοι με αποχρώσεις του πράσινου, οι Αλβανοί με κίτρινο και οι Βλάχοι με ροζ.]]
Ενώ κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, η ελληνοφωνία είχε επεκταθεί προς την [[Ιλλυρία]], οι [[Μεγάλες μεταναστεύσεις|επιδρομές που ακολούθησαν από τον 3ο μ.Χ. αιώνα κ.ε.]] μετέβαλαν την πληθυσμιακή σύνθεση της [[Βαλκανική]]ς, με την εγκατάσταση [[Σκλαβηνίες|συμπαγών θυλάκων]] [[Σλάβοι|Σλάβων]] ιδίως στα πεδινά των βόρειων ελληνικών χωρών.<ref>{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=17-19}}</ref> Oι ζώνες ομιλίας της ελληνικής, της αλβανικής, της βλαχικής και της σλαβικής συνέκλιναν νότια της Καστοριάς, στην περιοχή των λιμνών [[Οχρίδα (λίμνη)|Αχρίδας]], [[Πρέσπες|Πρεσπών]] και [[Λίμνη Ορεστιάδα|Ορεστειάδας]], οι πόλεις της οποίας αποτελούσαν κέντρα γλωσσικού εξελληνισμού.<ref>{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=80}}</ref> Τους χρόνους του [[Αλή πασάς|Αλή πασά]] και της [[Ελληνική Επανάσταση|Ελληνικής Επανάστασης]] ελληνόφωνοι και ελληνοφωνήσαντες αλβανόφωνοι μετακινήθηκαν προς τα ανατολικά από την Ήπειρο και την Αλβανία και δημιούργησαν ή ενίσχυσαν ελληνόφωνα χωριά, όπως στα νοτιοδυτικά της Καστοριάς.<ref>{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=101-103}}</ref>
 
Ανατολικά αυτής της περιοχής, η ελληνοφωνία περιοριζόταν στην παραλιακή ζώνη της περιοχής (τα νότια τμήματα της σημερινής [[Μακεδονία (Ελλάδα)|ελληνικής Μακεδονίας]]), ενώ η ζώνη ομιλίας της σλαβικής εκτεινόταν προς νότο ως τα πεδινά της Ημαθίας και της Θεσσαλονίκης.<ref>{{harvnb|Gounaris|1995|p=410-1}}, {{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=80-1}}.</ref> Όριο της ελληνοφωνίας και της σλαβοφωνίας αποτελούσε μια νοητή γραμμή που από το [[Γράμμος|Γράμμο]] διερχόταν νοτίως της Καστοριάς, βορείως της Κοζάνης και της Βέροιας, νοτίως της Έδεσσας και των Γιαννιτσών, και κατέληγε στην περιοχή των εκβολών του [[Αξιός|Αξιού]], στη Θεσσαλονίκη.<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=211-212}},
{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=104, 16}}.</ref> Στην περιοχή βορείως αυτής της νοητής γραμμής επικρατούσε η σλαβοφωνία, ενώ σε όλη την έκτασή της υπήρχαν ετερόγλωσσες νησίδες, θύλακες όπου ομιλούνταν τα τούρκικα, τα ελληνικά και τα βλάχικα.<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=211-212}}, {{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=81}}</ref> Η πυκνότητα της ελληνοφωνίας βορείως αυτής της γραμμής δεν ήταν αντίστοιχη της απόστασης από αυτή, καθώς η ελληνική είχε ισχυρότερη παρουσία σε περιοχές που βρισκόταν βορειότερα, όπως η [[Ανατολική Ρωμυλία]].<ref>{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=17}}</ref>
 
Στην αλλόφωνη ενδοχώρα, τα αστικά κέντρα αποτελούσαν κέντρα ελληνοφωνίας, ενώ οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν κατά κανόνα σλαβόφωνοι.<ref>{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=16}}, {{harvnb|Gounaris|1995|p=410-1}}</ref> Βορείως αυτής της νοητής γραμμής, πόλεις όπως η Καστοριά, η Νάουσα, το Μοναστήρι, ο Πρίλαπος, η Στρώμνιτσα, το Μελένικο, οι Σέρρες κ.ά. εξελλήνιζαν τους Βλάχους, Αλβανούς και Σλάβους χωρικούς που εγκαθίσταντο σε αυτές, σε μια διαδικασία στην οποία διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο οι μητροπόλεις και οι επισκοπές, τα εκκλησιαστικά και κοινοτικά σχολεία, καθώς και η αίγλη της ελληνοφωνίας, ως lingua franca του εμπορίου, και η οποία πραγματοποιούνταν με ταχύτερους ρυθμούς από την περίοδο του [[Νεοελληνικός Διαφωτισμός|Νεοελληνικού Διαφωτισμού]] και εξής.<ref>{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=87}} {{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=104-5}}</ref> Η πρόοδος, ωστόσο, αυτή της ελληνοφωνίας μεταξύ των αλλόγλωσων Χριστιανών της περιοχής δεν εξάλειψε την αλλοφωνία στα χωριά, όπου, με εξαίρεση τα μεγάλα βλαχοχώρια και όσα χωριά βρίσκονταν κοντά σε πόλεις, κατοικούσαν μικρές αμιγείς γλωσσικά κοινότητες, που δε μάθαιναν παρά όσες ελληνικές και τουρκικές λέξεις ήταν απαραίτητες για τις συναλλαγές τους.<ref>{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=81-82}}</ref>
 
Ανατολικά του Αξιού, η ελληνική περιοριζόταν επίσης σε μια νότια στενή παράλια ζώνη, έως μια νοητή γραμμή που διερχόταν νοτίως του Κιλκίς και της Δράμας, καθώς και στις πόλεις και τα μεγάλα χωριά εν μέσω μιας αλλόφωνης ενδοχώρας.<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=211-212}}, {{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=16-17, 111-112}}</ref> Η εγγύτητα, ωστόσο, με την Κωνσταντινούπολη και ακμάζοντα ελληνικά κέντρα των [[Παραδουνάβιες Ηγεμονίες|Παραδουνάβιων Ηγεμονιών]] είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη πρόοδο της διάδοσης της ελληνοφωνίας σε σχέση με την περιοχή δυτικά του Αξιού.<ref>{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=111-112}}</ref>
 
===Οικονομία και κοινωνία===
[[File:Kirech Koy Women by Paul Zepdji 1.jpg|thumb|Ντόπιες γυναίκες του [[Κιρέτσκιοϊ]] (σημ. [[Ασβεστοχώρι]]).]]
Οι περισσότεροι σλαβόφωνοι των πεδινών και των οροπεδίων ήταν αγρότες που εργάζονταν σε [[τσιφλίκια]], οργανωμένοι κάποιες φορές σε [[ζάντρουγκα|ζάντρουγκες]]. Στα ορεινά της δυτικής Μακεδονίας πολλοί ήταν υλοτόμοι, [[κτηνοτροφία|κτηνοτρόφοι]] ή κτίστες.<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=212}}.</ref> Οι Σλάβοι χωρικοί αποτελούσαν το κύριο μέρος του αγροτικού πληθυσμού της Μακεδονίας, ιδίως στις μεγάλης έκτασης ιδιοκτησίες στα πεδινά.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=234}}.</ref> Στα ορεινά, ιδίως στα δυτικά, στην περιοχή του Μοναστηρίου, υπήρχαν ελεύθερα χωριά, οι κάτοικοι των οποίων ειδικεύονταν σε διάφορες τέχνες και περιόδευαν στη Βαλκανική π.χ. ως κτίστες ακολουθώντας ένα σύστημα γνωστό ως pecalba.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=234}}.</ref> Ως τη δεκαετία του 1860 το νωρίτερο, οι οικονομικές δυσκολίες και η απασχόληση των παιδιών σε εργασίες δεν επέτρεπαν την τακτική λειτουργία σχολείων.<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=212-213}}.</ref> Στις αρχές του 20ου αιώνα η Μακεδονία ήταν μία περιοχή χωρίς ανεπτυγμένο οδικό δίκτυο και με περιοχές τελείως απομονωμένες η μια από την άλλη, με αξιόλογα εμπορικά κέντρα αλλά εξαθλίωση στην ύπαιθρο.{{πηγή}}}
 
Θρησκευτικά υπάγονταν στο [[Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης]].<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=213}}.</ref> Η ταυτότητα ενός χωρικού καθοριζόταν με βάση την οικογένεια, το χωριό του, ίσως την περιοχή όπου κατοικούσε και έπειτα τη συμμετοχή στην πολιτικο-θρησκευτική κοινότητα του Ρουμ μιλλέτ.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=231}}.</ref>
 
Σε παλαιότερους χρόνους οι σλαβόφωνοι προσδιορίζονταν ως «Σέρβοι», αλλά ως το 19ο αιώνα είχε επικρατήσει να ονομάζονται «Βούλγαροι».<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=212}}.</ref> Η γλώσσα τους ήταν γνωστή τότε ως «Βουλγαρική» και η χώρα που κατοικούσαν ονομαζόταν από τους δυτικούς λογίους «[[Μακεδονία (περιοχή)|Μακεδονία]]».<ref>{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=149}}</ref> Ενώ το 19ο αιώνα θεωρούνταν Βούλγαροι, προς το τέλος του αιώνα απαντάται συχνότερα ο ισχυρισμός ότι είναι Σέρβοι.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=234}}.</ref> Η τρέχουσα χρήση του όρου «Βούλγαροι» είχε τη συνυποδήλωση του φτωχού, σλαβόφωνου χωρικού.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=234}}.</ref> Για τους «Βούλγαρους», ιδίως για τους εργάτες στα τουρκικά τσιφλίκια στα πεδινά, είχε δημιουργηθεί μια στερεοτυπική εικόνα ως απολίτιστους χωρικούς.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=235}}.</ref>
 
[[File:Salonica Bulgarians by Paul Zepdji.jpg|thumb|left|Αναμνηστικό δελτάριο από τη Θεσσαλονίκη. Επιχρωματισμένη φωτογραφία με "Βούλγαρους".]]
Οι αφηγήσεις των περιηγητών που επισκέφθηκαν την περιοχή της Μακεδονίας, όταν η διεκδίκηση της περιοχής της Μακεδονίας από αντιτιθέμενα εθνικά κινήματα προσείλκυσε την προσοχή εξωτερικών παρατηρητών, καταδεικνύουν όχι μόνο την ποικιλία των εθνοτήτων που κατοικούσαν στην περιοχή, αλλά και τη ρευστότητα της κατηγοριοποίησης και ταύτισης των κατοίκων.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=226}}.</ref> Ο όρος «Ρωμιός» ([[τουρκικά]]: Rum, ''Ρουμ''), που αναφέρεται τόσο στο σύνολο των Ορθόδοξων υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και στην κυριαρχία των ελληνόφωνων σε αυτό.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=228, 227}}.</ref> Στις πόλεις οι ελληνόφωνοι ασχολούνταν κυρίως με μικρής κλίμακας εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=231-2}}.</ref> Βλάχοι και Σλάβοι υιοθετούσαν την ελληνική κουλτούρα και επιγαμίες.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=232}}.</ref> Η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας στο εμπόριο των Βαλκανίων και ο γλωσσικός εξελληνισμός των εμπόρων της περιοχής είχαν ως αποτέλεσμα ο όρος «Ρωμιός» να χρησιμοποιείται για να δηλώσει γενικά εμπόρους και τον πιο συνηθισμένο τύπο εμπόρου, το μπακάλη, ανεξαρτήτως της γλώσσας του.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=232}}.</ref> Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας στερεοτυπικής εικόνας του «Ρωμιού» ως κατεξοχήν αστού, εμπόρου ή κληρικού που επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την ευφυία του για να εκμεταλλευτεί τους άλλους.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=233}}.</ref> Η γλωσσοπολιτισμική και εργασιακή και κοινωνικo-οικονομική σημασία του όρου «Βούλγαρος» τον καθιστούσε συμβατό με τον όρο «Ρουμ», που είχε θρησκευτικό περιεχόμενο και δήλωνε το κοινωνικο-οικονομική θέση στην οποία στόχευε.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=234-235}}.</ref>
 
Κατά την ώριμη φάση του [[Νεοελληνικός Διαφωτισμός|Νεοελληνικού Διαφωτισμού]], παρά την αλλοφωνία τους, οι Βούλγαροι δε θεωρούνταν αλλογενείς.<ref>{{harvnb|Κολιόπουλος|2003|p=146-7}}</ref> Ένα μέρος των σλαβοφώνων της Μακεδονίας συμμετείχαν στην [[Ελληνική Επανάσταση]].<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=213}}.</ref> Αργότερα, σλαβόφωνοι εντάσσονταν στο ελληνικό έθνος, αν και στα μέσα του 19ου αιώνα ξεκίνησαν να παρατηρούνται περιπτώσεις όπως εκείνη του [[Γρηγόρης Σταυρίδης (Παρλίτσεφ)|Γρηγόρη Σταυρίδη - Παρλίτσεφ]] και του [[Δημήτριος Μηλαντίνης|Δημητρίου Μηλαντίνη]] που απομακρύνθηκαν από την ελληνική εθνική κοινότητα, ενώ αρχικά είχαν ενταχθεί σε αυτήν.{{πηγή}}
 
==Εθνικοί ανταγωνισμοί==
[[Αρχείο:Bulgarian high school in Solun teachers and students.JPG|thumb|250px|Δάσκαλοι και μαθητές στο [[Βουλγαρικό Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης]] (1888-89). Τρίτος καθιστός από αριστερά ο [[Γρηγόρης Σταυρίδης (Παρλίτσεφ)]].]]
Μετά τον [[Κριμαϊκός Πόλεμος|Κριμαϊκό πόλεμο]] έκανε την εμφάνισή της στην περιοχή της Μακεδονίας ρωσική πανσλαβιστική προπαγάνδα υπέρ του βουλγαρικού εθνικισμού, που επωφελούνταν από τη γλώσσική και γεωγραφική εγγύτητα της περιοχής με τη Βουλγαρία.<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=214}}.</ref> Τις δεκαετίες του 1850 και 1860 πολλές κοινότητες εισήγαγαν τη χρήση της βουλγαρικής στην εκπαίδευση και την Εκκλησία παρά την εναντίωση των ελλήνων επισκόπων.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=239}}.</ref> Το 1870 η [[Υψηλή Πύλη]] νομιμοποίησε τη [[Βουλγαρική Εξαρχία]], που το 1872 αποσχίστηκε από το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριαρχείο]].<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=214}}.</ref> Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας είχαν εμπλακεί στο εξαρχικό κίνημα από καταβολής του, αν και η ισχύς του ήταν μικρότερη στην περιοχή αυτή.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=239}}.</ref> Παρότι τόσο η προώθηση τόσο της ελληνικής όσο και της βουλγαρικής εθνικής εκπαίδευσης είχε προχωρήσει στα αστικά κέντρα της περιοχής, στις αγροτικές περιοχές δε σημειώθηκε κάτι αντίστοιχο.<ref>{{harvnb|Gounaris|1995|p=416}}</ref>
 
Η διάκριση με τη μεγαλύτερη σημασία για τους Σλάβους χωρικούς παρέμενε εκείνη μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων επικυριάρχων.<ref>{{harvnb|Livanios|1999|p=198}}.</ref> Τα ζητήματα ταυτότητας γίνονταν κατανοητά στο πλαίσιο του ορθόδοξου Ρουμ Μιλλέτ που είχε διαμορφωθεί τους χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας.<ref>{{harvnb|Livanios|1999|p=199}}.</ref> Η διαίρεση μεταξή εξαρχικών και πατριαρχικών, που διεκδικούνταν ως «Βούλγαροι» και «Έλληνες» από τη Σόφια και την Αθήνα αντίστοιχα, αποτελούσε για τους χωρικούς της Μακεδονίας όχι μία απόλυτη εθνική διάκριση, αλλά ένα διαχωρισμό που εύκολα μπορούσαν να υπερβούν όταν πείθονταν ή αναγκάζονταν.<ref>{{harvnb|Livanios|1999|p=197}}.</ref> Για τους σλαβόφωνους χωρικούς το πιεστικό δίλημμα που έθετε η εθνική προπαγάνδα, της επιλογής μεταξύ του να είναι κανείς «Ρουμ» ή «Μπουλγκάρ», που από άλλους γινόταν αντιληπτή ως εθνική, από τους ίδιους τους χωρικούς αντιμετωπιζόταν ως επιλογή Εκκλησίας ή μιλλέτ.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=239}}.</ref> Έτσι, μέλη της ίδιας οικογένεας μπορεί να ανήκαν σε διαφορετικές εθνικότητες, ενώ ολόκληρα χωριά μπορεί να άλλαζαν εθνικότητα αναλόγως της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των ένοπλων ομάδων ή της προσφοράς δωρεάν ή φτηνής εκπαίδευσης.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=240}}.</ref> Η επιλογή μεταξύ της Εξαρχίας και του Πατριαρχείου οικονομικούς υπολογισμού, κοινωνικές αντιπαραθέσεις ως και προσωπικές εχθρότητες,<ref>{{harvnb|Livanios|1999|p=197}}.</ref> και οι σύγχρονοι παρατηρητές περιέγραφαν τα αντιμαχόμενα εθνικά στρατόπεδα με τους όρους «κόμμα», «παράταξις» και «μερίς».<ref>{{harvnb|Gounaris|1995|p=420}}</ref> <ref>{{harvnb|Γούναρης|1993|p=201}}</ref> Η σύνταξη με τη Βουλγαρική πλευρά είχε να αντιμετωπίσει επιχειρήματα κοσμικά και υπερφυσικά.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=240}}.</ref> Στηριζόταν, από την άλλη, στην υπόσχεση της μακροπρόθεσμης βελτίωσης της θέσης των χωρικών, τα αιτήματά τους για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, και κοινωνικές μέριμνες.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=240}}.</ref>
 
Παρόλο που δεν υπάρχουν πολλά διαθέσιμα στοιχεία, φαίνεται ότι ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα οι περισσότερες αγροτικές κοινότητες της περιοχής ταλανίζονταν από διαιρέσεις μεταξύ φατριών με διαφορετική γεωγραφική προέλευση και κοινωνικών ομάδων.<ref>{{harvnb|Gounaris|1995|p=415}}</ref> Το β΄ μισό του 18ου και το 19ο αιώνα η αύξηση της ζήτησης αγροτικών προϊόντων από τη Δυτική Ευρώπη οδήγησε σε σημαντική άνοδο των εξαγωγών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=229}}.</ref> Για την ανταπόκριση της αγροτικής παραγωγής στην εμπορική ζήτηση, επεκτάθηκαν τα τσιφλίκια, που ήταν προσανατολισμένα στην καλλιέργεια προϊόντων που προορίζονταν να διοχετευθούν στην αγορά. <ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=230}}.</ref> Μετά τις μεταρρυθμίσεις του [[Τανζιμάτ]] τη δεκαετία του 1850 οι Χριστιανοί υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέκτησαν το δικαίωμα της γαιοκτησίας<ref>{{harvnb|Gounaris|1995|p=416}}</ref> και όταν στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα τα τσιφλίκια παρήκμασαν, οι τούρκοι ιδιοκτήτες τους τα πούλησαν σε Έλληνες και Εβραίους αστούς εμπόρους, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της θέσης των ακτημόνων εργατών και των φτωχών χωρικών.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=240-241}}.</ref>
 
Οι μικροϊδιοκτήτες των ελεύθερων χωριών, που καλλιεργούσαν προϊόντα όπως ο καπνός, δέχτηκαν τις επιπτώσεις της εμπορευματοποίησης της γεωργίας, που οδήγησε σε αύξηση της ανισότητας στο εσωτερικών των κοινοτήτων: οι τζορμπατζήδες, εύποροι που αναλάμβαναν και το ρόλο του έμπορου, του φοροσυλλέκτη και του τοκογλύφου, ήλθαν σε αντίθεση με τους φτωχότερους χωρικούς. Στα περισσότερα χωριά δημιουργήθηκε ένα ελληνικό κόμμα, στο οποίο συνήθως ανήκαν οι τζορμπατζήδες, που ήλεγχαν την τοπική διοίκηση, είχαν καλές σχέσεις με τις οθωμανικές αρχές και ιδίως τον ελληνικό κλήρο και ένα βουλγαρικό.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=240, 245}}.</ref> Η επιδείνωση του οικονομικού και πολιτικού κλίματος οδήγησε πολλούς χωρικούς στη μετανάστευση, στις [[Ηνωμένες Πολιτείες]] και τον [[Καναδάς|Καναδά]], στη [[Σερβία]] και την [[Ελλάδα]], αλλά κυρίως στη [[Ηγεμονία της Βουλγαρίας|Βουλγαρία]], επιστρέφοντας από την οποία πολλοί γίνονταν προπαγανδιστές της Εξαρχίας.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=241-2}}.</ref>
[[File:Zoupanishta-Greek-school-pupils.jpg|thumb|left|Μαθητές του ελληνικού σχολείου στη Ζουπάνιστα (σημ. [[Άνω Λεύκη Καστοριάς|Άνω Λεύκη]]) της [[Καστοριά]]ς.]]
 
Μέχρι το 1878 η βουλγαρική προπαγάνδα σημείωσε προόδους μόνο βορείως της [[Αχρίδα]]ς, του [[Μοναστήρι (πόλη)|Μοναστηρίου]], και λιγότερο στην περιοχή του [[Κιλκίς]] και της [[Πελαγονία]]ς.<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=214}}.</ref> Μετά το [[Συνέδριο του Βερολίνου]] του 1878, το ελληνικό κράτος εγκατέλειψε την υποστήριξη επαναστατικών ανταρτικών κινήσεων με τη χρήση άτακτων ληστών και προσανατολίστηκε στην ενίσχυση της εθνικής εκπαίδευσης, του Πατριαρχείου, τη χρήση οικονομικών μέσων και τη συλλογή πληροφοριών.<ref>{{harvnb|Γούναρης|1994|p=214}}.</ref> Κατά την προσπάθεια ενίσχυσης των ελληνικών θέσεων αρχικά στηρίχθηκε στο αίσθημα πολιτισμικής υπεροχής, στην αυθεντία των επισκόπων, την εξελληνιστική δράση των σχολείων και τις επαφές με τις οθωμανικές αρχές.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=241-2}}.</ref> Από το 1882 ξεκίνησαν να ιδρύονται [[προξενείο|προξενεία]], που ήταν κέντρα ελληνικής εθνικής προπαγάνδας.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=244}}.</ref>
 
==Ένοπλη αναμέτρηση==
{{δείτε|ΕΜΕΟ|Εξέγερση του Ίλιντεν|Μακεδονικός Αγώνας}}
{{Διπλή εικόνα|right|Macedonian Greek Konstantinos Kotas.JPG|150|Anastas Yankov sednal.JPG|150|<center>Ο σλαβόφωνος [[Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|πατριαρχικός]] καπετάν [[Κώττας]] από τη [[Ρούλια]] της [[Φλώρινα]]ς και ο σλαβόφωνος [[Βουλγαρική Εξαρχία|εξαρχικός]] [[Αναστάς Γιάνκοφ]] από τη [[Ζαγορίτσανη]] συμμετείχαν στην [[εξέγερση του Ίλιντεν]].</center>}}
Πέρα από την επιχείρηση κατάληψης πατριαρχικών εκκλησιών και την ίδρυση σχολείων, η εξαρχική μερίδα κατέφυγε και στην άσκηση τρομοκρατίας.{{πηγή}} Στην άσκηση βίας που αποτελούσε μέρος της ζωής των χωρικών, λόγω της διάδοσης της ληστείας στη Μακεδονία, που έθετε εν αμφιβόλω τη ζωή και την περιουσία τους, και των οθωμανών διωκτών των ληστών, προστέθηκε από το τέλος του 19ου αιώνα η δράση των [[κομιτατζήδες|κομιτατζήδων]], των ανταρτών της [[ΕΜΕΟ]].<ref>{{harvnb|Livanios|1999|p=201}}.</ref> Παρά την ύπαρξη [[γραικομάνοι|ελληνίζοντος]] στοιχείου στα ελεύθερα χωριά της Μακεδονίας, εκεί βρήκαν την κύρια πηγή υποστήριξης οι Σλάβοι εθνικιστές και αυτά αποτέλεσαν τη σπονδυλική στήλη της [[εξέγερση του Ίλιντεν|εξέγερσης του Ίλιντεν]] τον Ιούλιο του 1903.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=241}}.</ref> Το 1904 η τρομοκρατική δράση των ένοπλων ομάδων της ΕΜΕΟ εναντίον πατριαρχικών χωριών είχε ως αποτέλεσμα «ελάχιστοι τολμούν έτι να ελληνίζωσι.»<ref>{{harvnb|Livanios|1999|p=202}}.</ref> Στη βία κατέφυγε και η ελληνική πλευρά: από το 1903 και για τα επόμενα πέντε χρόνια οργανώθηκε η αποστολή ένοπλων ομάδων, κυρίως Κρητικών, στη Μακεδονία. Ενώ Βλάχοι και Βούλγαροι εθνικιστές έδιναν έμφαση στη γλώσσα ως κριτήριο εθνικότητας, οι Έλληνες υποστήριζαν ότι τέτοιου είδους αντικειμενικά κριτήρια είχαν λιγότερη σημασία από τα υποκειμενικά, δηλαδή την εθνική συνείδηση.<ref>{{harvnb|Vermeulen|1984|p=244}}.</ref> Καθώς οι σλαβόφωνοι χωρικοί δύσκολα έβρισκαν σημεία ταύτισης με έννοιες νέες για αυτούς, όπως η Ελλάδα και το ελληνικό έθνος, οι Έλληνες οπλαρχηγοί χρησιμοποιούσαν επιχειρηματολογία που αναφερόταν στη θρησκεία και το Χριστιανισμό.<ref>{{harvnb|Livanios|1999|p=215-216}}.</ref> Η ένταση της βίας που ασκούσαν οι ελληνικές ομάδες σε κάθε χωριό ήταν ανάλογη της πρόσδεσής του στην υπόθεση της Εξαρχίας.<ref>{{harvnb|Livanios|1999|p=215-217}}.</ref> Η μέριμνα των χωρικών για τη διατήρηση της ειρήνης και την εξασφάλιση της μικρής περιουσίας τους οδηγούσε στη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του εκάστοτε ισχυρού προκειμένου να μη γίνει το χωριό τους στόχος της βίας των ένοπλων ομάδων ή στη φιλοξενία Βουλγαρικών και Ελληνικών ανταρτικών σωμάτων.<ref>{{harvnb|Livanios|1999|p=205}}.</ref> Τόσο άτομα όσο και κοινότητες ολόκληρες επεδείκνυαν προασμοστικότητα υπό την απειλή βίας ένοπλων ομάδων, αλλάζοντας την εθνική τους , όπως το απαιτούσαν οι κατά καιρούς περιστάσεις.<ref>{{harvnb|Gounaris|1995|p=414-415}}</ref>
 
<blockquote><div lang="grc" style="font-family: Palatino Linotype;"> ''«Ο έπαρχος της Καστοριάς έτρεξε την επόμενη άνοιξη για να αποκαταστήσει την τάξη, έκανε έρευνες στα σπίτια και μάζεψε όλα τα όπλα που βρήκε. Το χωριό είναι τώρα στο έλεος του πρώτου λήσταρχου που θα θελήσει να το πατήσει. Το κυνήγι όμως πια δεν αξίζει το μπαρούτι του∙ οι 200 λίρες που δόθηκαν στους Αλβανούς εκπροσωπούσαν τη συρμαγιά μιας γενεάς ολόκληρης∙ το μόνο που απομένει στα καλύβια πια είναι το χώμα και οι πλίθρες».<br>
[[Βικτόρ Μπεράρ]], ''Οδοιπορικό στη Μακεδονία 1890-1892''. <ref>[[Βικτόρ Μπεράρ]], ''Οδοιπορικό στη Μακεδονία (1890-1892)'', Σ. 362, εκδ. Τροχαλία, 1987</ref> </div>
</blockquote>
 
<blockquote><div lang="grc" style="font-family: Palatino Linotype;"> ''«Προχτές οι Βούλγαροι, γυρίζοντας τη νύχτα [στην [[Φλώρινα]]] από το Μοναστήρι (σημερινά [[Μπίτολα]]) , όπου είχαν πάει να δουν το δεσπότη τους, κατεχέρισαν κι έδεσαν με τα χειροπάδαρα το χαντζή · τρώγοντας τα ορνίθιά του και πίνοντας το κρασί του, τον κεντούσαν με τα μαχαίρια τους ((για να τον κάνουν να τραγουδήσει-sic)). Έβγαλαν τα μάτια από τα πολύχρωμα πορτρέτα Ελλήνων ηρώων, πρωθυπουργών και πατριαρχών που σκεπάζουν τους τοίχους. Έριξαν στη φωτιά το βασιλιά Γεώργιο, τον Τρικούπη και τη βασίλισσα Όλγα και μάλιστα, παίρνοντας το [[Λέων Γαμβέτας|Γαμβέτα]] για Έλληνα «πατριώτη», τον καταξέσχισαν. [Και αυτοπαρηγορείται]: Ο χαντζής (πανδοχέας) ελπίζει ότι η Γαλλία δε θ΄αργήσει να εκδικηθεί για την προσβολή αυτή». <br>[[Βικτόρ Μπεράρ]], ''Οδοιπορικό στη Μακεδονία 1890-1892''. <ref>[[Βικτόρ Μπεράρ]], ''Οδοιπορικό στη Μακεδονία (1890-1892)'',σ. 357 εκδ. Τροχαλία, 1987 </ref> </div>
</blockquote>.
 
==Ενσωμάτωση στα εθνικά κράτη==
{{κύριο|Σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας|Σλαβομακεδόνες|Βούλγαροι Μακεδόνες}}
[[File:Guerres balkaniques après traité de Bucarest.png|thumb|320px|Η διανομή των βαλκανικών κτήσεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά τη [[Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913)|συνθήκη του Βουκουρεστίου]].]]
Η περιοχή της Μείζονος Μακεδονίας με τη [[Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913)]] τριχοτομήθηκε κατά 52,4% στην Ελλάδα, 38% στη τότε [[Σερβία]] και 9,6% στη [[Βουλγαρία]], ενώ στη [[Θράκη]] με τη [[Συνθήκη του Νεϊγύ]] (1919) παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία το 52% και το υπόλοιπο 48% μετά την λήξη της Μικρασιατικής εκστρατείας διαμορφώθηκε σε 11% για την Ελλάδα και 37% για την Τουρκία.</small><ref>ΙΕΕ, τόμ. ΙΔ </ref>
 
Μετά τη λήξη των [[Βαλκανικοί πόλεμοι|Βαλκανικών]] και την επακολουθήσασα [[Συνθήκη του Βουκουρεστίου]] (Ιουλ. 1913) σημειώθηκαν αθρόες μετακινήσεις όπως από το [[Μελένικο]], τη [[Στρώμνιτσα]] με συμπάγεια ελληνικού πληθυσμού, το [[Μπίτολα|Μοναστήρι (Μπίτολα)]], [[Κρούσεβο]], αλλά και αντιστρόφως προς τη Βουλγαρία και στη συνέχεια με το [[Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ]] (1924) περί αμοιβαίας και εθελουσίας ανταλλαγής πληθυσμών. Κατά το [[Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος|Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο]] η Βουλγαρία ως σύμμαχος του άξονα εισήλθε και πάλι στη [[Δυτική Μακεδονία]] με αποτέλεσμα οι εκτεθέντες να μετακινηθούν κυρίως προς τη Γιουγκοσλαβία μετά τη [[Συμφωνία της Βάρκιζας]] (Φεβρ. 1945). Κατά τη διάρκεια του [[Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949|Ελληνικού εμφύλιου πόλεμου 1946-49]] διαχωρίστηκαν και πάλι σε [[Σλαβομακεδόνες]] του [[ΔΣΕ]], όπως ο ίδιος τους αποκαλούσε στα πλαίσια της εξισορρόπησης των βουλγαρογιουγκοσλαβικών αντιπαραθέσεων και συμφερόντων<ref>[[Σπυρίδων Σφέτας]] (Α.Π.Θ.), [http://www.imma.edu.gr/macher/lit/21.html Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Μια επώδυνη διαδικασία.] </ref> και σε [[Σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας|Σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας]]. Στις αθρόες μετακινήσεις πρέπει να συνυπολογιστούν και τα παιδιά που φυγαδεύτηκαν τον Μάιο του [[1948]] που στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν από τη [[Δυτική Μακεδονία]]. Από αυτά 11.500 παρέμειναν στη [[Γιουγκοσλαβία]], όπου κατέληξαν και πολλά άλλα Σλαβομεκεδονόπουλα από άλλες σοσιαλιστικές χώρες.<ref>[[Κρις Γουντχάουζ]], Struggle (Αγώνας) σ. 248, όπου παρατίθεται περίληψη άρθρου του Kirjazovski στην εφημερίδα του Βελιγραδίου Μπόρμπα, 3 Μαρτίου 1949</ref>Μαζικές όμως μετακινήσεις (7.500 περ. σλαβομακεδόνες) παρατηρήθηκαν τον Ιούνιο του 1949, όταν το [[ΚΚΕ]] στη ρήξη [[Γιόσιπ Μπροζ Τίτο|Τίτο]] και [[Στάλιν]] τάχθηκε υπέρ του δεύτερου<ref>[[Ιωάννης Κολιόπουλος]], Λεηλασία φρονημάτων, τόμ. Β΄, εκδ. Βάνιας σ. 297 ISBN 960288-039-2 </ref> και μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου (Αύγ. 1949). Έτσι, για παράδειγμα, μεταξύ των απογραφών 1940 και 1950 λαμβάνοντας υπόψη και τις ρευστοποιήσεις των περιουσιών των φυγάδων<ref>Ιάκωβος Μηχαηλίδης, Μετακινήσεις Σλαυοφώνων πληθυσμών 1912-1930, εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ 2003, ISBN 960-218-305-8</ref> στη [[Χαλάρα Καστοριάς]] σημειώθηκε μείωση του πληθυσμού κατά 263 άτομα ήτοι ποσοστό 62%, στη [[Μεταμόρφωση Καστοριάς]] 189 κάτοικοι ήτοι ποσοστό 59,8%, ενώ κάποια χωριά όπως το [[Ποιμενικό Καστοριάς]] και η [[Περικοπή Φλώρινας]] που πυρπολήθηκαν έμειναν ακατοίκητα.
 
Στις μέρες μας, αρχές του 21<sup>ου</sup> αιώνα, όσοι απέμειναν εντός ελλαδικού χώρου ως [[Διγλωσσία|δίγλωσσοι]], όπως οι [[Αρβανίτες]] και οι [[Βλάχοι]] αποτελούν πλέον μια πληθυσμιακή ομάδα{{ασαφές}}{{fact}}. Ο ακριβής αριθμός δεν μπορεί να υπολογισθεί λόγω έλλειψης στατιστικών στοιχείων κυρίως, αλλά και εξαιτίας επιμειξιών και της αστυφιλίας που παρατηρήθηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Υπολογίζονται στις μέρες μας από 10.000- 20.000.<ref>*[http://books.google.com/books?id=bNvbHCUs3tUC&pg=PA269&dq=number+of+slavophones+greece&hl=bg&ei=AHRaTsfdLoucOoLuuNoH&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=1&ved=0CCkQ6AEwADge#v=onepage&q=number%20of%20slavophones%20greece&f=false Politics, power, and the struggle for democracy in South-East Europe, Karen Dawisha, Bruce Parrott, Cambridge University Press, 1997], ISBN 0-521-59733-1, pp. 268-269.</ref>
 
==Παραπομπές==
<references />
==Βιβλιογραφία==
*{{cite book|first=Hans|last=Vermeulen|chapter=Greek cultural dominance among the Orthodox population of Macedonia during the last period of Ottoman rule|title=Cultural Dominance in the Mediterranean Area|editor1=Anton Blok|editor2=Henk Driessen|location=Nijmegen|url=http://www.academia.edu/1603900/Greek_cultural_dominance_among_the_Orthodox_population_of_Macedonia_during_the_last_period_of_Ottoman_rule|pages=225-255|year=1984|ref=harv}}
*{{cite journal|first=Βασίλης Κ.|last=Γούναρης|title=Οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας: η πορεία της ενσωμάτωσης στο ελληνικό εθνικό κράτος, 1870-1940|journal=Μακεδονικά|volume=29|year=1994|url=https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/makedonika/article/view/5756|doi=10.12681/makedonika.195|pages=209-237|ref=harv}}
*{{cite journal|last=Gounaris|first=Basil G.|year=1995|title=Social Cleavages and National "Awakening" in Ottoman Macedonia|journal=East European Quarterly|volume=29|issue=4|pages=409-426|ref=harv}}
*{{cite book |first=Ιωάννης Σ.|last=Κολιόπουλος|authorlink=Ιωάννης Κολιόπουλος|year=2003|title=Η πέραν Ελλάς και οι άλλοι Έλληνες: Το σύγχρονο ελληνικό έθνος και οι ετερόγλωσσοι σύνοικοι χριστιανοί 1800-1912|publisher=Βάνιας|location=Θεσσαλονίκη|isbn=9602881046|ref=harv}}
*{{cite journal|last=Livanios|first=Dimitris|title=Conquering the souls: nationalism and Greek guerrilla warfare in Ottoman Macedonia, 1904‐1908|journal=Byzantine and Modern Greek Studies|volume=23|year=1999|pages=195-221|doi=https://doi.org/10.1179/byz.1999.23.1.195|ref=harv}}
 
==Διαβάστε επίσης==
*[[Νικόλαος Ανδριώτης]], ''Το ομόσπονδο κράτος των Σκοπίων και η γλώσσα του'', 1957
*{{cite journal|last=Kostopoulos|first=Tasos|title="Land to the Tiller". On the Neglected Agrarian Component of the Macedonian Revolutionary Movement, 1893–1912|journal=Turkish Historical Review|year=2016|volume=7|issue=2|pages=134-166|doi=10.1163/18775462-00702002|url=http://booksandjournals.brillonline.com/content/journals/10.1163/18775462-00702002}}
*Γεώργιος Μίντσης, ''Εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας, αρχαιότητα, μεσαίωνας, νέοι χρόνοι'', εκδόσεις Ηρόδοτος, 1997
*[[Στρατής Μυριβήλης]], ''[[Η ζωή εν τάφω (μυθιστόρημα)| Η ζωή εν τάφω]]'', Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1989<sup>26η</sup>
*[[Σπυρίδων Σφέτας]], ''Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880-1908'', Εκδόσεις Περιζήτητο, 2007. ISBN 960-90010-3-3
 
== Εξωτερικοί σύνδεσμοι ==
*[http://www.imma.edu.gr/imma/history/13.html Σπυρίδων Σφέτας « Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΜΟΥ» ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ».]
 
{{Πρότυπο:Μακεδονία των νεότερων χρόνων}}
{{Σλαβικές γλώσσες}}
[[Κατηγορία:Έλληνες ανά καταγωγή]]
[[Κατηγορία:Σλαβόφωνοι]]
[[Κατηγορία:Πληθυσμιακές ομάδες της Ελλάδας]]
<br>