Βυζαντινή Αυτοκρατορία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αντικατάσταση της σελίδας με 'Αίγυπτο '''Βυζαντινή Αυτοκρατορία''' ή '''Βυζά...'
Ετικέτες: Αντικατάσταση μεγάλη αφαίρεση Οπτική επεξεργασία
Αναίρεση έκδοσης 7049589 από τον 94.66.58.250 (Συζήτηση) Τακλαμακάν ?
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 1:
{{Πρώην χώρα
[[Κατηγορία:Βυζαντινή Αίγυπτος|Αίγυπτο]]
| εθνικό_όνομα = {{lang|grc|Βασιλεία Ῥωμαίων}}, {{lang|grc|Ῥωμανία}}<br>''{{lang|la|Imperium Romanum}}'', ''{{lang|la|Romania}}''
'''Βυζαντινή Αυτοκρατορία''' ή '''Βυζάντιο''' ονομάζεται το '''''Ορθόδοξο Χριστιανικό Κράτος, το οποίο αναδύθηκε, μέσα από τους κόλπους του Ρωμαϊκού Κράτους'''''. Η περίοδος της '''Βυζαντινής Ιστορίας''' ξεκινά, το '''330 μ.Χ. (ίδρυση της Κωνσταντινούπολης)''' και τελειώνει το '''1453 μ.Χ. (άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους)'''. Η '''Γλώσσα''' των Βυζαντινών ήταν η '''Ελληνική'''. Η '''επίσημη Θρησκεία''' του Βυζαντινού Κράτους ήταν ο '''Χριστιανισμός'''.
| προφορά ονόματος =
| εθνικό όνομα ελληνικά = Βυζαντινή Αυτοκρατορία
| διάρκεια = [[330]] - [[1204]]<br>[[1261]] - [[1453]]
| σημαία = Flag of Palaeologus Dynasty.svg
| άρθρο σημαίας = Σημαία της ύστερης περιόδου (14ος αιώνας)
| πλάτος σημαίας = 100px
| εθνόσημο = Palaiologos Dynasty emblem.svg
| άρθρο εθνόσημου = Αυτοκρατορικό έμβλημα την [[Δυναστεία Παλαιολόγων|περίοδο των Παλαιολόγων]]
| πλάτος εθνόσημου = 100px
| χάρτης = Justinian555AD.png
| εθνικό_σύνθημα =
|ύμνος =
| γλώσσες = [[Λατινικά]]<small> (επίσημη μέχρι το 620)</small><br>[[Μεσαιωνική ελληνική γλώσσα|Ελληνικά]]<small> (επίσημη μετά το 620)</small>
| πρωτεύουσα = [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]]
| πολίτευμα = [[Απόλυτη Μοναρχία]]
|Ίδρυση = 11 Μαΐου 330
| τίτλοι_ηγετών = [[Κατάλογος Βυζαντινών αυτοκρατόρων|Αυτοκράτορας]]
| ονόματα_ηγετών = 330–337: [[Κωνσταντίνος Α΄]]<br>1449–1453: [[Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος|Κωνσταντίνος ΙΑ΄]]
| τύπος_κυριαρχίας =
| γεγονός_κυριαρχίας =
| ημερομηνίες_κυριαρχίας =<br/> [[1478]]<br/>[[21 Ιουλίου]], [[1774]]<br/>[[1783]]
| θρησκεία= [[Ρωμαϊκή θρησκεία|Ρωμαϊκός παγανισμός]] ως το 380.<br> [[Χριστιανισμός]] <small>(ανεκτός μετά το [[Διάταγμα των Μεδιολάνων]] το 313; [[Επίσημη θρησκεία]] μετά το 380)</small><br>[[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξος Χριστιανισμός]] μετά το 1054.
| θέση= [[Μεσόγειος]] ([[Βαλκάνια]], [[Μικρά Ασία]], [[Ιβηρία]], [[Ιταλική χερσόνησος]])
|νόμισμα = [[Σόλιδος]], [[Υπέρπυρον]]
|προηγούμενο_κράτος = [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]]
|διάδοχο_κράτος = [[Αυτοκρατορία της Νίκαιας]] (1204 - 1261) <br> [[Οθωμανική Αυτοκρατορία]]
|πληθυσμός = - 565 μ.Χ. 26.000.000</small><br>
- 780 μ.Χ. περ. 7.000.000</small><br>
- 1025 μ.Χ. περ. 12.000.000</small><br>
- 1143 μ.Χ. περ. 10.000.000</small><br>
- 1204 μ.Χ περ. 9.000.000</small><br>}}
 
H '''Βυζαντινή Αυτοκρατορία''', αναφερόμενη και '''Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία''', '''Ρωμανία''' ή απλά '''Βυζάντιο''', ήταν [[Αυτοκρατορία|αυτοκρατορία]] με [[πρωτεύουσα]] την [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]], ήταν η συνέχεια της [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας]] καθώς οι αυτοκράτορες (από τον Ηράκλειο και μετά) είχαν τον τίτλο "Βασιλεύς Ρωμαίων". Τα χρονικά όρια της Βυζαντινής (Ανατολικής Ρωμαϊκής) αυτοκρατορίας ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την ''[[Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)|άλωση]]'' από τους [[Οθωμανοί|Οθωμανούς]], στις 29 Μαΐου 1453.<ref>''Ιστορία του Ελληνικού έθνους'', τόμ. Ζ', σελ. 6</ref> Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν τα [[Βαλκάνια]], την [[Ιταλική χερσόνησος|Ιταλική χερσόνησο]], τη [[Μικρά Ασία]], τη [[Συρία-Παλαιστίνη|Συρία και Παλαιστίνη]], την [[Κατηγορία:Βυζαντινή Αίγυπτος|Αίγυπτο]], τη σημερινή [[Τυνησία]] καθώς και μικρό τμήμα της [[Ιβηρική Χερσόνησος|Ιβηρικής χερσονήσου]].
 
Από τη [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]], γεννήθηκε το ''«εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της ανατολής» ''με κύριο μέλημα την ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επί της δυναστείας του [[Ηράκλειος|Ηράκλειου]] μεταμορφώθηκε στην'' «[[Εξελληνισμός|εξελληνισμένη]] αυτοκρατορία της χριστιανικής ανατολής»'' και τέλος, κυρίως από το [[1204]] και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από το βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η '' «ελληνική βυζαντινή-ρωμαϊκή αυτοκρατορία» ''<ref>''Ιστορία του Ελληνικού έθνους'', τόμ. Ζ', σελ. 5</ref>.
 
Πρόκειται για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώθηκε κάτω από την επιρροή του [[Ελλάδα|ελληνικού]] πολιτισμού και παραδόσεων<ref>{{harvnb|Gabriel|2002|p=277}}. Οι ελληνιστικές παραδόσεις του Βυζαντίου</ref> και της [[Ελληνική γλώσσα|ελληνικής γλώσσας]],<ref>{{harvnb|Millar|2006|pages=2, 15}}; {{harvnb|James|2010|p=5}}: «Η βυζαντινή αυτοκρατορία χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από τον Χριστιανισμό, και την μεσαιωνική ελληνική γλώσσα»</ref> με μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Ανατολή, της [[Χριστιανισμός|χριστιανικής]] πίστης<ref>Georg Ostrogorsky 2002, τόμ. Α', σελ. 84</ref> και της ρωμαϊκής [[Πολιτική θεωρία|πολιτικής θεωρίας]]. Οι διαφορές δημιουργούνταν μόνο με βάση το μερίδιο που διατηρούσαν οι τρεις αυτοί παράγοντες στη συσπείρωση της αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της ακατάπαυστης και αγωνιώδους προσπάθειας επιβίωσής της.<ref>Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ 1992, σ.σ. 39,41,73</ref>
 
== Ιστορία ==
:''Δείτε το κυρίως άρθρο [[Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας]]''
{{Ελληνική ιστορία}}
 
=== Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος (4ος αι.-6ος αι.) ===
Το [[293]] ο Ρωμαίος αυτοκράτορας [[Διοκλητιανός]] εισήγαγε ένα νέο σύστημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, την [[τετραρχία]], με το οποίο διαμοιραζόταν η αυτοκρατορική εξουσία σε τέσσερις συναυτοκράτορες, ο καθένας από τους οποίους διοικούσε μία μεγάλη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια, που ονομαζόταν ''υπαρχία''. Στο κάθε τμήμα κυβερνούσε ένας καίσαρας και ένας αύγουστος.Συγκεκριμένα στο ανατολικό τμήμα κυβερνούσε ο Διοκλητιανός Αύγουστος μαζί με τον καίσαρα Γαλέριο ενώ αντίθετα στο δυτικό κυβερνούσαν ο Κωνστάντιος Χλωρός καίσαρας και ο Μαξιμιανός αύγουστος. Διαμάχες ξέσπασαν ανάμεσα στους διαδόχους του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού.Ο γιος του Κωνστάντιου Χλωρού Κωνσταντίνος, αφού νίκησε τον Μαξέντιο έξω από τη Ρώμη το 312, κυριαρχεί στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας μαζί με τον Λικίνιο στο ανατολικό. Μαζί με τον Λικίνιο εκδίδουν το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), το οποίο θέσπιζε την ανεξιθρησκία. Με αυτό, σταμάτησαν οι διωγμοί των χριστιανών και αναγνωρίστηκε ο χριστιανισμός ως θρησκεία. Τέλος ο Κωνσταντίνος νικά τον Λικίνιο το 324 και γίνεται μονοκράτορας. Ο, μονοκράτορας πλέον, Κωνσταντίνος ιδρύει ένα νέο διοικητικό κέντρο στην ανατολή μεταφέροντας την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στο Βυζάντιο,που μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη. Τα εγκαίνια της νέας πόλης έγιναν στις 11 Μαΐου 330. Επίσης διακρίνει την πολιτική από την στρατιωτική εξουσία στη διοίκηση των επαρχιών. Κόβει σταθερό χρυσό νόμισμα (solidus) και δείχνει ευνοϊκή μεταχείριση και ενισχύει τον Χριστιανισμό. Το 325 συγκαλεί ο ίδιος την Α' Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια της Βιθυνίας, για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Οι λόγοι μεταφοράς της πρωτεύουσας ήταν τρεις. Πρώτον, το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας διέθετε ακμαίο πληθυσμό και οικονομία. Δεύτερον, η γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης ήταν ιδανική, αφού είχε φυσική οχύρωση και ήταν κοντά στα σημεία των συγκρούσεων με τους Πέρσες στην ανατολή και με τα γερμανικά φύλα-Γότθους στον Βορρά, στο σύνορο του Δούναβη.
 
Το ''Βυζάντιο'' αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: ο Κωνσταντίνος αναγνωρίζεται ως ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ενώ το Βυζάντιο είναι η μόνη αυτοκρατορία, που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών, αλλά ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο.
 
Το [[395]] ο [[Θεοδόσιος Α']] διαίρεσε και πάλι την αυτοκρατορία: το ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ανατολής και Ιλλυρικού δόθηκε στον 17χρονο γιο του [[Αρκάδιος|Αρκάδιο]] και το δυτικό που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ιταλίας-Αφρικής και Γαλατίας στον 11χρονο γιο του [[Ονώριος|Ονώριο]]. Η διαίρεση αυτή αποδείχθηκε οριστική, καθώς τα δύο τμήματα δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του [[Ιουστινιανός Α'|Ιουστινιανού]].
 
Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην [[Ευρώπη]]. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας. Το έτος [[476]] σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ενώ η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
 
[[Αρχείο:Byzantium5502 el.PNG|μικρογραφία|450px|Η Βυζαντινή αυτοκρατορία στη μεγαλύτερη έκτασή της επί Ιουστινιανού.]]
[[Αρχείο:Byzantine Empire animated.gif|μικρογραφία|450px|Η έκταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με το πέρας των αιώνων.]]
Ως συνέχεια της ρωμαϊκής, η Βυζαντινή αυτοκρατορία κληρονόμησε τον γεωγραφικό της χώρο και η προσπάθεια για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας στα παλαιά της σύνορα παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή [[διπλωματία]].
 
Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη κατέβαλε ο αυτοκράτορας [[Ιουστινιανός Α'|Ιουστινιανός]] (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και η αυτοκρατορία, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.
 
=== Μεσοβυζαντινή περίοδος ===
{{κύριο|Μεσοβυζαντινή περίοδος}}
Στη λεγόμενη ''«Μεσοβυζαντινή περίοδο»'', κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν και πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι [[Λογγοβάρδοι]] εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια [[Ιταλία]] και οι [[Σλάβοι]] στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος [[642]], με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την [[Αλεξάνδρεια]], οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη [[Μικρά Ασία]] ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των [[Άραβες|Αράβων]] που αποσπούν τη [[Συρία]], την [[Παλαιστίνη (ιστορική περιοχή)|Παλαιστίνη]], την [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]] και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας.
 
Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί [[Μακεδονική δυναστεία|Μακεδονικής δυναστείας]], στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις και στην ανατολή και στην δύση. Πρώτα ο αυτοκράτορας [[Νικηφόρος Β´ Φωκάς]] (963-969 μ.Χ) που κατέλαβε την Κρήτη και την Κύπρο. Έπειτα ο [[Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής]] ([[969]]-[[976]]) όπου κατάφερε να απωθήσει τους Ρως του Κιέβου μέχρι τον Δούναβη και με τα στρατεύματα του κατάφερε να νικήσει τους Άραβες κατακτώντας τα Ιεροσόλυμα και την Μεσοποταμία ενώ ετοίμαζε να διαλύσει το Αραβικό Χαλιφάτο δολοφονήθηκε και έτσι οι Άραβες κατάφεραν να ανακτήσουν την Μεσοποταμία και τα Ιεροσόλυμα ([[977]]). Τον Τσιμισκή διαδέχτηκε ο περίφημος [[Βασίλειος Β´|Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος]] ([[976]]-[[1025]]) ο οποίος κατάφερε να νικήσει τους επαναστάτες Βάρδα Σκληρό και Φωκά και κυνήγησε όλους όσους ήθελαν να τον εκθρονίσουν και δήμευσε τεράστια ποσά. Το ετήσιο εισόδημα της αυτοκρατορίας επί Βασιλείου Β ήταν 100 τόνοι χρυσού, αφού ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει πως οι Βυζαντινοί, για να χωρέσουν το χρυσό έσκαψαν μεγαλύτερες στοές στο θησαυροφυλάκιο. Έτσι αμέσως ασχολήθηκε με τα εξωτερικά θέματα·αν και ηττήθηκε από τους Βούλγαρους στην αρχή, εξ αιτίας της προδοσίας του στρατηγού Κοντοστέφανου, ο οποίος μετά εκτελέστηκε, κατάφερε να νικήσει τους Γερμανούς (Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία) στην μάχη του Μπάρι ([[987]]) και της Ρώμης ([[989]]) και έτσι τα Παπικά Κράτη έγιναν υποτελείς στο Βυζάντιο, παραχωρώντας στον Βασίλειο τον πλήρη έλεγχο του Παπικού θρόνου κάτι το οποίο δεν συγχώρεσαν ποτέ οι Δυτικοί. Επίσης κατάφερε να καταλάβει την [[Κριμαία]] ([[990]]). Έπειτα, μετά από αρκετές νίκες εναντίον των Βουλγάρων την περίοδο [[990]]-[[994]], μαθαίνει πως ο ανίκανος διοικητής Βούρτζης έχασε μία μάχη εναντίον των Αράβων στην [[Αντιόχεια]] και έσπευσε να βοηθήσει. Έτσι μάζεψε ένα στρατό με 40.000 άνδρες και 80.000 μουλάρια, διέσχισε την Μικρά Ασία σε 15 ημέρες και έφτασε στην Αντιόχεια το 994 και σε ένα διάστημα 6 χρόνων ο Βασίλειος Β' κατέλαβε το Αραβικό Χαλιφάτο κατακτώντας τα Ιεροσόλυμα, την Μεσοποταμία, την Μέση Ανατολή και την Αραβική χερσόνησο. Εν τω μεταξύ στα Βαλκάνια οι Βούλγαροι εκμεταλλεύτηκαν την απουσία του Βασιλείου Β και λεηλάτησαν όλη την Ελλάδα μέχρι την Αθήνα αλλά απέτυχαν να καταλάβουν την Θεσσαλονίκη. Έτσι ο στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός τους διέλυσε στην μάχη του Σπερχειού και ανέκτησε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Έτσι αναγκάστηκε ο Βασίλειος να διακόψει τον πόλεμο που άρχισε με την Περσία επεκτείνοντας την αυτοκρατορία μέχρι την Τεχεράνη και επιστρέφει στα Βαλκάνια για να νικήσει τους Βούλγαρους όπου και μετά απο 18 συνεχόμενα χρόνια πολέμου το κάνει το 1018 επεκτείνοντας την αυτοκρατορία μέχρι την Σλοβενία. Αμέσως την ίδια χρονιά ο Βασίλειος νικά τους Χαζάρους και τους Αρμένιους κατακτώντας τον Καύκασο και την σημερινή Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν και Γεωργία. Αμέσως ξεκινά πόλεμο με το Αιγυπτιακό Χαλιφάτο όπου και το καταλύει το 1023 μ.Χ. Έτσι κατάφερε να εδραιώσει μια κοσμοκρατορία οι οποία αποτελούταν από την Νότια Ιταλία μέχρι την Ρώμη που ήταν υποτελείς στο Βυζάντιο, τα Βαλκάνια μέχρι τον ποταμό Δούναβη, την Ελλάδα, την Μικρά Ασία, Καύκασο, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία, Μεσοποταμία, όλη την Μέση Ανατολή, την Αραβική χερσόνησο την δυτική Περσία μέχρι την Τεχεράνη, την Αίγυπτο, την Βόρεια Αφρική και λίγες παραθαλάσσιες περιοχές της Ισπανίας και την ανατολική Σικελία. Όμως 35 χρόνια μετα τον θάνατο του πολλά από αυτά τα εδάφη χάθηκαν. Επίσης εκχριστιάνισε τους Ρώσους.
 
=== Υστεροβυζαντινή περίοδος ===
{{κύριο|Υστεροβυζαντινή περίοδος}}
Οι εδαφικές κατακτήσεις επί [[Μακεδονική Δυναστεία|Μακεδονικής δυναστείας]] αποδείχθηκαν βραχύβιο επίτευγμα. Το [[1071]] ο βυζαντινός στρατός υπέστη μεγάλη ήττα από τους [[Σελτζούκοι Τούρκοι|Σελτζούκους Τούρκους]] στο [[Μάχη του Μαντζικέρτ|Ματζικέρτ]] και σε ελάχιστο χρόνο το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας. Το ίδιο έτος καταλήφθηκε η Βάρη (''[[Μπάρι]]''), το τελευταίο βυζαντινό έρεισμα στην [[Ιταλία]], από τους [[Νορμανδοί|Νορμανδούς]]. Η ήττα στο Μαντζικέρτ και, κυρίως, το πολιτικο-στρατιωτικό χάος που ακολούθησε,<ref>(Αγγλικά) Paul Markham, ''[https://deremilitari.org/2013/09/the-battle-of-manzikert-military-disaster-or-political-failure/ The Battle of Manzikert: Military Disaster or Political Failure?]'', 1 Αυγ. 2005. [https://web.archive.org/web/20170303032528/https://deremilitari.org/2013/09/the-battle-of-manzikert-military-disaster-or-political-failure/ Αρχειοθέτηση] 3/3/2017. Ανακτήθηκε 1/2/2018.</ref><ref>Julius Norwich, ''Σύντομη ιστορία του Βυζαντίου'', 1988, μτφρ. Δ. Κωστελένου, Γκοβόστης, Αθήνα 1999, σελ. 378-379</ref> ήταν η «''θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας''»<ref>Vasiliev 1954, σελ. 442</ref>. Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της [[Μικρά Ασία|Μικράς Ασίας]], η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για την αυτοκρατορία. Η Αρμενία και η [[Καππαδοκία]], οι επαρχίες από τις οποίες είχαν προέλθει πολλοί αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν οριστικά.
 
Περιορισμένη εδαφικά, η αυτοκρατορία γνώρισε μια σύντομη ανάκαμψη υπό τη δυναστεία των [[Δυναστεία Κομνηνών|Κομνηνών]] οι οποίοι αντιμετώπισαν τον ερχομό των [[Σταυροφορίες|Σταυροφοριών]]. Η ανάμιξη των δυνάμεων της [[Δ' Σταυροφορία]]ς στις έριδες μελών της [[Οίκος Αγγέλων|δυναστείας των Αγγέλων]] οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το [[1204]].
 
Τα εδάφη της αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν ανάμεσα στις σταυροφορικές δυνάμεις και η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον η έδρα μιας [[Λατινική Αυτοκρατορία|λατινικής αυτοκρατορίας]]. Η βυζαντινή εξουσία, όμως, συνεχίστηκε να ασκείται σε τρία κράτη: την [[αυτοκρατορία της Τραπεζούντας]], το [[δεσποτάτο της Ηπείρου]] και την [[αυτοκρατορία της Νίκαιας]]. Τα δύο τελευταία βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Το [[1261]] ο στρατηγός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Αλέξανδρος Στρατηγόπουλος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη.
 
[[Αρχείο:Byzantine imperial flag, 14th century.svg|thumb|right|150px|Το λεγόμενο «βασιλικό φλάμουλο» επί Παλαιολόγων, στα μέσα του 14ου αιώνος, όπως περιγράφεται από τον [[Γεώργιος Κωδινός|ψευδο-Κωδινό]] και τον ισπανικό άτλαντα ''Conoscimento de todos los reinos''.<ref>Γεώργιος Κωδινός, ''Περί των Οφφικίων'', Bonn Ed. 1839, σελ. [http://books.google.com/books?id=nTUbAAAAIAAJ&pg=PA28#v=onepage&q&f=false 28]</ref><ref>{{cite web | title =Other Byzantine flags shown in the "Book of All Kingdoms" (14th century) | url=http://flagspot.net/flags/gr_byz.html#oth | publisher=Flags of the World | accessdate=07-08-2010}}</ref>]]
Η περίοδος των [[Δυναστεία Παλαιολόγων|Παλαιολόγων]] ([[1258]]-[[1453]]) που ακολούθησε, χαρακτηριζόταν από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφειλόταν κυρίως στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των [[Οθωμανοί Τούρκοι|Οθωμανών Τούρκων]], πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του [[Αίμος|Αίμου]]. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίστηκε η λατινοκρατία, ενώ στην [[Ήπειρος|Ήπειρο]] και στην [[Τραπεζούντα]], διατηρήθηκαν ανεξάρτητα από την [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]] κράτη.
 
Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίστηκε στην Ανατολική [[Μακεδονία]] και τη [[Θράκη]] και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της ''Πόλης'' και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του [[Αιγαίο]]υ και στο λεγόμενο [[Δεσποτάτο του Μυστρά]].
 
Οι τελευταίοι αυτοκράτορες είχαν στραφεί προς τη δυτική χριστιανοσύνη αναζητώντας συμμάχους. Το [[1438]] ο [[Ιωάννης Η' Παλαιολόγος]] στη [[Σύνοδος Φλωρεντίας|Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας]] συμφώνησε στην ένωση της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, απόφαση η οποία δίχασε τους υπηκόους του.
 
Η [[Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)|Άλωση της Κωνσταντινούπολης]] από τους Οθωμανούς υπό τον [[Μωάμεθ Β']] στις 29 Μαΐου του [[1453]], ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η βυζαντινή αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει και η ''Πόλη'' έγινε πρωτεύουσα της [[Οθωμανική αυτοκρατορία|Οθωμανικής αυτοκρατορίας]].
 
== Πολιτική θεωρία ==
=== Η αυτοκρατορική ιδέα ===
Η έννοια της αυτοκρατορικής ιδέας προέρχεται από την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία, έχοντας την πλήρη κυριαρχία σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και κάνοντας τη Μεσόγειο Ρωμαϊκή λίμνη, είχε την παντοδυναμία στον τότε γνωστό κόσμο. Έτσι ο αυτοκράτοράς της θεωρούνταν μοναδικός και αυτοκράτορας όλου του κόσμου. Αυτό συνεχίστηκε και στην περίοδο του Βυζαντίου, ακόμη και όταν αυτό είχε χάσει πλέον την έκταση και τη δύναμη που κατείχε στα χρόνια της ακμής του. Στο Ρωμαϊκό κράτος της Χριστιανικής ανατολής ο αυτοκράτοράς του ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ηγέτης όλων των υπολοίπων κρατών. Ο στόχος τόσο του ιδίου όσο και ο ύψιστος στόχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η οικουμενικότητα. Το Βυζάντιο προσπάθησε να διατηρήσει και να ανακαταλάβει τις χαμένες περιοχές τού τόσο πρόωρα καταλυμένου Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους.
<!--
===Ο αυτοκράτορας===
===Καθεστωτικοί παράγοντες===
===Κράτος και Εκκλησία===
-->
 
== Κρατική οργάνωση ==
<!--
===Διοίκηση===
-->
=== Άμυνα ===
:''Δείτε και το άρθρο [[Βυζαντινός στρατός]]''
<!--
===Διπλωματία===
===Οικονομική διοίκηση===
===Εκκλησιαστική οργάνωση===
-->
=== Δικαιοσύνη ===
:''Δείτε και το άρθρο [[Βυζαντινό δίκαιο]]
 
==Πολεοδομική οργάνωση==
{{κύριο|Βυζαντινή πόλη}}
Ως πολεοδομική οργάνωση στην βυζαντινή αυτοκρατορία εννοείται η διαμόρφωση της βυζαντινή πόλης. Προκειμένου να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη της βυζαντινής πόλης, χρειάζεται να λάβει υπόψη του ότι η [[πόλις|πόλη-κράτος]] της κλασικής περιόδου υπέστη σημαντικές αλλαγές κατά την [[Ελληνιστική περίοδος|ελληνιστική περίοδο]] με την εισαγωγή της [[Χωροταξική μονάδα|χωροταξικής μονάδας]] της [[συνοικία]]ς και τις επακόλουθες [[Πολεοδομία|πολεοδομικές]] αλλαγές που επέφερε το σύστημα της [[μοναρχία]]ς με τα μεγάλα τείχη, τα ανάκτορα, τους ιπποδρόμους και τα πολυτελή λουτρά. Όλα αυτά τα πολεοδομικά στοιχεία αποτέλεσαν επίσης στοιχεία της μεταγενέστερης ρωμαϊκής πόλης στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο και παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως ιστορικές συνέχειες για τη διαμόρφωση της βυζαντινής πόλης.
 
== Πολιτισμός ==
 
===Γλώσσα===
Πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, οι ρωμαίοι αυτοκράτορες απευθύνονταν στα ελληνικά προς τις ανατολικές επαρχίες, επειδή εκεί επικρατούσε η ελληνική. Ωστόσο ο Μέγας Κωνσταντίνος και μετέπειτα ο Διοκλητιανός επέβαλαν τη χρήση της λατινικής ως επίσημης γλώσσας. Στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες η σπουδή της λατινικής έγινε απαραίτητη για όσους ήθελαν να καταλάβουν δημόσια αξιώματα, παρά τις αντιδράσεις των λογίων όπως ο Λιβάνιος, ο Θεμίστιος και ο Συνέσιος. Αρνητική στάση προς τη λατινική είχαν και οι ιεράρχες. Στην Α' Οικουμενική Σύνοδο ο Κωνσταντίνος απευθύνεται προς τους ιεράρχες στα λατινικά τα οποία μεταφράζονται στα ελληνικά. Ο ίδιος παρακολουθεί τις εργασίες της Συνόδου που γίνονταν στα ελληνικά, καθώς γνώριζε τη γλώσσα, όπως αναφέρει ο Ευσέβιος. Η λατινική εθεωρείτο ανεπαρκής γλώσσα για τη διατύπωση των θρησκευτικών κειμένων. Σταδιακά επικρατεί η διγλωσσία, και στην εποχή του Θεοδοσίου προβλέπεται η απασχόληση ελληνόφωνων και λατινόφωνων γραμματέων, βιβλιοθηκονόμων, καθηγητών ανώτατης παιδείας κλπ. Οι πολίτες στις καθημερινές τους συναλλαγές χρησιμοποιούν κυρίως τα ελληνικά. Αυτοκρατορικά και δικαιοπρακτικά κείμενα όταν γράφονται στα λατινικά, συνοδεύονται από ελληνική περίληψη. Στο στρατό μόνο οι αξιωματικοί ήταν λατινόφωνοι. Έτσι η Πολιτεία εισάγει σταδιακά την ελληνική γλώσσα ως επίσημη. Το 397 επιτρέπεται να γίνονται δίκες και στις δύο γλώσσες. Από το 439 οι διαθήκες συντάσσονται στα ελληνικά. Ο Αναστάσιος Α' (491-518) θεσμοθετεί στα ελληνικά για τις ανατολικές επαρχίες του κράτους. Ο Ιουστινιανός (527-565) πρώτος νομοθετεί στα ελληνικά "''ώστε οι νόμοι να γίνουν γνωστοί σε όλους και να ερμηνεύονται εύκολα''". Από τον 6ο αιώνα η διδασκαλία την νομικής γίνεται και στην Κωνσταντινούπολη στα ελληνικά. Την 1η Νοεμβρίου 541 ο Τριβωνιανός απευθύνει την τελευταία λατινόφωνη διάταξη. Αυτή η μετατόπιση προς την ελληνική συνάντησε αντιδράσεις από λατινόφωνους αξιωματούχους. Ωστόσο, ένας από αυτούς, ο [[Ιωάννης Λαυρέντιος ο Λυδός|Ιωάννης ο Λυδός]] (6ος αι.) αναγνωρίζει ότι οι υπήκοοι των ανατολικών επαρχιών είναι "''Έλληνες εκ του πλείονος''". Η χρήση της λατινικής ως επίσημης γλώσσας καταργείται επί Ηρακλείου (610-641) ο οποίος πρώτος εκδίδει νομίσματα με ελληνικές επιγραφές. Η λατινική παραμένει στα χρυσά νομίσματα μέχρι την εποχή του Ρωμανού του Διογένη (1068-1071). Μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας διατηρούνται πολλές λατινικές λέξεις σε κείμενα ευρείας χρήσης όπως νομικές διατάξεις, στρατιωτικά τακτικά, λογοτεχνία. Λατινικές λέξεις εισάγονται και λόγω των επαφών με τη Δύση. Η λατινική γλώσσα αποκτά τον συμβολισμό της συνέχειας με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και για το λόγο αυτό οι Δυτικοί ηγεμόνες και Πάπες θεωρούν τη Βυζ. Αυτοκρατορία ξένη προς τη Ρωμαϊκή. Από τον 5ο αιώνα, οι εκπρόσωποι του αυτοκράτορα που στέλνονται για να διοικήσουν τις δυτικές επαρχίες θεωρούνται Έλληνες από τους Δυτικούς. Οι Βυζαντινοί θεωρούνται από τους Δυτικούς μόνο κατ' όνομα Ρωμαίοι, αφού άλλαξαν τη γλώσσα, τα ήθη και την ενδυμασία.<ref>Βασιλικοπούλου Αγνή, "Η πάτριος φωνή", στο "Η επικοινωνία στο Βυζάντιο". Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συμποσίου, 4-6 Οκτ. 1990, έκδοση Κέντρο Βυζ. Ερευνών, ΕΙΕ, Αθήνα 1993, σ. 103-113. Διαθέσιμο στο google.gr.</ref>
 
=== Παιδεία ===
{{Κύριο|Βυζαντινή παιδεία}}
 
=== Γραμματεία ===
{{Κύριο|Λόγια βυζαντινή γραμματεία}}
{{δείτε|Βυζαντινή ιστοριογραφία}}
 
=== Φιλοσοφία ===
{{Κύριο|Βυζαντινή φιλοσοφία}}
 
=== Τέχνη ===
{{Κύριο|Βυζαντινή τέχνη|Βυζαντινή μουσική|Βυζαντινή αγιογραφία}}
Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές μορφές της βυζαντινής τέχνης άρχισαν να αναπτύσσονται στη [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία]] από τον [[4ος αιώνας|4ο αιώνα]] ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αφενός της [[Αρχαία Ελλάδα|αρχαίας ελληνικής]] παράδοσης και αφετέρου της ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμού]], η βυζαντινή τεχνοτροπία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής τέχνης, σκοπός της οποίας δεν είναι τόσο η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας όσο η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου καλλιτεχνικού κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας και ειδικότερα ένα κέντρο με έντονα [[χριστιανισμός|χριστιανικά]] στοιχεία.
 
[[Αρχείο:Ohrid annunciation icon.jpg|thumb|Εικόνα του Ευγγγελισμού από την Αχρίδα, πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα.]]
 
Χαρακτηριστική μορφή έκφρασης της [[Βυζαντινή αρχιτεκτονική|βυζαντινής αρχιτεκτονικής]], αποτελεί ένας νέος ρυθμός εκκλησιαστικού ναού, η [[Βασιλική (αρχιτεκτονική)|βασιλική]]. Η κατασκευή της [[Αγία Σοφία (Κωνσταντινούπολη)|Αγίας Σοφίας]] αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο δείγμα, πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς αλλά και σύμβολο εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη [[ζωγραφική]], αν και διατηρείται αρχικά η ελληνιστική θεματολογία (τοπία και συμβολικές αναπαραστάσεις), σταδιακά αρχίζουν να διακρίνονται και αυστηρά θρησκευτικά θέματα. Χαρακτηριστικό δείγμα παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής αποτελούν οι εικόνες, οι τοιχογραφίες και τα διακοσμητικά ψηφιδωτά διαφόρων ναών. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, αναπτύσσεται και η μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους. Την περίοδο της [[εικονομαχία]]ς πολλές εικόνες και τοιχογραφίες καταστρέφονται ή αντικαθίστανται από άλλες, με αποκλειστικά διακοσμητικά θέματα, που περιλαμβάνουν την απεικόνιση ζώων, πτηνών, ή γεωμετρικών μορφών καθώς και [[σταυρός|σταυρών]]. Στο δεύτερο μισό του [[9ος αιώνας|9ου αιώνα]] και κατά τη διάρκεια του [[10ος αιώνας|10ου αιώνα]], σημαντική άνθηση γνωρίζουν και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με μικρογραφίες που διακοσμούν τα θρησκευτικά κυρίως κείμενα.
 
Την περίοδο της ύφεσης διαδέχεται η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της [[Μακεδονική Δυναστεία|Μακεδονικής δυναστείας]]. Σε αυτή την περίοδο, αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ επικρατεί ο σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και ο προγενέστερος τύπος της βασιλικής. Οι εκκλησιαστικοί ναοί διακρίνονται από μεγαλύτερη κομψότητα και είναι λιγότερο λιτοί, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τον κυρίως σκοπό της πρόκλησης μίας πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. Η [[γλυπτική]] τέχνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.
 
Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της [[γοτθική τέχνη|γοτθικής αρχιτεκτονικής]] που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυφες αψίδες. Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινή εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του [[Ιησούς Χριστός|Χριστού]] ή το βίο της Παναγίας. Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα. Η [[Δυναστεία Παλαιολόγων|Δυναστεία των Παλαιολόγων]] που ξεκινά το [[1259]], αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.
 
Η [[βυζαντινή μουσική]] είναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που μεταφράζεται κι απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα ως μελωδία<ref>[The Columbia Electronic Encyclopedia, 6th ed. 2007] Βυζαντινή Μουσική</ref>. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα.<ref>[http://www.ec-patr.net/en/psaltai/index.htm Οικουμενικό Πατριαρχείο], Επίσημη Ιστοσελίδα.</ref><ref>[http://www.musicportal.gr/byzantine_music?lang=en Κέντρο Μουσικής Πληροφόρησης]</ref> Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της [[Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]] στην [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]] από το [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Μέγα Κωνσταντίνο]]. Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολο της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η [[ελληνική γλώσσα|ελληνική]]. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.
 
== Θέματα βυζαντινής ιστοριογραφίας ==
=== Ονομασία ===
{{δείτε|Ονομασίες των Ελλήνων}}
 
Ο όρος «'''βυζαντινός'''» είναι ένας νεολογισμός που εισήγαγε το [[1562]] ο ιστορικός [[Ιερώνυμος Βολφ]] (Hieronymus Wolf, [[1516]]-[[1580]]), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών [[Fugger]] στην [[Άουγκσμπουργκ|Αυγούστα]] (Augsburg). Ο Βολφ, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής [[ιστορία]]ς και συνέλαβε την ιδέα ενός ''Corpus Historiae Byzantinae'' (''Σώμα βυζαντινής ιστορίας'') που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Κωνσταντίνου του Μέγα]], μέχρι τον [[Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος|Κωνσταντίνο Παλαιολόγο]]. Κατόπιν, τον όρο «βυζαντινός» καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός [[Γαλλία|Γάλλος]] λόγιος και εκδότης, ο [[Ιησουίτες|Ιησουίτης]] [[Φίλιππος Λαμπέ]], [[1607]]-[[1667]], ο οποίος προλόγισε το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: ''"De Byzantinae historiae scriptoribus..."''. Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας «''της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για την μακραίωνή της διάρκεια''». Στα [[1680]] ο Γάλλος [[ιστορικός]], [[Φιλολογία|φιλόλογος]], [[Αρχαιολογία|αρχαιολόγος]], [[Νομισματολογία|νομισματολόγος]] και εκδότης [[Δουκάγγιος|Κάρολος Δουκάγγιος]] χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο ''Historia Byzantina'', που πραγματευόταν την ιστορία του κράτους της [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]]ς.
 
Η προέλευση αυτής της ονομασίας αυτής βρίσκεται στο ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίστηκε από τον [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Μέγα Κωνσταντίνο]] στη θέση του αρχαίου [[Βυζάντιο|Βυζαντίου]], της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής [[Θράκη]]ς στο [[Βόσπορος|Βόσπορο]], που είχε ιδρυθεί το [[659]] π.Χ. από ομάδα [[Μέγαρα|Μεγαρέων]] αποικιστών με αρχηγό το [[Βύζας|Βύζαντα]], στον οποίο η πολη όφειλε και την ονομασία της. Οι αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν ''Βυζάντιο'' την [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]], όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου «Βυζάντιο», δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.
 
Η ορολογία αυτή, ωστόσο, δε χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια ύπαρξης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν τους εαυτούς τους ''Ρωμαίους'', το κράτος τους ονομαζόταν «[[Ρωμανία]]», «Ρωμαΐς», {{εκκρεμεί παραπομπή|«Ρωμαίων κράτος» ή «Ρωμαίων πολιτεία»|σχόλιο=26 Ιουνίου 213}}, ο εκάστοτε αυτοκράτορας ''Βασιλεύς Ῥωμαίων'', ενώ η πρωτεύουσά τους ήταν γνωστή και ως ''Νέα Ρώμη''.<ref name=Kaldellis42>{{harvnb|Kaldellis|2007|p=42}}</ref>
 
=== Οριοθέτηση της βυζαντινής περιόδου ===
 
Κάθε χρονική τομή και κάθε χρονικός περιορισμός της ιστορικής εξέλιξης, που στην πραγματικότητα είναι αδιάκοπη, αποτελούν συμβατικές οροθεσίες οι οποίες δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Έτσι και τα χρονικά όρια που έχουν γίνει αποδεκτά για τη βυζαντινή ιστορία είναι συμβατικά, βοηθούν όμως στην κατανόηση της σημασίας παραγόντων και γεγονότων, στους οποίους βασίζονται οι διάφορες αντιμαχόμενες θέσεις.
 
Αν και όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Βυζαντινή ιστορία τελειώνει με την πτώση της ''Πόλης'' το [[1453]], συχνά θεωρήθηκε ως αφετηρία για τη βυζαντινή χρονολογία ο θρίαμβος του Χριστιανισμού το [[392]], όταν δηλαδή ο [[Θεοδόσιος Α']] έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία θρησκεία επέζησε τουλάχιστον ως την εποχή του [[Ιουστινιανός Α'|Ιουστινιανού]] και κατόπιν αντικαταστάθηκε από την εθνική θρησκεία των λαών που εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, βλέπουμε ότι η χρονολογία αυτή έχει δυσκολίες ως προς την εδραίωσή της. Κείμενα του 10ου αι. αναφέρουν μη [[Χριστιανισμός|χριστιανούς]] [[Σλάβοι|σλαβικής]] καταγωγής εγκατεστημένους στη βυζαντινή Ελλάδα, οργανωμένους σε αυτόνομες κοινότητες, υπό τοπικούς αρχηγούς της ίδιας εθνικής προελεύσεως και σχεδόν ανεξάρτητους από την αυτοκρατορική επαρχιακή διοίκηση της περιοχής. Μάλιστα, συχνά αποτέλεσαν επικίνδυνες εστίες εξεγέρσεως κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, κυρίως στην περιοχή της [[Θεσσαλονίκη]]ς και στην [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]].
 
Άλλοι ιστορικοί, θεωρούν αρχή της ιστορίας του Βυζαντίου την εποχή που ακολουθεί το θάνατο του ''Θεοδοσίου'' ([[395]])· το κράτος διαιρείται σε ανατολικό και δυτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναζητείται σταθερό ορόσημο στη διάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους· καταλληλότερη το [[476]], χρονολογία όπου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μένει μόνη της. Άλλοι τοποθετούν την αρχή της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στα [[610]], όταν ανεβαίνει στο θρόνο ο [[Ηράκλειος]], άλλοι στα [[717]], όταν ανεβαίνει στην εξουσία η [[δυναστεία των Ισαύρων]] και άλλοι στα [[284]], όταν ο [[Διοκλητιανός]], βάζει τις βάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους.
 
O καθηγητής [[Άρνολντ Τόινμπι]] ([[1889]]–[[1975]]) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έσβησε κατά τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της [[Χριστιανισμός|χριστιανικής]] Ανατολής στην απειλή των μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός [[Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ]] [[1861]]–[[1927]]) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι «''η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το [[1453]]''».<ref>J. Β. Bury, ''A History of the Later Roman Empire'', τόμ. 1 (London: Macmillan, 1889), σελ. V</ref>''
 
Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του [[Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας|Μεγάλου Κωνσταντίνου]] και τη θεμελίωση της [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]]ς το [[324]] (ή από τα επίσημα εγκαίνια της το [[330]]), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:
 
:''α)'' μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή,
:''β)'' ανοχή και αργότερα αναγνώριση της ισοτιμίας του [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμού]], με τις άλλες θρησκείες,
:''γ)'' επίδραση των χριστιανικών αρχών στη νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις,
:''δ)'' μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε σφαίρα επιρροής άλλης γλώσσας, της ελληνικής,
:''ε)'' πραγματοποίηση μεγάλων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας.
 
=== Βυζάντιο και Δύση ===
{{Κύριο|Βυζάντιο και Δύση}}
 
Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, της [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας]], αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους της Δύσης, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της [[Δ' Σταυροφορία|Τέταρτης Σταυροφορίας]] κορυφώθηκε με την κατάληψη της [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]]ς, το έτος [[1204]]. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας.<ref>Ιωάννης Καραγιαννόπουλος 1988, σελ. 225</ref>
 
Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα «Βυζάντιο», συσχετίζοντας τη ''Νέα Ρώμη'', την [[Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη|Κωνσταντινούπολη]], απλώς με μια [[Βυζάντιο|αρχαία ελληνική αποικία]], προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση<ref>Χρήστος Γιανναράς, ''Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα'', (Αθήνα: Δόμος, 2003), σ.σ. 15-16</ref> και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης.<ref>Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ 1992, σελ. 22</ref> Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας.<ref>Ζακ Λε Γκοφ στο ''Βυζάντιο και Ευρώπη'', Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σελ. 93</ref>
 
Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το [[Σχίσμα του 1054|Σχίσμα]] των δύο εκκλησιών, [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξης]] και [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία|Ρωμαιοκαθολικής]], όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη,<ref>Μάριος Μπέγζος 2004, σελ. 65</ref> τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές.<ref>Νίκος Α. Ματσούκας, ''Ιστορία της Φιλοσοφίας'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 292</ref> Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον [[Θεοδόσιος Α'|Θεοδόσιο Α']] το [[395]], ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.
 
Στην υπερχιλιόχρονη πορεία του Βυζαντίου, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο. Αυτά ήταν η γλωσσική αποξένωση, η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση της δυτικής θεολογικής και πολιτικής σκέψης και ο ανταγωνισμός της Δυτικής με την Ανατολική Εκκλησία.
 
=== Εθνολογική σύνθεση ===
 
Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιελάμβανε όλον τον πολιτισμένο, τότε, μεσογειακό κόσμο. Το μόνο άλλο οργανωμένο κράτος που γνώριζε ήταν η Περσία των Σασσανιδών. Στην τεράστια επικράτειά της, η οποία απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, συμβίωναν [[Έλληνες]] και εξελληνισμένοι λαοί, αυθεντικοί [[Ρωμαίοι]], [[Αρμενία|Αρμένιοι]], [[Συρία|Σύροι]], [[Αίγυπτος|Αιγύπτιοι]] και [[Ιουδαίοι]], υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών ([[Ίσαυροι]], [[Φρύγες]], [[Καππαδόκες]]), στη Χερσόνησο του [[Αίμος|Αίμου]], καθώς επίσης υπολείμματα νεώτερων εποικισμών [[Γαλάτες|Γαλατών]] και [[Γότθοι|Γότθων]]. Όλοι αυτοί αυτοαποκαλούνταν ''Ρωμαίοι'', στον βαθμό που ήταν αφοσιωμένοι στην Εκκλησία και στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον ''Ρωμαίο Αυτοκράτορα''.
 
Ήδη από την [[ελληνιστική εποχή]] είχαν εμφανιστεί ισχυρές τάσεις επιγαμίας μεταξύ των μεσογειακών λαών. Πχ ο αυτοκράτορας [[Αρκάδιος]] ήταν [[Ισπανία|ισπανικής]] καταγωγής, ενώ [[Αρμενία|αρμενικής]] καταγωγής ήταν οι στρατηγοί του Ιουστινιανού [[Ναρσής (βυζαντινός στρατηγός)|Ναρσής]], [[Ναρσής (Καμσαρακάν)|Ναρσής Καμσαρακάν]] και οι αυτοκράτορες [[Λέων Ε΄]], [[Βασίλειος Α΄]], [[Ιωάννης Τσιμισκής|Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής]], [[Ρωμανός Α´|Ρωμανός Α΄]]. Ο αυτοκράτορας [[Νικηφόρος Α'|Νικηφόρος ο Α΄]] είχε αίμα [[Άραβες|αραβικό]] και ο πατέρας του επικού [[Διγενής Ακρίτας|Διγενή Ακρίτα]] ήταν προσήλυτος [[Σαρακηνός]].<ref>Στήβεν Ράνσιμαν, ''Βυζαντινός Πολιτισμός'', μτφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, Γαλαξίας-Ερμείας, Αθήνα 1969, σελ. 202 κ.εξ.</ref> Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι Χριστιανός και να μιλά ελληνικά.
 
Βέβαια, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, η εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με μία μόνο εθνότητα, γιατί στα σύνορα του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλοί διαφορετικοί λαοί, όμως, κορμός της σύνθεσης αυτής ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, και οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν τα κοινά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας, παράγοντες που λειτούργησαν ως ενοποιητικοί. Ειδικά η [[ελληνική γλώσσα]], η οποία ήδη από τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη [[Λατινική γλώσσα|λατινική]] στην Ανατολή, επικράτησε επί [[Ηράκλειος|Ηρακλείου]] ως η κατ' εξοχήν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Είχε προηγηθεί η μοιραία αποδυνάμωση του ζωντανού, στρατιωτικής καταγωγής λατινικού πυρήνα των Βαλκανίων από τον Ιουστινιανό, προκειμένου να επανδρώσει τις ανακτημένες και εκγερμανισμένες επαρχίες της Δύσης. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός όχι μόνο των δομών της Αυτοκρατορίας, αλλά και των προσαρτημένων στα όριά της λαών.
 
Τον 7ο αιώνα λόγω της απώλειας της [[Αίγυπτος|Αιγύπτου]] και της [[Συρία]]ς, σημειώθηκε ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την επικράτειά του σε περιοχές όπου το πατροπαράδοτα ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί.
 
==== Ταυτότητα: Ελληνισμός και Βυζάντιο====
{{δείτε|Βυζαντινοί}}
Ως αποτέλεσμα της ενοποιητικής πολιτικής των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και της δημιουργίας μίας συγκεντρωτικής ρωμαϊκής γραφειοκρατίας<ref>{{harvnb|Kaldellis|2007|p=71}}</ref> από τον ύστερο τρίτο μ.Χ. αιώνα οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, ακόμη και στις επαρχίες, είχαν αρχίσει να θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη μιας κοινωνικής και πολιτικής κοινότητας που αποτελούσε συνέχεια της [[Αρχαία Ρώμη|αρχαίας Ρώμης]]. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην εγκατάλειψη των τοπικών ταυτοτήτων που διέσπαζαν την ενότητα της Ρωμαϊκής ''πολιτείας'', συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής.<ref>{{harvnb|Kaldellis|2007|p=61}}</ref>
 
Το ερώτημα αν ο Βυζαντινός ήταν κάτι περισσότερο από [[Ρωμαίος]] πολίτης και [[Χριστιανισμός|Χριστιανός]] με ελληνική παιδεία, απασχόλησε αρκετά τους [[Νεοέλληνες]] ιστορικούς, κυρίως μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, υπό την επίδραση της νεοτερικής ιδεολογίας του εθνικισμού, περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Με τη θεμελιακή εισφορά του «εθνικού» [[ιστοριογραφία|ιστοριογράφου]] [[Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος|Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου]], υπέρμαχου της ενότητας της ελληνικής ιστορίας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρήκε, όχι χωρίς αντιδράσεις, τη θέση της στην ιστοριογραφία του ελληνικού έθνους.
 
Το πρόβλημα, αν στο σύνολό της η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα,<ref>''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', τόμ. Ζ', σελ. 10</ref> καθώς δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, εξίσου με τον σύγχρονο ελληνισμό, η [[Ιταλία|ιταλική]] χερσόνησος, οι [[Βαλκάνια|βαλκανικοί]] πληθυσμοί και οι [[Σλάβοι|σλαβικοί]] λαοί της βορειοανατολικής [[Ευρώπη]]ς, ο κόσμος της [[Μικρά Ασία|Μικράς Ασίας]] και του [[Αρμενία|αρμενικού]] έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους πραγματικότητας στο Βυζάντιο. Ωστόσο, οι περισσότεροι κάτοικοι των εδαφών της αυτοκρατορίας, ιδίως μετά τον 6ο αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι, μιλούσαν, δηλαδή, μια μορφή της ελληνικής επηρεασμένης από την εισαγωγή λατινικής προέλευσης όρων,<ref>{{harvnb|Kaldellis|2007|p=67-8}}</ref> και μέχρι περίπου το 600 μ.Χ. η χρήση της Λατινικής στη διοίκηση είχε περιοριστεί κατά πολύ.<ref>{{harvnb|Kaldellis|2007|p=69-70}}</ref> Επίσης οι σπουδές της άρχουσας τάξης του [[Βυζάντιο|Βυζαντίου]] ήταν εξαρχής ελληνορωμαϊκές (επειδή οι Ρωμαίοι θαύμαζαν τον πλούτο του ελληνικού λεξιλογίου, την τέχνη και τη φιλοσοφία των Ελλήνων) και σύντομα έγιναν κυρίως ελληνικές. Κατά συνέπεια η άρχουσα τάξη ενστερνιζόταν τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η λέξη «Έλλην» ήταν ταυτισμένη τους πρώτους αιώνες με την ειδωλολατρεία και απέφευγαν την αναφορά του εθνικού ονόματος.
 
Μπορεί να ειπωθεί ότι ο ορθόδοξος χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και γενικά ο ελληνικός πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Πάντως, το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, για κάποιους άλλους τίθεται υπό αμφισβήτηση τονίζοντας ότι η ελληνικότητα εκδηλώθηκε επισήμως τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες,<ref>. ''«Είναι αληθές ότι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες το Βυζάντιο ησθάνθη εαυτόν περισσότερον ελληνικόν από οποτεδήποτε άλλοτε, αφού μάλιστα περιωρίσθη γεωγραφικώς εις τον Βαλκανικόν χώρον και τας νήσους»'' (Ν. Τωμαδάκης, ''Οι Λόγιοι του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του βασιλείου της Νικαίας'', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 8</ref> εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, και αποχωρισμού των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών. Αυτό από τους μεν ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι προηγουμένως η ελληνικότητα ήταν αμελητέα, ενώ κατ' άλλους ότι σε εκείνη τη φάση πλέον η πολιτεία δεν δεσμευόταν από το πολυεθνικό μωσαϊκό που έπρεπε να συγκρατεί σε συνοχή και μπορούσε να εκδηλώσει ελεύθερα τον ελληνικό χαρακτήρα της.
 
{{Εξέλιξη ελληνικών εθνωνυμίων στην Ευρώπη}}
 
=== Οι βυζαντινές σπουδές ===
{{Κύριο|Βυζαντινολογία}}
Ύστερα από κάποιες αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (''Βολφ'', ''Λαμπέ''), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη [[Γαλλία]] από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του [[Ορθολογισμός|ορθολογισμού]], οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του [[Διαφωτισμός|Διαφωτισμού]] έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη [[Μεσαίωνας|μεσαιωνική]] περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας.
 
Βεβαίως, ο όρος «Μεσαίωνας» είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών [[Ιστορία|ιστοριογράφων]] για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν ''μεσαίωνας'', δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το «σκοτεινό» και παροδικό.<ref>Μάριος Μπέγζος 2004, σελ. 187</ref>
 
Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα «''άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών''» ([[Βολταίρος]]) ή ένα «''πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων''» ([[Μοντεσκιέ]]) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης [[Ρωμαϊκή αυτοκρατορία|Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας]]. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των ''[[Τσαρλς Λεμπό]]'' , [[1701]]-[[1778]], «''Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας''» και [[Εδουάρδος Γίββων|Εδουάρδου Γίββωνος]] «''Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».''
 
Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών έχουν πλέον ξεπεραστεί<ref>''Encyclopedie de la Pleiade'', τόμ. Δ', Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 1980, στο λήμμα «Ιστορία και μέθοδοί της», σελ. 56</ref> και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες,<ref>Heinz-Günther Nesselrath, ''Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία'', τόμ. Α', μτφρ. Ιωάννη Αναστασίου, Παπαδήμας, Αθήνα 1997, σελ. 450</ref> εχθρικές<ref>''UNESCO: Ιστορία της Ανθρωπότητας'', τόμ. 12, εκδ. Χ. Τεγόπουλου-Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ο.Ε., Αθήνα 1970, σελ. 4137</ref> και ιστορικά αστήρικτες,<ref>Georg Ostrogorsky 2002, σελ. 52. / Βλ. και Α.Α.Vasiliev, ''Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453'', μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη, Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 22: «''...παρά την ζωηρή του περιγραφή [...] δεν είναι ασφαλώς το ύφος του εκείνο που χρειάζεται για να διεγείρη τον σεβασμό για τα πρόσωπα ή την περίοδο, με την οποία ασχολείται ή για να οδηγήση σε μια λεπτομερέστερη μελέτη τους. Ο απαράμιλλος του σαρκασμός και η υποτίμησι, βρίσκονται διαρκώς εν δράσει [...] είναι ανίκανος να θαυμάση με ενθουσιασμό πράγματα ή πρόσωπα. Σχεδόν κάθε ιστορία, όταν την χειρίζουνται με αυτόν τον τρόπο, αφίνει την αξιοκαταφρόνητη πλευρά της να κυριαρχή στην σκέψι του αναγνώστου. Ίσως καμιά ιστορία δεν θα έμενε αστιγμάτιστη με έναν τέτοιο χειρισμό. [...] «Αυτός ο τρόπος διαχειρίσεως του θέματος», παρατηρεί ο J. Β. Bury «ανταποκρίνεται προς την περιφρονητική θέσι που παίρνει ο συγγραφεύς» [...] Η ερμηνεία που δίνει ο Γίββων στην εσωτερική ιστορία της Αυτοκρατορίας, μετά τον Ηράκλειο, δεν είναι μόνον επιπόλαιη αλλά συγχρόνως δίνει λανθασμένη εντύπωσι των γεγονότων.»''</ref> εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Όπως έγραψε η καθηγήτρια Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :
 
:«''Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ' αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον...Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος...Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσοι μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του...''»<ref>Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου 1971-72, σελ. 201</ref>
 
Τελικά, το έντονο ενδιαφέρον για την [[ιστορία]] που εκδηλώθηκε κατά τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του, ευνόησε τις βυζαντινές σπουδές και αναβίωσε το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία στις προηγμένες χώρες της [[Ευρώπη]]ς.
 
==Κληρονομιά==
Βυζαντινοί λόγιοι είχαν μεγάλη συμβολή στη διατήρηση και αντιγραφή κλασικών χειρογράφων που εμπλούτισαν την [[Αναγέννηση]] στη δυτική Ευρώπη.
 
Η μνήμη του ελληνικού παρελθόντος που αναβίώσε τους τελευταίους χρόνους της αυτοκρατορίας συντέλεσαν στη γένεση του [[Ελλάδα|νεοελληνικού]] πατριωτισμού και των ιδεών που τελικά οδήγησαν στη δημιουργία του ελληνικού εθνικού κινήματος κατά τον δέκατο ένατο αιώνα.<ref>Norman H. Baynes και Η.St.L.B. Moss 2004, σελ. 102</ref>
 
Η ρωμαϊκή ταυτότητα επιβίωσε της πτώσης της αυτοκρατορίας. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, η ονομασία «Ρωμαίοι» χρησιμοποιήθηκε για να αναφερθεί στο σύνολο της πολύγλωσσης και πολυεθνοτικής ορθόδοξης κοινότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ μετά την ίδρυση του ελληνικού εθνικού κράτους οι όροι «''Ρωμιός''» και «''Ρωμιοσύνη''» χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την ορθόδοξη και λαϊκή όψη της νεοελληνικής ταυτότητας.<ref name=Kaldellis42/>
== Δείτε επίσης ==
* [[Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]]
* [[Βυζαντινές Δυναστείες]] (Οίκοι - Οικογένειες)
* [[Βυζαντινή αρχαιολογία]]
* [[Βυζαντινό νόμισμα]]
* [[Έλληνες λόγιοι της Αναγέννησης]]
* [[Κατάλογος Βυζαντινών αυτοκρατόρων]]
 
== Παραπομπές ==
<references />
 
== Βιβλιογραφία ==
 
* Ζεράρ Βαλτέρ, ''Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα των Κομνηνών (1081-1180)'', Παπαδήμας, Αθήνα 1990
* Norman H. Baynes και H. St. L. B. Moss, ''Βυζάντιο, εισαγωγή στο Βυζαντινό πολιτισμό'', Μτφρ. Δημήτριος Ν. Σακκάς, Παπαδήμας, Αθήνα 1986
* Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ''Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας'', Μτφρ. Τούλα Δρακοπούλου, Ψυχογιός, Αθήνα 1992
* ''ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ'': α) Γεωργίου Φραντζή, Πρωτοβεστιαρίου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, «Το χρονικό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης», Απόδοση στη Νέα Ελληνική: Ιωάννης Α. Μελισσείδης & Ρίτα Ζαβολέα Μελισσείδου, β) «Συνοπτική Ιστορία των Γεγονότων στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο 1440-1453», Μελέτη/Κείμενο: Ιωάννης Α. Μελισσείδης (1998/2004), έκδοση Ε΄επηυξημένη, Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2004 ISBN 9607171918 (Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία 1999/2004, ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ)
* Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, ''Βυζαντινή Ιστορία 327-1071'', Αθήναι 1977
* ''Ιστορία του Ελληνικού έθνους'', τόμος Ζ', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978
* {{cite book|last=Kaldellis|first=Anthony|title=Hellenism in Byzantium: The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition|publisher=Cambridge University Press|year=2007|series=Greek Culture in the Roman World|ref=harv}}
* Ι. Καραγιαννόπουλος, ''Το Βυζαντινό Κράτος'', Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996
* Cyril Mango, ''Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης'', Μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 1988
* Paul Lemerle, ''Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός. Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα'', μτφρ.: Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2001
* Μάριος Μπέγζος, ''Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας'', Γρηγόρης, Αθήνα 2004
* Donald M. Nicol, ''Βυζάντιο και Βενετία'', Μτφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου, Παπαδήμας, Αθήνα 2004
* Donald M. Nicol, ''Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453'', Μτφρ. Στάθης Κομνηνός, Παπαδήμας, Αθήνα 1996
* Georg Ostrogorsky, ''Ιστορία του Βυζαντινού κράτους'', 3 τόμοι, Μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002
* Αγγελική Παναγοπούλου, «Ο βυζαντινός αυτοκρατορικός θεσμός στο στόχαστρο του πατριάρχη Φωτίου και των ηγεμόνων της Δύσης τον 9ο αιώνα», ''Βυζαντινά'', τομ. 29 (2009), σελ. 231-257
* Γεώργιος Ξ. Τσαμπής, ''Η Παιδεία στο χριστιανικό Βυζάντιο''(5 Ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης), Γρηγόρης, Αθήνα 1999
* Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, ''Βυζαντινή Ιστορία'', 3 τόμοι, Ηρόδοτος, Αθήνα 2006
* Α.Α. Vasiliev, ''Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453'', Μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη, Μπεργαδής, Αθήνα 1954
 
== Εξωτερικοί σύνδεσμοι ==
{{Πύλη|Μεσαίωνας|Stefan_Lochner_Madonna_im_Rosenhag.jpg|size=25|boxsize=170}}
{{Commonscat}}
{{commons|Atlas of the Byzantine Empire|Atlas of the Byzantine Empire<br/>(Άτλας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας)}}
* [http://www.fhw.gr/chronos/08/gr/index.html Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος]
* [http://www.fhw.gr/chronos/09/gr/index.html Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - Μέση Βυζαντινή περίοδος]
* [http://www.fhw.gr/chronos/10/gr/index.html Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - Ύστερη Βυζαντινή περίοδος]
* [http://www.fhw.gr/chronos/projects/justinian/gr/index.html Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - Η Εποχή του Ιουστινιανού]
* [http://www.exploringbyzantium.gr/EKBMM/Page?name=index&lang=gr Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων: «Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου»]
* [http://www.doaks.org/research/byzantine/ Dumbarton Oaks]
* [http://www.fordham.edu/halsall/byzantium/byzantium.html Fordham University]
* [http://www.byzantium.ac.uk/ The Society for the promotion of Byzantine Studies]
* [http://www.friesian.com/romania.htm#/ Σύντομη ιστορία του Βυζαντίου και πλήρεις γενεαλογικοί κατάλογοι των αυτοκρατόρων του], στα αγγλικά
 
{{Authority control}}
 
{{DEFAULTSORT:Βυζαντινη αυτοκρατορια}}