Φραγκία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 37:
|ηγέτης1 = [[Χλωδοβίκος Α΄]]
|έτος_ηγέτης2 = 613–629
|ηγέτης2 = [[
|έτος_ηγέτης3 = 629–639
|ηγέτης3 = [[Δαγοβέρτος Α΄]]
Γραμμή 114:
[[File:Division of Gaul - 511.jpg|thumb|250px|Ο διαμοιρασμός της Φραγκίας με το θάνατο του Χλωδοβίκου (511). Τα βασίλεια δεν είναι γεωγραφικές ενότητες, γιατί δημιουργήθηκαν σε μια προσπάθεια να φτιαχτούν ίσες φορολογικές περιφέρειες. Η διαφορά στο μέγεθος φανερώνει τη συγκέντρωση των ρωμαϊκών φορολογικών περιφερειών.]]
Οι γιοι του Χλωδοβίκου έκαναν πρωτεύουσες στην κυρίως Φραγκική χώρα στη βορειοανατολική Γαλατία: ο Θεοδέριχος στη [[Ρενς]], ο Χλωδόμερος στην [[Ορλεάνη]], ο Χιλδερβέρτος στο [[Παρίσι]], και ο
Τα αδέλφια είχαν μόνο μικρά διαστήματα φιλικών σχέσεων και συχνότερα σχέσεις αντιπαλότητας. Με τον πρόωρο θάνατο του Χλωδόμερου, ο αδελφός του
Ο Θεοδοβέρτος ήταν ο πρώτος Φράγκος βασιλιάς που διέκοψε επίσημα τους δεσμούς του με την [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]], με το να κόψει χρυσά νομίσματα με την δικιά του μορφή, και αποκαλώντας τον εαυτό του ''magnus rex'' (μεγάλος βασιλιάς) λόγω της υποτιθέμενης επικυριαρχίας του σε μέρη τόσο μακρινά όσο η Παννονία. Ο Θειδιβέρτος ενεπλάκη στον Γοτθικό Πόλεμο (535-554) στην πλευρά των Γέπιδων και των [[Λομβαρδοί|Λομβαρδών]] εναντίον των [[Οστρογότθοι|Οστρογότθων]], λαμβάνοντας τις (πρώην ρωμαϊκές) επαρχίες της Rhaetia, Noricum, και μέρος από την περιοχή του [[Βένετο]].
====
Ο γιος και διάδοχος του Θεοδοβέρτου Θεοδοβάλδος, μπόρεσε να διατηρήσει την κληρονομιά του, και με το θάνατό του όλο το απέραντο βασίλειό του πέρασε στον
[[File:Division of Gaul - 561.jpg|thumb|250px|Ο διαχωρισμός της Γαλατίας στο θάνατο του
Το 561 πέθανε ο
Η υπόλοιπη Προβηγκία, δηλαδή η περιοχή Οβέρν (Auvergne) και η ανατολική Ακουϊτανία πήγε στον τρίτο γιο του, Σιγιβέρτο Α΄, ο οποίος κληρονόμησε επίσης την Αυστρασία με τις κυριότερες πόλεις της, [[Ρενς]] και [[Μετς]]. Το μικρότερο βασίλειο ήταν αυτό της Σουασόν, το οποίο πήγε στον νεότερο γιο, Χιλπέριχο Α΄. Αυτό το βασίλειο που ηγεμόνευε ο Χιλπέριχος στο θάνατό του (584) έγινε ο πυρήνας της κατοπινής [[Νευστρία]]ς.
Γραμμή 131:
Αυτός ο δεύτερος τετραμερής διαμοιρασμός διαλύθηκε σύντομα από τους πολέμους μεταξύ των αδελφών, που έγινε κυρίως λόγω της δολοφονίας της Γαλεσουίνθα, πρώτης γυναίκας του Χιλπέριχου, κατά τις φήμες από την ερωμένη και δεύτερη γυναίκα του Φρεδεγόνδη. Η αδελφή της Γαλεσουίνθα και γυναίκα του Σιγιβέρτου Βρουγχίλδη, παρακίνησε τον άντρα της σε πόλεμο, και αυτή η σύγκρουση μεταξύ των δύο γυναικών θα επηρέαζε αρνητικά τις σχέσεις μέχρι τον επόμενο αιώνα. Ο Γκουντράμος επεδίωξε να διατηρήσει την ειρήνη, αν και προσπάθησε δύο φορές (το 585 και το 589) να κατακτήσει τη Σεπτιμανία από του Γότθους, γνωρίζοντας και τις δύο φορές την ήττα.
Όλοι οι υπόλοιποι αδελφοί επωφελήθηκαν από το θάνατο του Χαριβέρτου, αλλά ο Χιλπέριχος μπόρεσε επιπλέον να επεκτείνει την εξουσία του όσο διαρκούσε ο πόλεμος, υποτάσσοντας ξανά τους Βρετόνους. Μετά το θάνατό του, ο Γκουντράμος χρειάστηκε εκ νέου να τους αναγκάσει σε υποταγή. Το 587 η Συνθήκη του Αντελό—το κείμενο που αναφέρεται ξεκάθαρα σε ολόκληρο το Φραγκικό βασίλειο ως ''Francia''—μετακύ της Βρουγχίλδης και του Γκουντράμου εξασφάλισε την προστασία του ανήλικου γιου της Χιλδεβέρτου Β΄, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον δολοφονημένο Σιγιβέρτο (575). Η επικράτεια του Γκουντράμου μαζί με αυτή του Χιλδεβέρτου ήταν τριπλάσια από το μικρό βασίλειο του διαδόχου του Χιλπέριχου,
[[File:Division of Gaul - 587.jpg|thumb|250px|Η Γαλατία όπως προέκυψε από τη Συνθήκη του Αντελό (587). Ακολούθησε το διαχωρισμό του βασιλείου του Χαριβέρτου μεταξύ των υπόλοιπων αδελφών του. Έδωσε το μερίδιο του Γκουντράμου μαζί με το Πουατού και την Τουρέν στον Χιλδεβέρτο με αντάλλαγμα μεγάλες εκτάσεις στη νότια και κεντρική [[Ακουιτανία|Ακουϊτανία]].]]
==== Διαχωρισμός της Φραγκίας στη Νευστρία, Αυστρασία και Βουργουνδία====
Όταν ο Γκουντράμος πέθανε το 592, η Βουργουνδία πέρασε ολόκληρη στον Χιλδεβέρο, αλλά αυτός πέθανε τρία μόλις χρόνια μετά, το 595. Οι δύο γιοί του διαμοίρασαν το βασίλειο, με το μεγαλύτερο Θεοδοβέρτο Β΄ να παίρνει την Αυστρασία συν το μέρος της Ακουϊτανίας του Χιλδεβέρτου, και τον νεότερο αδελφό Θεοδέριχο Β΄ να κληρονομεί τη Βουργουνδία και την Ακουϊτανία του Γκουντράμου. Ενωμένοι οι δύο αδελφοί επιχείρησαν να απομακρύνουν το ξάδελφο του πατέρα τους, τον
Το 599 κατατρόπωσαν τις δυνάμεις του στην Ντορμέλ και κατέλαβαν την επαρχία της Ντεντελέν (Dentelin), αλλά μετά οι σχέσεις τους χάλασαν, και πέρασαν τον υπόλοιπο χρόνο της βασιλείας τους σε σύγκρουση, υποκινούμενοι συχνά από τη γιαγιά τους Βρουγχίλδη, η οποία οργισμένη από την αποπομπή της από την Αυλή του Θεοδοβέρτου, έπεισε τον Θεοδέριχο να τον εκθρονίσει και να τον σκοτώσει. Αυτό το έκανε το 612 και έτσι όλο το βασίλειο του πατέρα του Χιλδεβέρτου το κυβερνούσε και πάλι ένα άτομο. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ, γιατί πέθανε την παραμονή της εκστρατείας εναντίον τού
Κατά τη διάρκεια των βασιλειών τους, ο Θεοδοβέρτος και ο Θεοδέριχος εκστράτευαν επιτυχώς στην [[Γασκώνη]] όπου είχαν ιδρύσει το [[Δουκάτο της Γασκώνης]], και είχαν υποτάξει τους [[Βάσκοι|Βάσκους]] (602). Η κατάκτηση της Γασκώνης στην αρχή περιελάμβανε και εδάφη νότια των [[Πυρηναία|Πυρηναίων]], συγκεκριμένα την [[Μπισκάγια]] και την [[Γκιπούθκοα]], περιοχές οι οποίες χάθηκαν στους Βησιγότθους το 612.
Γραμμή 144:
Στην άλλη μεριά του βασιλείου του, η Αλεμάννοι είχαν νικήσει τον Θεοδέριχο σε μια εξέγερση, και οι Φράγκοι χάνανε τον έλεγχο των φυλών πέρα από το Ρήνο. Το 610 ο Θεοδοβέρτος είχε αποσπάσει το [[Δουκάτο της Αλσατίας]] από τον Θεοδέριχο, αρχίζοντας μια μακρά περίοδο διαμάχης για το ποιος θα κατείχε την Αλσατία, τη Βουργουνδία και την Αυστρασία, η οποία θα τερματιζόταν τα τέλη του 7ου αιώνα.
Κατά την σύντομη περίοδο που ο Σιγιβέρτος ήταν ανήλικος στην εξουσία, ήρθε στο προσκήνιο το αξίωμα του [[Μαγιορδόμος|Κυρίου του Παλατιού]], το οποίο ήταν παρόν κάποιες φορές στο βασίλειο των Φράγκων, με μερίδα ευγενών να συνασπίζονται γύρω από τους Warnachar, Rado και Πεπίνο Α΄ του Λάντεν για να δώσουν το βασίλειο στον
==== Βασιλεία του
Αμέσως μετά τη νίκη του, ο
Ως το 623 οι Αυστρασιανοί άρχισαν να ζητούν επίμονα δικό τους βασιλιά, καθώς ο
[[File:Frankish kingdoms in 628.jpg|thumb|250px|Το Φραγκικό βασίλειο της [[Ακουιτανία|Ακουϊτανίας]] (628), με πρωτεύουσα την [[Τουλούζη]]. Περιελάμβανε την [[Γασκώνη]] και ήταν η βάση του κατοπινού [[Δουκάτο της Ακουϊτανίας|Δουκάτου της Ακουϊτανίας]].]]
Κατά τη διάρκεια της κοινής βασιλείας του
==== Δαγοβέρτος Α΄ ====
Γραμμή 160:
Το υπό-βασίλειο της Ακουϊτανίας αντιστοιχούσε στο νότιο μισό της παλιάς Ρωμαϊκής επαρχίας της Ακουϊτανίας και η πρωτεύουσά του ήταν η [[Τουλούζη]]. Άλλες πόλεις του βασιλείου ήταν η Καχόρς, Αζέ, Περιζό, [[Μπορντό]] και Σετ, ενώ το [[Δουκάτο της Γασκώνης]] ανήκε επίσης στο βασίλειο. Ο Χαριβέρτος εκστράτευσε με επιτυχία εναντίον των Βάσκων, αλλά μετά το θάνατό του αυτοί εξεγέρθηκαν ξανά (632), ενώ την ίδια περίοδο ξεσηκώθηκαν εναντίον των Φράγκων και οι Βρετόνοι. Ο ηγέτης τους Judicael ap Hoel υποχώρησε και έκανε ειρήνη με τους Φράγκους, και πλήρωσε φόρο υποτέλειας, αφού ο Δαγοβέρτος τον απείλησε ότι θα στείλει στρατό εναντίον του (635). Την ίδια χρονιά ο Δαγοβέρτος έστειλε στρατό για να υποτάξει τους Βάσκους, κάτι που κατάφερε.
Στο μεταξύ, ο Δαγοβέρτος έβαλε να δολοφονήσουν διάδοχο του Χαριβέρτου Χιλπέριχο ενώ ήταν βρέφος, και επανένωσε το Φραγκικό βασίλειο το 632, αν και αναγκάστηκε από την ισχυρή αριστοκρατία της Αυστρασίας να τους παραχωρήσει το γιο του Σιγιβέρτο Γ΄ ως υπό-βασιλέα τους το 633. Αυτή η ενέργεια επισπεύτηκε κυρίως από την επιθυμία των Αυστρασιανών για αυτοκυβέρνηση, σε μια περίοδο όπου η Νευστριανοί κυριαρχούσαν στη βασιλική Αυλή. Ο
Πράγματι, στη δεκαετία του 640 η "Νευστρία" εμφανίζεται πρώτη φορά γραπτά, ενώ προηγούμενες αναφορές ήταν μαζί με τον όρο "Αυστρασία", μάλλον επειδή οι Νευστριανοί (που ήταν το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφέων εκείνη την εποχή) αποκαλούσαν την περιοχή τους απλά "Φραγκία". Η ''Βουργουνδία'' επίσης προσδιόρισε την ταυτότητά της σε αντιδιαστολή με τη Νευστρία περίπου εκείνη την εποχή. Ήταν όμως οι Αυστρασιανοί οι οποίοι ειδώνονταν ως ξεχωριστός λαός μέσα στο βασίλειο από την εποχή του Γρηγορίου της Τουρώνης, οι οποίοι θα έκαναν τις πιο έντονες κινήσεις προς την ανεξαρτησία.
Γραμμή 170:
Ο Χλωδοβίκος Β΄, διάδοχος του Δαγοβέρτου στη Νευστρία και Βουργουνδία, που από τότε και μετά ενωμένες αλλά με διαφορετική διακυβέρνηση, ήταν ανήλικος κατά το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του. Αυτόν έλεγχε η μητέρα του Nanthild και ο Μαγιορδόμος της Νευστρίας Erchinoald. Ο διάδοχός του Εμπροΐν, ήλεγχε το βασίλειο για τα επόμενα 15 χρόνια συνεχόμενων σχεδόν εμφυλίων πολέμων. Με το θάνατο του Σιγιβέρτου το 656 ο γιος του στάλθηκε στην Ιρλανδία, ενώ ο γιος το Γκρίμοαλντ Χιλδεβέρτος κυβέρνησε την Αυστρασία.
Τελικά ο Εμπροΐν ένωσε όλο το Φραγκικό βασίλειο για τον διάδοχο του Χλωδοβίκου
===Κυριαρχία των Μαγιορδόμων, 687–751===
[[File:Francia at the death of Pepin of Heristal, 714.jpg|thumb|250px|Η Γαλατία στον θάνατο του [[Πεπίνος του Χέρσταλ|Πεπίνου του Χέρσταλ]] (714). Σε αυτό το σημείο το [[Δουκάτο της Ακουϊτανίας]] (με κίτρινο) δεν ήταν μέρος του Φραγκικού Βασιλείου.]]
Το 673 ο
Το 687 ηττήθηκε στη Μάχη του Τερτρύ από τον [[Πεπίνος του Χέρσταλ|Πεπίνο του Χέρσταλ]], τον [[Πεπινίδες|Αρνούλφο]] Μαγιορδόμο της Αυστρασίας και αληθινή εξουσία πίσω από το θρόνο, και αναγκάστηκε να αποδεχτεί τον Πεπίνο ως το μόνο Μαγιορδόμο και ''dux et princeps Francorum'', "Δούκα και Πρίγκιπα των Φράγκων", τίτλος που κατά τον συγγραφέα του ''Liber Historiae Francorum'' (Βιβλίο της Ιστορίας των Φράγκων), την αρχή της "βασιλίας" του Πεπίνου. Από εκείνο το σημείο και μετά οι Μεροβίγγειοι μονάρχες εμφανίζονται μόνο σποραδικά στις σωζόμενες αναφορές, με όχι συμβολικές και προσωπικές ενέργειες.
Γραμμή 190:
Όταν πέθανε ο Πεπίνος το 714, το Φραγκικό Βασίλειο βυθίστηκε στον εμφύλιο πόλεμο, και οι δούκες των περιφερικών επαρχιών έγιναν ''de facto'' ανεξάρτητοι. Ο ορισμένος διάδοχος του Πεπίνου Θευδοάλδος υπό τη χήρα του Πλεκτρούδη αρχικά αντιτάχθηκε στην προσπάθεια του βασιλιά, Δαγοβέρτου Γ΄, να διορίσει τον Ράγκενφριντ Μαγιορδόμο όλων των βασιλείων του, αλλά σύντομα υπήρξε και τρίτος υποψήφιος για τη θέση του Μαγιορδόμου της Αυστρασίας, ο νόθος γιος του Πεπίνου, [[Κάρολος Μαρτέλος]].
Μετά την ήττα της Πλεκρούδης και του Θευδόαλδο από τον βασιλιά (τώρα ο Χιλπέριχος Β΄) και τον Ράγκενφριντ, ο Κάρολος ανέβασε στην εξουσία για λίγο δικό του βασιλιά, τον
Μετά το 718 ο Κάρολος Μαρτέλος ενεπλάκη σε μια σειρά από πολέμους που σκοπό είχαν την ενδυνάμωση της ηγεμονίας των Φράγκων στην δυτική Ευρώπη. Το 718 νίκησε τους εξεγερμένους Σάξονες, το 719 κατέλαβε την Δυτική Φρισία, το 723 υπέταξε ξανά τους Σάξονες, και το 724 νίκησε τον Ράγκενφριντ και τους εξεγερμένους Νευστριανούς, δίνοντας τέλος στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου της βασιλείας του. Όταν ο Χιλπέριχος πέθανε το 720, διόρισε βασιλιάς τον Θευδέριχο Δ΄, αλλά αυτός δεν ήταν παρά μαριονέτα υπό τον έλεγχό του. Το 724 επέβαλε τον Hugbert στην διαδοχή του δούκα των Βαυαρών, και ανάγκασε τους Αλεμαννούς να τον βοηθήσουν στις εκστρατείες του στη Βαυαρία (725 και 726), όπου οι νόμοι επιβάλλονταν στο όνομα του Θευδέριχου. Το 730 η Αλεμαννία αναγκάστηκε να υποταχθεί δια της βίας, και ο δούκας Λάντφριντ σκοτώθηκε. Το 734 ο Κάρολος πολέμησε εναντίον της Ανατολικής Φρισίας και τελικά την υπέταξε.
Γραμμή 260:
Κατά την πρώιμη Φραγκική περίοδο ο Φραγκικός νόμος διατηρούταν από τους ''rachimburgs'', αξιωματούχους που ήταν εκπαιδευμένοι στον να τον θυμούνται και να τον μεταβιβάζουν. Οι Μεροβίγγειοι υιοθέτησαν το ''καπιτουλάριο'' (capitularium, συλλογές νομοθετικών πράξεων) σαν εργαλείο για την δημοσίευση και την διατήρηση των βασιλικών διαταγμάτων. Η χρήση του συνεχίστηκε και με τους Καρολίδες και ακόμα και μετέπειτα Δούκες του Σπολέτο αυτοκράτορες [[Γουίδων Γ΄ του Σπολέτο|Γκύ Γ΄]] και [[Λαμβέρτος Γ΄ του Σπολέτο|Λαμβέρτος Γ΄]], στα πλαίσια ενός προγράμματος "ανανέωσης των Φραγκικών βασιλείων", ''renovation regni Francorum''.
Το τελευταίο καπιτουλάριο των Μεροβίγγειων ήταν από τα πιο σημαντικά: το Έδικτο του Παρισιού εκδόθηκε από τον
Μεταξύ των νομικών μεταρρυθμίσεων που υιοθέτησε ο Καρλομάγνος, ήταν η κωδικοποίηση των παραδοσιακών νόμων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Επιχείρησε επίσης να ελέγξει την εξουσία τοπικών και περιφερειακών δικαστικών, με το να διορίζει ''missi dominici'' (ενικός missus dominicus: απεσταλμένος του ηγεμόνα, ανώτερος αξιωματούχος με καθήκοντα επίβλεψης της διοίκησης) σε ζευγάρια για επιβλέπουν συγκεκριμένες περιοχές για μια συγκεκριμένη σύντομη χρονική περίοδο. Συνήθως η απεσταλμένοι επιλέγονταν από άλλη περιοχή από αυτή που θα επέβλεπαν, για να αποφευχθεί σύγκρουση συμφερόντων. Ένα καπιτουλάριο του 802 μας δίνει μια ιδέα για τα καθήκοντά τους. Ασκούσαν δικαστική εξουσία, επέβαλαν το σεβασμό στα βασιλικά δικαιώματα, έλεγχαν τη διοίκηση που ασκούσαν οι [[Κόμης|κόμητες]] και οι [[Δούκας|δούκες]] (τότε διορίζονταν ακόμα από το βασιλιά), δέχονταν τους όρκους πίστης, και επέβλεπαν τον κλήρο.
|