Ιταλία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 94:
[[File:Bundesarchiv B 145 Bild-F054628-0037, Ludwigshafen, CDU-Bundesparteitag, Rumor.jpg|thumb|Ο Μαριάνο Ρουμόρ το 1978]]
[[File:Sophia Loren - 1955.JPG|thumb|Η Σοφία Λόρεν το 1955]]
Το [[1970]], η Ιταλία συγκλονίστηκε όχι μόνο από απεργιακά κύματα, φοιτητικές καταλήψεις και τρομοκρατικές επιθέσεις, αλλά και από ένα άλλο μέτωπο που δημιούργησε πολιτική κρίση διαρκείας: τη διαμάχη Εκκλησίας-Κράτους για τη νομιμοποίηση ή όχι του διαζυγίου. Μια διαμάχη, που μαινόταν επί πέντε χρόνια, προκάλεσε την οργή του Πάπα, γκρέμισε κυβερνήσεις, πυροδότησε αιματηρές συγκρούσεις αντιφρονούντων και έφερε τη χώρα στα πρόθυρα του θρησκευτικού πολέμου. Πέτρα του σκανδάλου ήταν το νομοσχέδιο Φορτούνα-Μπασλίνι που, αν και είχε εγκριθεί από την ιταλική βουλή από τις [[28 Νοεμβρίου]] του [[1969]], περίμενε ακόμα την έγκριση της Γερουσίας, με την αμιγώς χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση του Μαριάνο Ρουμόρ να κωλυσιεργεί, το Βατικανό να απειλεί και τα εκατομμύρια των ενδιαφερομένων Ιταλών να αδημονούν, βλέποντας την εκκρεμότητα να παρατείνεται. Εν έτει 1970, η Ιταλία ήταν μία από τις 11 χώρες του κόσμου -πλην του Βατικανού- στις οποίες το διαζύγιο παρέμενε παράνομο (οι υπόλοιπες ήταν οι [[Ισπανία]], [[Ιρλανδία]], [[Βραζιλία]], [[Χιλή]], [[Κολομβία]], [[Παραγουάη]], [[Αργεντινή]] και τα κρατίδια του [[Μονακό]], του [[Λίχτενσταϊν]] και της [[Ανδόρρα|Ανδόρρας]]). Το μόνο διάστημα που οι κάτοικοι της ιταλικής χερσονήσου απέκτησαν το δικαίωμα του διαζυγίου ήταν μεταξύ του [[1795]] και του [[1815]], επί [[Ναπολέων Α΄|Ναπολέοντα]]. Από το [[1875]] μέχρι το 1970, όλες οι απόπειρες νομιμοποίησης του διαζυγίου στην ενιαία, πλέον, Ιταλία, απέτυχαν καθώς η δύναμη της Καθολικής Εκκλησίας και η επιρροή της στο επί σειρά ετών κυβερνητικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα αποτέλεσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο στις νεωτεριστικές τάσεις. Το [[1929]], το Βατικανό υπέγραψε με τον δικτάτορα Μουσολίνι τη συμφωνία του Λατερανού, με την οποία αναγνωρίστηκε, μεταξύ άλλων, η "«ιερότητα του γάμου"». Το νόημα της σχετικής διάταξης ήταν ότι η Πολιτεία δέχεται ως νομικά έγκυρο τον θρησκευτικό γάμο, χωρίς να απαιτείται η τέλεση και πολιτικού, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, π.χ. στη Γαλλία. Ωστόσο, το Βατικανό οχυρώθηκε, στα χρόνια που ακολούθησαν, πίσω από αυτή τη διάταξη υποστηρίζοντας ότι κατοχύρωσε την αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκκλησίας στο θέμα του γάμου και του διαζυγίου. Η συνθήκη του Λατερανού ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα της μεταπολεμικής, δημοκρατικής Ιταλίας, το [[1947]], με τη σύμφωνη γνώμη και του [[Κομμουνιστικό Κόμμα (Ιταλία)|ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος]], γεγονός που αντανακλά τον ιδιαίτερο ρόλο της Εκκλησίας στη δημόσια ζωή της χώρας. Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, όμως, το κοινωνικό τοπίο και τα δημόσια ήθη είχαν τροποποιηθεί ριζικά. Οι εκθέσεις των πολιτικών κομμάτων που υποστήριζαν τη νομιμοποίηση του διαζυγίου (κομμουνιστές, σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, ρεπουμπλικάνοι) και της δημιουργημένης από το [[1967]] "«Ένωσης για την καθιέρωση του διαζυγίου"» (LID), έκαναν λόγο για 2.300.000 άτομα που παρέμεναν δέσμια των διαλυμένων γάμων τους, ενώ το 30% από αυτούς είχαν ήδη δημιουργήσει καινούργιες οικογένειες -παράνομες, σύμφωνα με τη νομοθεσία. Έτσι, το 28,6% των νεογέννητων κάθε χρόνο θεωρούνταν, από νομική άποψη, "«νόθα"», με κοινωνικές συνέπειες. Η πίεση για την τελική έγκριση από τη Γερουσία του νόμου Φορτούνα-Μπασλίνι γινόταν ολοένα και πιο ασφυκτική πάνω στην κεντρική εξουσία. Στις [[5 Φεβρουαρίου]] του 1970, η Ιταλία γνώρισε την 30ή από το τέλος του φασισμού κυβερνητική αλλαγή και ο πρόεδρος [[Τζουζέπε Σάραγκατ]] ανέθεσε στον χριστιανοδημοκράτη Ρουμόρ, που κυβερνούσε από το προηγούμενο καλοκαίρι, μετά τη διάσπαση του Σοσιαλιστικού κόμματος, ως επικεφαλής μονοκομματικής κυβέρνησης μειοψηφίας, την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας ώστε να λυθεί η χρονίζουσα πολιτική κρίση που παρέλυε τη χώρα. Μετά από 23 μέρες άγονων παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, ο Ρουμόρ κατέθεσε την εντολή ανακοινώνοντας ότι η βασική αιτία του αδιεξόδου ήταν η εμμονή των υποψηφίων κυβερνητικών εταίρων να εγκριθεί οριστικά και τελεσίδικα ο νόμος περί διαζυγίου. Βλέποντας την εντεινόμενη πίεση, ο [[Πάπας Παύλος ΣΤ΄]] έριξε προσωπικά το βάρος του στην πολιτική διαμάχη, δηλώνοντας ότι τυχόν έγκριση του επίμαχου νομοσχέδιου θα σήμαινε μονομερή αποδέσμευση της Ρώμης από τη συμφωνία του Λατερανού, γεγονός που θα είχε "«βαριές συνέπειες"». Ταυτόχρονα, η [[Αγία Έδρα]] επανέφερε την παπική εγκύκλιο ''Humanae Vitae'' (Περί ανθρώπινης ζωής) που αναφερόταν στις δοξασίες της περί γάμου, οικογένειας και διαζυγίου, και κάλεσε τους πιστούς να αντιδράσουν στην προοπτική της ψήφισης του νόμου. Ωστόσο, τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς ήταν ανένδοτα, υποστηρίζοντας ότι "«στόχος του νομοσχεδίου δεν είναι η δολοφονία του γάμου, όπως υποστηρίζουν οι επικριτές του, αλλά η προσφορά μιας αξιοπρεπούς κηδείας στους γάμους που είναι ήδη νεκροί"». Για επτά εβδομάδες, η Ιταλία βρισκόταν στη δίνη της ακυβερνησίας, καθώς η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης πηγαινοερχόταν ανάμεσα στον πρόεδρο Σάραγκατ και κορυφαίους Ιταλούς πολιτικούς, χωρίς αποτέλεσμα. Στις [[27 Μαρτίου]], ο Μαριάνο Ρουμόρ κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού τεσσάρων κομμάτων της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς (αφήνοντας και πάλι έξω τους κομμουνιστές), πετυχαίνοντας μία σολομώντεια λύση στο επίμαχο θέμα του διαζυγίου: Το νομοσχέδιο θα πήγαινε στη Γερουσία, μετά από διαπραγματεύσεις διακομματικής επιτροπής με την Καθολική Εκκλησία στις οποίες θα επιδιωκόταν μία ελάχιστη συναίνεση, ενώ κάθε εταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού θα καθόριζε αυτόνομα τη στάση του, χωρίς η ίδια η κυβέρνηση να παίρνει επίσημα θέση. Οι διαβουλεύσεις Εκκλησίας-Κράτους, που παρατάθηκαν μέχρι τον Ιούνιο, δεν κατέληξαν πουθενά. Στις [[6 Ιουλίου]], η κυβέρνηση Ρουμόρ κατέρρευσε, λόγω εσωτερικών διαφωνιών, και κυρίως λόγω της συνεργασίας των σοσιαλιστών με τους αντιπολιτευόμενους κομμουνιστές στις τοπικές εκλογές της [[Τοσκάνη|Τοσκάνης]] και της [[Ούμπρια]]. Οι εκλογές αυτές είχαν πάρει δημοψηφισματικό χαρακτήρα για το θέμα του διαζυγίου, καθώς η Καθολική Εκκλησία πήρε ανοιχτά θέση υπέρ των πολεμίων του διαζυγίου -δηλαδή των χριστιανοδημοκρατών, των μοναρχικών και των νεοφασιστών. Μετά από ένα νέο κυκεώνα διαβουλεύσεων σχηματίστηκε στις [[6 Αυγούστου]] μία ακόμα κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον χριστιανοδημοκράτη Εμίλιο Κολόμπο. Οι κυβερνητικοί εταίροι συμφώνησαν να φέρουν το θέμα του διαζυγίου στη Γερουσία μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου και να καταρτισθεί νέος νόμος περί δημοψηφισμάτων, ώστε να γίνει δυνατή η άμεση προσφυγή στο λαό εάν επέμενε σ' αυτή της την πρόθεση η Καθολική Εκκλησία. Η συζήτηση άρχισε στη Γερουσία στις [[28 Σεπτεμβρίου]]. Τρεις μέρες αργότερα, όμως, μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τους υποστηρικτές του διαζυγίου: Σε μια προκαταρκτική ψηφοφορία, πρόταση των Χριστιανοδημοκρατών περί απόρριψης του νομοσχεδίου για λόγους αντισυνταγματικότητας καταψηφίστηκε με πλειοψηφία μόλις δύο ψήφων, γεγονός που υπονοούσε "«αποστασία"» τουλάχιστον οκτώ γερουσιαστών και υποχρέωνε τα κόμματα του "«ναι"» σε συμβιβασμούς. Τελικά, στις [[9 Οκτωβρίου]], η Γερουσία ενέκρινε με 164 ψήφους έναντι 150 το νομοσχέδιο, αφού προηγουμένως όμως το έχει αποδυναμώσει αρκετά με μια σειρά τροποποιήσεις. Έτσι, εκτός από ακραίες περιπτώσεις διανοητικών παθήσεων ή εγκληματικής συμπεριφοράς ενός εκ των συζύγων, η χορήγηση διαζυγίου προϋπέθετε τουλάχιστον πέντε χρόνια διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, τα οποία μπορούσαν να αυξηθούν σε επτά, εάν ο αιτών κρινόταν υπεύθυνος για τον κλονισμό του γάμου. Έστω κι έτσι το νομοσχέδιο προκάλεσε διαδηλώσεις και αντιδιαδηλώσεις εν όψει της αποφασιστικής συνεδρίασης της βουλής για την τελική του έγκριση, στα τέλη Νοεμβρίου. Στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του διαζυγίου έριξαν το βάρος τους και η [[Σοφία Λόρεν]], που περίμενε τη "«λύτρωση"» του σκηνοθέτη [[Κάρλο Πόντι]], από τα δεσμά του προ εικοσαετίας διαλυμένου γάμου του, η Τζίνα Λολομπρίτζιτα και μια σειρά άλλα "«αστέρια"» του καλλιτεχνικού κόσμου. Στις καθημερινής διαδηλώσεις οι υποστηρικτές του διαζυγίου λοιδορούσαν το Βατικανό επικαλούμενοι και τον Αναγεννησιακό στοχαστή [[Τομάζο Καμπανέλα]]: "«''Και πλησιάζει η μέρα που θα μας βασανίζουν και θα νομίζουν ότι το πράττουν εν ονόματι του Κυρίου''"». Σε μία από αυτές τις διαδηλώσεις, στις [[26 Νοεμβρίου]], φανατικοί νεαροί Καθολικοί επιτέθηκαν βίαια με ρόπαλα και σιδερογροθιές σε οπαδούς της "«Ένωσης του διαζυγίου"», προκαλώντας αρκετούς τραυματισμούς. Τελικά, το ιστορικό νομοσχέδιο ψηφίστηκε από την ιταλική βουλή με 319 ψήφους έναντι 286 τη νύχτα της [[30 Νοεμβρίου|30ής Νοεμβρίου]] προς [[1 Δεκεμβρίου|1η Δεκεμβρίου]], δίνοντας το σύνθημα για ξέφρενους πανηγυρισμούς στη Ρώμη. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι γιόρτασαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες τη χαρμόσυνη είδηση με ξεφωνητά χαράς, τραγούδια, χορούς και πυροτεχνήματα. Ύστερα από 12 αποτυχημένες προσπάθειες τα 91 τελευταία χρόνια, το διαζύγιο ήταν πλέον νόμιμο<ref>''Το διαζύγιο νομιμοποιείται στην Ιταλία'', Ιστορικό Λεύκωμα 1970, σελ. 118-121, Καθημερινή (1998)</ref>.
 
Ωστόσο, κάτω από την προεδρία του Λένε (1971-1978) η χώρα οδηγήθηκε και πάλι σε μια οικονομική και κοινωνική κρίση, ενώ ακολουθεί μια ταραχώδης περίοδος τo 1978, χρονιά κατά την οποία οι [[Ερυθρές Ταξιαρχίες]] απήγαγαν και δολοφόνησαν τον πρόεδρο του κόμματος του κέντρου (DC) [[Άλντο Μόρο]]. Το 1983 εδραιώθηκε η πρώτη κυβέρνηση σοσιαλιστικής κατεύθυνσης στην ιστορία της Ιταλικής δημοκρατίας. Πρωθυπουργός ορίστηκε o Μπετίνο Κράξι. Η κυβέρνησή του όμως αναγκάστηκε να παραιτηθεί εξαιτίας των αντιθέσεων ανάμεσα στις κύριες πολιτικές δυνάμεις (DC και PSI). Η ήττα των μεγάλων κομμάτων στις εκλογές του 1992 και η άνοδος της Λέγκας τoυ Βορρά, οδήγησε σε μια αποσταθεροποίηση του παραδοσιακού πολιτικού πλαισίου. Πρόεδρος της δημοκρατίας εκλέχτηκε ο Όσκαρ Λουίτζι Σκάλφαρο. Στις πολιτικές εκλογές του 1994 κέρδισε την πλειοψηφία στη βουλή των αντιπροσώπων το κόμμα της δεξιάς Πόλο, της οποίας ο πρόεδρος Μπερλουσκόνι σχημάτισε μια κυβέρνηση που σε λίγους μήνες όμως έπρεπε να παραιτηθεί εξαιτίας της αποχώρησης από αυτό της Λέγκας του Βορρά. Τον Ιανουάριο του 1995 ο Σκάλφαρο προώθησε το σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνασπισμού με πρωθυπουργό τον Ντίνι. Στις εκλογές του 1996 κέρδισε ο κεντροαριστερός σχηματισμός Ουλίβο και ο Ρομάνο Πρόντι σχημάτισε κυβέρνηση.<ref>http://www.aerologio.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CE%B9%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CF%82/</ref> Η Ιταλία σήμερα είναι μέλος της [[Ευρωπαϊκή Ένωση|Ευρωπαϊκής Ένωσης]] και της [[Ευρωζώνη]]ς, του [[ΝΑΤΟ]], του Συμβουλίου της Ευρώπης, του [[ΟΗΕ]] (για τη διετία 2007-2008 συμμετέχει ως μη-μόνιμο μέλος του [[Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών|Συμβουλίου Ασφαλείας]] του Οργανισμού) και της ομάδας [[G8]] των οκτώ πλουσιοτέρων χωρών.
Γραμμή 222:
Η ιταλική μόδα έχει μακρά παράδοση και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες στον κόσμο. Το [[Μιλάνο]], η [[Φλωρεντία]], η [[Ρώμη]] είναι τα βασικά κέντρα μόδας της Ιταλίας. Σύμφωνα με την Κορυφαία Παγκόσμια Κατάταξη των Κέντρων Μόδας που διεξήχθη από το Global Language Monitor, η Ρώμη κατατάσσεται έκτη και το Μιλάνο δωδέκατο σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι ιταλικοί οίκοι μόδας όπως για παράδειγμα [[Gucci]], [[Armani]], [[Prada]], [[Versace]], [[Valentino Rossi|Valentino]], [[Dolce & Cabbana]], [[Missoni]], [[Fendi]], [[Moschino]], [[Max Mara]], [[Trussardi]], [[Ferragamo]] θεωρούνται από τους σπουδαιότερους οίκους μόδας σε ολόκληρο τον κόσμο. Επίσης το περιοδικό Vogue Italia θεωρείται ένα από τα περιοδικά υψηλότερου κύρους παγκοσμίως.
[[File:HK TST Peninsula Hotel Hong Kong Salisbury Road Prada shop window Oct - 2012.JPG|thumb|Κατάστημα Prada στο Χονγκ Κονγκ]]
Η Ιταλία επίσης διακρίνεται στον τομέα του σχεδίου, ειδικότερα στον εσωτερικό σχεδιασμό, στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, στον βιομηχανικό καθώς και στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Η χώρα έχει γεννήσει πολλούς σχεδιαστές επίπλων όπως ο [[Gio Ponti]] και ο [[Ettore Sottsass]]. Επιπλέον ιταλικές φράσεις όπως "Bel Disegno" και "Linea Italiana" έχουν ενσωματωθεί στο λεξιλόγιο σχεδιασμού επίπλων. Παραδείγματα από κλασσικά κομμάτια ιταλικών οικιακών ειδών και επίπλων αποτελούν τα πλυντήρια και ψυγεία [[Zanussi]], οι καναπέδες "New tone" Atrum και η μεταμοντέρνα βιβλιοθήκη του Ertore Sottsass, που έχει εμπνευστεί από το τραγούδι του [[Μπομπ Ντίλαν]] "Stuck inside of Mobile with the Memph is Blues Again".
 
Σήμερα το Μιλάνο και το [[Τορίνο]] αποτελούν εξέχουσες πόλεις όσον αναφορά τον αρχιτεκτονικό και τον βιομηχανικό σχεδιασμό. Η πόλη του Μιλάνου φιλοξενεί την μεγαλύτερη εκδήλωση σχεδίου σε ολόκληρο τον κόσμο. Επίσης φιλοξενεί χώρους διεξαγωγής εκδηλώσεων και διεξάγονται εκδηλώσεις σχετικά με την αρχιτεκτονική και το σχέδιο όπως "Fuori Saloni" και το "Salone del Mobile". Επιπλέον αποτελεί έδρα πολλών σχεδιαστών όπως [[Bruno Munari,]] [[Lucio Fontana]], Enrico Castellani και Piero Manzoni.
Γραμμή 239:
Η γεωργία για τους Ιταλούς αποτελεί οικονομολογικά έναν ασήμαντο ρόλο (περίπου 2%), παρόλα αυτά έχει επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα. Αξιοσημείωτη είναι η παραγωγή κρασιού, η οποία υπολογίζεται στα 49 εκατομμύρια εκατόλιτρα κάνοντας την Ιταλία την πρώτη χώρα παραγωγής κρασιού στον κόσμο, ακολουθούμενη από την Γαλλία σύμφωνα με στατικές του 2015. Επίσης είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός ελαιόλαδου μετά την Ισπανία με 442.000 τόνους κατά το έτος 2013. Διάσημη είναι επίσης για τη κατασκευή τυροκομικών προϊόντων όπως παρμεζάνα, μοτσαρέλα, πεκορίνο και ρικότα. Kαλλιεργούνται και εξάγονται ακόμα εσπεριδοειδή όπως πορτοκάλια και λεμόνια, σολανό όπως η ντομάτα και η μελιτζάνα, κολοκυνθοειδή όπως κολοκυθάκια, καρπούζια και πεπόνια, λαχανικά για σαλάτες όπως ρόκα και ραδίκια, όσπρια καθώς και ξηρούς καρπούς. 
 
H δύναμη της ιταλικής οικονομίας εντοπίζεται στις κατασκευαστικές εταιρίες, κυρίως στις μικρές και στις μεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την ISTAT, το επίσημο ιταλικό ινστιτούτο ανάλυσης στατιστικής έρευνας υπολογίζεται ότι το 95.,2% των μικρών επιχειρήσεων απασχολούν λιγότερους από 10 εργαζόμενους. O όμιλος επιχειρήσεων ΕNΙ που ασχολείται με την εξαγωγή πετρελαίου, ορυκτελαίου και ενέργειας αποτελεί την ιταλική επιχείρηση με τον μεγαλύτερο τζίρο. 
 
Άλλες σημαντικές βιομηχανίες της χώρας είναι αυτές της παραγωγής μηχανών, αεροπλάνων ( Leonardo), πλοίων (Fincantieri) και αμαξιών. Διάσημες ιταλικές βιομηχανίες αυτοκινήτων είναι ο όμιλος επιχειρήσεων Fiat, στον οποίο ανήκουν η Alfa Romeo, Iveco, Lancia και Μaserati, η Ferrari, Piaggio και Pirelli. Φαρμακοβιομηχανίες και βιομηχανίες κατασκευής ηλεκτρικών προϊόντων όπως η Magneti Marelli επίσης βρίσκονται στην Ιταλία. H κλωστοϋφαντουργία άνθησε στην Ιταλία και συνδέθηκε με την εσωτερική ετικέτα <nowiki>''Made in Italy''</nowiki> καθώς και με διάσημα ονόματα ιταλικών μάρκων όπως Armani, Benetton, Dolce & Cabbana, Gucci, Prada και Versace. Επιπλέον, η Luxottica είναι η μεγαλύτερη εταιρία παγκοσμίως κατασκευής γυαλιών. Μια από τις σημαντικότερες ιταλικές εταιρίες εξαγωγής προϊόντων είναι οι βιομηχανίες παραγωγής τροφίμων όπως η Barilla, Campari, Lavazza και Parmala, ενώ η μεγαλύτερη επιχείρηση σε αυτόν τον κλάδο ονομάζεται Ferrero. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Ιταλία"