Επίσκοπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Phailoname (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 29:
Ορισμένοι μαθητές όπως ο [[Τιμόθεος (επίσκοπος)|Τιμόθεος]] και ο Τίτος, που υπήρξαν συνεργάτες των [[Απόστολοι|Αποστόλων]], περιγράφεται ότι ακολούθησαν κατά τα πρότυπα των Αποστόλων τη μεταβίβαση της εξουσίας. Αυτή γενικά η θέση είναι παραδεκτή από τη θεολογική έρευνα. Επίσης είναι γενικά παραδεκτό πως κάθε μαθητής συνδεόταν με κάποια πόλη, καίτοι είχε υπερτοπική δικαιοδοσία. Σίγουρα όμως δε ανήκαν ούτε στην τάξη των [[Διάκονος|Διακόνων]], ούτε των επισκόπων, που την εποχή τους συνδεόταν καθαρά με το τοπικό [[ιερατείο]]. Αυτό οδήγησε και την έρευνα σε 3 συμπεράσματα δηλαδή στην αποδέσμευση της μελέτης του τοπικού ιερατείου, όπως εμφανίζεται στην [[Καινή Διαθήκη]], πως η χειροτονία χαρισματούχων σε κάποιο βαθμό της ιεροσύνης ήταν ασυμβίβαστη προς το ελεύθερο χάρισμα καθώς και της υπερβάσεως ή απαγγιστρώσεως από τη καθιερωμένη κατά την εποχή του [[Ιγνάτιος Αντιοχείας|Ιγνατίου]] της άρρηκτης σχέσης επισκόπου και τοπικής εκκλησίας. Μάλιστα ο ''A.von Harrnack'' με βάση την Καινή Διαθήκη<ref>Εφεσίους 4, 10-12</ref> θεμελίωσε την επισφαλή ταύτιση των προφητών και Ευαγγελιστών προς τους αμιγείς χαρισματούχους. Η τεκμηρίωση όμως πως κάθε τοπική εκκλησία και παρά το μόνιμο ιερατείο είχε και παράλληλα μια τάξη χαρισματούχων αποτελεί αθεμελίωτη γενίκευση.
 
Ένα ακόμαακόμη χωρίο το οποίο αποδεικνύει, πως όντως έχουμε ιεράρχηση λειτουργημάτων βρίσκεται στη Ά προς Κορινθίους επιστολή<ref>Ά κορινθίους 12,28-31</ref> που φανερώνει τα ιεραρχικά χαρίσματα αλλά και πως πρόκειται για ειδική τάξη χαρισματούχων, όπου μέλη είχαν προσλάβει και θεσμικό χαρακτήρα. Σε αυτή την περίπτωση είναι αδιόρατη οποιαδήποτε διάθεση διαχωρισμού χαρισματούχου και ιεροσύνης αλλά αποκαλύπτεται πως η τάξη των προφητών αναδεικνύεται ως η εξοχότερη μετά τη Αποστολική.
 
Ο ρόλος των [[Προφήτης|προφητών]] ήταν σαφώς υπερτοπικός και όχι οικουμενικός, αλλά πάντα ήταν συνδεδεμένος με κάποια πόλη που ήταν το εφαλτήριό τους<ref>Πράξεις 15,32</ref>. Θα χαρακτηριζόταν δε ως μια Ιωάννεια αποστολική διαδικασία, αφού και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είχε σαν κέντρο εφόρμησης την Έφεσσο. Παραλληλίζοντας την αποστολή των προφητών με τους αποστόλους ο ''R.Bultmann'' αντέκρουσε τις θέσεις του ''Harnack'' περι διαχωρισμού του τοπικού ιερατείου, αφετέρου προέβαλλε την αναντίρρητη εξέλιξη του φορέα της εξουσίας κατά την άσκηση της αποστολικής αυθεντίας και της επισκοπικής λειτουργίας της εκκλησίας. Μέσα από αυτή τη έρευνα δημιουργήθηκαν δυο ρεύματα. Το ένα το οποίο υποστήριξε την ανάγκη διακρίσεως των προφητών ως ιεροσύνη από το χάρισμα και η δεύτερη που θεωρεί πως δεν υπάρχει ιεροσύνη παρά μόνο το χάρισμα.
 
Στην εξέχουσα τάξη των προφητών ανήκαν μαθητές και συνεργάτες των αποστόλων, καθώς θα μπορούσαν να ευαγγελίζονται όπως οι Απόστολοι χωρίς καμία τοπική δέσμευση<ref>Πράξεις 13,4 εξ.</ref>, ενώ στα καθήκοντά τους συμπεριλαμβανόταν η χειροτονία<ref>Πράξεις 14,23</ref>, η επισκοπή εκκλησιών<ref>Πράξεις 15,36</ref>, η εκπροσώπηση των Αποστόλων<ref>Πράξεις 15,22,32</ref>. Τα χαρίσματα αυτά δε μπορούσαν να τα ασκούν φορείς του ελεύθερου χαρίσματος, ενώ μπορούσαν οι μαθητές των Αποστόλων. Δυο ακόμαακόμη στοιχεία επέτειναν την σύγχυση. Στις δύο επιστολές<ref>Τιμόθεον Β΄1,6 και Ά 3,13-14</ref> προς Τιμόθεον. Σε αυτές τις επιστολές φαίνεται στη μεν πρώτη το χάρισμα να χορηγείται μέσω της «επιθέσεως των χειρών» ενώ στη δεύτερη «δια προφητείας». Πολλά άλλα χωρία των Πράξεων στηρίζουν κάθε μια από τις απόψεις αυτές. Κατά γενική ομολογία όμως οι δοκιμότεροι λάμβαναν το χάρισμα της χειροτονίας, αν και πάλι προκύπτει διχογνωμία στην έννοια της επιθέσεων των χειρών. Έτσι αν η χειροτονία έχει την έννοια της συνεχίσεως της ιεροσύνης και άρα της Αποστολικής διαδοχής τότε εν συνεχεία εύκολα μπορεί να αποδεχθεί η συνέχιση και πραγματική διαδοχή του επισκοπικού αξιώματος. Σε αντίθετη περίπτωση έχουμε διακοπή, καθότι το τοπικό ιερατείο δεν είχε τη δικαιοδοσία να χειροτονεί.
 
Η [[Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων|διδαχή]] είναι πολύ σημαντικό κομμάτι των πηγών που διαθέτουμε σχετικά με τους προφήτες. Έτσι από χωρία της<ref>Διδαχή (10,7. 11,3-12. 15, 1-2)</ref> ανάγουμε συμπεράσματα όπως την υπερτοπικότητα του προφήτη, το διαχωρισμό του από το χάρισμα, αφού αληθινός προφήτης είναι ο έχων «τρόπους Κυρίου», μπορεί να χαρακτηρισθεί και Απόστολος με το πέρας της υπάρξεως των Αποστόλων, έχει αποκτήσει σπουδαίο κύρος στη εκκλησία ενώ αν εγκαταλείψει το ρόλο του περιοδεύοντα μπορεί να εγκατασταθεί σε μια πόλη έχοντας τον τίτλο του αρχιερέως. Παρ´όλη τη θεώρηση αυτή ο ''A.v.Harnack'' διαφωνεί θεωρώντας καθαρά πως ο ρόλος του προφήτη είναι ο ρόλος του περιοδεύοντα, κάτι που όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τελικά εσφαλμένο αφού είναι γενικά παραδεκτό πως στη γραμματεία του Α΄ αιώνα
Γραμμή 44:
[[File:Meletios Athinon.JPG|left|thumb|ο [[Επίσκοπος Αθηνών Μελέτιος]], από τους λόγιους κληρικούς του 19ου αι.]]
 
Η επιστολή Κλήμεντος προς την επισκοπή Κορίνθου συγκέντρωσε μεγάλο ενδιαφέρον των θεολόγων καθότι αποτελεί το παλαιότερο εύρημα διαδοχής των ρόλων προφήτη-επισκόπου. Ιδίως στα χωρία 42,1-4 και 44,1-6. Η επιστολή αναφέρεται στην έριδα της τοπικής εκκλησίας της Κορίνθου. Η φράση μάλιστα που συγκεντρώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι «οι απόστολοι ημών έγνω δια του κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι έρις εσται επί του ονόματος της επισκοπής». Το περιεχόμενο κινείται σε δυο άξονες. Την ανάπτυξη του τοπικού ιερατείου και τη θεμελίωση της μονιμότητάς του, με την αναγωγή στην αποστολική αυθεντία. Έτσι παρατηρείται πως ενώ στην Καινή Διαθήκη ο όρος επισκοπή αναμφίβολα αναφέρεται στο τοπικό ιερατείο, στην επιστολή Κλήμεντος αναφέρεται ως προς την Αποστολική λειτουργία. Επίσης η άσκηση της αυθεντίας σε κάθε τοπική κοινότητα, κατά τον Κλήμη δύναται να ασκηθεί μόνο από ένα άτομο. Ο Κλήμης σε μία προσπάθεια διατήρησης της ενότητας της εκκλησίας εισάγει για πρώτη φορά την έννοια της στρατιωτικής ιεραρχίας ως πρότυπο ασκήσεως εξουσίας<ref>Α΄ Κλήμεντος 37,3-4</ref>. Αυτό τελικά που προσπαθεί να επιτύχει είναι η απόδειξη της σχέσεως της αποστολικής διαδοχής και τοπικού ιερατείου<ref>Kαι οι Απόστολοι ημών έγνωσαν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι έρις εσται επί του ονόματος της επισκοπής . Δια τούτον ουν την αιτίαν, πρόγνωσιν ειληφότες τελείαν, κατέστησαν τους προειρημένους. Και μεταξύ επινομήν έδωσαν, όπως εάν κοιμηθώσι,<u>διαδέξονται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες την λειτουργίαν αυτών</u>. Τους <u> κατασταθέντας,</u> υπ εκείνων, ή μεταξύ υφετέρων <u>ελογίμων</u> ανδρών συνευδοκησάσης της <u>εκκλησίας πάσης</u>… τούτους ου δικαίως νομίζειν αποβάλεσθαι της λειτουργίας. Αμαρτία γάρ μικρά ημίν εσται, εάν τους αμέμπτως και οσίως προσενεγκότας τα δώρα της επισκοπής»</ref>. Μέσα από το κείμενο συμπεραίνουμε ότι αφενός η εγκαθίδρυση ενός τοπικού ιερατείου δεν κρινόταν απαραίτητη για την εποχή των Αποστόλων, εν τούτοις όμως έσπευσαν να εγκαθιδρύσουν ιερατείο εξαιτίας της έριδος . Κατ’ αυτό τον τρόπο γίνεται εύλογη, η ανάγκη για την θέσπιση του ενδιάμεσου βαθμού που σταδιακά μεταβλήθηκε ως φορέας εξουσίας στην εκκλησία, ιδιαίτερα δε μετά το πέρας των αποστόλων που ήσαν οι αυθεντικοί φορείς. O όρος ελλόγιμοι προφανώς είναι και οι δεδοκιμασμένοι και εφαρμόζοντας την «επινομήν» ενεργούσαν σαν διάδοχοί τους. Έτσι σύμφωνα με τον Βλάσιο Φειδά η έριδα αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί άσχετη με τη γενικότερη μεταβατική περίοδο του τέλους-θανάτου των Αποστόλων. Στη ίδια δε προβληματική πρέπει να τεθεί και το ζήτημα του Διοτρεφή ο οποίος αρνήθηκε να αναγνωρίσει την αυθεντία ακόμαακόμη και του Ευαγγελιστή Ιωάννη.
 
Μέσα από τις επιστολές Κλήμη είναι γενικά παραδεκτό, ότι έχουμε μια πρώτη αρχική διαδοχή των όρων. Στην επιστολή του Ποιμένα έχουμε την αντικατάσταση των όρων, πλήν όμως δεν έχει αποσαφηνιστεί κατά πόσο μιλάμε για ιεραρχική τάξη ή για λειτούργημα. Στην περίπτωση των Επιστολών του Ιγνατίου διαφαίνεται η σαφής σύνδεση των άνω όρων. Κατά το Βλάσιο Φειδά αυτό οφείλεται σε δυο λόγους. Στην εξέλιξη της αποστολικής διαδοχής συγκλίνουσα προς την τοπική διασύνδεση με το τοπικό ιερατείο αλλά και η εγκατάσταση του Προφήτη σε κάποια περιοχή, που αμέσως τον έχριζε αρχιερέα, όπως μαθαίνουμε από την επιστολή Κλήμη. Μάλιστα στην προς Φιλιππησίους επιστολή αναφέρει την επισκοπή των Φιλίππων «[[Πολύκαρπος Σμύρνης|Πολύκαρπος]] και οι συν αυτώ πρεσβύτεροι». Έτσι φαίνεται πως η χειροτονία από απόστολο σε προφήτη ευνόησε την αμεσότερη σχέση του ρόλου επισκόπου –προφήτη, αφού οι προφήτες ήσαν άρρηκτα συνδεδεμένοι με κάποια επισκοπή. Ο επίσκοπος δε στις επιστολές Ιγνατίου είναι φορέας εξαιρετικής αυθεντίας αφού αποκαλείται πολλές φορές μόνο με το όνομά του. Έτσι οι άνω δυο όροι επίσκοπος-προφήτης μέσα στον β΄ αιώνα φαίνεται να περνάει σε μεταβατικό στάδιο. Σε άλλη επιστολή του φαίνεται να αυτοαποκαλείται επίσκοπος Συρίας<ref>Ρωμαίους 2,2</ref> και άρα με βάση το περιεχόμενό της, στην Εκκλησία της Συρίας φαίνεται να έχει επιτευχθεί το νέο οργανωτικό σύστημα. Επίσης η αναφορά στην ίδια επιστολή «Μνημονεύεται εν τη προσευχή υμών της εν Συρία εκκλησίας, ήτοις αντί εμού ποιμένι τω Θεώ χρήται. Μόνος αυτός επισκοπήσει και η ημών αγάπη» είναι απίθανο να διατυπωνόταν αν ο επισκοπικός θεσμός δεν είχε καθιερωθεί με νέα έννοια στη Συρία.
Γραμμή 53:
[[Αρχείο:Orthodoxe Bishops gr1.JPG|thumb|right|250px|<div style='text-align: center;'>Επίσκοποι συνιερουργούντες σε λιτανεία. Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, οι Μητροπολίτες Προικοννήσου Ιωσήφ, Εδέσσης Ιωήλ, Πειραιώς Σεραφείμ και Νικαίας Αλέξιος.</div>]]
 
Κατά το πρώτο αιώνα η έννοια του επισκόπου ήταν συνυφασμένη με την έννοια του τοπικού ιερατείου. Τόσο ο ρόλος του επισκόπου, όσο και η αυθεντία του ρόλου από τον εκάστοτε επίσκοπο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σήμερα διάφορος ακόμαακόμη και από το ρόλο που [[Πρεσβύτερος|πρεσβυτέρου]] του τοπικού ιερατείου. Κατά τη διάρκεια όμως του 2ου αιώνα η έννοια επίσκοπος τόσο σε ότι αφορά το φορέα της θεολογικής αυθεντίας, όσο και το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής λειτουργίας φαίνεται να δέχεται ουσιαστική μετατροπή, όπως μαρτυράται από την διασωθείσα γραμματεία. Έτσι κατά τον 2ο αλλά κυρίως τον 3ο αιώνα ο επίσκοπος πλέον καθίσταται ορατή κεφαλή της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας. Ο πρώτιστος ρόλος του επισκόπου ήταν η διαφύλαξη και η προβολή, ως φορέων της αποστολικής διαδοχής της ακαινοτόμητης παρακαταθήκης της αποστολικής παραδόσεως. Δηλαδή στόχος της καθιέρωσης του θεσμού του επισκόπου είναι να αναδειχθεί σε φύλακα της αποστολικής παραδόσεως. Προς αυτήν της κατεύθυνση δε, κινούνται και οι διασωθέντες επισκοπικοί κατάλογοι του β΄ και γ΄ αιώνα. Το δεύτερο, πολύ μεγάλο καθήκον του επισκόπου ήταν η τέλεση της θείας ευχαριστίας, καθότι στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας συνοψιζόταν η εμπειρία της πραγματικής παρουσίας του Χριστού σε αυτή. Η τέλεση της ευχαριστιακής λειτουργίας μέχρι να εισέλθει η εκκλησία στο ανεπτυγμένο Μητροπολιτικό σύστημα του 3ου και 4ου αιώνα, θα λέγαμε πως ταυτίζεται με τον επίσκοπο. Τη συνείδηση αυτή προβάλει και ο Ιγνάτιος προς τις επισκοπές<ref>Προς Εφεσίους, Μαγνησίους, Τραλλιανούς, Ρωμαίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους και επίσκοπο Σμύρνης και διάδοχο την αποστόλων Πολύκαρπο</ref> αναφέροντας «Σπουδάσατε ουν μια ευχαριστία χρήσθαι, μια σαρξ ημών Ιησού Χριστού και εν ποτήριον εις γνώσιν αυτού. Εν θυσιαστήριον, ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτέρω και διακόνοις, τοις συνδούλοις μου». Οι επίσκοποι ως στόμα και κεφαλή κάθε τοπικής εκκλησίας ήταν υπεύθυνοι για τον αντιαιρετικό αγώνα. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εννοηθεί και η συνοδικότητα η οποία άρχισε να λειτουργεί κατά τον β αιώνα, ως πρότυπο της αποστολικής συνόδου του 49 μ.Χ., που κύριο στόχο είχε την διατήρηση του ορθού δόγματος αλλά και τη λήψη αποφάσεων οργανωτικών μέτρων με βάση τη ταχεία ανάπτυξη του Χριστιανισμού, αφού το σύνολο των επισκόπων θεωρείτο και ο φορέας της διαχρονικής αυθεντικότητας της βιούμενης από κάθε τοπική εκκλησίας αποστολικής παραδόσεως. Οι πρώτες σύνοδοι ασχολήθηκαν με το φαινόμενο του [[Μοντανισμός|Μοντανισμού]]<ref>Ευσεβίου εκκλ. Ιστ. 5,19,2</ref>. Η ενότητα των επισκόπων επιβεβαιωνόταν με της κοινωνία των επισκόπων. Σε ό,τι αφορά τη γραμματεία πολλοί θεολόγοι χαρακτηρίζουν πολλές επισκοπικές επιστολές ακόμαακόμη και ως συνοδικές. Υπό την έννοια ότι ο χαρακτήρας των επιστολών έχει συνοδικό κύρος, από τον εκάστοτε επίσκοπο αφού εν τέλει ακολουθήθηκε από το σύνολο των εκκλησιών ως αυθεντική του βιώματος της πίστης της εκκλησίας. Στα καθήκοντα του επισκόπου ήταν και χειροτονία νέων επισκόπων. Μέσω του συνοδικού συστήματος, οι κοντινότεροι τοπικά επίσκοποι συναθροίζονταν ώστε εξετάσουν ποιοι από του υποψηφίους αληθώς ήσαν δεδοκιμασμένοι και ελλόγιμοι. Ο κάθε υποψήφιος επίσκοπος θα έπρεπε να διαθέτει προσόντα, όπως ο έντιμος βίος, η εν Χριστώ ορθώς ομολογούμενη πίστη. Στην εκλογή του νέου επισκόπου τρεις επίσκοποι τελούσαν τη [[χειροτονία]], ενώ παρευρίσκοντο πλήθος επισκόπων με τους οποίους αντάλλασε ασπασμό αγάπης. Στην εκλογή νέου επισκόπου επίσης έπαιζε σημαντικό ρόλο και η άποψη του ποιμνίου της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας.
 
== Υποσημειώσεις ==