Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 25:
 
[[Αρχείο:Johann Ambrosius Bach.jpg|thumb|200px|right|Johann David Herlicius, Πορτρέτο του Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ, λάδι σε καμβά, περ. 1685, Αρχείο Μπαχ, Λειψία.]]
Πριν εγκατασταθεί στο Άιζεναχ, το 1671, για να εργαστεί ως μουσικός διευθυντής της πόλης (γερμ. ''Hausmann''), ο Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ ήταν μουσικός στο [[Άρνσταντ]] και βιολονίστας σε μουσική εταιρεία της γενέτειράς του, [[ΈρφουρτΕρφούρτη|Ερφούρτης]]. Με πληθυσμό περίπου δεκαοκτώ χιλιάδων κατοίκων, τοη ΈρφουρτΕρφούρτη ήταν, τότε, η μεγαλύτερη πόλη της [[Θουριγγία|Θουριγγίας]] και, ταυτόχρονα, το ιστορικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της περιοχής. Σημαντικό ρόλο για τον διορισμό του στο Άιζεναχ φαίνεται πως έπαιξε και η παρουσία, εκεί, του εξαδέλφου του, [[Γιόχαν Κρίστοφ Μπαχ]], ο οποίος εργαζόταν ως οργανίστας στην ιστορική ''Γκέοργκενκιρχε'' και στην Αυλή του Δούκα του Άιζεναχ. <ref>Boyd (2000), σελ. 4</ref> Η [[οικογένεια Μπαχ]] είχε ήδη μεγάλη συμβολή στα μουσικά δρώμενα της Θουριγγίας, τόσο μεγάλη μάλιστα ώστε, το όνομα Μπαχ είχε γίνει συνώνυμο του μουσικού και, μέχρι το 1793, οι μουσικοί της πόλης (''Stadtpfeifer'') αποκαλούνταν «Μπαχ», παρά το γεγονός πως κανείς δεν έφερε πλέον στην πόλη το όνομα της οικογένειας. <ref>Andreas Kruse, ''Die Grenzgänge des Johann Sebastian Bach''. 2.&nbsp;Auflage, Springer, Berlin Heidelberg 2014, σελ.&nbsp;35, ISBN 978-3-642-54627-3</ref> Όταν στα 1693 έμεινε κενή μία θέση στην Εκκλησιαστική Αυλή τού Άρνσταντ, ο κόμης της περιοχής ζήτησε εμφατικά να του στείλουν «έναν Μπαχ». <ref>Wolff (1998), NBR, αρ. 7, σελ. 32-33</ref><ref>Paule du Bouchet, ''Bach, la sublime armonia'', (Universale Electa Gallimard, 1994), 15</ref> Ο Μπαχ είχε σίγουρα επίγνωση της μακράς μουσικής παράδοσης της οικογένειας και αισθανόταν υπερήφανος γι' αυτήν, όπως διαφαίνεται από την πολύτιμη ''Γενεαλογία'' του (''Ursprung der musikalisch-Bachischen Familie''), η οποία γράφηκε το 1735 και ήρθε αργότερα στην επιφάνεια από τον γιο του, [[Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ|Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ]]. Σύμφωνα μ' αυτήν, οι ρίζες της οικογένειας φτάνουν έξι γενεές πίσω, στον [[Φάιτ Μπαχ|Φάιτ (ή Βίτους) Μπαχ]], έναν αρτοποιό με καταγωγή από το Πρέσμπουργκ (σημερινή [[Μπρατισλάβα]]) που, εκείνη την εποχή, ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου της [[Ουγγαρία]]ς. Στην περίοδο της [[Αντιμεταρρύθμιση]]ς, αρνούμενος να απεμπολήσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ο Βίτους Μπαχ επέλεξε να εγκατασταθεί στη Θουριγγία και, πιο συγκεκριμένα, στο μικρό χωριό Βέχμαρ της επαρχίας Γκότα, όπου πιθανόν είχε συγγενείς. <ref>{{Cite book|title=The New Bach Reader|last1=Wolff|first1=Christoph|editors=David, H. T. & Mendel, A.|publisher=W. W. Norton & Company|location=New York|year=1998|page=4}}</ref> Ο Βίτους Μπαχ απολάμβανε να παίζει [[τσίτερ]], {{efn|Έγχορδο όργανο της αναγεννησιακής μουσικής που μοιάζει με το σημερινό μαντολίνο}} το οποίο μάλιστα έπαιρνε μαζί του στον μύλο που εργαζόταν. <ref>Boyd (2000), σελ. 4</ref> Είχε μάλλον δύο γιους, ένας εκ των οποίων ήταν ο [[Γιοχάνες Μπαχ]] που δούλεψε ως μουσικός.
 
Για την παιδική ηλικία του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, μέχρι το 1693, γνωρίζουμε ελάχιστα με βεβαιότητα. Στο Άιζεναχ, όπως και σε πολλές ακόμα περιοχές, η σχολική εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική για όλα τα παιδιά ηλικίας από πέντε έως δώδεκα ετών και οι γονείς είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα μεταξύ οκτώ γερμανικών σχολείων και της ''Λατινικής σχολής'' (''Lateinschule''). Τα γερμανικά σχολεία ακολουθούσαν συγκεκριμένο εγκύκλιο πρόγραμμα, εστιάζοντας στα θρησκευτικά, στη γραμματική και στην αριθμητική. Αν και, συνήθως, δεν κρατούσαν αρχεία των σπουδαστών, γνωρίζουμε πως ένα από τα γερμανικά σχολεία του Άιζεναχ βρισκόταν επί της οδού ''Φλάισγκασε'', συνεπώς θεωρείται πολύ πιθανό πως ο Μπαχ φοίτησε εκεί από τα πέντε μέχρι τα επτά του χρόνια. <ref>Wolff (2000a), σελ. 26</ref> Σε ηλικία οκτώ ετών γράφηκε στην πέμπτη τάξη της ''Λατινικής Σχολής'', <ref name=nbr6>Wolff (1998), NBR, αρ. 6, σελ. 32</ref> της οποίας το εγκύκλιο πρόγραμμα έδινε βάση στα θρησκευτικά και λατινικά, περιλαμβάνοντας ακόμα αριθμητική και ιστορία και -σε ανώτερο επίπεδο- ελληνικά, εβραϊκά, φιλοσοφία, λογική και ρητορική. <ref>Boyd (2000), σελ. 5</ref> Φοίτησε στην πέμπτη τάξη δύο χρονιές (1692-4), όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, καταλαμβάνοντας το πρώτο έτος την 47η και το δεύτερο έτος την 14η θέση, σε σύνολο 90 μαθητών. Στην τέταρτη τάξη (1694-5) κατετάγη 23ος ανάμεσα σε 64 μαθητές, <ref name=nbr6/> έχοντας 103 απουσίες που οφείλονταν μάλλον σε ασθένεια, αλλά και στο ότι έχασε τους γονείς του. <ref name=grove/> Η επίδοσή του ήταν καλύτερη από αυτή του αδελφού του, Γιάκομπ, ο οποίος κατετάγη δύο θέσεις χαμηλότερα, αν και ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος και είχε λιγότερες απουσίες.
Γραμμή 63:
=== Στη Βαϊμάρη (1703) ===
 
Την Άνοιξη του 1702 ο Μπαχ ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη ''Σχολή του Αγ. Μιχαήλ'' και άρχισε να αναζητά μια θέση επαγγελματία μουσικού. Αν και δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε ακριβώς εγκατέλειψε το Λύνεμπουργκ, πιθανότατα αυτό συνέβη κατά την περίοδο του Πάσχα. Άγνωστο παραμένει, επίσης, αν αμέσως μετά ο Μπαχ επέστρεψε για ένα διάστημα στον αδελφό του στο Όρντρουφ ή επισκέφτηκε πιθανόν την αδελφή του στοστην ΈρφουρτΕρφούρτη. Μία πρώτη επαγγελματική ευκαιρία εμφανίστηκε τον Ιούλιο του 1702, όταν πέθανε ο οργανίστας της εκκλησίας του ''Αγίου Ιακώβου'' στην πόλη Σάνγκερχάουζεν και ο Μπαχ διαγωνίστηκε για την κενή θέση. Παρά την απειρία του, κατάφερε να κερδίσει τον διορισμό, ωστόσο μετά από παρέμβαση του Δούκα του Βάισενφελς, τη θέση ανέλαβε τελικά ο γηραιότερος και πιο έμπειρος Γιόχαν Αουγκουστίν Κομπέλιους. <ref>Williams (2007), σελ. 34</ref> Ο πρώτος επίσημος επαγγελματικός διορισμός του Σεμπάστιαν ήρθε, τελικά, λίγο αργότερα. Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο του 1703 ο Μπαχ διορίστηκε βιολονίστας στην Αυλή του δούκα της [[Βαϊμάρη|Βαϊμάρης]], Γιόχαν Ερνστ. Για τον διορισμό ίσως έπαιξε ρόλο ο δούκας του Βάισενφελς, ο οποίος διατηρούσε δεσμούς φιλίας με την Αυλή της Βαϊμάρης και ήθελε να αποζημιώσει έτσι τον Μπαχ για την παρέμβασή του σχετικά με τη θέση του οργανίστα στο Σάνγκερχάουζεν. Καθοριστικός παράγοντας ήταν, ενδεχομένως, η παρουσία στην Αυλή της Βαϊμάρης του μουσικού Νταβίντ Χόφμαν, του οποίου η οικογένεια συνδεόταν μέσω γάμου με εκείνη των Μπαχ. <ref name=grove/><ref>Boyd (2000), σελ. 16</ref> Ο μισθός του ανερχόταν στα 6 [[φλωρίνι|φλωρίνια]] και 18 γρόσια<ref>''BD'' II, αρ. 6</ref>.
 
Στα σχετικά έγγραφα που αφορούν την πρόσληψη του Μπαχ δεν περιγράφονται με ακρίβεια τα καθήκοντά του. Θα πρέπει να έπαιρνε μέρος σε μουσικές παραστάσεις κοσμικού και εκκλησιαστικού χαρακτήρα, είναι όμως πιθανό να είχε αναλάβει και κάποια άλλα, ειδικά καθήκοντα για τον δούκα -άμεσο εργοδότη του και νεότερο αδελφό τού κυβερνώντος δούκα Βίλελμ Έρνστ- o οποίος είχε επισήμως τη διεύθυνση της εκκλησιαστικής αυλής. Οι μουσικοί τής εκκλησιαστικής αυλής τής Βαϊμάρης, έπαιζαν συνήθως διαφόρων ειδών όργανα, μιμούμενοι τα μεγαλύτερα σύνολα των κρατικών μουσικών τής πόλης. Έτσι, και ο Μπαχ είχε εδώ την ευκαιρία να δείχνει συχνά τη μουσική του πληθωρικότητα. Πιθανόν όμως να έπαιζε κυρίως εκκλησιαστικό όργανο και τσέμπαλο, αφού, λόγω τής δεξιοτεχνίας του στα συγκεκριμένα όργανα, βρισκόταν πάντοτε στην πρώτη επιλογή. Αν και ο Μπαχ περιέγραψε αργότερα το πόστο του ως θέση μουσικού της Αυλής (''Hoff Musicus''), στις καταστάσεις του παλατιού φαίνεται να έχει προσληφθεί ως μέλος του υπηρετικού προσωπικού.<ref>Wolff (1998), ''NBR'' αρ. 13 & ''BD'' II αρ. 6</ref> Αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο για νεαρούς μουσικούς, <ref>Williams (2007), σελ. 34</ref> ωστόσο το γεγονός πως έπρεπε να αναλαμβάνει μεταξύ άλλων καθήκοντα υπηρέτη καθώς και άλλα ανιαρά μουσικά καθήκοντα υπήρξε, μάλλον, η αφορμή για να παραμείνει στο συγκεκριμένο πόστο μόνο για λίγους μήνες. <ref>Wolff (2000a), σελ. 68</ref> Στην Αυλή του δούκα συναναστράφηκε με ορισμένους αξιοσημείωτους μουσικούς, όπως τον τενόρο Γκέοργκ Κρίστοφ Στράτνερ (περ. 1644-1704) και τον βιολονίστα [[Γιόχαν Πάουλ φον Βέστχοφ]] (1656-1705), έναν από τους πρώτους που συνέθεσαν έργα για σόλο βιολί. Οργανίστας της Αυλής ήταν ο Γιόχαν Έφλερ (περ. 1640-1711) τον οποίο, πιθανότατα, αντικαθιστούσε συχνά ο Μπαχ. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο περιγράφεται αργότερα ως «οργανίστας της Αυλής» (''Hoffοrganiste'') στα επίσημα έγγραφα του διορισμού του στο Άρνσταντ το 1703, αν και δεν αποκλείεται αυτό να αποτελεί μια υπερβολή του Μπαχ προκειμένου να εξασφαλίσει τον διορισμό. <ref>Williams (2007), σελ. 35</ref>
Γραμμή 91:
=== Στο Μυλχάουζεν (1707-1708) ===
[[Αρχείο:Mühlhausen (Thüringen) um 1650.jpg|thumb|400px|right|Το Μυλχάουζεν γύρω στα 1650 [Merian, Matthäus (1653). ''Topographia Saxoniae Inferioris'', Frankfurt am Main].]]
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1706 πέθανε ο φημισμένος οργανίστας της Εκκλησίας του Αγίου Βλασίου (Blasiuskirche) στο [[Μυλχάουζεν]] (Mühlhausen), [[Γιόχαν Γκέοργκ Άλε]] (1651-1706) και τον Απρίλιο του επόμενου έτους ο Μπαχ διαγωνίστηκε για την κενή θέση. Αίτηση υπέβαλε επίσης ο Γιόχαν Γκότφριντ Βάλτερ, οργανίστας στην Εκκλησία του Αγ.Αγίου Θωμά στοστην ΈρφουρτΕρφούρτη και στενός φίλος του Μπαχ, ο οποίος όμως, αν και έλαβε πρόσκληση για μια ακρόαση, απέσυρε την υποψηφιότητά του και αργότερα κατέλαβε τη θέση του οργανίστα στη Στάντκίρχε (Stadtkirche) της Βαϊμάρης. Όπως αποδεικνύουν και τα επίσημα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου της πόλης, ο Μπαχ ήταν τελικά ο μοναδικός υποψήφιος<ref>Wolff (2000a), σελ. 102</ref>. Το Μυλχάουζεν, σε απόσταση περίπου 60 χιλιομέτρων από το Άρνσταντ, ήταν σημαντική ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη με καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές σε σύγκριση με το Άρνσταντ, που διέθετε μάλιστα αρκετές εκκλησίες, με σημαντικότερες τις [[γοτθική τέχνη|γοτθικές]] εκκλησίες του Αγ. Βλασίου και της Παρθένου Μαρίας (Μάριενκιρχε). Ένας από τους δημοτικούς συμβούλους της πόλης, μεταξύ αυτών που θα επέλεγαν τον νέο οργανίστα, ήταν και ο Γιόχαν Χέρμαν Μπέλστεντ, του οποίου ο αδελφός είχε παντρευτεί τη Σουζάνα Μπάρμπαρα Βέντεμαν, θεία της Μαρία Μπάρμπαρα. Πιθανότατα ήταν και εκείνος που πρότεινε τον Μπαχ για τη θέση του οργανίστα<ref>Boyd (2000), σελ. 23</ref>. Στην επιτυχημένη πρόβα ενώπιον της κριτικής επιτροπής, ο Μπαχ εκτέλεσε μία ή δύο καντάτες και πιθανότατα την υπ’ αριθμόν 4, ''[[Christ lag in Todes Banden , BWV 4|Christ lag in Todes Banden]]'', στην οποία επεξεργάστηκε τις επτά στροφές τού ύμνου που έγραψε ο [[Λούθηρος]] για το Πάσχα.<ref>''JSB'', σελ. 127</ref> Στις 14 Ιουνίου 1707 διαπραγματεύτηκε τους όρους του συμβολαίου του, ζητώντας τον ίδιο μισθό που λάμβανε στο Άρνσταντ και λίγο αργότερα υπέβαλε επίσημα την παραίτησή του στο εκκκλησιαστικό συμβούλιο του Αγ. Βονιφατίου του Άρνσταντ. Τον Ιούλιο του 1707 ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του, με ένα συμβόλαιο ανάλογο με εκείνο στο Άρνσταντ.<ref>''BD'' II αρ. 20 & ''NBR'' αρ. 22b</ref> Εκεί, γρήγορα ήρθε να τον συναντήσει και η μέλλουσα σύζυγός του, Μαρία Μπάρμπαρα. Ο γάμος τους τελέστηκε στις 17 Οκτωβρίου, στο [[Ντόρνχαϊμ]], και μαζί απέκτησαν τα επόμενα χρόνια επτά παιδιά, τέσσερα εκ των οποίων επιβίωσαν, ανάμεσά τους και οι [[Βίλχελμ Φρίντεμαν Μπαχ|Βίλχελμ Φρίντεμαν]] και [[Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ|Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ]], σημαντικοί μεταγενέστεροι συνθέτες.
 
Το εκκλησιαστικό όργανο της Blasiuskirche δεν ήταν κακό. Επειδή όμως κάποια τμήματά του ήταν ήδη εκατόν πενήντα ετών και παρουσίαζαν ελαττώματα, ο Μπαχ κατάφερε μετά από λίγο καιρό, να πείσει το Ενοριακό συμβούλιο να αναληφθεί μιας μεγάλης κλίμακας ανανέωση και περαιτέρω επέκταση του εκκλησιαστικού οργάνου στο σύνολό του, μόλις είκοσι χρόνια μετά την τελευταία επιθεώρηση και επισκευή του.<ref>''BD'' I 154</ref><ref>Petzold (1992), σελ. 142</ref> Το γεγονός αυτό, δείχνει τη μεγάλη εμπιστοσύνη και εκτίμηση που είχαν στο νεαρό οργανίστα οι ιθύνοντες, λαμβανομένου υπ’όψιν ότι είχε αναλάβει τα καθήκοντά του, μόλις μισό χρόνο πριν. Στις 4 Φεβρουαρίου 1708, ο Μπαχ παρουσίασε, με αφορμή την ετήσια αλλαγή του δημοτικού συμβουλίου, την περίφημη καντάτα ''[[Gott ist mein König (BWV 71)|Gott ist mein König]]'' (BWV 71). Ο Βολφ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το έργο παρουσιάστηκε στην άλλη επίσημη εκκλησία του Μυλχάουζεν, την Marienkirche. Η ευρύχωρη εκκλησία με τα πολλά, οριοθετημένα από κιονοστοιχίες, κλείτη, είχε φιλοξενήσει αρκετές φορές πολυχορωδιακή μουσική. Ποτέ όμως, στο τεσσάρων αιώνων παρελθόν της, η εξαιρετική ακουστική τού χώρου δεν τιμήθηκε από τέτοιο μεγαλόπρεπο και πολυποίκιλτο ήχο, ενός οργανικού-φωνητικού συνόλου, υπό την επιδέξια διεύθυνση του νέου της οργανίστα. Εκείνη τη μέρα, τον Φεβρουάριο του 1708, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ακολουθώντας το πρότυπο των περίφημων ''Abend-Musiken'' του Μπουξτεχούντε από το Λύμπεκ, δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο για την εποχή και τα δεδομένα της πολυθέαμα, με βάση τον διαχωρισμό των οργάνων και των φωνών σε ομάδες. Μ’αυτό τον τρόπο, κατόρθωσε να θέσει τις βάσεις για έναν, χωρίς καμία υπερβολή, στερεοφωνικό ήχο, που ερχόταν από δύο χορωδίες και τέσσερα οργανικά σύνολα».<ref>''JSB'', σελ. 133</ref> Η ίδια η χειρόγραφη παρτιτούρα τής καντάτας BWV 71, είναι σαφέστατη στο διαχωρισμό φωνών και οργάνων, και περιλαμβάνει όπως προαναφέρθηκε, έξι εν συνόλω διακριτές μονάδες, συν το εκκλησιαστικό όργανο. Το συμβούλιο τύπωσε όχι μόνο το λιμπρέτο, όπως άλλωστε συνηθιζόταν, αλλά και τη μουσική της καντάτας, ενδεικτικό της εντύπωσης που πρέπει να προκάλεσε η εκτέλεσή της<ref name=grove/>.
Γραμμή 109:
=== Επιστροφή στη Βαϊμάρη (1708-1717) ===
 
Ο Μπαχ, μαζί με την τεσσάρων μηνών έγκυο σύζυγό του, βρισκόταν ξανά στο δρόμο για τη Βαϊμάρη στα μέσα Ιουνίου τού 1708 επιστρέφοντας ως ένας διακεκριμένος εκτελεστής. Η Βαϊμάρη ήταν πρωτεύουσα του δουκάτου Σαξωνίας-Βαϊμάρης, αν και πολύ μικρότερη από το Μυλχάουζεν, με πληθυσμό περίπου πέντε χιλιάδων κατοίκων. Για πολλές δεκαετίες την εξουσία ασκούσαν δύο δούκες από τον Ερνεστιανό κλάδο τού οίκου τής Σαξωνίας, που δεν αποτελούσαν και το ευτυχέστερο δίδυμο όσον αφορά στη συνύπαρξή τους. Το 1683, οι δούκες Βίλχελμ Ερνστ και Γιόχαν Ερνστ, κληρονόμησαν την εξουσία από τον αποβιώσαντα πατέρα τους, ενώ τον Γιόχαν Ερνστ διαδέχτηκε ο γιος του, Ερνστ Αουγκούστ το 1709. Οι σχέσεις μεταξύ του Βίλχελμ Ερνστ και του μικρότερου κατά 26 ολόκληρα χρόνια ανηψιού του υπέφεραν από έλλειψη αλληλοκατανόησης που οφειλόταν στο χάσμα γενεών αφ’ενόςαφενός, στην ασυμφωνία των χαρακτήρων τους αφ’ετέρουαφετέρου.<ref>''JSB'', σελ. 141</ref> Έτσι κατά τη διάρκεια της δεκαεννιαετούς, από κοινού, άσκησης της εξουσίας στη Βαϊμάρη, επιδίδονταν σε μία, άνευ προηγουμένου, προκλητική διαμάχη που κάποτε έφθανε στα όρια του παραλογισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο αδέλφια έμεναν σε διαφορετικά μέγαρα, στο «Κίτρινο» και «Κόκκινο» παλάτι αντίστοιχα, και απαγόρευαν στους μουσικούς που έπαιζαν στο δικό τους μέγαρο να εμφανίζονται και στο άλλο.<ref>''BD'' II αρ. 71, ''NBR'' αρ. 39f-g</ref> Ο Μπαχ δεν το γνώριζε αυτό όταν διορίστηκε από τον Βίλχελμ Ερνστ, αλλά η αξία του ήταν τέτοια που κατάφερε όχι μόνο να κρατάει ίσες αποστάσεις από τους αδελφούς, αλλά να πληρώνεται και από τους δύο<ref>Jung (1985), σελ. 36</ref>.
[[Αρχείο:Young Bach2.jpg|thumb|250px|left|Πορτραίτο που αποδίδεται στον Γιόχαν Ερνστ Ρεντς τον πρεσβύτερο και ίσως απεικονίζει τον Γ. Σ. Μπαχ σε ηλικία περίπου τριάντα ετών (περ. 1715). (Angermuseum, ΕρφούρτΕρφούρτη)]]
 
Ο τίτλος του Μπαχ, όπως καταγράφεται στη διαταγή διορισμού του<ref>''NBR'', αρ. 35, σελ. 59</ref>, ήταν αυτός του οργανίστα, ωστόσο σε επίσημα έγγραφα περιγράφεται επίσης ως αυλικός μουσικός (Cammermusicus), συνεπώς θα πρέπει να είχε συμμετοχή σε διάφορα μουσικά δρώμενα, στα πλαίσια της Αυλής του δούκα. Ο μισθός του έφτανε αρχικά τα 150 φλωρίνια (περιλαμβάνοντας ακόμα πρόσθετα επιδόματα σε είδος<ref>Wolff (2000a), σελ. 118</ref>), αλλά το 1711 και το 1713, με απόφαση του ο Βίλχελμ Ερνστ, αυξήθηκε στα 200 και 215 φλωρίνια, αντίστοιχα. Διάφορες ιστορικές πηγές εκθειάζουν την ποιότητα του εκκλησιαστικού οργάνου που βρισκόταν στο παρεκκλήσι του παλατιού του Βίλχελμ Ερνστ. Ήταν έργο του φημισμένου Γερμανού κατασκευαστή Λούντβιχ Κομπένιους που υπέστη αρκετές αλλαγές λίγο πριν το διορισμό του Μπαχ. Ανάλογες βελτιώσεις υπέστη αργότερα και κατά τη διάρκεια της παραμονής του Μπαχ, σε συνεργασία με τον κατασκευαστή Χάινριχ Νίκολαους Τρεμπς{{efn|Το 1712-14, κατόπιν αιτήματος του Μπαχ, ο Τρεμπς μεγέθυνε τους φυσητήρες του οργάνου, βελτίωσε τις αεροδόχους και πρόσθεσε νέους διακόπτες. Εκτεταμένες εργασίες είχαν προηγηθεί, το 1707-8, όταν ένας άλλος κατασκευαστής, ο Γιόχαν Κόνραντ Βάισχάουπτ, εγκατέστησε νέες αντλίες αέρα, νέες αεροδόχους και νέους διακόπτες. Το εκκλησιαστικό όργανο που χρησιμοποίησε ο Μπαχ κατεδαφίστηκε το 1756 λόγω προβλημάτων στατικότητας του εξώστη και εκείνο που το αντικατέστησε κάηκε το 1774 από πυρκαγιά που κατέστρεψε και ολόκληρο το παλάτι του δούκα Ερνστ (Wolff & Zepf 2012, 92).}}. Εκτός από το εκκλησιαστικό όργανο του Χίμελσμπουργκ (γερμ. Himmelsburg, μτφρ. «Κάστρο του Παρδείσου»), όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσαν το παρεκκλήσι του κάστρου της Βαϊμάρης, στη διάθεση του Μπαχ ήταν επίσης εκείνο του Γιόχαν Γκότφριντ Βάλτερ στην εκκλησία Σταντκίρχε (Stadtkirche). Στα βασικά του καθήκοντα περιλαμβάνονταν η εκτέλεση των εισαγωγών ([[χορικό πρελούδιο|χορικά πρελούδια]]), η συνοδεία όλων των ύμνων που έψαλλε το εκκλησίασμα και τέλος, οι επίλογοι (ποστλούδια), σε κάθε λειτουργία, Κυριακάτικη ή εορταστική.<ref>JSB, σελ. 146</ref>. Δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται ωστόσο η συμμετοχή του σε κάθε είδους μουσικές εκδηλώσεις, σύμφωνα με τις επιθυμίες και προς τέρψη της δουκικής οικογένειας.