Βυζαντινό νόμισμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 12:
Ο Αναστάσιος, με την εισαγωγή στην αγορά των πολλαπλάσιων του νουμμίου, αποσκοπούσε στον περιορισμό της κυκλοφορίας του μικρού αυτού κέρματος, αφού έτσι αύξανε η κυκλοφορία του νομισματικού όγκου τον πληθωρισμό, αύξανε τις τιμές και της αξία του χρυσού νομίσματος σε νούμμια.<ref>[[Νίκος Σβορώνος]], «Οικονομία-Κοινωνία: Η οικονομική εξέλιξη-παράγοντες οικονομικής ανόρθωσης»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Ζ (1978), σελ.291 Άννα Αβραμέα, «Το νόμισμα στη βυζαντινή κοινωνία», οβολός 5 (2001), σελ.12</ref>Έτσι η αντιστοιχία με ένα solidus ήταν 1 solidus=360 φόλλεις μικροί=14.400 νουμμία.<ref>Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία 324-610, τομ.Α,εκδ.ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1984, σελ.229</ref>
 
[[Αρχείο:Heraclius-coin.jpg|thumb|230px300px|Ο '''Ηράκλειος''' και οι γιοί του [[Κωνσταντίνος Γ'Γ΄|Ηράκλειος Κωνσταντίνος]] και [[Ηρακλεωνάς]] στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του. Οι χρυσοί σόλιδοι πριν τον Ιουστιανό Β'Β΄, όπως εδώ ο συγκεκριμένος του Ηρακλείου, εμφανίζουν σταυρό επί βαθμιδωτής βάσης. Επιγραφές: DD NN HERACLIUS ET HERA. CONST. PP. AV. / VICTORIA AVGUST. CON. OB <ref>Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.89</ref>]]
 
Επί [[Ιουστινιανός Α´|Ιουστιανινού Α΄]] το βάρος των φόλλεων αυξομειώνεται (18 στη λίτρα επί Αναστασίου ως το 528, αύξηση του βάρους την περίοδο 538-548, επάνοδος στο αρχικό βάρος την περίοδο 548-562). Η πολιτική αυτή στόχευε στην προσαρμογή της ονομαστικής αξίας στην πραγματική μεταλλική τους αξία σε σχέση με τα χρυσά νομίσματα και στη διαφύλαξη της εσωτερικής συνοχής του νομισματικού συστήματος.<ref>[[Νίκος Σβορώνος]], «Οικονομία-Κοινωνία: Η οικονομική εξέλιξη-παράγοντες οικονομικής ανόρθωσης»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Ζ (1978), σελ.291</ref>
 
===Τα νομίσματα===
 
Τα νομίσματα, χρυσά, αργυρά, χάλκινα υποδιαιρούνται ως εξής:
* Οι υποδιαιρέσεις του χρυσού είναι το ''ήμισυ'' (''semissis'') (2,27 γραμμάρια)<ref>Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.67</ref> και το ''τριμήσιον'' (''tremissis''), που ισοδυναμεί με το μισό και το τρίτο, αντίστοιχα, του ''σόλιδου'' (''solidus'').
Γραμμή 30 ⟶ 29 :
Στα χρόνια του Ηρακλείου λειτούργησαν προσωρινά στρατιωτικά νομισματοκοπεία, που έκοβαν χάλκινα νομίσματα για τις ανάγκες του στρατού, όπως ήταν το 609/610 στην Κύπρο, στην κατ' Ισσόν Αλεξάνδρεια (Αλεξανδρέττα), το 613/614 στην Ιερουσαλήμ, το 615-619 στην Ισαυρία και εκ νέου στην Κύπρο το 629.<ref>Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.47-48</ref>
 
[[Αρχείο:ByzantineBronzes.jpeg|thumb|left|Επί Αναστασίου στην οπίσθια όψη των πολλαπλασίων των νουμμίων εισάγεται η ένδειξη των ονομαστικών αξιών τους: εδώ Μ΄ = 40 νουμμία και Ε΄ = 5 νουμμία <ref>Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.88</ref>. Επιγραφές: ANASTASIUS PP AV. / Μ΄ CON. B για το 40νουμμο και Ε΄ Β για το 5νουμμο]]
===Η κυκλοφορία του χρήματος εντός και εκτός της αυτοκρατορίας===
Για την περίοδο αυτή η παραγωγή νομισμάτων από την πρωτεύουσα θεωρείται πέντε έως δέκα φορές περισσότερη από εκείνη κάθε άλλου επαρχιακού νομισματοκοπείου.<ref>δες την υπερεκπροσώπηση νομισμάτων κοπής του νομισματοκοπείου Κωσνταντινούπολης στη Ρόδο: 29 από τη βυζαντινή πρωτεύουσα, 6 από τη Νικομήδεια, 5 από την Κύζικο, 1 από τη Θεσσαλονίκη.Γιώτα Ψαρρή, «Νομίσματα των παλαιοχριστιανικών χρόνων από την ύπαιθρο της Ρόδου»,οβολός 8 (2006), σελ.269-270</ref> Έτσι οι αριθμοί, που κατά προσέγγιση προτείνονται για την παραγωγή σολίδων το χρονικό διάστημα 602-610: είναι 840.000, για το 610-632: είναι 1.430.000 και για το 632-641: 1.430.000.<ref>Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.81</ref>
Γραμμή 74 ⟶ 73 :
Στη Χερσώνα επανιδρύεται και λειτουργεί μεταξύ 866/867-989, στις Συρακούσες από το 641-648 έως τη δεκαετια του 870-το μακροβιότερο στη Δύση-<ref>Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007, σελ.20</ref>, στη Νάπολη από το 641-648 έως το 829-842, στη Σαρδηνία από το 649 έως το 713-715. και στη Νίκαια .<ref>Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.117</ref>
 
[[Αρχείο:Justinian II, 7th c. (3542840557).jpg|250px|thumb|left|Νόμισμα επί Ιουστινιανού Β': σε αυτήν την όψη απεικονίζεται ο Χριστός με το αριστερό χέρι του να κρατάει Ευαγγέλιο και με το δεξί να ευλογεί. Επιγραφή: IHS. CRISTUS RE REGNANTIUM<ref>Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.89</ref>]]
[[Αρχείο:Impero romano d'oriente, romano III, emissione aurea, 1028-1034.JPG|thumb|left|Χρυσό νόμισμα που απεικονίζει τον [[Ρωμανός Γ΄ Αργυρός|Ρωμανό Γ' Αργυρό]] να στέφεται από την Θεοτόκο. Επιγραφή: Μ. Θ. - Θ[ΕΟΤΟ]CE ΒΟΗΘ[ΕΙ] ΡΩΜΑΝΩ ]]
 
Την ίδια περίοδο πιθανολογείται η λειτουργία νομισματοκοπείου στην Τραπεζούντα και στις αρχές του 12ου αι. έχει ιδρυθεί εκεί από τον επαναστάτη Θεόδωρο Γαβρά.<ref>Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ.74</ref>
Γραμμή 89 ⟶ 88 :
Οι Εικονομάχοι αυτοκράτορες συνέχισαν την ιδεολογία του αυτοκράτορα-τοποτηρητή του Χριστού στη Γη. Όμως δεν απεικόνισαν τον Χριστό στα νομίσματά τους, αλλά τον Σταυρό του Γολγοθά πάνω σε τριβαθμιδωτή βάση<ref>Διονυσία Μίσσιου, «Τα νομίσματα της περιόδου της εικονομαχίας ως έκφραση πολιτικής ιδεολογίας», οβολός 2 (1997), σελ.162</ref> ή μέλη της δυναστείας τους. Παράλληλα στα νομίσματα της εικονομαχικής περιόδου απεικονίστηκε η απόπειρα διεύρυνσης των ορίων της εξουσίας τους: απεικονίστηκαν φορώντας ''χλαμύδα'' και ''λώρο'', ενδύματα που συμβόλιζαν την πολιτική και την πνευματική εξουσία.<ref>Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.90</ref>
 
[[Αρχείο: Leo iv constantine vi coin.jpg|250px|thumb|left|Χρυσός [[σόλιδος]], όπου στην εμπρόσθια όψη απεικονίζεται ο Λέων Δ'Δ΄ και ο γιος του [[Κωνσταντίνος ΣΤ΄]]: LEON VSSESSON CONSTANTINOS O NEOS Θ, ενώ στην άλλη όψη απεικονίζεται ο παππούς του [[Λέων Γ´]] και ο πατέρας του [[Κωνσταντίνος Ε΄ Κοπρώνυμος|Κωνσταντίνος Ε'Ε΄]]: LEON PAP[POS] / CONSTANTINOS PATHR. Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες επέλεγαν συχνά να απεικονίζουν, αντί του Χριστού, μέλη της δυναστείας τους.<ref>Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.90</ref>]]
 
Μετά την αποκατάσταση των εικόνων στις πρόσθιες όψεις των χρυσών νομισμάτων απεικονίστηκε ο Χριστός Παντοκράτωρ. Στις οπίσθιες όψεις απιεκονίστηκε ο ιερός χαρακτήρας της εξουσίας του αυτοκράτορα ή της αυτοκράτειρας. Απεικονίσθηκε η στέψη των αυτοκρατόρων από το Χέρι του Θεού, τον Χριστό, την Παναγία, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ.<ref>Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.90</ref>Επίσης ο Άγιος Δημήτριος ως μάρτυρας της πίστεως.<ref>Ιωάννης Μότσιανος, Μαρία Πολυχρονάκη, «Τύπος παλαιολόγειου νομίσματος της συλλογής της 9ης ΕΒΑ με παράσταση του μαρτυρίου του αγίου Δημητριου», οβολός 4 (2000), σελ.211-231</ref>
Γραμμή 109 ⟶ 108 :
Τέλος, στην ύστερη παλαιολόγεια περίοδο (1367-1453) το ''αργυρόν σταυράτον'' αποτελεί τη βάση του βυζαντινού νομισματικού συστήματος, επειδή το ''χρυσό υπέρπυρον'' δεν ήταν πραγματικό νόμισμα, αλλά θεωρητικό. Το ''σταυράτο'' είχε υποδιαιρέσεις το ''μισό σταυράτον'' και το ''1/8 του σταυράτου'', τα χάλκινα ''τουρνέσια'' και τα ''folari''.<ref>Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.79</ref>με ονόματα δηλαδή ενετικά.<ref>Γιόρκας Νικολάου, Οικονομική δυσπραγία και νομισματική αστάθεια στο Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία σε περιόδους κρίσης, οβολός 12 (2015),σελ14</ref>
 
[[Αρχείο:Half Stavraton John VII.jpg|right|thumb|Μισόν σταυράτον το οποίο κυκλοφόρησε επί Ιωάννη Ζ' Παλαιολόγου. Επιγραφή: IΩANNHC BACILEVC O ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC]]
[[Αρχείο:Johannes V tornese.jpg|right|thumb|Τουρνέσιον το οποίο κυκλοφόρησε επί [[Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος|Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου]]]]
 
Γραμμή 140 ⟶ 139 :
Από τον 13ο αι. και μετά το υπέρπυρο εξασθενεί έναντι των ισχυρών νομισμάτων, που το αντικατέστησαν μετά. Η ισοτιμία υπέρπυρου-δουκάτου καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από την περιεκτικότητά του σε πολύτιμο μέταλλο.<ref>Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.130-131. Αλέξανδρος Διομίδης, «Οικονομικαί περιπέτειαι του παρακμάζοντος Βυζαντίου: η τελική πτώσις του Βυζαντινού νομίσματος», Επιθεώρησις κοινωνικής και δημόσιας οικονομικής,τομ. 8 (Γ, Δ)(1939), σελ.300-302</ref>
 
[[Αρχείο:Giovanni V di Bisanzio monete.jpg|left|thumb|250px|Ασημένιο νόμισμα 3/5 '''βασιλικού'''. Στη μία όψη ο άγ. Δημήτριος (ΔΗΜΗΤΡΙΟC) και ο Ανδρόνικος Γ' (ANΔΡΟΝΙΚΟC), ενώ στην άλλη όψη ο Χριστός επάνω από τον Ανδρόνικο Γ'Γ΄ (AVΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ).]]
[[Αρχείο:AndronicosIIGoldHyperpyron.jpg|thumb|right|250px|Ο Ανδρόνικος Β΄ σε χρυσό υπέρπυρον γονατίζει και προσκυνά τον Ιησού. Επιγραφή ΑΝΔΡΟΝΙΚΟC ΔΕΣΠΟΤΗC]]
 
Μετά τα μέσα του 14ου αι. έχουμε έλλειψη νομισμάτων και το ενετικό δουκάτο υπερισχύει του βυζαντινού υπέρπυρου τόσο, που μέλη της βυζαντινής άρχουσας τάξης επιλέγουν την συναλλαγή με δουκάτα: έτσι η Άννα Καντακουζηνή, σύζυγος του μεγάλου δομέστικου Δημήτριου Παλαιολόγου κάνει πράξη αγοραπωλησίας με τη μονή Δοχειαρίου και λαμβάνει για κτήμα στη Μαριανά Χαλκιδικής ''εξακόσια υπέρπυρα διά βενετικών δουκάτων πραττομένων''.<ref>Νίκος Ζήκος, «Η κυκλοφορία των παλαιολόγειων νομισμάτων στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη μέσα από ανασκαφικά δεδομένα», οβολός 4 (2000), σελ.237-238</ref>
Γραμμή 206 ⟶ 205 :
Αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί ως προς τα εικονογραφικά θέματα είναι, πως οι πιο συνηθισμένοι τύποι είναι οι απεικονίσεις αυτοκρατόρων, θρησκευτικές παραστάσες και ''λειτουργικών τύπων'' δηλαδή δηλωτικών της αξίας του κάθε νομίσματος. Απουσιάζουν εικόνες παρμένες από τον φυσικό κόσμο ή αναπαραστάσεις δημοσίων κτηρίων ή γεγονότων.<ref>Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.42</ref>Οι κατά κρόταφο μορφές της ρωμαϊκής περιόδου αντικαθίστανται από μετωπικές μορφές και τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά τους σχεδόν εξαφανίζονται.<ref>Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.43</ref>Έως τον 11ο αιώνα ο συνηθισμένος εικονιστικός τύπος ήταν η κατά μέτωπο προτομή, αργότερα επικρατεί η όρθια μορφή, ωστόσο και πιο πριν δεν απουσιάζουν όρθιες μορφές, ενώ προτομές επανέρχονται και στον τελευταίο αιώνα της βυζαντίου.<ref>Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.44</ref>Η απεικόνιση ομάδας αυτοκρατόρων είχε μια συγκεκριμένη σειρά: ο πρεσβύτερος βρίσκεται στα αριστερά ως προς τον θεατή. Όταν είναι τρεις, ο πρεσβύτερος εμφανίζεται στο κέντρο, ο αμέσως νεότερός του δεξιά και ο τρίτος σε ηλικία αριστερά του<ref>Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.45</ref>
 
[[Αρχείο:BasileIIConstantinVIIIHoldingCross.jpg|thumb|150px|Οι αδελφοί συμβασιλείς Βασίλειος Β'Β΄ και ο [[Κωνσταντίνος Η'Η΄]] κρατούν σταυρό. Το χέρι του πρεσβύτερου Βασίλειου Β'Β΄ βρίσκεται υψηλότερα από του νεότερου Κωνσταντίνου ΗΗ΄. Επιγραφή: BASIL. C' CONSTANTI. BA[CILEIC].]]
 
[[Αρχείο: Hyperpere di alessio I comneno, 1081-1118 ca., zecca di costantinopoli.JPG|thumb|150px|Υπέρπυρο του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, από την εποχή του οποίου οι νομισματικές επιγραφές αναγράφονται κιονηδόν, δηλαδή σε κάθετες στήλες, αντικαθιστώντας τις κυκλικές επιγραφές.: ΑΛΕΞΙΩ ΔΕCΠΟΤΗ]]
 
Στην περίοδο της λατινικής κυριαρχίας και της Παλαιολόγειας δυναστείας η εκτέλεση των μορφών στα νομίσματα είναι γρήγορη, η γραμμή απλή ενώ υπερτερεί το γραμμικό σχέδιο, λόγω της ανάγκης για πληθωρική κυκλοφορία.<ref>Γεώργιος Γαλάβαρης, «Η τεχνοτροπία ως προσέγγιση του θείου στα βυζαντινά νομίσματα», οβολός 2 (1997), σελ114,115</ref>
Γραμμή 215 ⟶ 214 :
Οι νομισματικές επιγραφές χαρακτηρίζονται από έναν ακραίο συντηρητισμό<ref>Διονυσία Μίσσιου, «Τα νομίσματα της περιόδου της εικονομαχίας ως έκφραση πολιτικής ιδεολογίας», οβολός 2 (1997), σελ.169</ref> επειδή τα λατινικά αντικαταστάθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση από τα ελληνικά, αν και εξ αρχής χρησιμοποιήθηκαν ελληνικά γράμματα ως δηλωτικά της αξίας των νομισμάτων. Η αντικατάσταση των λατινικών χαρακτήρων πραγματοποιήθηκε πλήρως μόλις τον 11ο αιώνα στα νομίσματα, όταν προηγήθηκε περίοδος που συνυπήρχαν οι δύο γλώσσες σε αυτά, με το ''C'' να παίρνει άλλοτε τη θέση του ''Κ'' και άλλοτε τη θέση του ''s''. H πρωιμότερη ελληνική επιγραφή σε νόμισμα είναι η φράση ''εν τούτω νίκα'' στους πρώτους φόλλεις του Κώνσταντος Β'.<ref>Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.61</ref>
Οι χαρακτηριστικοί αυτοκρατορικοί τίτλοι στα πρώιμα βυζαντινά νομίσματα είναι: ''DN''(Dominus noster=Κύριος ημών) και ''PF''(=Pius Felix, ευσεβής ευτυχής) ή το ''PP''(=perpetuus, αιώνιος),''AVG[ustus]''. Τον 8ο αιώνα απαντάται το ''PAMVLT''(per annos multos=εις πολλά έτη), ενώ το Αugustus αντικαθίσται από το ''δεσπότης'', ''βασιλεύς'', ''αυτοκράτωρ'', ''δούλος Χριστού'',<ref> Βασιλική Πέννα, «Νομισματικές νύξεις για τη ζωή στις Κυκλάδες κατά τους 8ο και 9ο αιώνες». στο: Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος-90ς αι.),Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 9, Αθήνα, 2001,σελ405</ref> ''ευσεβής'' ή με τη φράση ''εν Χριστώ'', ''εν Θεώ''<ref>Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.61-62</ref>
Από τον 11ο αιώνα οι επιγραφές προστίθενται δίπλα στα προσωπικά ονόματα και τα οικογενειακά, που αρχίζουν να αναγράφονται από το 8ο αιώνα, ενώ από τον Αλέξιο Α' γράφονται κιονηδόν, δηλαδή σε κάθετες στήλες, αντικαθιστώντας τις κυκλικές επιγραφές.<ref>Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.62</ref>
Στα παλαιολόγεια νομίσματα υπάρχουν και επιγραφές με χρονολογικές και γεωγραφικές ενδείξεις. Χρονολoγίες-ινδικτιώνες (ΙΝΔΚ ή Ν) νομισματικών εκδόσεων αναγράφονται σε νομίσματα του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου και του Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου. Επίσης έχουμε επιγραφές με γεωγραφικό περιεχόμενο, όπως +THC ΜΑΚΕΔΟΝΙΑC και ΠΛ ΚΩΟΥ-ΚΩΝCTANTINOYΠΟΛΙC σε χάλκινα ασσάρια των Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου και Μιχαήλ Θ' Παλαιολόγου.<ref>Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ107</ref>
 
Επίσης πάνω στα νομίσματα υπάρχουν και οι ενδείξεις των νομισματοκοπείων: η ένδειξη CON OB, αποτελούμενη από τα τρία πρώτα γράμματα της λέξης "Κωνσταντινούπολη", σε λατινική γραφή και τα δύο πρώτα γράμματα της λέξης "Οβ(ρύζον)", δηλαδή καθαρός χρυσός. Ή είναι η συντομογραφία ΟΒ΄, που αντιστοιχεί με την ελληνική γραφή του αριθμού 72 και είναι ενδεικτικό, ότι ο σόλιδος αντιστοιχεί με το 1/72 της ρωμαϊκής λίτρας (324 γραμμάρια). Η ένδειξη CONOBCON OB αρχίζει να χρησιμοποιείται από τα τέλη του 4ου αι. και στα επαρχιακά νομισματοκοπεία.<ref>Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ69-70</ref>Άλλες συντομογραφίες είναι TES για τη Θεσσαλονίκη, ΝΙΚΟ για τη Νικομηδεια, ΚΥΖ για την Κύζικο, ΑΝΤΙΧ για την Αντιόχεια, THEUPO ως Θεούπολις, ΚΑRT για την Καρχηδόνα<ref>Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ70</ref>
Μετά το 537 χαράσσεται και το έτος βασιλείας, όποτε συντελέστηκε η κοπή.<ref>Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ75</ref>
 
Γραμμή 226 ⟶ 225 :
Επίσης ως πρότυπο τον σόλιδο του Ιουστίνου Β' είχε αγγλοσαξωνικός τύπος, που απεικόνιζε δύο ένθρονες μορφές κρατώντας σφαίρα ανάμεσά τους και έναν Άγγελο από πάνω τους. Η απεικόνιση δύο όρθιων μορφών με σταυρούς σε αγγλοσαξωνικά νομίσματα συνδέεται με νομίσματα του Ηρακλείου και των γιων του<ref>Νικόλαος .Γεωργιάδης, «Υστερορωμαϊκές και βυζαντινές επιδράσεις στα αγγλοσαξωνικά νομίσματα», Βυζαντιακά, 23 (2003), σελ29</ref>
Βυζαντινές επιρρροές απηχούν οι απεικονίσεις του Χεριού του Θεού, του Χριστογράμματος, του μονογράμματος Α-Ω, του πατριαρχικού σταυρού. Μια νομισματική έκδοση του Εδουάρδου του Ομολογητή ομοιάζει με ένα σόλιδο του Θεοδοσίου Α', ή του Ιουστίνου Β' αφού έχουν κοινούς οπισθότυπους. Επίσης νόμισμα του Ερρίκου Γ' έχει εικονογραφικές ομοιότητες με νόμισμα του Μιχαήλ Η' (απεικόνιση σταυροφόρου σκήπτρου και σφαίρας)<ref>Νικόλαος .Γεωργιάδης, «Υστερορωμαϊκές και βυζαντινές επιδράσεις στα αγγλοσαξωνικά νομίσματα», Βυζαντιακά, 23 (2003), σελ29-30</ref>
 
 
 
==Η ιδεολογία του βυζαντινού νομίσματος==
Γραμμή 235 ⟶ 232 :
Η από κοινού απεικόνιση περισσότερων του ενός αυτοκρατόρων στο ίδιο νόμισμα γινόταν για λόγους προπαγάνδας: ο αυτοκράτορας επιθυμούσε να προβάλει στους υπηκόους του το όνομα και την εικόνα του διαδόχου που επιθυμούσε. Η διαφοροποίηση του μεγέθους των μορφών τόνιζε τη σχέση του πρεσβύτρου προς το νεώτερο. Επίσης με άλλες λεπτομέρειες στο σχέδιο, όπως: αν δύο αυτοκράτορες κρατούν το κοντάρι ενός σταυρού ή λάβαρου, το χέρι του πρεσβύτερου βρίσκεται συνήθως υψηλότερα από του νεότερου.<ref>Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.45-46</ref> Αν οι αυτοκράτορες ήταν άκληροι, τότε είχαμε το θεσμό της συμβασιλείας και απεικονιζόταν δύο αυτοκράτορες καθισμένοι ή όρθιοι πλάι-πλάι.<ref>Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.45</ref>
 
[[Αρχείο:Hexagram-Constans II and Constantine IV-sb0995.jpg|250px|right|thumb|Ο Κώνστας Β'Β΄ και ο γιος του Κωνσταντίνος Δ΄. Η διαφοροποίηση του μεγέθους των μορφών τονίζει τη σχέση πατέρα - γιου στο νόμισμα αυτό. Επιγραφή: DN. CONSTANTINUS C' CONSTAN. / DEUS ADIUTA ROMANIS (ο Θεός βοηθά τους Ρωμαίους).]]
 
Όταν στα 800 ο [[Καρλομάγνος]] στέφθηκε αυτοκράτορας, οι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να του αναγνωρίσουν τον τίτλο. Αυτό υπογράμμιζε και η υπεροχή του βυζαντινού νομισματικού συστήματος: «μια σύγκριση ανάμεσα στο χρυσό βυζαντινό νόμισμα και την ασημένια πένα του Καρλομάγνου επέτρεπε[...] το συμπέρασμα ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας ''λαμπρότερος και δυνατώτερος εστίν».<ref>Διονυσία Μίσσιου, «Τα νομίσματα της περιόδου της εικονομαχίας ως έκφραση πολιτικής ιδεολογίας», οβολός 2 (1997), σελ.172</ref>