Βυρσοδεψία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Ιστορία: Διορθώθηκε τυπογραφικό λαθος
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Η '''βυρσοδεψία''' είναι η διαδικασία της επεξεργασίας του δέρματος των ζώων με στόχο την παραγωγή επεξεργασμένου δέρματος με αυξημένη ανθεκτικότητα και πιθανότατα χρώμα, κατάλληλο για την κατασκευή ειδών ένδυσης, υπόδησης, κλπ. Οι εγκαταστάσεις που πραγματοποιείται η επεξεργασία ονομάζονται βυρσοδεψεία. Η διαδικασία της επεξεργασίας περιλαμβάνει την μόνιμη μετατροπή της πρωτεϊνικής δομής του δέρματος με τη χρήση κατάλληλων χημικών, όπως είναι οι [[Τανίνη|τανίνες]]. Πριν τη χημική επεξεργασία, το δέρμα αποτριχώνεται, απομακρύνεται το λίπος και αφήνεται να μουλιάσει σε αλατόνερο από 6 ώρες ως 2 μέρες. Τα βυρσοδεψεία ανά τους αιώνες βρίσκονταν στα περίχωρα των πόλεων και έξω από οικιστικές ζώνες καθώς συνοδεύονται από μια δυσάρεστη οσμή.
 
Στην Ελλάδα, τα βυρσοδεψεία ονομάζονταν και "ταμπάκικα", λέξη που προέρχεται από την Τουρκική γλώσσα.<ref>{{Cite book|url=https://www.worldcat.org/oclc/827952355|title=Etymologiko lexiko tēs neas ellēnikēs glōssas : istoria tōn lexeōn ; me scholia kai enthetous pinakes ; egkyrē epistēmonikē plēroforēsē gia tēn proeleusē tōn lexeōn ...|last=1939-Mpampiniōtēs |first=Mpampiniōtēs, Geōrgios D.|isbn=9789609582001|edition=Deuterē ekdosē|location=Athēna|id=827952355}}</ref>
 
== Ιστορία ==
Η ελληνική λέξη βυρσοδεψία είναι σύνθετη και προέρχεται από το ουσιαστικό της Αρχαίας Ελληνικής "βύρσα" που σημαίνει "δέρμα ζώου", και το ρήμα "δέφω" που σημαίνει "μαλακώνω κάτι με τα χέρια".<ref>{{Cite book|url=https://www.worldcat.org/oclc/880473253|title=Etymologikon lexikon tēs archaias ellēnikēs|last=1886-1954.|first=Hofmann, J. B. Johann Baptist,|date=2009|publisher=Dēm. N. Papadēma|isbn=9789602065839|edition=2ē ekd|location=Athēna|id=880473253}}</ref> Η βυρσοδεψία πιστεύεται ότι εξασκούνταν ήδη από το 7000-3000 π.Χ. στην Ινδία<ref>{{Cite book|url=https://www.worldcat.org/oclc/35178577|title=The Oxford companion to archaeology|last=M.|first=Fagan, Brian|last2=1948-|first2=Beck, Charlotte,|date=1996|publisher=Oxford University Press|isbn=9780195076189|location=New York|id=35178577}}</ref>, ενώ υπάρχουν γραπτές αναφορές από τον Θεόφραστο ο οποίος ήταν και ο πρώτος που αποπειθράθηκε να καταγράψει και να κατανοήσει επιστημονικά τη διαδικασία.<ref>{{Cite book|url=https://www.worldcat.org/oclc/6390599|title=Enquiry into plants and minor works on odours and weather signs|last=Theophrastus.|first=Hort, Arthur, Sir,|date=1916-19261916–1926|publisher=Harvard University Press|isbn=0674990773|location=Cambridge, Mass.|id=6390599}}</ref>
 
Η διαδικασία που ακολουθούνταν κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν η παρακάτω: τα δέρματα έφταναν στο βυρσοδεψείο στεγνά και λερωμένα με χώμα. Αρχικά, μουλιάζανμούλιαζαν σε νερό για να καθαρίσουν και να μαλακώσουν, ενώ τρίβονταν για να απομακρυνθεί το λίπος και τα απομεινάρια της σάρκας. Στη συνέχεια ο βυρσοδέψης έπρεπε να απομακρύνει το τρίχωμα. Αυτό γινόταν με την επάλειψη του δέρματος με κάποια αλκαλική ουσία ή απλά με την πολύμηνη παραμονή του δέρματος η οποία προκαλούσε και τη σήψη. Στη συνέχεια τα δέρματα εμβαπτίζονταν σε αλατόνερο και το τρίχωμα, το οποίο είχε στο μεταξύ χαλαρώσει, απομακρυνόταν με μαχαίρια. Αφού είχε απομακρυνθεί το τρίχωμα, ο βυρσοδέψης μαλάκωνε το δέρμα τρίβωντας πάνω του κοπριά ή μουλιάζοντας το δέρμα σε ένα διάλυμα από εντόσθια ζώου. Η παραπάνω διαδικασία αποτελούσε μια μορφή ζύμωσης που περιλάμβανε τα ένζυμα των βακτηρίων που περιείχε η κοπριά.
 
Στους μετέπειτα αιώνες, στη βυρσοδεψία χρησιμοποιήθηκαν δεψικές ύλες φυτικής προέλευσης όπως είναι το έλαιο [[Κέδρος|κέδρου]], ο φλοιός της [[Βελανιδιά|βελανιδιάς]], η [[στυπτηρία]], οι οποίες απλώνονταν στα δέρματα ενώ αυτά τεντώνονταν με αποτέλεσμα να απορροφούν περισσότερες τανίνες και να αφυδατώνονται.