Μπεζανσόν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
}}
 
Η '''Μπεζανσόν''' (γαλλ. Besançon) είναι πόλη της ανατολικής [[Γαλλία|Γαλλίας]] με πληθυσμό 113.238 κατ. Είναι πρωτεύουσα του Νομού [[Ντου (νομός)|Ντου]] (Doubs), ο οποίος ανήκει στην περιφέρεια (région) [[Φρανς-Κοντέ]] (Franche-Comté) = Ελεύθερη Κομητεία και από το 2016 στην ευρύτερη περιοχή [[Βουργουνδία-Φρανς-Κοντέ|Βουργουνδίας-ΦράνςΦρανς-Κοντέ]] (Bourgogne- Franche - Comté). Οι συνοικίες της έχουν αναπτυχθεί στις όχθες του ποταμού Ντου.
 
== Σύντομη ιστορία ==
Πρώτη αναφορά της πόλης γίνεται στο «''Commentarii de Bello Gallico''» ([[Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού πολέμου|Σχόλια επί του γαλατικού πολέμου]]) του [[Ιούλιος Καίσαρας|Ιούλιου Καίσαρα]] με την επωνυμία Βεσόντιο (Vesontio). Τον 4ο μ.Χ. αιώνα το V αντικαθίσταται από το Β και, ύστερα από πολλούς γλωσσικούς μετασχηματισμούς (π.χ. Χρυσόπολις) η πόλη λαμβάνει το σημερινό όνομά της Besançon.
 
Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα ελάχιστα είναι γνωστά από γραπτές μαρτυρίες για την πόλη, η οποία εντάσσεται στο τότε γαλλικό κράτος από τον Κάρολο τον Φαλακρό μέχρι το 869. Ύστερα εντάσσεται στην κομητεία του Βαρέ (Varais) και γίνεται αρχιεπισκοπική έδρα στο βασίλειο των Βουργουνδών ενώ το 1032, μαζί με την κομητεία της Βουργουνδίας, γίνεται τμήμα της [[Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους|Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους]]. Μετά από αγώνες των κατοίκων της καταφέρνει να παραμείνει αυτοδιοικούμενη πόλη επί 400 και πλέον έτη και υπό την προστασία των Δουκών της Βουργουνδίας, των οποίων η επικράτεια αποκαλείται πλέον «Ελεύθερη Κομητεία» (''Franche Compté''). Κατά την Αναγέννηση αρχικά ο [[Κάρολος Κουΐντος]] οχυρώνει την πόλη, η οποία επανέρχεται στην Γερμανική Αυτοκρατορία, αλλά η περίοδος που ακολουθεί δεν είναι καθόλου εποικοδομητική για την πόλη, η οποία μαστίζεται από πολέμους και πείνα. Τελικά, με τη συνθήκη της Νιμέγκ το 1678 η πόλη ενσωματώνεται στην Γαλλία. Τον 18ο αιώνα ολόκληρη η Φρανς Κοντέ ευημερεί και μαζί της η πόλη, της οποίας εκείνη την εποχή ο πληθυσμός διπλασιάζεται (28.000 κάτοικοι).