Η λέξη προέρχεται από το ουσιαστικό «βλάκας» ή «βλαξ», με ρίζα το βλᾱ- < *μλᾱ- πβ. μαλ-ακός, μαλ-θ-ακός και μ(α)λάκ-ς = μλαξ = βλαξ - βλ. ρήμα «βλακεύω».<ref>[http://www.ebooks4greeks.gr/dowloads/Gymnasio/LEXIKO_ARX_ABGg/LEXIKO.ARX.ELL.GL__Downloaded_from_eBooks4greeks.gr.pdf Λεξικό αρχαίας ελληνικής γλώσσας Α' Β' Γ' Γυμνασίου - Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Γιώργος Ξενής, Ασημάκης Φλιάτουρας]</ref><ref>[http://www.box.com/shared/e1ivbiu8kk ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ - J.B. Hofmann]</ref> Με τον όρο αντικατοπτρίζεται η μαλακότητα, η νωθρότητα, η τεμπελιά του μυαλού, δηλαδή το ότι κάποιος, ενώ έχει νοητικές δυνατότητες, δεν τις χρησιμοποιεί.<ref>[http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%B2%CE%BB%CE%B1%CE%BE βλαξ - Βικιλεξικό]</ref> Ιστορικά πιθανώς η λέξη προέρχεται από την αρχαία πόλη της [[Βλακεία (πόλη)|Βλακεία]]ς στην [[Αιολίδα]].