Ισλανδική γλώσσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 30:
|}}
Η '''ισλανδική γλώσσα''' είναι [[Γερμανικές γλώσσες|γερμανική γλώσσα]] που ομιλείται στην [[Ισλανδία]], της οποίας αποτελεί την επίσημη γλώσσα. Είναι στενά συνδεδεμένη ιστορικά με τις άλλες γλώσσες των Βορείων Χωρών, δηλαδή των [[Φεροϊκή γλώσσα|φεροϊκών]], [[Νορβηγική γλώσσα|νορβηγικών]], [[Δανέζικη γλώσσα|δανέζικων]] και [[Σουηδική γλώσσα|σουηδικών]].
Είναι μία γλώσσα συντηρητική στην εξέλιξή της αφού έχει αλλάξει σχετικά λίγο από τον [[13ος αιώνας|13ο αιώνα]] λόγω της γεωγραφικής της απομόνωσης. Τα μοντέρνα Ισλανδικάισλανδικά έχουν περισσότερες ομοιότητες με τα φεροϊκά παρά με τις άλλες γλώσσες της ίδιας οικογένειας. <ref>Haugen, Einar. 1976. The Scandinavian Languages: An Introduction to their History. Harvard University Press, Cambridge, Mass</ref>
 
Η ισλανδική είναι μία από τις λίγες ευρωπαϊκές γλώσσες (όπως και η [[ελληνική γλώσσα|ελληνική]], [[αγγλική γλώσσα|αγγλική]], [[ισπανική γλώσσα|ισπανική]], [[αλβανική γλώσσα|αλβανική]], [[ουαλική γλώσσα|ουαλική]], [[ιρλανδική γλώσσα|ιρλανδική]], [[Σκωτική γλώσσα (Σκωτς)|σκωτς]] και [[Σκωτική Γαελική γλώσσα|σκωτική γαελική]]), που χρησιμοποιούν τους φθόγγους "θ" (þ) και "δ" (ð).