Καινή Διαθήκη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎Η διαμόρφωση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης: Διόρθωση σε εσωτερικό σύνδεσμο
Thdsoul (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Έβαλα τόνους στους τίτλους των επιστολών των Αποστόλων (π.χ. προς Κορινθίους Α΄).
Γραμμή 39:
* '''Οι επιστολές του Απ. Παύλου:'''
 
::6. ''προς Ρωμαίους'', 7. ''προς Κορινθίους ΑΑ΄'', 8. ''προς Κορινθίους ΒΒ΄'', 9. ''προς ΓαλατάςΓαλάτας'', 10. ''προς Εφεσίους'', 11. ''προς Φιλιππησίους'', 12. ''προς Κολοσσαείς'', 13. ''προς Θεσσαλονικείς ΑΑ΄'', 14. ''προς Θεσσαλονικείς ΒΒ΄'', 15. ''προς Τιμόθεον ΑΑ΄'', 16. ''προς Τιμόθεον ΒΒ΄'', 17. ''προς Τίτον'', 18. ''προς Φιλήμονα'', 19. ''προς Εβραίους''<ref>{{Cite web|url=http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm|title=ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ|last=|first=|ημερομηνία=|website=users.sch.gr|publisher=|archiveurl=|archivedate=|accessdate=2019-12-04}}</ref>
 
* '''Οι Καθολικές επιστολές:'''
 
::20. ''Ιακώβου'', 21. ''Πέτρου ΑΑ΄'', 22. ''Πέτρου ΒΒ΄'', 23. ''Ιωάννου ΑΑ΄'', 24. ''Ιωάννου ΒΒ΄'', 25. ''Ιωάννου ΓΓ΄'', 26. ''Ιούδα''<ref>{{Cite web|url=http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Katholikes_epistoles.htm|title=ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ|website=users.sch.gr|accessdate=2019-12-04}}</ref>
 
και
Γραμμή 50:
 
== Η διαμόρφωση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης ==
Κατά τη διάρκεια του [[1ος αιώνας|1ου αιώνα]], μ.Χ. ο κανόνας ιερών συγγραμμάτων της χριστιανικής εκκλησίας αποτελούνταν αποκλειστικά από τις εβραϊκές «Γραφές» ([[Παλαιά Διαθήκη]]), οι οποίες θεωρούνταν θεόπνευστες. ([[s:Προς Τιμόθεον Β'#3|2 Τιμ. 3:16]]· [[s:Πέτρου Β'#1|2 Πέτρ. 1:20]]) Τα συγγράμματα που αργότερα έγιναν γνωστά ως ''Καινή Διαθήκη'' χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση από τις εκκλησίες κατά τη [[λατρεία]], ως κριτήριο εκκλησιαστικής τάξης, για κατηχητική εκπαίδευση και για θεολογικούς σκοπούς. Αυτά τα νέα χριστιανικά συγγράμματα περιείχαν αναφορές σε άλλα χριστιανικά συγγράμματα της εποχής, χαρακτηρίζοντάς τα μάλιστα ως «Γραφές», σε σημείο ώστε μέχρι τα τέλη του δεύτερου αιώνα να αναφέρονται έτσι τα συγγράμματα της Καινής Διαθήκης<ref>«In 2 Peter 3:16 Paul’s epistles are actually called ‘Scriptures’, and a gospel is identified as ‘the Scripture’ in 1 Timothy 5:18. The use of ‘Scripture(s)’ to denote NT writings became increasingly common through the 2nd century and by the end of it was normal». (''New Dictionary of Biblical Theology, 2001)</ref>. Χριστιανικά έργα εκείνης της περιόδου όπως η ''Επιστολή Βαρνάβα'' και η ''Δεύτερη Επιστολή Κλήμεντος'' εισαγάγουν χωρία από αυτά τα χριστιανικά συγγράμματα με τον τρόπο που συνέβαινε ως τότε για τις εβραϊκές Γραφές: «Γέγραπται». Καθώς υπήρχε ακόμη διαθέσιμη η ζωντανή προφορική παράδοση των λόγων του Ιησού αλλά και η παρουσία των [[Απόστολοι|αποστόλων]], των μαθητών των αποστόλων και των [[Προφήτης|προφητών]] δεν υφίστατο καν η έννοια ενός κλειστού κανόνα αποδεκτών κειμένων<ref>«There is no sense, at this stage, of a Canon of Scripture, a closed list to which addition may not be made. This would appear to be due to two factors: the existence of an oral tradition and the presence of apostles, apostolic disciples, and prophets, who were the foci and the interpreters of the dominical traditions». (''New Bible Dictionary, 1982.</ref>. Μόνο κατά τη διάρκεια του [[2ος αιώνας|2ου αιώνα]] τα [[Ευαγγέλια]] και οι επιστολές του [[Απόστολος Παύλος|αποστόλου Παύλου]] αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο του «κανόνα».<ref name="trobisch-2000">{{cite book|title=The First Edition of the New Testament|first=David|last=Trobisch|publisher=Oxford University Press|isbn=0-19-511240-7|year=2000|location=New York|pages=43–44}}</ref>
 
Καθώς η εκκλησία θεωρούσε ότι ήταν ο «νέος Ισραήλ», παρέμενε προσκολλημένη στον κανόνα βιβλίων που χρησιμοποιούνταν από τους [[Ιουδαϊσμός|Ιουδαίους]], με μια νέα όμως αντίληψη περί αυτού. Η Παλαιά Διαθήκη μπορούσε να θεωρηθεί χριστιανική μόνο εφόσον ήταν κατανοητό ότι έδινε μαρτυρία στο σύνολό της για τον [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστό]]<ref>Βλέπε το έργο ''Διάλογος προς Τρύφωνα'' του [[Ιουστίνος ο Μάρτυρας|Ιουστίνου Μάρτυρα]] (περ. [[165]]). Αυτή η ιδέα φαίνεται και στο έργο ''Περί Πάσχα'' του [[Μελίτων Σάρδεων|Μελίτωνα Σάρδεων]] (περ. [[170]]), όπου αναφέρεται για παράδειγμα: «Καὶ γὰρ ὁ Νόμος Λόγος ἐγένετο καὶ ὁ παλαιὸς καινός͵ συνεξελθὼν ἐκ Σιὼν καὶ Ἰερουσαλήμ καὶ ἡ ἐντολὴ χάρις͵ καὶ ὁ τύπος ἀλήθεια».</ref>.
Γραμμή 56:
Δεν μπορεί να λεχθεί με σαφήνεια πότε ακριβώς άρχισε η μακρόχρονη και αδιάκοπη διαμόρφωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης καθώς η Ιστορία ουσιαστικά σιωπά για αυτή τη σπουδαιότατη εξέλιξη της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας<ref>''The Canon of the New Testament'', Bruce M. Metzger, 1987, Oxford University Press, σελ. 1-7.</ref>. Αντί να αποτελεί αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου διατάγματος από ένα άτομο ή μια σύνοδο κατά την έναρξη της χριστιανικής εποχής, η συλλογή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης έλαβε χώρα σταδιακά και επηρεάστηκε από διάφορους παράγοντες εντός και εκτός της εκκλησίας. Οι πρώτες ενδείξεις εμφανίζονται στο πρώτο μισό του δεύτερου αιώνα και εντατικοποιούνται ως τα μέσα του ίδιου αιώνα, καθώς αυξανόταν σημαντικά ο όγκος της χριστιανικής [[φιλολογία]]ς που κυκλοφορούσε μεταξύ των εκκλησιών. Πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο «καινή» διαθήκη φέρεται να είναι ο επίσκοπος [[Ειρηναίος της Λυών]] (Λουγδούνου) στις αρχές του [[3ος αιώνας|3ου αιώνα]], αν και δεν αντιμετωπίζει όλα τα «κανονικά» συγγράμματα της Καινής Διαθήκης με τον ίδιο τρόπο. Παρ' όλα αυτά, τα όρια του κανόνα είχαν ουσιαστικά παγιωθεί ως το έτος [[200]]<ref>«The boundaries of the New Testament canon had been fixed in preliminary way around the year 200». (''A Short History of Christian Doctrine'', Bernhard Lohse, 1985, Fortress Press, σελ. 28)</ref>. Βέβαια, η κανονικότητα κάποιων από τις Καθολικές Επιστολές και το βιβλίο της [[Αποκάλυψη του Ιωάννη|Αποκάλυψης]] παρέμεινε ζήτημα αντιλογίας για κάποιο διάστημα. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του [[4ος αιώνας|4ου αιώνα]], ο κανόνας της Καινής Διαθήκης καθορίστηκε τελειωτικά και επακριβώς σε μια σειρά [[Σύνοδος (εκκλησιαστική)|εκκλησιαστικών συνόδων]].<ref name="trobisch-2012">{{cite encyclopedia|title=The New Testament in Light of Book Publishing in Antiquitiy|editor2-last=Newman|url=http://trobisch.com/david/wb/media/articles/2012%20NT%20BookPublishing.pdf|year=2012|pages=161–170|volume=69|series=Resources for Biblical Study|editor2-first=Judith H.|editor1-first=John S.|author-last=Trobisch|editor1-last=Kloppenberg|location=Atlanta, GA|publisher=Society of Biblical Literature|encyclopedia=Editing the Bible: Assessing the Task Past and Present|author-link=David Trobisch|author-first=David|isbn=978-1-58983-648-8}}</ref>
 
Πρώτος ο [[Μέγας Αθανάσιος|Μ. Αθανάσιος]] χρησιμοποιεί τον όρο ''κανών'' προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής ή κατ' άλλους, για να δηλώσει τα έγκυρα βιβλία της Αγίας Γραφής σε αντίθεση με τα ''«απόκρυφα»'' ή ''«ακανόνιστα»''<ref>Ο [[Μπρους Μέτζγκερ]] (Bruce M. Metzger) ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πρίνσετον, μέλος του συμβουλίου της [[Αμερικανική Βιβλική Εταιρία|Αμερικανικής Βιβλικής Εταιρίας]] (American Bible Society) και συνεκδότης του κειμένου της Καινής Διαθήκης των [[Ενωμένες Βιβλικές Εταιρίες|Ενωμένων Βιβλικών Εταιριών]] (United Bible Societies), αναφέρει:
:«Το 367 ο Αθανάσιος τον όρο «κανών» προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής προσδιόρισε ποια βιβλία είναι στην πραγματικότητα τα κανονικά βιβλία (''βιβλία κανονιζόμενα'') σε αντίθεση με τα ''απόκρυφα'' (''Εορτ. Επιστ. 39'')· αυτή είναι η παλιότερη κατάταξη σε κατάλογο των είκοσι εφτά βιβλίων της Καινής Διαθήκης. '''Η χρήση της λέξης ''κανών'' για ολόκληρη την συλλογή εμφανίζεται αργότερα,''' με πιο ξεκάθαρη περίπτωση σε ποίημα ''Iambi ad Seleucum'' (Ίαμβος Προς Σέλευκον) που γράφτηκε το γύρω 380 μ.Χ. από τον [[Αμφιλόχιος|Αμφιλόχιο]], επίσκοπο Ικονίου. Όταν τελειώνει με την απαρίθμηση των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, δηλώνει: «Αυτός είναι πιθανόν ο πιο αξιόπιστος κανόνας των θεόπνευστων γραφών» (''κανὼν [...] τῶν θεοπνεύστων γραφῶν''). Η έκφραση ''κανὼν τῆς καινῆς διαθήκης'' εμφανίζεται για πρώτη φορά στον ''Αποκριτικό'' (iv. 10) του Μακάριου του Μέγα, μια απολογία που γράφτηκε γύρω στο 400 μ.Χ.»
:«Πρέπει παράλληλα να σημειωθεί ότι νωρίτερα, τουλάχιστον ως το 350 μ.Χ., ο ο Αθανάσιος διαχώριζε τα '''θεόπνευστα''' βιβλία από τα '''κανονικά''' βιβλία. Αρκετές φορές παρέθεσε από συγκεκριμένα βιβλία που θεωρούσε θεόπνευστα αλλά τα οποία αργότερα απέκλεισε από την ''Εορταστική Επιστολή'' του 367· αυτά περιλάμβαναν το Γ' Έσδρας (Α' Έσδρας) και τον ''Ποιμένα'' του Ερμά. Βλέπε Jean Ruwet, ''Le Canon Alexandrin des Ecritures; Saint Athanase, Biblica xxxiii [1952], σελ. 1-29''».