Εταιρεία του Ιησού: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
Ο [[Ιγνάτιος Λογιόλα]], ευγενής από τη [[Χώρα των Βάσκων]] στην Ισπανία και πρώην στρατιωτικός, είναι ο εμπνευστής και ο ιδρυτής της Εταιρείας του Ιησού.
 
Ο Λογιόλα, που υπηρέτησε στην αρχή σαν στρατιωτικός τον Ισπανό βασιλιά και εγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία αργότερα, εξαιτίας σοβαρού τραυματισμού κατά τη διάρκεια μιας μάχης, αφιερώθηκε στη μελέτη των βίων των αγίων, στους διαλογισμούς σχετικά με τον Θεό, και μέσα σε ένα περιβάλλον λιτότητας και πενίας, μέσα σε συνεχείς προσευχές και γονυκλισίες, απομονωμένος σε μια σπηλιά κοντά στην ισπανική πόλη [[Μανρέσα]], ήρθε σε επικοινωνία με τον Θεό, οραματίστηκε την Παρθένο Μαρία και τον απόστολο Παύλο, και αποφάσισε να θέσει τη ζωή του στην υπηρεσία του θελήματος του Θεού. Εμπνεόμενος από τον άγιο Δομίνικο και τον [[Φραγκίσκος της Ασίζης|άγιο Φραγκίσκο]] —τους ιδρυτές των δύο κύριων μέχρι τότε θρησκευτικών ταγμάτων— αποφάσισε, όπως γράφει στα Απομνημονεύματά του, να ακολουθήσει το δρόμο τους και να πετύχει ό,τι πέτυχαν και αυτοί.<ref name="History of the jesuits.mht">History of the jesuits.mht</ref> Αποφασίζει καταρχήν να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους για να βοηθήσει να μεταστραφούν στοστον [[Καθολικό δόγμα|καθολικισμό]], οι άπιστοι εκείνων των χωρών. Το ταξίδι όμως δεν διήρκεσε πολύ, γιατί οι [[Φραγκισκανοί]] της περιοχής υποχρέωσαν όλους τους προσκυνητές να φύγουν γιατί δεν μπορούσαν να εγγυηθούν την ασφάλεια της ζωής τους.
 
Ο Λογιόλα αποφάσισε τότε να σπουδάσει για να μπορέσει να ανταποκριθεί καλύτερα στα θεολογικά ζητήματα και μετά να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του Πάπα. Έτσι πέρασε μια περίοδο περίπου 11 χρόνων σπουδάζοντας, ώσπου το 1534, στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και με την υποστήριξη και συμμετοχή έξι ακόμα συμφοιτητών του, που συμμερίστηκαν το όραμά του, ίδρυσαν, ανεπίσημα στην αρχή, την '''Εταιρεία του Ιησού''', παίρνοντας στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους σε μια εκκλησία του Παρισιού όρκους αγνότητας, πενίας και υποταγής.<ref name="History of the jesuits.mht"/>
Γραμμή 30:
Οι πρώτοι σύντροφοι πήραν μέρος στη [[Σύνοδος του Τρέντο|Σύνοδο του Τριδέντου]], η οποία είχε συγκληθεί με θέμα τις δογματικές διαφορές μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Τα μέλη της Εταιρείας με τις θεολογικές γνώσεις τους και τις ισχυρές γνωριμίες τους προσέφεραν καλές υπηρεσίες στον Πάπα και προσηλύτισαν αρκετούς Προτεστάντες στα δόγματά τους. Παράλληλα, ο Φραγκίσκος Ξαβιέ ξεκίνησε για το ταξίδι του σε όλο τον κόσμο, ιδρύοντας τις πρώτες ιεραποστολές στη Γκόα της Ινδίας και φτάνοντας τόσο μακριά όσο η Ιαπωνία, ενώ οι υπόλοιποι ταξίδευαν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης διδάσκοντας και προσηλυτίζοντας, ιδρύοντας σχολεία και ιδρύματα για τους φτωχούς. Ταυτόχρονα ο Λογιόλα, εγκατεστημένος μόνιμα πλέον στη Ρώμη, ίδρυε τα πρώτα εκπαιδευτικά ιδρύματα και οίκους απόρων, αλλά επίσης επεξεργαζόταν τον καταστατικό χάρτη του τάγματος. Όταν πέθανε ο Λογιόλα, το [[1556]], το τάγμα αριθμούσε κιόλας 1000 μέλη και είχε ιδρύσει 74 κολέγια στην [[Ιταλία]], τη [[Σικελία]], την [[Πορτογαλία]], την [[Ισπανία]], τη [[Γερμανία]], τη [[Γαλλία]], την [[Ινδία]], τη [[Βραζιλία]] και την [[Αιθιοπία]], ενώ ιεραπόστολοι βρίσκονταν στο [[Κογκό]] και την [[Κίνα]].<ref>''Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια'', 1968, τόμ. 11, σ. 472.</ref> Τα σχολεία τους, συγκροτημένα με βάση ένα ολοκληρωμένο σχέδιο σπουδών με τίτλο Ratio Studiorum, δίδασκαν λατινικά, ελληνικά, κλασική λογοτεχνία και ποίηση, φιλοσοφία, γλώσσες, επιστήμες και τέχνες. Πολλοί δικηγόροι και δημόσιοι αξιωματούχοι εκπαιδεύονταν στα ιησουιτικά σχολεία, αφού τα μαθήματα, κυρίως εκείνο της ρητορικής, χρησίμευαν ιδιαίτερα στο έργο τους. Κατά τη διάρκεια της αρχηγίας του Ακουαβίβα (1581-1615) τα μέλη του τάγματος είχαν φτάσει τις 13.000 και είχαν εισχωρήσει σε όλες τις βασιλικές αυλές της Ευρώπης, ως παιδαγωγοί, σύμβουλοι και εξομολογητές.<ref>''Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα'', 1984, σ. 185.</ref>
 
Στα μέσα του 18ου αιώνα οι διώξεις των Ιησουιτών αυξήθηκαν. Ήδη στη Γαλλία των Βουρβόνων, οι μονάρχες έδιωξαν τους Ιησουίτες από τα βασίλειά τους, ενώ πίεζαν τους πάπες να καταργήσουν το τάγμα. Τελικά ο [[Πάπας Κλήμης ΙΔ΄|Πάπας Κλήμης ο ΙΔ΄]], με το διάταγμα της 17ης Ιουλίου του 1773 κατάργησε την Εταιρεία. Παρ' όλα αυτά η Εταιρεία δεν διαλύθηκε παντού, και κυρίως στηστην [[Πρωσία]], όπου ο [[Φρειδερίκος Β΄|Φρειδερίκος ο Β΄]] και στη [[Ρωσία]] η [[Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας|Μεγάλη Αικατερίνη]] δεν δημοσίευσαν το διάταγμα και έτσι αυτό δεν απέκτησε ισχύ. Τελικά το τάγμα συνέχισε να υπάρχει και το 1814 ο πάπας [[Πάπας Πίος Ζ΄|Πίος ο Ζ΄]] με τη βούλα ''Solicitudo Omnium Ecclesiarum'' το αποκατέστησε.
 
Στη συνέχεια οι Ιησουίτες διώχνονταν συχνά από διάφορα κράτη όπως από τη Βενετία το 1866, τη Γερμανία το 1872, τη Γαλλία το 1880, την Ισπανία το 1854 και αλλού, αλλά τελικά πάντα επανέκαμπταν. Το 1960 στην Ινδία βρίσκονταν 10 κλιμάκια ιεραποστολών με γύρω στους 2.000 Ιησουίτες,<ref>''Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια'', ό.π.</ref> ενώ ο συνολικός αριθμός τους ανερχόταν σε 35.000 μέλη, και οι δραστηριότητές τους κάλυψαν τους καινούργιους τομείς της κοινωνικής μέριμνας, της επικοινωνίας, της πολιτικής κλπ.<ref>''Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα'', ό.π.</ref>
Γραμμή 61:
 
Έτσι, ξεκινώντας με την Κωνσταντινούπολη κατά την εγκατάστασή τους, ίδρυσαν σχολεία στην [[Χίος|Χίο]] (1627), στη [[Σμύρνη]] και την [[Νάξος|Νάξο]] (1628), στη [[Σαντορίνη]] το 1642, στη [[Σύρος|Σύρο]] και την [[Άνδρος|Άνδρο]] (1657), στο [[Ναύπλιο]] (1656), στην [[Αθήνα]] (1657), στη [[Μήλος|Μήλο]] (1661) και σε άλλα μέρη.<ref>Ιωάννης Β. Κογκούλης, ''Εισαγωγή στην Παιδαγωγική'' (Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη, 2008), σ. 74-75.</ref>
Με την ίδρυση γαλλικού προξενείου στα Ιεροσόλυμα το 1621, και το διάβημα των γαλλικών αρχών για αποστολή Καθολικών ιερωμένων για τις πνευματικές ανάγκες των Γάλλων υπηκόων εκεί, στάλθηκαν Ιησουίτες στα Ιεροσόλυμα, καθώς και στη Ναζαρέτ. Το 1623 δημιούργησαν ιεραποστολικό σταθμό στη Σμύρνη και άρχισαν να παραδίδουν μαθήματα ξένων γλωσσών, κάτι που προσέλκυσε μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων. Με την άδεια του ορθόδοξου μητροπολίτη Σμύρνης Ιακώβου πήραν την άδεια να κηρύττουν μέσα σε ορθόδοξες εκκλησίες και εννέα χρόνια αργότερα ο ίδιος ιεράρχης εγκωμίασε με επιστολή του στον Γάλλο βασιλιά, τις αρετές των Ιησουιτών.<ref>Π. Γρηγορίου, ''Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων'', Αθήνα, 1958, σ. 190.</ref> Παρόλο που ο Γάλλος πρέσβυςπρέσβης στηστην Κωνσταντινούπολη προσπαθούσε να αποκτήσει μια γενική και μακράς διαρκείας άδεια από τη οθωμανική κυβέρνηση για ελεύθερη εγκατάσταση των Ιησουιτών στο έδαφός του, δεν τα κατάφερε. Αποσπούσε από τον Σουλτάνο τοπικές άδεις για εγκατάστασή τους στις επαρχίες. Έτσι το 1625 πήρε την άδεια για την εγκατάσταση τους στη Σόφια και τη Φιλιππούπολη, το 1626 στο Χαλέπι, και το 1627 στη Νάξο. Το 1588 στον βενετοκρατούμενο Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης ίδρυσαν σχολείο και μονή. Αλλά και εκεί το 1606 διέκοψαν τη λειτουργία τους, επειδή Βενετία είχε εξορίσει τους Ιησουίτες από όλα τα εδάφη της. Η εξορία των Ιησουιτών από όλα τα ενετοκρατούμενα εδάφη Ανατολής και Δύσης κράτησε μέχρι το 1657 και δυσκόλεψε πολύ το έργο τους.<ref>Χρήστος Γιανναράς, ''Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα'' (Αθήνα: Δόμος, 1992), σ. 99.</ref>
 
Επίσης ίδρυσαν σχολείο και μέσα στο Άγιο Όρος, στις Καρυές, το 1635 για να μορφώνονται οι ορθόδοξοι μοναχοί. Η σχολή ιδρύθηκε ύστερα από αίτημα του ηγούμενου της [[Μονή Βατοπεδίου|Μονής Βατοπεδίου]] Ιγνατίου προς τον πάπα το 1628. Το 1641 το σχολείο μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και αυτό όχι εξαιτίας της αντίδρασης των μοναχών αλλά εξαιτίας της τουρκικής κυβέρνησης, που έβλεπε με δυσπιστία τη διείσδυση των Δυτικών στον Άθωνα.<ref>''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους''(Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), τόμ. 10, σ. 124-126.</ref> Το πρώτο σταθερό ίδρυμα των Ιησουιτών στον ελληνικό χώρο δημιουργήθηκε το 1594 στην τουρκοκρατούμενη Χίο. Ήταν η Μονή του Αγίου Αντωνίου του Εξωμερίτη στη πόλη της Χίου. Στον επόμενο αιώνα η σχολή της μονής αναπτύχθηκε αρκετά, καθώς μάλιστα φοιτούσαν εκεί 250 φοιτητές κάθε χρόνο, αλλά τερμάτισε τη δραστηριότητά της το 1695, όταν από μια σύντομη βενετική επιδρομή οι Τούρκοι την ξανακατέλαβαν.
Γραμμή 68:
Ορθόδοξοι μητροπολίτες έδιναν την άδεια σε Ιησουίτες να κηρύττουν μέσα στις ελληνικές εκκλησίες, να κοινωνούν και να εξομολογούν τους πιστούς τους. Οι μεταστροφές κληρικών στον ρωμαιοκαθολικισμό ήταν συχνές, όπως του μητροπολίτη Λακεδαίμονος Ιωσαφάτ, του μητροπολίτη της Αίγινας Καλλίνικου με αρκετούς μοναχούς του το 1727, του ηγούμενου μονής στην Ύδρα πάλι το 1727, έξι Ελλήνων επισκόπων στις Κυκλάδες το 1662, του μητροπολίτη Ρόδου Μελέτιου (1645-1651), της μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Πάτμο το 1681, κ.ά.<ref>Γιανναράς, ό.π., σ. 100.</ref>
 
Με την απαγόρευση του Τάγματος από το 1773 έως το 1814 οι Ιησουίτες στα νησιά του Αιγαίου συνέχισαν το έργο τους. Για μεγαλύτερη ασφάλεια τους, το 1790 οι εναπομείναντες στον ελληνικό χώρο Ιησουίτες ενώθηκαν με το ρωσικό τμήμα της Εταιρείας του Ιησού, που είχε συνεχίσει τη λειτουργία του, αφού στη Ρωσία η Μεγάλη Αικατερίνη δεν είχε δημοσιεύσει το διάταγμα του πάπα για τητην κατάργηση του τάγματος, και έτσι αυτό δεν ίσχυε. Μάλιστα Έλληνες Ιησουίτες εργάστηκαν στη Λευκορωσία.
 
Με τη δραστηριοποίηση των μονών Σύρου και Τήνου το 1814 και την ίδρυση της Μονής Αθηνών το 1915 συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας το έργο τους. Το περιοδικό που εκδίδουν οι Έλληνες Ιησουίτες ονομάζεται ''Ανοιχτοί Ορίζοντες''.<ref>[http://ao.cen.gr/ Ανοιχτοί Ορίζοντες]''.</ref>