Φοίνικες (αρχαίος λαός): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 63:
 
==Ονομασία==
"Φοίνικες" είναι ένα εξώνυμο, δηλαδή ονομασία που Έλληνες, Ρωμαίοι ή άλλοι απέδωσαν σε έναν λαό ή λαούς, ενώ δεν υπάρχουν αρχαία κείμενα που να δείχνουν ότι κάποιοι αυτοαποκαλούνταν "Φοίνικες".<ref>[https://www.ajaonline.org/book-review/3893 Fabio Porzia, Book Review of "In Search of the Phoenicians", by Josephine C. Quinn. ''American Journal of Archaeology'' Vol. 123, No. 3 (July 2019)]</ref> Ο πρώτος που αυτοαποκαλείται "Φοίνικας" είναι ο [[Ηλιόδωρος ο Εμεσηνός]] από την Έμεσα (Χομς) της [[Συρία|Συρίας]] (3ος αι. μΧ).<ref>[https://asianreviewofbooks.com/content/in-search-of-the-phoenicians-by-josephine-quinn/ John Butler, σχόλια στο βιβλίο “In Search of the Phoenicians” της Josephine Quinn, 23 June 2018.]</ref>
 
Μια δοξασία των Ελλήνων ήταν πως οι Φοίνικες πήραν το όνομά τους από τον μεγαλύτερο ήρωά τους και ιδρυτή του γένους τους, τον [[Φοίνιξ (μυθολογία)|Φοίνικα]]. Δεν αποκλείεται βέβαια να υπήρξε όντως κάποια σπουδαία προσωπικότητα στην περιοχή της σημερινής [[Μέση Ανατολή|Μέσης Ανατολής]] που η δράση της να ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τους εκεί λαούς και που το όνομά της να έμοιαζε με το «Φοίνιξ», όμως η εκδοχή αυτή θεωρείται ελάχιστα πιθανή. Στη μυκηναϊκή γραφή οι Φοίνικες αναφέρονται ως «πονίκιοι»<ref>σε γραμμική Β στην Κρήτη</ref>. Αργότερα ο [[Εκαταίος ο Μιλήσιος|Εκαταίος]] τον 6ο π.Χ. αιώνα αναφέρει ότι η Φοινίκη παλιότερα καλείτο ''χνα'' (που παραπέμπει στο [[Χαναάν]]). Οι ίδιοι οι Φοίνικες αυτοαποκαλούνταν ''bani kan'an'', ''Παιδιά της Χαναάν'', όπως και οι [[Καρχηδόνα|Καρχηδόνιοι]] αργότερα<ref>ένα νόμισμα της Βύβλου που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο αναφέρει από τη μία πλευρά του τη λέξη Χαναάν, ο Αυγουστίνος Pl 34ο, 2096, αναφέρει ότι οι Καρχηδόνιοι αυτοαποκαλούνταν Χαναναίοι</ref>. Εντούτοις έγιναν γνωστοί με το όνομα ''Φοίνικες'' με το οποίο τους αποκαλούσαν οι [[Έλληνες]]. Η ονομασία αυτή, δανεισμένη κατά πάσα πιθανότητα από την [[αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα]], σχετίζεται πιθανόν εξαρχής ή σίγουρα στη συνέχεια, με τις λέξεις ''φοῖνιξ'' και ''φοινός'', που σημαίνουν ''πορφυρός'' και ''πορφύρα''. Αυτές οι λέξεις χαρακτηρίζουν το χρώμα, τη χρωστική ουσία και το ύφασμα που βαφόταν με αυτή. Οι Φοίνικες ήταν δεινοί παραγωγοί τόσο του πορφυρού χρώματος από το θαλάσσιο όστρακο της [[Πορφύρα (όστρακο)|πορφύρα]]ς όσο και των πορφυρών υφασμάτων, που ήταν πολύτιμα και περιζήτητα στη Μεσόγειο. Η λέξη «πονίκιοι» και «φοίνικες» μετά ( από την οποία προήλθε και η λατινική ''poenicus'' και μετά ''punic'', για τους πολίτες της Καρχηδόνας) προήλθε, σύμφωνα με τις επικρατέστερες θεωρίες, είτε από την αιγυπτιακή λέξη «φενχού» είτε από την «ποούν». Οι Αιγύπτιοι συγκεκριμένα θεωρούσαν τους Φοίνικες αποίκους που είχαν φτάσει στα ανατολικά παράλια της [[Μεσόγειος|Μεσογείου]] μεταναστεύοντας εκεί από τη σημερινή [[Σομαλία]] και καθώς ονόμαζαν την περιοχή στο κέρας της Αφρικής απέναντι από την Αραβία Poun ή Pount, έτσι αποκαλούσαν και τους Φοίνικες. Άλλη θεωρία όμως αποδίδει το «πονίκιοι» στην αιγυπτιακή λέξη «φενκχού», που σήμαινε «''ασιατικός''» αλλά και «''έμπορος ξυλείας''» (κάτι που είναι όντως πιθανόν να παραπέμπει στους Φοίνικες, αφού είχαν άφθονη ξυλεία σε αντίθεση με τους Αιγυπτίους που την εισήγαγαν).
 
Οι Φοίνικες πιθανώς υπήρξαν άποικοι αν όχι από τη [[Σομαλία]] (πεποίθηση των Αιγυπτίων), ίσως από την [[Ερυθρά Θάλασσα]], γεγονός που αναφέρεται από τον [[Ηρόδοτος|Ηρόδοτο]], στο «''Κλειώ''», το πρώτο από τα 9 βιβλία του. Στο σημερινό [[Μπαχρέιν]] βρέθηκε και ο [[Στράβων]], και αναφέρει ότι βρήκαν εκεί, αγάλματα θεών όμοια με τα φοινικικά και οι κάτοικοι του είπαν πως οι Φοίνικες της Μεσογείου είναι άποικοι από τα μέρη τους. Επίσης αναφέρει φοινικικές πόλεις που έχουν την ίδια ονομασία με αραβικές, την [[Τύρος|Τύρο]] και την [[Άραδος|Άραδο]].
 
==Αλφάβητο==
Γραμμή 85:
Ο καθηγητής Timothy Champion, σχολιάζοντας την αναφορά του Διόδωρου Σικελιώτη στο εμπόριο κασσίτερου, δηλώνει ότι ''«ο Διόδωρος ποτέ δεν λέει ότι οι Φοίνικες έφτασαν στην Κορνουάλη»'', αλλά ότι λέει το αντίθετο: «η παραγωγή κασσίτερου ήταν στα χέρια των ντόπιων της Κορνουάλης, και η μεταφορά του στη Μεσόγειο οργανώθηκε από τοπικούς εμπόρους, δια θαλάσσης και έπειτα από τη γη μέσω της Γαλατίας, πολύ έξω από τον φοινικικό έλεγχο».
 
Η λέξη Ταρσίς (εβραϊκά: תַּרְשִׁישׁ) εμφανίζεται στην [[Τανάκ|εβραϊκή Βίβλο]] με πολλές ασαφείς έννοιες. Μία από τις πιο επαναλαμβανόμενες είναι ότι πρόκειται για τόπο, πιθανώς πόλη ή χώρα, μακριά από το ομόσπονδο κράτος του Ισραήλ, με το οποίο το χώριζε η θάλασσα, και στον οποίο διεξαγόταν το εμπόριο του Ισραήλ με τη Φοινίκη. Ήταν ένας τόπος όπου οι Φοίνικες έλαβαν διάφορα μέταλλα, ειδικά ασήμι, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σολομώντα. Ο [[Ουίλιαμ Φ. Ολμπράιτ]] (1941) και ο [[Φρανκ Μουρ Κρος]] (1972) πρότειναν ότι η Ταρσίς θα μπορούσε να είναι ή ήταν η [[Σαρδηνία]], εξαιτίας της ανακάλυψης της πέτρας της Nora Stone, η οποίων αναφέρει τη λέξη Ταρσίς, σε φοινικική επιγραφή. Η [[Κριστίν Μ. Τόμσον]] (2003) εντόπισε συγκέντρωση θραυσμάτων αργυρών αντικειμένων που χρονολογούνται μεταξύ 1200 και 586 π.Χ. στη συλλογή Cisjordan Corpus η οποία προέρχεται από ευρήματα στη [[Μέση Ανατολή]]. Τα αντικείμενα αυτά έχουν περιεκτικότητες ισοτόπου μολύβδου που ταιριάζουν με μεταλλεύματα στη Σαρδηνία και την Ισπανία. Αυτό συμφωνεί με τη βιβλική αναφορά στην Ταρσίς η οποία παρείχε στον Σολομώντα άργυρο μέσω της Φοινίκης. Τα αρχεία της [[Ασσυρία]]ς δείχνουν ότι η Ταρσίς ήταν νησί.
 
Οι Φοίνικες δημιούργησαν εμπορικά φυλάκια σε όλη τη Μεσόγειο, τα πιο στρατηγικά σημαντικό ήταν είναι η Καρχηδόνα στη Βορειοδυτική Αφρική, νοτιοανατολικά της Σαρδηνίας, στη χερσόνησο της σημερινής [[Τυνησία]]ς. Άλλο Φοίνικες ταξίδευαν επίσης νότια, κατά μήκος των ακτών της Αφρικής. Μια εκστρατεία της Καρχηδονίας υπό την ηγεσία του Άννωνος του Εξερευνητή διερεύνησε τις ακτές του Ατλαντικού της Αφρικής μέχρι τον Κόλπο της Γουινέας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μια φοινικική αποστολή που διέταξε ο Φαραώ Νέχο Β 'της '''Αιγύπτου''' (περίπου το 600 π.Χ.) περιέπλευσε την Αφρική και επέστρεψε μέσω των Ηράκλειων Πυλών (στενό του Γιβραλτάρ), μετά από τρία χρόνια. Τη 2η χιλιετία π.Χ., οι Φοίνικες διαπραγματεύονταν με τους [[Σομαλία|Σομαλούς]], διαμέσου των σομαλικών πόλεων-κρατών Mosylon, Opone, Malao, Sarapion, Mundus και Tabae.
Γραμμή 95:
 
==Σχέσεις με την Ελλάδα==
Η Φοινίκη διατήρησε μακρόχρονη σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό, από ένα σημείο και μετά ως εμπορικός ανταγωνιστής του, ενώ κατά την παράδοση η [[Αρχαία Θήβα|Θήβα]] ιδρύθηκε από έναν Φοίνικα πρίγκηπα, τον [[Κάδμος|Κάδμο]]. Πολλοί Φοίνικες μετανάστευσαν κατά τον 9ο π.Χ. αι. στην [[Κύπρος|Κύπρο]] παράλληλα με τους [[Αχαιοί|Αχαιούς]] και ίσως και σε άλλες περιοχές πλησιέστερα στην Ελλάδα, όμως δεν υπάρχουν στοιχεία για ίδρυση άλλων αποικιών τους σε ελληνικό έδαφος. Συχνά οι Έλληνες αναφέρονταν στους Φοίνικες υποτιμητικά (ως κλέφτες και άρπαγες)<ref>ειδικά στην Οδύσσεια η περιφρόνηση είναι καταφανής, ενώ στην Ιλιάδα η στάση απέναντι στους Φοίνικες είναι ουδέτερη</ref> αλλά αυτό πιθανόν να ήταν έκφραση όχι μόνον του ανταγωνισμού στο [[Αιγαίο Πέλαγος|Αιγαίο]] επειδή είχαν εφάμιλλη ναυτοσύνη, αλλά και λόγω της φιλοπερσικής στάσης των Φοινίκων, του τρόπου ζωής τους, της νοοτροπίας τους και της βαθύτερης εθνικής ανάγκης των Ελλήνων για δημιουργία χωριστής ταυτότητας (της ελληνικής) με πλήρη διαχωρισμό από τις γειτονικές ταυτότητες. Η χαριστική βολή στον φοινικικό πολιτισμό ήρθε το [[539 π.Χ.]], όταν ο [[Κύρος Β΄ της Περσίας|Κύρος ο Μέγας]] κατέκτησε τη Φοινίκη και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μετακινήθηκε στην [[Καρχηδόνα]] και άλλες αποικίες. Στη συνέχεια η περιοχή κυβερνήθηκε από Έλληνες και μετά πέρασε στους Ρωμαίους.
 
==Πόλεις και πολιτισμός==
Γραμμή 109:
Τα θρησκευτικά σωματεία της αρχαίας Τύρου ονομάζονταν marzeh. Διάφορες κοινωνίες marzeh εξελίχτηκαν σε ελίτ αδελφότητες, επηρεάζοντας το εμπόριο και τη διακυβέρνηση της Τύρου. Μέχρι την πτώση της Καρχηδόνας, οι πρεσβείες από εκεί πραγματοποιούσαν τακτικά το ταξίδι στην Τύρο για να λατρεύουν τον Μελκάρτ, προσφέροντας υλικές προσφορές.
 
Στην [[Καρχηδόνα]], όπως και στην Τύρο, η θρησκεία ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής της πόλης. Μία επιτροπή που αποτελείτο από δέκα πρεσβυτέρους, που είχαν επιλεχθεί από τις πολιτικές αρχές, ρύθμιζε τη λατρεία και έχτιζε τους ναούς. Οι φοινικικές επιγραφές αναφέρουν cohen (ιερέα) και rab cohenim (άρχοντες ιερείς). Κάθε ναός ήταν υπό την επίβλεψη του αρχιερέα ή του ιερατείου του. Για να μπει κάποιος στον ναό του Eshmun, έπρεπε να απέχει από τη σεξουαλική επαφή για τρεις ημέρες και από την κατανάλωση φασολιών και χοιρινού κρέατος. Η θρυλική ιδρύτρια της πόλης, η Elissa (ή, κατά τους Ρωμαίους, [[Διδώ]]), ήταν η χήρα του Αχαρμπά, πρώτου ιερέα της Τύρου, στην υπηρεσία της κύριας θεότητας Μελκάρ και ήταν επίσης, συνδεδεμένη με τη θεά της γονιμότητας Αστάρτη. Όχι μόνο έφερε τελετουργικά εργαλεία για τη λατρεία της Αστάρτης, αλλά και ιερείς και ιερές πόρνες (από την Κύπρο). Ο Μελκάρτ αντικαταστάθηκε από το αναδυόμενο θεό Baal Hammon''',''' που ίσως σημαίνει «''άρχοντας των βωμών του θυμιάματος.''» Αργότερα, άλλη ανερχόμενη θεότητα ήταν η θεά Tanit, θεά της γεωργίας και της γενιάς που εκδήλωσε τη βασιλική μεγαλοσύνη στην Καρχηδόνα.
==Τέχνες==
[[Αρχείο:Ahiram Sarcophagus 1.JPG|thumb|left|Σαρκοφάγος της [[Βύβλος|Βύβλου]] -Εθνικό Μουσείο Βηρυτού]]
Γραμμή 116:
Έχουν βρεθεί, σε φοινικικές πόλεις, έργα που διαθέτουν περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά αυτά έχουν σαφώς υποστεί επεξεργασία από άλλους λαούς. Ακόμη έχουν βρεθεί ξεχωριστά έργα και θεωρείται πως επιμελούνταν μία ιδιαίτερη τέχνη: τις σαρκοφάγους. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, άκμασε η γλυπτική όπως και οι άλλες τέχνες. Στη Σιδώνα είχε βρεθεί ένας Ερμής, ο οποίος θεωρείται εξαιρετικό δείγμα λεπτής τέχνης, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται τότε στην περιοχή.
 
To γεγονός πως η φοινικική τέχνη επηρεάζεται από ξένους καλλιτεχνικούς πολιτισμούς, έχει αποτέλεσμα να μην διαθέτει μοναδικά χαρακτηριστικά που να την διακρίνουν από άλλους λαούς της εποχής. Επηρεάστηκε κυρίως από την [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]], την Ελλάδα και την [[Ασσυρία]].
 
==Ακμή==
Γραμμή 123:
Ο λαός που αποκαλούμε Φοίνικες ζούσαν στην ανατολική Μεσόγειο από την 3η χιλιετία, όμως λίγα γνωρίζουμε για το απώτερο παρελθόν του. Γύρω στο 1200 όταν στην ανατολική Μεσόγειο σημειώθηκε μεγάλη αναστάτωση από [[Λαοί της Θάλασσας|επιδρομές των Λαών της Θάλασσας]], από την κάθοδο των Φρυγών στη Μικρά Ασία, την [[Κάθοδος των Δωριέων|Κάθοδο των Δωριέων]] στην Ελλάδα και τις συνεπαγόμενες μετακινήσεις πληθυσμών, αλλά και από τη διαμάχη [[Χετταίοι|Χετταίων]] - [[Αιγύπτιοι|Αιγυπτίων]], οι Φοίνικες, που ήταν ουσιαστικά υποτελείς των Αιγυπτίων, πήραν ανάσα λόγω της αποδυνάμωσης των εξουσιαστών τους αλλά και των Χιττιτών. Επίσης τους αναπτέρωσε το εμπορικό ηθικό και ο διωγμός των Αχαιών από τους Δωριείς και γενικά ο τότε «μεσαίωνας» της Ελλάδας.
 
Η περιοχή τους ήταν μικρή και φτωχή, αλλά βρισκόταν σε εξαιρετική θέση και γι'αυτό εξάλλου ήταν πάντα δύσκολο να αποφεύγουν τους πολέμους - η χώρα τους είχε πρόσβαση στην ξυλεία των βουνών, διέθετε καλό κλίμα, είχε τον «θησαυρό» των πολύτιμων [[Κοχύλι|κοχυλιών]] για το χρώμα τους και τα υφάσματα που έβαφε αυτό, ήταν πάνω στο πέρασμα των δρόμων από το εσωτερικό της Μέσης Ανατολής, αλλά και στη θάλασσα που οδηγούσε στην Αίγυπτο, σε όλες τις πόλεις της βόρειας Αφρικής, της [[Μικρά Ασία|Μικράς Ασίας]], του [[Πόντος|Πόντου]], της [[Κύπρος|Κύπρου]], της [[Κρήτη|Κρήτης]], της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Ιταλίας και μικρότερων κέντρων στη μεσογειακή Ευρώπη. Παράλληλα όμως ο τόπος δεν προσφερόταν για να θρέψει τους κατοίκους από άποψη προϊόντων και έτσι από νωρίς οι Φοίνικες επιβίωσαν με την ίδρυση αποικιών, με το εμπόριο και με τη ναυτιλία. Υπήρξαν οι μεσίτες μεταξύ των λαών της Μέσης Ανατολής και των λαών της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης ή και του [[Καύκασος|Καυκάσου]] με τα καραβάνια τους. Τα δάση του Λιβάνου προσέφεραν την αναγκαία ξυλεία για τη ναυπήγηση πλοίων και η αλιεία των πορφυριούχων κοχυλιών έφερε τα πλοία τους στην Κιλικία, στην Κύπρο, στη Ρόδο, στην Κρήτη και σε πολλά ευρωπαϊκά λιμάνια που ακόμα ήταν αδιαμόρφωτα και δεν είχαν σημαντικούς πληθυσμούς.
 
Η δυσκολία στη μεταφορά των κοχυλιών έγινε αιτία οι Φοίνικες να διαδραματίσουν τον σημαντικότερο ρόλο τους στην ιστορία του πολιτισμού, δηλαδή με τα ταξίδια τους να μεταλαμπαδεύσουν γνώσεις του ενός τόπου στον άλλο. Ο λόγος ήταν πως τα κοχύλια δεν μπορούσαν να αντέξουν σε μακρινά ταξίδια χωρίς επεξεργασία και έτσι οι Φοίνικες όπου τα έβρισκαν, ίδρυαν μικρούς σταθμούς επεξεργασίας σε διάφορα σημεία με αγκυροβόλια και με επαρκή αριθμό οικισμών ντόπιων ώστε να διασφαλίζεται το εμπόριο. Στους σταθμούς αυτούς οι τεχνίτες της πορφύρας έκαναν τις αναγκαίες επεξεργασίες επί τόπου και έβγαζαν τον χυμό των ντόπιων κοχυλιών. Τέτοιοι σταθμοί είχαν συσταθεί στην Κύπρο, στη Ρόδο, στην Κρήτη, στα [[Κύθηρα]], στην Κρανάη της Λακωνικής, στη [[Σαλαμίνα (νησί)|Σαλαμίνα]] κ.α.<ref>Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδκάκη</ref> Από εκεί οι Φοίνικες έπαιρναν όσα προϊόντα τους έλειπαν, όπως μέταλλα ή βαφές που δεν είχαν εκείνοι, καθώς και αγροτικά είδη. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως έδειχναν για τα μεταλλεύματα. Περιέπλεαν τα νησιά και όπου έβρισκαν δυνατότητα για εξόρυξη μετάλλων, έφτιαχναν λιμάνια αλλά και δρόμους. Οι σταθμοί τους εξελίχθηκαν σε εμπορικά πρακτορεία και αυτά με τη σειρά τους σε μόνιμες εγκαταστάσεις και μικρές [[αποικία|αποικίες]]. Χάρη στους Φοίνικες οι Έλληνες δεν πήραν μόνον την έξυπνη ιδέα του αλφαβήτου (αντί των συλλαβών και των λέξεων), αλλά εισήγαγαν και φυτά που δεν διέθεταν, όπως [[φοινικιά|φοίνικες]], [[κυπαρίσσι]]α, [[συκιά|συκιές]], [[αμυγδαλιά|αμυγδαλιές]], [[ροδιά|ροδιές]] κ.α.
 
Στις πρώτες τους εμπορικές επιχειρήσεις οι Φοίνικες είχαν αντίπαλους τους [[Αχαιοί|Αχαιούς]], με τους οποίους ήρθαν σε ρήξη για την κατοχή της [[Κύπρος|Κύπρου]] -νησιού με ειδικό ενδιαφέρον για πολλούς λόγους, αλλά τότε περισσότερο για τον [[χαλκός|χαλκό]] του. Οι Φοίνικες ίδρυσαν εκεί το [[Κίτιο]], το [[Κούριο]], το [[Μάριο (Κύπρος)|Μάριο]], την [[Αμαθούντα]] (Λεμεσός), την [[Πάφος|Πάφο]] και την [[Ταμασσός|Ταμασσό]]. Οι πόλεις αυτές έμειναν φοινικικές αποικίες για περίπου 8 αιώνες.