Μαγνολιίδες: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Προσθήκη 3 βιβλίων για Επαληθευσιμότητα) #IABot (v2.0.7) (GreenC bot
Γραμμή 161:
Ένας ευρέως καλλιεργούμενος καρπός μαγνολιίδας ''(magnoliid)'', είναι το [[αβοκάντο]] ''(Persea americana)'', το οποίο πιστεύεται ότι έχει καλλιεργηθεί στο [[Μεξικό]] και την [[Κεντρική Αμερική]] επί σχεδόν 10.000 έτη.<ref name="EB">{{cite encyclopedia | title = Angiosperms | encyclopedia = The New Encyclopaedia Britannica | volume = 13 | pages = 634–645 | year = 1994 }}</ref> Τώρα καλλιεργείται σε όλες τις τροπικές περιοχές της Αμερικής, κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την περιοχή των [[Τσιάπας]] στο [[Μεξικό]] ή την [[Γουατεμάλα]], όπου μπορούν να βρεθούν ακόμη και σήμερα, "άγρια" αβοκάντο.<ref>{{cite journal | last=Kopp | first=Lucille E. | year=1966 | title=A taxonomic revision of the genus ''Persea'' in the Western Hemisphere. (''Persea''-Lauraceae) | journal=Memoirs of the New York Botanical Garden | volume=14 | issue=1 | pages=1–117 }}</ref> Ο μαλακός πολτός του καρπού τρώγεται φρέσκος ή πολτοποιημένος σε [[γουακαμόλε]]. Οι αρχαίοι λαοί της Κεντρικής Αμερικής ήσαν επίσης, οι πρώτοι οι οποίοι καλλιέργησαν διάφορα είδη οπωροφόρων της [[Αννώνη]]ς.<ref name="Cronquist"/> Αυτές περιλαμβάνουν το ''custard-apple (A. reticulata)'', ''το soursop'' ([[Αννώνη η ακανθώδης]] ''(Annona muricata))'', το ''sweetsop'' ή [[γλυκόμηλο]] ''(sugar-apple'' - [[Αννώνη η φολιδωτή]] ''(Annona squamosa))'' και την ''cherimoya (A. cherimola)''. Τώρα πλέον, τόσο το ''soursop'' όσο και το ''sweetsop'', καλλιεργούνται ευρέως για τους καρπούς τους και στον Παλαιό Κόσμο.<ref name="Heywood">{{cite book | last=Heywood | first=V. H. (ed.) | year=1993 | title=Flowering Plants of the World | edition=updated | location=New York | publisher=Oxford University Press | isbn=0-19-521037-9 | pages=[https://archive.org/details/floweringplantso0000unse/page/27 27–42] | url=https://archive.org/details/floweringplantso0000unse/page/27 }}</ref>
 
Ορισμένα μέλη από τις μαγνολιίδες ''(magnoliids)'' έχουν χρησιμεύσει ως σημαντικά προσθετικά τροφίμων. Έλαιο από το ''sassafras'', παλαιότερα χρησιμοποιείτο ως βασικό άρτυμα τόσο στη ''root beer'' όσο και στο αναψυκτικό ''sarsaparilla''.<ref>{{cite book | last=Hester |author2=Roy M. Harrison | year=2001 | title=Food safety and food quality | url=https://archive.org/details/foodsafetyfoodqu00harr | publisher=Royal Society of Chemistry | isbn=0-85404-270-9 |pages=[https://archive.org/details/foodsafetyfoodqu00harr/page/n122 118]|first=R. E. }}</ref> Το πρωταρχικό συστατικό, υπεύθυνο για τη γεύση του ελαίου είναι η σαφρόλη ''(safrole)'', αλλά δεν χρησιμοποιείται πλέον ούτε στις [[Ηνωμένες Πολιτείες]] ή τον [[Καναδάς|Καναδά]]. Το 1960 και τα δυο έθνη, απαγόρευσαν την χρήση της σαφρόλης ''(safrole)'' ως προσθετικού τροφίμων, ύστερα από το αποτέλεσμα των μελετών, που αποδείκνυαν ότι η σαφρόλη προήγαγε την [[Ήπαρ|ηπατική]] βλάβη και τους όγκους στα [[ποντίκι]]α.<ref name="Hayes">{{cite book | last=Hayes | first=Andrew Wallace | year=2001 | title= Principles and Methods of Toxicology | edition=4th | publisher=CRC Press | isbn=1-56032-814-2 | pages=518 }}</ref> Η κατανάλωση κάτι περισσότερο από μια μικρή ποσότητα του ελαίου, προκαλεί ναυτία, εμετό, παραισθήσεις και ρηχή γρήγορη αναπνοή. Είναι πολύ τοξική, και μπορεί να βλάψει σοβαρά τους νεφρούς.<ref>{{cite web | title=Sassafras oil overdose | work=New York Times | url=http://health.nytimes.com/health/guides/poison/sassafras-oil-overdose/overview.html | accessdate=2008-07-12 | archiveurl=https://web.archive.org/web/20080624004809/http://health.nytimes.com/health/guides/poison/sassafras-oil-overdose/overview.html | archivedate=2008-06-24 | url-status=dead }}</ref> Εκτός από την προηγούμενη χρήση της, ως προσθετικό τροφίμων, η [[σαφρόλη]] ''(safrole)'' είτε από την ''Sassafras'', είτε από την ''Ocotea cymbarum'', είναι επίσης ο πρωταρχικός προάγγελος για τη σύνθεση της ''[[MDMA]] (methylenedioxymethamphetamine)'', κοινώς γνωστή ως το ναρκωτικό έκσταση.<ref>{{cite journal | year=2005 | title=MDMA and MDA producers using Ocotea cymbarum as a precursor | url=http://www.usdoj.gov/dea/programs/forensicsci/microgram/mg1105/mg1105.html | journal=Microgram Bulletin | volume=XXXVIII | issue=11 | date= | accessdate=2016-01-15 | archiveurl=https://web.archive.org/web/20080723082303/http://www.usdoj.gov/dea/programs/forensicsci/microgram/mg1105/mg1105.html | archivedate=2008-07-23 | url-status=dead }}</ref>
[[Αρχείο:Myris fragr Fr 080112-3294 ltn.jpg|thumb|left|Οι καρποί από το [[μοσχοκάρυδο]], είναι μια πηγή του [[παραισθησιογόνο]]υ [[μυριστικίνη]].]]
Άλλα μαγνολιίδες ''(magnoliids''), είναι επίσης γνωστές για τις ναρκωτικές, παραισθησιογόνες ή παραλυτικές τους ιδιότητες. Το [[Πολυνησία|Πολυνησιακό]] ποτό ''kava'' παρασκευάζεται από τις ρίζες του κονιορτοποιημένου ''Piper methysticum'' και έχει τόσο καταπραϋντικές όσο και ναρκωτικές ιδιότητες.<ref name="Heywood"/> Χρησιμοποιείται σε όλο τον [[Ειρηνικός Ωκεανός|Ειρηνικό]] στις κοινωνικές εκδηλώσεις ή μετά τη δουλειά, για χαλάρωση. Ομοίως, ορισμένοι γηγενείς λαοί του Αμαζονίου, λαμβάνουν παραισθησιογόνο ταμπάκο, το οποίο γίνεται από το ξηρό και κονιορτοποιημένο ρευστό, το οποίο εκκρίνεται από τον φλοιό των δέντρων ''Virola''.<ref name="Cronquist"/> Άλλη παραισθησιογόνος ένωση, η [[μυριστικίνη]] ''(myristicin)'', προέρχεται από το [[μπαχαρικό]] [[μοσχοκάρυδο]].<ref>{{cite journal | last=Shulgin | first=Alexander T. | date=1966-04-23 | title=Possible implication of myristicin as a psychotropic substance | journal=Nature | volume=210 | pages=380–384 | doi=10.1038/210380a0 | pmid=5336379 | issue=5034 }}</ref> Όπως και με την σαφρόλη ''(safrole)'', η κατάποση του μοσχοκάρυδου σε ποσότητες, μπορεί να οδηγήσει σε παραισθήσεις, ναυτία και εμετό, με τα συμπτώματα διαρκούν επί αρκετές ημέρες.<ref>{{cite journal | last=Panayotopoulos | first=D. J. |author2=D. D. Chisholm | year=1970 | title= Hallucinogenic effect of nutmeg | journal=British Medical Journal | volume=1 | issue=5698 | pages=754 | pmid=5440555 | doi=10.1136/bmj.1.5698.754-b | pmc=1699804 }}</ref> Πιο σοβαρή αντίδραση, προέρχεται από τη δηλητηρίαση με ''rodiasine'' και ''demethylrodiasine'', τα δραστικά συστατικά σε εκχύλισμα καρπών από την ''Chlorocardium venenosum''. Αυτές οι χημικές ουσίες, παραλύουν μυς και νεύρα, καταλήγοντας σε τετάνου τύπου αντιδράσεις σε ζώα. Οι λαοί του ''Cofán'', δυτικότερα του Αμαζονίου στην [[Κολομβία]] και του [[Εκουαδόρ]], χρησιμοποιούν την ένωση ως δηλητήριο, στις άκρες των βελών τους κατά το κυνήγι.<ref>{{cite journal | last=Kostermans | first=A. J. |author2=Homer V. Pinkley |author3=William L Stern | year=1969 | title=A new Amazonian arrow poison: ''Ocotea venenosa'' | journal=Botanical Museum Leaflets, Harvard University | volume=22 | issue=7 | pages=241–252 }}</ref>