Χρήστης:Kostisl/πρόχειρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: Αναιρέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτα: Αναιρέθηκε
Γραμμή 12:
Η Βενετία είχε πάντοτε παρουσία και επαφές με χριστιανούς από τα Βαλκάνια και άλλους χριστιανούς της Ανατολής που ακολουθούσαν το βυζαντινό τυπικό, καθώς ήταν εμπορικό λιμάνι σε συνεχή επαφή με την [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]]. Το 1081 οι Ενετοί δεσμεύτηκαν να βοηθήσουν τους Έλληνες εναντίον των [[Νορμανδοί|Νορμανδών]] του [[Ροβέρτος Γυισκάρδος|Ροβέρτου Γυισκάρδου]], ο οποίος ετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Σε αντάλλαγμα, ο αυτοκράτορας [[Αλέξιος Α΄ Κομνηνός]] υποσχέθηκε, και το 1082 παραχώρησε, προνόμια στους Ενετούς εμπόρους έναντι όλων των άλλων, με αποτέλεσμα ο Ροβέρτος Γυισκάρδος να ηττηθεί από τον στόλο του [[Δόγης της Βενετίας|Δόγη]] [[Ντομένικο Σέλβο]].
 
[[File:Repubblica di Venezia.png|thumb|right|300px340px|Χάρτης των εμπορικών ναυτικών οδών και των κτήσεων της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας<ref>{{cite web|url=https://4.bp.blogspot.com/-0WR_rpWR4Rs/UYo_vWe9yWI/AAAAAAAAFEA/52yGJ0UtrqA/s1600/serenissima+rep+venice+empire+animated+gif+slow.gif|title=Evoluzione storica dei domini veneziani}}</ref>]]
Το σύμφωνο μεταξύ του αυτοκράτορα και του Δόγη ήταν θεμελιώδους σημασίας για την [[Βενετική Δημοκρατία]], καθώς σηματοδότησε την αρχή της πολιτικής, στρατιωτικής και εμπορικής της κυριαρχίας στην Εγγύς Ανατολή, όπου μπορούσαν να πλέουν τα πλοία της. Μετά το 1092 ξεκίνησε μια μεταναστευτική ροή Ενετών εμπόρων προς την [[Κωνσταντινούπολη]], ενώ πολλοί Έλληνες έμποροι πήγαν στην Βενετία.
 
Γραμμή 20:
Μετά τις αρχές του 14ου αιώνα, καθώς αυξανόταν η οθωμανική απειλή, πολλοί Ορθόδοξοι Έλληνες αναγκάζονταν να καταφύγουν στη Βενετία. Αυτοί προσεύχονταν στην εκκλησία του Σαν Τζιοβάνι της Μπράγορα, όπου ο παπα-Μιχάλης, γιος του Κοσμά από την Εύβοια, λειτουργούσε με το βυζαντινό τυπικό. Τον Απρίλιο του 1412, το [[Συμβούλιο των Δέκα]] έστειλε την υπόθεσή του στον ανακριτή αιρέσεων, ο οποίος καταδίκασε τον ιερέα σε εξορία. Ένα μήνα αργότερα, το ίδιο Συμβούλιο ακύρωσε την ποινή του εκκλησιαστικού δικαστή, υποχρεώνοντας όμως τον ιερέα να σταματήσει την άσκηση των ιερυργιών υπό την θανατική ποινή. Το 1430, ο παπα-Μιχάλης, ο οποίος συνέχισε να λειτουργεί κατά το βυζαντινό τυπικό στην ενορία του Αγίου Μαρτίνου, καταδικάστηκε σε πενταετή εξορία και απελάθηκε από την Βενετία. Την ίδια χρονιά, το Συμβούλιο των Δέκα απαγόρευσε σε δύο άλλους Έλληνες κληρικούς να ιερουργήσουν στην Βενετία και αποφάσισαν να καταστρέψουν το παρεκκλήσι που είχε χτιστεί στο σπίτι του Δημητρίου Φιλομάτη, όπου οι Έλληνες συγκεντρώνονταν για να τελέσουν την ορθόδοξη λατρεία<ref name=":103">I Greci a Venezia in: Atti del Convegno internazionale di studio (Venezia, 5-7 novembre 1998), σελ. 103</ref>.
 
[[File:Union 1439.jpg|thumg|left|250px|Παπική βούλα του 1439 για την Ένωση των Εκκλησιών, σε δύο γλώσσες, με την υπογραφή του βυζαντινού αυτοκράτορα]]
Το [[1445]], αμέσως μετά τη [[Σύνοδος Φλωρεντίας|Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας]] (1439), ο [[Πάπας Ευγένιος Δ΄]] διέταξε τον επίσκοπο του Καστέλλο, Lorenzo Giustiniani, να επιτρέψει στους Έλληνες ιερείς να τελούν την Ευχαριστία χωρίς εμπόδια, κατά το βυζαντινό τυπικό, τόσο στην [[Άγιος Βλάσιος Βενετίας|εκκλησία του Αγίου Βλασίου]] (''San Biagio''), όσο και αλλού<ref name=":103" />. Μετά την [[Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)|πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]] το 1453, η φυγή Ελλήνων προς την Βενετία αυξήθηκε περαιτέρω και ο αριθμός των προσφύγων αυξανόταν όσο επεκτεινόταν η [[Οθωμανική Αυτοκρατορία]], με αποτέλεσμα οι Έλληνες να γίνουν η πιο σημαντική ξένο πληθυσμιακή ομάδα στην πρωτεύουσα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας<ref name="panellines" />. Έτσι, το 1479, ο συνολικός πληθυσμός των Ελλήνων αριθμούσε περί τους 4.000 άτομα<ref name="ellenico">Storia della comunità ortodossa in: Istituto Ellenico</ref>, ενώ ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης υπολογιζόταν στους 150.000 ψυχές<ref>I Greci a Venezia e la loro posizione religiosa nel XV secolo, Studio su documenti veneziani, σελ. 108</ref>.
 
Με την αύξηση του πληθυσμού των Ελλήνων, μεγάλωσαν και οι ανάγκες τέλεσης λατρείας με το βυζαντινό τυπικό, η οποία ως τότε τελούνταν μόνο στη μικρή εκκλησία του San Biagio, η οποία ήταν συγχρόνως και λατινική εκκλησία. Έτσι, οι Έλληνες ζήτησαν από την Γαληνοτάτη και τον Πάπα να τους δοθεί άδεια να χτίσουν μια εκκλησία, στην οποία θα λειτουργούσαν σύμφωνα με τα ανατολικά έθιμα<ref name=":103" />. Οι Έλληνες τότε δεν θεωρούνταν πλέον σχισματικοί, αλλά ενωμένοι με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, οι οποίοι απλώς ασκούσαν την λατρεία σύμφωνα με το βυζαντινό τυπικό<ref name=":104">I Greci a Venezia in: Atti del Convegno internazionale di studio (Venezia, 5-7 novembre 1998), p. 104</ref>.
 
[[File:Venezia - Chiesa di S.Biagio.JPG|thumb|leftright|250px230px|Ο ναός του Αγίου Βλασίου στη Βενετία]]
Στις 18 Ιουνίου 1456 η [[Βενετική Γερουσία]] χορήγησε τη σχετική άδεια και άρχισε η κατασκευή της εκκλησίας<ref name="ellenico"/>. Όταν όμως οι Ενετοί συνειδητοποίησαν ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων σκόπευαν να παραμείνουν Ορθόδοξοι και δεν αποδέχθηκαν την ένωση με την Καθολική Εκκλησία, σταμάτησαν την κατασκευή της εκκλησίας και περιόρισαν τις θρησκευτικές τους λειτουργίες μόνο στην εκκλησία του San Biagio, δίνοντάς τους μόνο χώρο μέσα σε αυτήν<ref name=":104"/>. Οι προσπάθειες των Ελλήνων, οι οποίοι δεν ήταν πρόθυμοι να κάνουν παραχωρήσεις ούτε στον Πάπα ούτε στον Πατριάρχη της Βενετίας, συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια, χωρίς αποτέλεσμα<ref name="ellenico"/>. Επιπλέον, με διάταγμα του Συμβουλίου των Δέκα, της 28ης Μαρτίου 1470, οι Έλληνες χαρακτηρίστηκαν «αιρετικοί βυζαντινού τυπικού» (''sectatores grece heresis'') και «σχισματικοί»<ref name=":104"/>.
 
Στις 28 Νοεμβρίου 1498 οι Έλληνες προσπάθησαν ξανά και υπέβαλαν αίτηση στο Συμβούλιο των Δέκα για την ίδρυση μιας Σχολής («''Αδελφότητα Ορθόδοξων Ελλήνων ή Ελληνικού Έθνους''») με προστάτη τον Άγιο Νικόλαο και έδρα την εκκλησία του Αγίου Βλασίου<ref>{{cita|Lorenzetti|pp. 316-317}}</ref>, η οποία θα βοηθούσε τα μέλη της κοινότητας. Το αίτημα εγκρίθηκε αυθημερόν και το καταστατικό καταρτίστηκε αμέσως και εγκρίθηκε από τις ενετικές αρχές. Επιτράπηκε επίσης να εκλέξουν δικούς τους ιερείς. Ωστόσο, το πρόβλημα του χώρου παρέμεινε άλυτο<ref name="ellenico" />.
 
===16ος αιώνας===
Στις αρχές του 16ου αιώνα οι Έλληνες αναβίωσαν το ζήτημα του χώρου για άσκηση λατρείας. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε και η επιρροή των Ελλήνων στρατιωτών (''[[Stratioti]]''), οι οποίοι, λόγω της μεγάλης συμβολής τους στους πολέμους της Βενετίας εναντίον των Οθωμανών, απολάμβαναν μεγάλου σεβασμού από τις αρχές<ref name=":104" />. Με αίτηση που υπέβαλαν οι Έλληνες στο Συμβούλιο των Δέκα στις 4 Οκτωβρίου 1511, ζήτησαν άδεια να αγοράσουν μια οικοδομήσιμη γη, προκειμένου να χτίσουν μια εκκλησία αφιερωμένη στον προστάτη τους Άγιο Γεώργιο. Το αίτημα έγινε αποδεκτό, αλλά η τελική έγκριση δόθηκε από τον Δόγη στις 30 Απριλίου 1514, αφού επιβεβαιώθηκε η αγορά της γης<ref name="ellenico" />. Οι Έλληνες έλαβαν άδεια να χτίσουν μια εκκλησία με καμπαναριό και ένα νεκροταφείο, με την υποχρέωση να καταβάλλουν ετησίως εισφορά πέντε κιλών λευκού κεριού, η οποία ωστόσο ούτε καταβλήθηκε ούτε ζητήθηκε ποτέ<ref name=":83">Venezia e le sue lagune, τόμ. 1, σελ. 83</ref>.
 
Στις 3 Ιουνίου 1514, ο [[Πάπας Λέων Ι΄]] με επιστολή του επιβεβαίωσε την συγκατάθεσή του για την κατασκευή από τους Έλληνες δικής τους εκκλησίας με καμπαναριό και την διαμόρφωση νεκροταφείου<ref name=":104" />. Αργότερα οι Έλληνες κατάφεραν να πετύχουν την έκδοση βούλας από τον [[Πάπας Κλήμης Ζ΄|Πάπα Κλήμη Ζ΄]] (1523-1534), με την οποία τους παραχωρήθηκε το προνόμιο να μην υπόκεινται στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη Βενετίας<ref name="ellenico" />.
 
Στις 3 Απριλίου 1514<ref>Marino Sanuto, I Diarii, XX, σελ. 56</ref>, οι Έλληνες όρισαν εκπροσώπους τους τον Θεόδωρο Παλαιολόγο του Μυστρά{{efn|Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος πέθανε στην Βενετία τον Σεπτέμβριο του 1532 και η κηδεία του έγινε στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Sant'Antonino<ref>Teodoro Paleologo, στο condottieridiventura.it</ref>}} (αρχηγό των ''stratioti''), Andrea de Zeta από τα [[Σέρβια]], Paolo Coressi από την Κωνσταντινούπολη και Matteo Barelli από την Κέρκυρα. Αυτοί αγόρασαν ένα οικόπεδο στις 27 Σεπτεμβρίου 1526 από τον Signor Pietro Contarini di Agostino από το Λονδίνο, πληρώνοντας 2.168 δουκάτα<ref name=":83" />.
Το [[1498]], η ελληνική κοινότητα της Βενετίας πήρε το δικαίωμα να ιδρύσει τη «Scuola de San Nicolò dei Greci» (Σχολή του Αγίου Νικολάου των Ελλήνων», μια [[αδελφότητα]] η οποία βοηθούσε τα μέλη της κοινότητας. Το [[1539]], μετά από διαρκείς διαπραγματεύσεις, η καθολική εκκλησία επέτρεψε την κατασκευή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου η οποία χρηματοδοτήθηκε από φόρο σε όλα τα πλοία που ερχόταν από Ορθόδοξες περιοχές.
 
Αφού έλαβαν την έγκριση του Συμβουλίου των Δέκα και αφού προσέφεραν αυθόρμητα 500 δουκάτα στην Γερουσία, άρχισαν να χτίζουν μια εκκλησία και μερικά κελιά για τους ιερείς, και στις 13 Μαρτίου 1527, πρώτη ημέρα της Σαρακοστής, τελέστηκε η πρώτη Θεία Λειτουργία από τον πρώτο προεστό (στη συνέχεια εκλεγμένο) Ιωάννη Αυγερινό από την [[Κεφαλονιά]]<ref name=":84">Venezia e le sue lagune, τόμ. 1, σελ. 84</ref>. Η εκκλησία, ωστόσο, δεν ήταν αυτό που βλέπουμε σήμερα. Αρχικά χτίστηκε προσωρινός ναός, για να μπορέσουν να αφήσουν τον Άγιο Βλάσιο και να μπορέσουν να συλλέξουν από φόρο σε όλα τα πλοία που ερχόταν από Ορθόδοξες περιοχές και εισφορές των συμπατριωτών ό,τι χρειαζόταν για το κτίσιμο μιας καλύτερης και μεγαλύτερης εκκλησίας. Έτσι, το 1536 κτίστηκε ένα απλό ξύλινο κτίριο σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ορθόδοξης ναοδομίας, με την αψίδα στα ανατολικά. Και την 1η Νοεμβρίου 1539, κατά τη διοίκηση του Μάρκου Σαμαριάρη από την [[Ζάκυνθος|Ζάκυνθο]], τέθηκε με επισημότητα ο θεμέλιος λίθος του νέου ναού<ref name=":84" />.
 
Κατά τη μακρά περίοδο από τις αρχές του 14ου αιώνα έως το 1577, έτος κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η σημερινή εκκλησία, προέκυπταν διαφωνίες εντός της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών, με αποτέλεσμα στις 6 Μαρτίου 1542 ο [[Πάπας Παύλος Γ΄]] να αντιδράσει θέτοντας ξανά σε ισχύ το διάταγμα του 1534, το οποίο προέβλεπε ότι οι Έλληνες ιερείς θα εγκρίνονταν από τον Λατίνο Πατριάρχη της Βενετίας. Το 1546, ο Οικουμενικός Πατριάρχης [[Διονύσιος Β΄]] (1546-1555) απέστειλε ως έξαρχο στην Βενετία και τη Ρώμη τον Μητροπολίτη Καισαρείας [[Μητροφάνης Γ΄|Μητροφάνη]], προκειμένου να επιλύσει τις αντιπαραθέσεις που προέκυψαν στην ελληνική κοινότητα της Βενετίας. Όταν η «ελληνική υπόθεση» έμοιαζε να τελειώνει, ο ίδιος ο Παύλος Γ΄ άλλαξε την απόφασή του και στις 22 Ιουνίου 1549 αναβίωσε την βούλα του Πάπα Λέοντα Ι΄ που έδινε στους Έλληνες ελευθερία λατρείας<ref>Storia dei Rapporti Roma Costantinopoli dal 1453 al 1958, σελ. 22</ref>.
 
Το 1564 ο [[Πάπας Πίος Δ΄]] ακύρωσε όλα τα προνόμια που παραχώρησαν οι προκάτοχοί του (Λέων Ι΄, Κλήμης Ζ΄ και Παύλος Γ΄) στους Έλληνες της Βενετίας. Το 1573 ιδρύθηκε η «Εκκλησία για τη μεταρρύθμιση των Ελλήνων που ζουν στην Ιταλία» και τρία χρόνια αργότερα (1576) άνοιξε το Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης<ref>I Greci a Venezia στο: Atti del Convegno internazionale di studio (Βενετία, 5-7 Νοεμβρίου 1998), σελ. 107</ref>.
 
===Μητροπολίτες Φιλαδελφείας στην Βενετία===
Η Βενετία έγινε έδρα Μητροπολίτη που έφερε τον τίτλο της Φιλαδέλφειας της Λυδίας. Καθ'όλη την ιστορία της, ειδικά την πιο πρόσφατη, η ελληνόφωνη κοινότητα που ακολουθούσε το βυζαντινό τυπικό ταλαντευόταν ανάμεσα στον πειρασμό να ακολουθήσει τις ενωτικές αποφάσεις της Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας (1431-1445) και του να ισχυροποιήσει τους δεσμούς της με την Ορθοδοξία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
 
[[File:Gavriil Seviros.jpg|thumb|right|Ο Γαβριήλ Σεβήρος]]
Μετά από μερικούς προεστούς, που είχαν ήδη περάσει από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, έφτασε στη Βενετία το 1572 ο ιερέας [[Γαβριήλ Σεβήρος]] (από την [[Μονεμβασιά]], † 1616), ο οποίος το 1577 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Φιλαδελφείας και έγινε ο πνευματικός αρχηγός των Ελλήνων Ορθοδόξων της Βενετίας, υποχρεωμένος από την Γαληνοτάτη να παραμένει στη Βενετία<ref name=":105">I Greci a Venezia στο: Atti del Convegno internazionale di studio (Βενετία, 5-7 Νοεμβρίου 1998), σελ. 105</ref>.
 
Μεταξύ των ετών 1579-1591 προέκυψε διαμάχη μεταξύ του Σεβήρου και του Οικουμενικού Πατριάρχη [[Ιερεμίας Β΄ Τρανός|Ιερεμία Β΄]]. Ο τελευταίος, για να περιορίσει την εξουσία του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, εξέδωσε το 1579 [[σιγίλιο]], με το οποίο ανακήρυξε τον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων πατριαρχικό σταυροπήγιο, εξαρτώμενο απευθείας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και μια επιστολή το 1591, με την οποία απειλούσε τον Σεβήρο με καθαίρεση, εάν δεν επιστρέψει στην έδρα του στην Μικρά Ασία εντός έξι μηνών. Στο τέλος, και τα δύο προβλήματα επιλύθηκαν χάρη στην αντίθεση της Ελληνικής Αδελφότητας (1583) σχετικά με το σταυροπήγιο και την παρέμβαση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας που υποστήριξε την παραμονή του Μητροπολίτη στην Βενετία<ref>I Greci a Venezia στο: Atti del Convegno internazionale di studio (Βενετία, 5-7 Νοεμβρίου 1998), σελ. 109</ref>. Έτσι οριστικοποιήθηκε η εγκατάσταση του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας στην πόλη της λιμνοθάλασσας. Έκτοτε οι Μητροπολίτες έφεραν τον τίτλο του εξάρχου, λεγάτοι και πατριαρχικοί βικάριοι. Στην πνευματική τους δικαιοδοσία εντάχθηκαν επίσης οι υπερπόντιες Ορθόδοξες Εκκλησίες, δηλαδή εκείνες των [[Επτάνησα|νησιών του Ιονίου]], της [[Δαλματία|Δαλματίας]] και της [[Ίστρια|Ίστριας]]<ref name=":110">I Greci a Venezia στο: Atti del Convegno internazionale di studio (Βενετία, 5-7 Νοεμβρίου 1998), σελ. 110</ref>.
 
Από τον διάδοχο του Σεβήρου και μετέπειτα, οι Μητροπολίτες εκλέγονταν από την Γενική Συνέλευση της Αδελφότητας<ref name=":110" />, διατηρούσαν τον τίτλο του «Φιλαδελφείας» και εξαρτώνταν άμεσα από την Μητρόπολη Φιλαδελφείας στη Μικρά Ασία, χωρίς να αναγνωρίζουν την εξουσία του Πάπα<ref name="ellenico" />. Για την Βενετία, η εγκαταβίωση του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας στην πρωτεύουσα δεν σήμαινε την εισαγωγή κάποιας καινοτομίας στην εκκλησιαστική κατάσταση των Ελλήνων. Σύμφωνα με την Γαληνοτάτη, ο Μητροπολίτης δεν ήταν «δεύτερος» επίσκοπος στη Βενετία, όπως ισχυριζόταν η [[Αγία Έδρα]], αλλά θρησκευτικός ηγέτης των Ελλήνων Ορθόδοξων υπηκόων της<ref>I Greci a Venezia στο: Atti del Convegno internazionale di studio (Βενετία, 5-7 Νοεμβρίου 1998), σελ. 119</ref>.
 
===18ος αιώνας===
Η Αδελφότητα των Ελλήνων Ορθόδοξων ακολούθησε την τύχη της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Με την άφιξη των στρατευμάτων του [[Ναπολέοντας|Ναπολέοντα]] και μετά την πτώση της Βενετίας (1797), η παρακμή της κοινότητας ήταν αναπόφευκτη. Κατασχέθηκαν οι τραπεζικές της καταθέσεις, όπως και τα πολύτιμα εκκλησιαστικά της σκεύη και έπιπλα. οι Έλληνες της Αδελφότητας αναζήτησαν νέες πατρίδες σε άλλα εμπορικά κέντρα της Ιταλίας (Τεργέστη, Λιβόρνο κ.λπ.) ή επέστρεψαν στην Ελλάδα, επιταχύνοντας την παρακμή της ελληνικής παροικίας της Βενετίας και το τέλος του θεσμού του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, ο οποίος θεωρούνταν πολύ σημαντικός στον ελληνικό κόσμο της εποχής<ref name="ellenico" />. Το 1798, ο τίτλος της Φιλαδελφείας επέστρεψε στην παλιά του έδρα στην Μικρά Ασία. Έκτοτε, η Ελληνική Ομογένεια της Βενετίας συνέχισε να εκλέγει τους προεστούς του ναού του Αγίου Γεωργίου<ref>I Greci a Venezia στο: Atti del Convegno internazionale di studio (Βενετία, 5-7 Νοεμβρίου 1998), σελ. 121</ref>.
 
===20ός αιώνας===
 
 
 
==Περιγραφή==
Η κατασκευή άρχισε από τον Σάντε Λομπάρντο και από το 1548 από τον Τζιαντώνιο Χιόνα. Το καμπαναριό χτίστηκε το 1592. Στο εσωτερικό βρίσκεται μνημείο αφιερωμένο στον Αρχιεπίσκοπο Φιλαδελφείας [[Γαβριήλ Σεβήρος|Γαβριήλ Σεβήρο]] (1619) από τον Μπαλντασάρε Λονγκένα. Στο θόλο της εκκλησίας υπάρχει τοιχογραφία της Κρίσεως (1589-93) από τον Ιωάννη τον Κύπριο υπό την επίβλεψη του Τιντορέτο.<ref>Αδαμοπούλου Μαίρη, άρθρο στην εφημερίδα "Τα Νέα", 9/3/2011.</ref> Το εικονοστάσιο έγινε από τους Κύπριους, Τομάσο Μπάθας, Μπενεντέτο Εμπόριος και τον Μιχαήλ Δαμασκηνό. Ο [[Εμμανουήλ Τζάνες]] φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες των Αγίων Συμεών και Αλυπίου, των ερημιτών. Στο εσωτερικό του ναού υπάρχει μαρμάρινη πλάκα με επιγραφή του 1564 στα ελληνικά που αναφέρει ότι ο ναός αφιερώθηκε στον Χριστό και τον Άγιο Γεώργιο από τους Έλληνες που μετοικούσαν στη Βενετία ("''τους αεί καταίροντας Ενετίαζε των Ελλήνων''").<ref>Χρύσα Μαλτέζου "Οι Έλληνες μέτοικοι στη Βενετία μετά την Άλωση. Ταυτότητα και εθνική συνείδηση". Θησαυρίσματα, 35 (2005), σ. 175. Επίσης στο Χρύσα Μαλτέζου, "Η Βενετία των Ελλήνων", Αθήνα, 1999, Εκδόσεις "Μίλητος", σ. 7</ref>