Όρνιθες (κωμωδία): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
ChristoferMak (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{Πηγές|27|11|2016}}
{{Πηγές|27|11|2016}}Οι '''Όρνιθες''' είναι [[κωμωδία]] του [[Αριστοφάνης|Αριστοφάνη]] που παρουσιάσθηκε το 414 π.Χ. στα [[Μεγάλα Διονύσια|Διονύσια]], χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο. Ο Αριστοφάνης έγραψε τους «Όρνιθες» απογοητευμένος από την τροπή του [[Πελοποννησιακός Πόλεμος|Πελοποννησιακού Πολέμου]]. Με το μεγάλο αυτό έργο, ο Αριστοφάνης βρίσκει την ευκαιρία να διακωμωδήσει τους συκοφάντες και τους κόλακες του δήμου, καθώς και τις θεωρίες για νέα πολιτεύματα.
[[Αρχείο:Bust of Aristophanes.jpg|μικρογραφία|Προτομή του Αριστοφάνους]]
Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή φαντασία με την πιο ανάερη ποίηση.
{{Πηγές|27|11|2016}}Οι '''Όρνιθες''' είναι [[κωμωδία]] του [[Αριστοφάνης|Αριστοφάνη]] που παρουσιάσθηκε το 414 π.Χ. στα [[Μεγάλα Διονύσια|Διονύσια]], χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο. Ο Αριστοφάνης έγραψε τους «Όρνιθες» απογοητευμένος από την τροπή του [[Πελοποννησιακός Πόλεμος|Πελοποννησιακού Πολέμου]]. Με το μεγάλο αυτό έργο, ο Αριστοφάνης βρίσκει την ευκαιρία να διακωμωδήσει τους συκοφάντες και τους κόλακες του δήμου, καθώς και τις θεωρίες για νέα πολιτεύματα.
Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή φαντασία με την πιο ανάερη ποίηση.
 
==Η υπόθεση του έργου==
Δυο Αθηναίοι φίλοι, ο πονηρός '''Πεισθέταιρος''' και ο αγαθός '''Ευελπίδης''', επιθυμούν να βρουν το πουλί [[Τσαλαπετεινός|τσαλαπετεινό]] (που άλλοτε ήταν άνθρωπος, ο βασιλιάς [[Τηρέας]]) για να το ρωτήσουν σε ποια πόλη μπορεί κανείς να ζήσει ήσυχα, πλούσια και ειρηνικά. Στην εισαγωγή του έργου, λοιπόν, εμφανίζονται οι δύο φίλοι να πετούν μέσα από το δάσος, ο ένας πάνω σε μια κουρούνα και ο άλλος σε μια καλιακούδα, δηλώνοντας ότι μεταναστεύουν επειδή βαρέθηκαν τη δικομανία των Αθηναίων.
[[Αρχείο:Rider BM B1.jpg|αριστερά|μικρογραφία|[[Κύλιξ|Κύλικας]] που απεικονίζει Ιππέα και πουλιά.]]
 
Όταν πια βρίσκουν τον τσαλαπετεινό, εκείνος τους απογοητεύει, καθώς δεν έχει να προτείνει καμία πόλη που να τους αρέσει. Τότε όμως ο Πεισθέταιρος συλλαμβάνει την ιδέα να ιδρύσουν μαζί με τον τσαλαπετεινό-Τηρέα την πόλη των πουλιών στους αιθέρες, στο μεσοδιάστημα δηλαδή μεταξύ του κόσμου των ανθρώπων και του κόσμου των θεών. Ο τσαλαπετεινός πείθεται και καλεί τα πουλιά για να τους ανακοινώσουν μαζί το σχέδιο του Πεισθέταιρου.
 
Γραμμή 10 ⟶ 12 :
 
Έτσι, τα πουλιά χωρίζονται σε ομάδες εργασίας και ξεκινάει το χτίσιμο του τείχους που θα περιβάλλει τη χώρα των πουλιών και θα εμποδίζει έτσι την τσίκνα από τις θυσίες των ανθρώπων να ανεβαίνει στους θεούς.
[[Αρχείο:Birds 1883 - Peithetairos and Euelpides.jpg|μικρογραφία|Όρνιθες 1883 - '''Πεισθέταιρος και Ευελπίδης''']]
Πριν ακόμα καλά καλά χτιστεί η πόλη και με πρώτον από όλους τον ιερέα που έρχεται για να κάνει θυσία, καταφθάνουν διάφοροι εκμεταλλευτές και καλοθελητές που προσπαθούν να αποκομίσουν οφέλη από την ίδρυση της Νεφελοκοκκυγίας. Ο Πεισθέταιρος όμως τους ξεφορτώνεται όλους και σιγά σιγά το τείχος ολοκληρώνεται.
 
Εν τω μεταξύ οι θεοί αρχίζουν να πεινούν και να ανησυχούν γιατί δεν φτάνει πια στους ουρανούς η τσίκνα των σφαχτών. Αρχικά στέλνουν την [[Ίρις (μυθολογία)|Ίριδα]] ως αγγελιαφόρο, την οποία όμως εκδιώκει βίαια ο Πεισθέταιρος. Έπειτα εμφανίζεται ο -πάντα αντιεξουσιαστής- [[Προμηθέας]] για να ενημερώσει μυστικά τον Πεισθέταιρο για τις αποφάσεις των θεών και να τον συμβουλέψει τι να κάνει για να τους πάρει την εξουσία.
Γραμμή 19 ⟶ 21 :
==Η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης το 1959==
Το [[1959]] πρωτοπαρουσιάστηκε η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης. Τότε ο συνθέτης [[Μάνος Χατζιδάκις]] συναντήθηκε καλλιτεχνικά με άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες: τον [[Κάρολος Κουν|Κάρολο Κουν]], τον σκηνοθέτη της παράστασης και καλλιτεχνικό διευθυντή του Θεάτρου Τέχνης, τον ζωγράφο [[Γιάννης Τσαρούχης|Γιάννη Τσαρούχη]], που είχε επιμεληθεί τα σκηνικά και τα κοστούμια, και τη χορογράφο [[Ραλλού Μάνου]].
[[Αρχείο:The Birds of Aristophanes Robinson Planche 1846.jpg|αριστερά|μικρογραφία|240x240εσ|'''''Όρνιθες''''' του Αριστοφάνη, Τζέιμς Ρόμπινσον Πλάντσι (1846)]]
 
[[Αρχείο:The Birds of Aristophanes 1883.jpg|μικρογραφία|240x240εσ|Μια παράσταση της κωμωδίας το 1883]]
Η παράσταση όμως κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη ήταν. Το κοινό αντέδρασε αρνητικά στην πρεμιέρα ([[29 Αυγούστου]]), με αποτέλεσμα να απαγορευθούν οι επόμενες παραστάσεις από τον [[Υπουργείο Προεδρίας_Κυβερνήσεως|Υπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως]] [[Κωνσταντίνος Τσάτσος|Κωνσταντίνο Τσάτσο]]. Ενώ το κοινό αποδοκίμασε μόνο τη σκηνή με τον ιερέα, που είχε παρουσιαστεί ως ορθόδοξος ιερέας, και όχι όλο το έργο, η παράσταση διακόπηκε άδοξα.
 
[[Αρχείο:ROTAS -1944.jpg|αριστερά|μικρογραφία|297x297εσ|Ο μεταφραστής Βασίλης Ρώτας το 1944]]
Ο [[Άγγελος Τερζάκης]], αν και αναγνώρισε τις καλές προθέσεις των συντελεστών, ήταν επικριτικός για το αποτέλεσμα<ref>{{Cite news|title = Οι «Όρνιθες», ένα φιάσκο|date = 1η Σεπτεμβρίου 1959|last = Τερζάκης|first = Άγγελος|newspaper = Το Βήμα|page = 2}}</ref>. Για τον Κάρολο Κουν ανέφερε πως ''«Στην προσπάθειά του να συγχρονίσει το έργο, ο κ. Κουν έπεσε σε μιαν ανεξήγητη σύγχυση: Μπέρδεψε την παρωδία του Κλήρου με τη διακωμώδηση της Λειτουργίας. Το δεύτερο είναι βαρύ, όταν μάλιστα γίνεται σε χώρο επίσημο, μπροστά στα μάτια της εξουσίας. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να γελειοποιεί τα ιερά των άλλων»'' και ''«Πολύ φοβάμαι πως ο κ. Κουν, χωρίς να το έχει ο ίδιος συνειδητοποιήσει, βάδιζε στην τύχη, με περισσή αφέλεια. Διαφορετικά δεν εξηγούνται οι επί σκηνής αδεξιότητες, ούτε οι χτυπητές αμηχανίες και προχειρότητες, το ανέτοιμο, το άρρυθμο ολόκληρων σκηνών, συνόλων, ή το αδικαιολόγητο, ολέθριο μάκρος της παράστασης»''. Για την μετάφραση του [[Βασίλης Ρώτας|Βασίλη Ρώτα]] έγραψε ''«Ο κ. Ρώτας στη μετάφρασή του, τη συχνά ρωμαλέα, πέφτει και πάλι στο λάθος να συγχέει τη γλώσσα του πεζοδρομίου με τον κρουστό δημοτικό λόγο. Αυτό δεν αφορά βέβαια τις βωμολοχίες, που είναι - για το αίσθημα του καιρού μας - κακό αναπόφευκτο»''. Καταληκτικά διατύπωσε το ερώτημα ''«Άκουγα προχτές τις χυδαιολογίες, έβλεπα τα - αστοχημένα άλλωστε - επιθεωρησιακά καμώματα, και αναρωτιόμουν: Πως θα εξηγήσουμε στο μέσο θεατή, δηλαδή στη συντριπτική πλειοψηφία, πως αυτά - εδώ είναι θεμιτά, ωραία, αξιοσύστατα, καλλιτεχνικώς δικαιωμένα, ενώ, όταν γίνονται αλλού, είναι βρωμερά, φτηνά, αθέμιτα; Η σύγχυση είναι κρίσιμη»''.
 
{{Ρήση|Η όλη υπόθεσις μαζί με την ανεκδιήγητον «ευθιξίαν του θρησκευτικού αισθήματος» μερίδος των θεατών, με θλίβει αφάνταστα.