Αρχιμανδρίτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Αναστροφή της έκδοσης 87.101.56.194, επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό Templar52 |
||
Γραμμή 1:
{{Βαθμοί Ορθόδοξης Χριστιανικής Ιεροσύνης}}
'''Αρχιμανδρίτης''' στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία]] είναι [[οφφίκιο]] που αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο σε άγαμο κληρικό, ή "εν χηρεία", που φέρει τον δεύτερο βαθμό της [[ιεροσύνη|ιεροσύνης]]. Ο Αρχιμανδρίτης προΐσταται της "πνευματικής μάνδρας" ή άλλως ο Ηγούμενος της Μονής που είναι επιφορτισμένος με το ιερατικό καθήκον της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας στα ανδρικά μοναστήρια.
Σημειώνεται ότι ο συγκεκριμένος θρησκευτικός τίτλος κατά τον Επιφάνιο χρησιμοποιήθηκε κατά πρώτον στη [[Μεσοποταμία]] όπου τα Μοναστήρια λέγονταν παλαιότερα "μάνδρες" απαρτιζόμενα από "''λογικά πρόβατα του Χριστού''". Στη συνέχεια ο τίτλος μεταδόθηκε στη [[Συρία]] και από εκεί κατέστει επίσημος τίτλος της [[Ανατολική Εκκλησία|Ανατολικής Εκκλησίας]]. Από του [[4ος αιώνας|4ου αιώνα]] οι αρχαιότεροι γνωστοί αρχιμανδρίτες ανευρίσκονται στη Συρία και Περσία, ενώ μόνο από του [[11ος αιώνας|11ου αιώνα]] απαντώνται αρχιμανδρίτες και σε άλλες περιοχές, όπως ο Ηγούμενος Λάτμου, στη [[Μικρά Ασία]], και ο Ηγούμενος του Βροντοχίου, στη [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]] κ.α.
Ιεραρχικά θεωρείται ο ανώτερος τίτλος πριν τον επίσκοπο ή από τον βοηθό επισκόπου αρχιερέα, αν υφίσταται. Στα [[Πατριαρχείο|Πατριαρχεία]] απαντάται επίσης "εθιμοτυπικά" και ο τίτλος "Μέγας Αρχιμανδρίτης" που αποδίδεται στον επικεφαλής των εφημερίων (ιερέων) του πατριαρχικού ναού του Αγίου Γεωργίου.
|