Κρητική λύρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Διάσωση 1 πηγών και υποβολή 0 για αρχειοθέτηση.) #IABot (v2.0.8
Γραμμή 53:
=== Πριν το 1930 ===
[[Αρχείο:Kareklas.png|μικρογραφία|Ο Αντώνης Παπαδάκης (Καρεκλάς) παίζει μια πρώιμη έκδοση της σύγχρονης λύρας κατά την δεκαετία του 1920]]
Όλες οι ''"πρώιμες"'' λύρες (Προ-[[1930]]), κατασκευάζονταν από τους ίδιους τους οργανοπαίχτες. Ήταν παρεμφερείς των λυρών της Κάσου, της Καρπάθου και τιςτων ΠολίτικεςΠολίτικων. Το μπράτσο ήταν συνέχεια του σκάφους και δεν είχε σημαντική κλίση. Δε διέθεταν ταστιέρα, με αποτέλεσμα αποτέλεσμα να δημιουργούντανδημιουργούνται λακκούβες στα σημεία που ακουμπούσε το νύχι. Το καπάκι ήταν ανάβαθο και στην ίδια ευθεία με το μπράτσο. Τα κλειδιά ήταν ξύλινα.<ref name=":0">Στεφανίδης, Δημήτριος. "[https://apothetirio.lib.uoi.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/548/lpm_000205.pdf?sequence=1 Η κατασκευή της κρητικής λύρας και η επικράτηση της λύρας τύπου Σταγάκη]." (2014).</ref>
 
Οι χορδές, οι οποίες ήταν εντέρινες, δε στηριζόταν στο χορδοστάτη, αλλά σε τρύπες στο κάτω μέρος της σκάφης, ή δένονταν με ένα σύρμα ή δυνατό σχοινί. Η απόσταση ανάμεσα στις χορδές ήταν πολύ μικρή, με αποτέλεσμα να μην χωράνε τα δάχτυλα των λυράρηδων μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, η μελωδία παιζόταν κυρίως στην πρώτη χορδή. Πολλοί κατασκευαστές τότε, άνοιγαν και μια τρύπα στο πίσω μέρος του σκάφους μια τρύπα και κάποιες πιο μικρές στο καπάκι, ελπίζοντας πως έτσι η λύρα ''"ξεφωνίζει"'' καλύτερα. Σήμερα οι οργανοποιοί δεν τρυπούν τις λύρες, πιστεύοντας πως έτσι ''"αδυνατίζει το ξύλο"''.<ref name=":1">{{Cite journal|title=Η κατασκευή της αχλαδόσχημης λύρας στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα|last=Λιαβας|first=Λάμπρος|date=1986|journal=Εθνογραφικά|issue=5}}</ref>
Γραμμή 59:
Φαίνεται πως ένας παλιός οργανοπαίχτης στη Κρήτη μπορούσε να κινηθεί σε ένα διάστημα έκτης πάνω σε ισοκράτη, τον οποίο έκανε η τρίτη χορδή, που χρησιμοποιούταν για γεμίσματα και ρυθμό. Ο καβαλάρης τότε ήταν ήταν με πολύ μικρή κλίση. Συγκεκριμένα σχέδια δεν υπήρχαν, με αποτέλεσμα ο καθένας να φτιάχνει την λύρα, ουσιαστικά, όπως την ήθελε, με βάσει τα ξύλα που κατείχε, το μεράκι του, ή κάποιον γνωστό του λυράρη. <ref name=":0" /><ref name=":1" />
 
Ο τύπος που χρησιμοποιούνταν τότε ονομαζόταν '''Λυράκι''', λόγω των μικρών του διαστάσεων, ο οποίος όμως περιοριζόταν στα χορευτικά, λόγω του ψιλού του κουρδίσματος και το οξύ του ήχο που δεν βοηθούσε τους τραγουδιστές στη σωστή ερμηνεία των κομματιών. Ωστόσο, ήταν μεγάλη η ανάγκη για την κατασκευή ενός οργάνου για την συνοδεία του τραγουδιού, ιδίως σε μεγάλα πολυήμερα γλέντια και πανηγύρια. Έτσι, δημιουργήθηκε η '''Βροντόλυρα''',<ref>{{Cite book|title=Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα|first=Φοίβος|last=Ανωγειανάκης|publisher=Εκδοτικός οίκος «Μέλισσα»|year=|location=Αθήνα|page=259}}</ref> μία μεγαλύτερη παραλλαγή του Λυρακιού με βαθύτερο ηχείο και ισχυρότερο ήχο. Αλλά και η Βροντόλυρα δεν ανταποκρινόταν στις νέες αισθητικές, ακουστικές και δεξιοτεχνικές απαιτήσεις του κοινού και των μουσικών, κάνοντας έτσι ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για νέο τύπο.<ref name=":1" /> Η βροντόλυρα παιζόταν από τον [[17ος αιώνας|17ο αιώνα]], μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του [[1930]].<ref name=":0" />
 
Το [[1920]], κι ενώ το [[βιολί]] έλαβε μεγάλη απήχηση, κυρίως από τους κατοίκους της Ανατολικής και της Δυτικής Kρήτης, δημιουργήθηκε η '''Βιολολύρα''', η οποία έμοιαζε με υβρίδιο -θα λέγαμε- της λύρας και του βιολιού. Παιζόταν μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1940. Ήταν μια προσπάθεια των ντόπιων κατασκευαστών οργάνων να προσδώσουν τον ήχο και τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού (Το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη κατά την Ενετοκρατία) στο παλαιό βυζαντινό λυράκι.<ref>{{Cite book|title=Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα|first=Φοίβος|last=Ανωγειανάκης|publisher=Εκδοτικός οίκος «Μέλισσα»|year=|location=Αθήνα|page=270}}</ref>
Γραμμή 65:
 
=== 1930 - σήμερα ===
{{Παράθεμα|Οι λύρες που φτιαχνόντουσαν τότε δεν ήτονε κάποιου συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Ήτονε συνήθως ερασιτεχνικές και έφτιαχνε ο καθένας ότι μπορούσε, όπως το καταλάβαινε και χωρίς εργαλεία. [..] οι παλιές λύρες δεν είχανε το χορδοδέτη, το χορδοστάτη, ούτε τη γραβάντα, ήτονε το καπάκι σκέτο, πίσω σκέτη, [...] και ήτονε το κεφάλι μεγάλο και βάζανε τρεις πύρους στριφτάρια (όπως του βιολιού παρόμοια) και τα βάζανε πίσω και εκεί πάνω βάζανε τις χορδές. Θυμούμαι ο μακαρίτης ο Παπαδάκης τις έκανε όπως της έκανα εγώ, το κεφάλι πιο χοντρό για να δέσει και έβαλε τα στριφτάρια όπως του βιολιού από το πλάι. Ξύλινα στριφτάρια εννοώ, εκούρδιζεν εξεκούρδιζεν και δεν την έβρισκες τη λύρα να κουρδίζει και να είναι εκεί πολύ ώρα δεν ήτο εύκολο. Και παρόλο που μπορεί να ήτονε πιο όμορφα όμως, εγώ της έβαλα τα σιδερένια αυτά του μαντολίνου τα οποία είναι σταθερά και κουρδίζει και είναι κουρδισμένη εκεί. Όλα αυτά σιγά – σιγά τα τελειοποίησα για να’ ναι κατ’κατά απρώτωνπρώτον η φωνή αλλά και η ευκολία του παιξίματος. Πρωτύτερα όταν έλειπε
η γλώσσα [..] όταν θες να κάνεις τα πρίμα, έπρεπε να πατήσει το χέρι πάνω στο καπάκι ενώ με τη προσθήκη της γλώσσας μπορείς να παίξεις πιο ψιλά όπως και του βιολιού. Παλιά οι λύρες στο χέρι – το πιάσιμο που λέμε ήτονε πιο χοντρό, δε πιάνετο εύκολα. Εγώ το πέτυχα έτσι κατά την δική μου αντίληψη και κατά των οργανοπαικτών που μου είπαν καλά είναι εδώ πέρα και μου παίζει η λύρα, έ και το άφησα εκεί.»|Μανώλης Σταγάκης
| 3 = Συνέντευξη από το 1994, [https://apothetirio.lib.uoi.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/548/lpm_000205.pdf?sequence=1].