Κρητική λύρα

έγχορδο μουσικό όργανο

Η Κρητική λύρα είναι ξύλινο χορδόφωνο (έγχορδο μουσικό όργανο). Έχει συνήθως τρεις χορδές, σε νότες Σολ-Ρε-Λα και παίζεται τρίβοντας ένα δοξάρι στις χορδές της. Κατέχει κεντρική θέση στην παραδοσιακή μουσική της Κρήτης και άλλων νησιών του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων. Ήταν γνωστή για πρώτη φορά στην Βυζαντινή Κρήτη, με κάποιες περαιτέρω τροποποιήσεις που σημειώθηκαν τον 20ο αιώνα για να δώσει στο όργανο έναν πιο ισχυρό ήχο και προβολή. Θεωρείται η πλέον δημοφιλής παραλλαγή της βυζαντινής λύρας που χρησιμοποιείται σήμερα. Τα μέρη μιας Κρητικής λύρας είναι συνήθως κατασκευασμένα από διαφορετικούς τύπους ξύλου. Οι χορδές είναι από έντερο ή μέταλλο.

Κρητική Λύρα
Κρητική λύρα
Κρητική λύρα κατασκευής Νικ. Νοδαράκη στον Άγιο Βασίλειο Ηρακλείου (Βιάννος) το 2008
Ταξινόμηση Έγχορδο με δοξάρι
Εφευρέτης Μανώλης Σταγάκης (Σύγχρονη εκδοχή)
Σχετικά Όργανα Πολίτικη λύρα, Δωδεκανησιακή λύρα, Βυζαντινή λύρα, Γκαντούλκα, Λύρα Καλαβρίας
Μουσικοί
Ανδρέας Ροδινός,[1] Θανάσης Σκορδαλός,[2] Κώστας Μουντάκης,[3] Αντώνης Παπαδάκης (Καρεκλάς),[4] Νίκος Ξυλούρης,[5] Λεωνίδας Κλάδος,[6] Ρος Ντέιλι,[7] ο Βασίλης Σκουλάς,[8] Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης)[9] Γεωργία Νταγάκη,[10] Γιάννης Κλαδάκης,[11]

Ιστορικό Επεξεργασία

Προέλευση Επεξεργασία

 
Ο Νικηφόρος Φωκάς επιστέφει στην Κωνσταντινούπολη μετά την λεηλασία του Χάνδακα, από το βυζαντινό χειρόγραφο του Σκυλίτζη. Απεικονίζονται τα παραδοσιακά μουσικά όργανα των Βυζαντινών.

Τα πρώτα έγχορδα όργανα με χορδές ήταν ως επί το πλείστον νυκτά, (για παράδειγμα, η ελληνική λύρα) παίζονταν δηλαδή με τα νύχια. Τα δίχορδα, τοξωτά όργανα, που παίζονται σε όρθια θέση και έφεραν δοξάρι από αλογοουρά, μπορεί να προέρχονται από τους νομαδικούς εφίππους πολιτισμούς της Κεντρικής Ασίας, σε μορφές που μοιάζουν πολύ με τη σύγχρονη Μογγολική Μορίν Χουρ και το Καζακστανικό Κόμπιζ. Παρόμοιοι και διάφοροι τύποι διαδόθηκαν πιθανώς κατά μήκος εμπορικών οδών Ανατολής-Δύσης από την Ασία στη Μέση Ανατολή[12][13] και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[14][15] Ο άμεσος πρόγονος όλων των ευρωπαϊκών τοξωτών οργάνων είναι το αραβικό ρεμπάμπ (ربابة), το οποίο εξελίχθηκε στη βυζαντινή λύρα τον 9ο αιώνα και αργότερα στο ευρωπαϊκό ρεμπέκ.[16][17][18]

Η κρητική λύρα προσομοιάζει έντονα τη βυζαντινή λύρα, η οποία αποτελεί πρόγονο πολλών ευρωπαϊκών τοξωτών εγχόρδων. Ο Ιμπν Κχορντάντμπεχ, Πέρσης γεωγράφος του 9ου αιώνα, στη λεξικογραφική του μελέτη των μουσικών οργάνων, αναφέρει τη λύρα ως "όμοια του αραβικού ρεμπάμπ, με πέντε χορδές και ξύλινη".[19]

 
Η λύρα του Νόβγκοροντ, ένα τυπικό παράδειγμα βυζαντινής λύρας.

Η χρήση τοξωτών εγχόρδων, παρόμοιων της κρητικής λύρας και άμεσων διαδόχων της βυζαντινής συνεχίστηκε σε πολλές περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας ακόμα και όταν αυτή αποτέλεσε παρελθόν, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας με μικρές διαφοροποιήσεις. Παραδείγματα τέτοιων οργάνων αποτελούν η Γκαντούλκα στη Βουλγαρία, η τοξωτή Λύρα Καλαβρίας στην Ιταλία και η Πολίτικη λύρα στην Κωνσταντινούπολη.

Στην Κρήτη Επεξεργασία

 
Παίκτης λύρας από ελεφάντινη κασετίνα, (1000 μ.Χ.)

Λαμβάνοντας υπ'όψη την περίοδο που πρωτοεμφανίστηκαν τοξωτά έγχορδα στην Κρήτη, υπάρχουν τρεις απόψεις:[19]

  1. Η βυζαντινή λύρα εισήχθη από την Κωνσταντινούπολη όταν το νησί επανακαταλήφθηκε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία έπειτα από αραβική κατοχή, με στρατιωτική επέμβαση του Νικηφόρου Φωκά.
  2. Η λύρα εισήχθη στο νησί από τα Δωδεκάνησα, αρχίζοντας να διαδίδεται από τη Σητεία που, ευρισκόμενη στο ανατολικό άκρο της Κρήτης, ήταν γειτονική με τα νησιά Κάσο και Κάρπαθο. Αυτό θα συνέβη μάλλον κατά το 12ο αιώνα.
  3. Η λύρα εισήχθη στο νησί από τους Άραβες κατακτητές (823-961 μ.Χ.). Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε το αραβικό ρεμπάμπ εκείνης της εποχής ήταν μορφολογικά όμοιο της βυζαντινής λύρας. Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν δείχνει να είναι πολύ πιθανή, καθώς η λύρα λέγεται απλά "λύρα" και δεν φέρει κάποιο Ισλαμογενές όνομα (ρεμπάμπ, ρεμπέκ, κεμεντζές, κλπ.)

Ενετοκρατία Επεξεργασία

Είναι προφανές πως οι Ενετοί, όταν έφτασαν στην Κρήτη το 1211, βρήκαν ήδη την λύρα στο νησί. Εκείνη την εποχή φαίνεται να εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα σφαιρικά κουδουνάκια που τοποθετούνται στο δοξάρι. Τα κουδουνάκια αυτά, στην Κρητική διάλεκτο ονομάζονται "Γερακοκούδουνα". Η ονομασία αυτή, φαίνεται να προέρχεται από τους άρχοντες κυνηγούς, οι οποίοι κυνηγούσαν με γεράκια, τα οποία έφεραν κουδουνάκια στα πόδια τους.[19]

Ωστόσο, ως λαϊκά όργανα κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας, αναφέρονται ως επί το πλείστο πνευστά και κρουστά. Περιηγητές, όπως ο Πιερ Μπελόν, δεν αναφέρουν μουσικά όργανα στους χορούς των Σφακιανών, αν και στην πραγματικότητα οι ίδιοι οι Σφακιανοί ουδέποτε επιδόθηκαν στη χρήση έγχορδων οργάνων, μέχρι και σήμερα. Παρόλα αυτά, υπάρχει αναφορά σε ποίημα από τον Στέφανο Σαχλίκη, ποιητή από τον Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο) του 14ου αιώνα:[19]

Λοιπόν όποιος ορέγεται να μάθη δια την Μοίραν,

το πως παίζει τον άτυχον ωσάν παιγνιώτης λύραν

ας έλθη να αναγνώση εδώ τοῦτο τὸ καταλόγιν,

το έκατσα κι εστιχόπλεξα και μοιάζει μοιρολόγιν

— Στ. Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος…, στ. 25-26

Προφανώς οι παραπάνω στίχοι δεν αναφέρονται, ούτε στην αρχαία αρποειδή λύρα, ούτε ούτε στην Ιταλική lira, αλλά στη λαϊκή κρητική λύρα της εποχής του ποιητή. Η λέξη "παιγνιώτης" είναι ιδιωματική και χρησιμοποιείται από τους Κρητικούς για να δηλώσει το σκοπευτή, αλλά και τον οργανοπαίχτη. Ο οργανοποιός και ερευνητής Γιώργης Βουγιουκαλάκης έχει δηλώσει πως "δεν αναφέρεται σε όργανα όπως η lira da braccio, ή η lirone, καθώς τα όργανα αυτά εμφανίζονται στη Δύση (κυρίως στην Ιταλία) στο τέλος του 15ου αιώνα η πρώτη και στο τέλος του 16ου η δεύτερη, ως εξέλιξη της βυζαντινής λύρας. " [20]

Στο έργο Κατσούρμπος, ο Γεώργιος Χορτάτζης (1580-1600) αναφέρει ένα όργανο ονόματι "Λυρόνι", το οποίο χρησιμοποιεί ο Νικολός σε καντάδα:

«Ανίσως κι εκουδούνιζε στο σπίτι μου αποκάτω

μιαν ώρα το σακούλι του με κίτρινα (σ.σ. χρυσά νομίσματα) γεμάτο,

δεις ήθελες πώς άνοιγα, με μένα με λυρόνι

μηδέ με το τραγούδι του ποσώς δε με κομπώνει…»

— Γ. Χορτάτζης, Κατζούρμπος, πράξη Α΄, στίχοι 195-198

Στο κείμενο αυτό προκαλείται σύγχυση, καθώς πιστεύεται ότι το όργανο αυτό δεν είναι λύρα αλλά κιθάρα, καθώς αναφέρεται η λέξη "κιτάρα". Ωστόσο, στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Σκαρλάτου Βυζάντιου, στο λήμμα κιθαρίζω, παρατίθεται ως παράδειγμα ο στίχος "αναλαμβάνων την λύραν εκιθάριζεν", ενώ οι όροι ''Λύρα'', ''κιθάρα'' και ''φόρμιγξ" ενίοτε χρησιμοποιούνται για το ίδιο όργανο. Επίσης, η κιθάρα και η αρχαία λύρα ποτέ δεν αναφέρονται με υποκοριστικό, ενώ στο Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας του Εμμανουήλ Κριαρά, το λιρόνι ερμηνεύεται ως το μουσικό όργανο Κρητική λύρα. Επομένως, το όργανο του Νικολό είναι μία μικρή κρητική λύρα, κοινώς, ένα λυράκι (βλ. παρακάτω).[19]

Οθωμανοκρατία Επεξεργασία

 
Λύρα του 1743 (διακρίνεται το έτος στην κεφαλή) με δοξάρι

Το 1746 εμφανίστηκε η παλαιότερη γνωστή σύνδεση της λύρας με την Κρήτη. Ο Άγγλος περιηγητής Μ. Πόρτερ αναφέρει ότι οι Έλληνες "τραγουδούν αδιάκοπα και χορεύουν. Παντού βλέπεις κρητικές λύρες…" Οι λύρες ήταν πιο δημοφιλείς ανάμεσα στους Έλληνες, καθώς οι Οθωμανοί Τούρκοι "απέφευγαν τους χορούς και δε συμπαθούσαν τη μουσική".[21] Δεν είναι, όμως, ξεκάθαρο, τι εννοούσε "Κρητικές λύρες", καθώς εκείνος παρατηρούσε την Κωνσταντινούπολη και όχι την Κρήτη.[19]

Ο παλαιότερος ονομαστικά καταγεγραμμένος λυράρης της Κρήτης ήταν ο Μανώλης Μαραγκάκης (1778-1818) ή "Θοδωρομανώλης" από το Επανωχώρι Χανίων. Ο Αθανάσιος Δεικτάκης αναφέρει γι' αυτόν ότι "έπαιζε στη λύρα του τους πολλούς καημούς και τις λίγες χαρές της Κρήτης… Στους ρυθμούς της έβρισκε δρόμους απατηλής διαφυγής, στις μαντινάδες τραγουδούσε αντάρτικα υπονοούμενα. Οι σκοποί θύμιζαν ανάσταση του σκλάβου. Τα συρτά ηρωικούς οραματισμούς"[19]

Σύμφωνα με τον περιηγητή Μιχαήλ Χουρμούζη Βυζάντιο, σε κάθε χωριό της Κρήτης υπήρχαν λυράρηδες, ενώ δεν φαίνεται να γνώριζε ούτε έναν Οθωμανό λυράρη. Η λύρα εμφανιζόταν ακόμη και στα στρατόπεδα των επαναστατών.[19]

Οι αναφορές αυτές επιβεβαιώνουν πως όταν οι Οθωμανοί εμφανίστηκαν στην Κρήτη το 1642, δεν έφεραν μαζί τους την Λύρα, αλλά την βρήκαν ήδη εκεί.[19]

Πριν το 1930 Επεξεργασία

 
Ο Αντώνης Παπαδάκης (Καρεκλάς) παίζει μια πρώιμη έκδοση της σύγχρονης λύρας κατά την δεκαετία του 1920

Όλες οι "πρώιμες" λύρες (Προ-1930), κατασκευάζονταν από τους ίδιους τους οργανοπαίχτες. Ήταν παρεμφερείς των λυρών της Κάσου, της Καρπάθου και των Πολίτικων. Το μπράτσο ήταν συνέχεια του σκάφους και δεν είχε σημαντική κλίση. Δε διέθεταν ταστιέρα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται λακκούβες στα σημεία που ακουμπούσε το νύχι. Το καπάκι ήταν ανάβαθο και στην ίδια ευθεία με το μπράτσο. Τα κλειδιά ήταν ξύλινα.[22]

Οι χορδές, οι οποίες ήταν εντέρινες, δε στηριζόταν στο χορδοστάτη, αλλά σε τρύπες στο κάτω μέρος της σκάφης, ή δένονταν με ένα σύρμα ή δυνατό σχοινί. Η απόσταση ανάμεσα στις χορδές ήταν πολύ μικρή, με αποτέλεσμα να μην χωράνε τα δάχτυλα των λυράρηδων μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, η μελωδία παιζόταν κυρίως στην πρώτη χορδή. Πολλοί κατασκευαστές τότε, άνοιγαν και μια τρύπα στο πίσω μέρος του σκάφους μια τρύπα και κάποιες πιο μικρές στο καπάκι, ελπίζοντας πως έτσι η λύρα "ξεφωνίζει" καλύτερα. Σήμερα οι οργανοποιοί δεν τρυπούν τις λύρες, πιστεύοντας πως έτσι "αδυνατίζει το ξύλο".[23]

Φαίνεται πως ένας παλιός οργανοπαίχτης στη Κρήτη μπορούσε να κινηθεί σε ένα διάστημα έκτης πάνω σε ισοκράτη, τον οποίο έκανε η τρίτη χορδή, που χρησιμοποιούταν για γεμίσματα και ρυθμό. Ο καβαλάρης τότε ήταν ήταν με πολύ μικρή κλίση. Συγκεκριμένα σχέδια δεν υπήρχαν, με αποτέλεσμα ο καθένας να φτιάχνει την λύρα, ουσιαστικά, όπως την ήθελε, με βάσει τα ξύλα που κατείχε, το μεράκι του, ή κάποιον γνωστό του λυράρη.[22][23]

Ο τύπος που χρησιμοποιούνταν τότε ονομαζόταν Λυράκι, λόγω των μικρών του διαστάσεων, ο οποίος όμως περιοριζόταν στα χορευτικά, λόγω του ψιλού του κουρδίσματος και το οξύ του ήχο που δεν βοηθούσε τους τραγουδιστές στη σωστή ερμηνεία των κομματιών. Ωστόσο, ήταν μεγάλη η ανάγκη για την κατασκευή ενός οργάνου για την συνοδεία του τραγουδιού, ιδίως σε μεγάλα πολυήμερα γλέντια και πανηγύρια. Έτσι, δημιουργήθηκε η Βροντόλυρα,[24] μία μεγαλύτερη παραλλαγή του Λυρακιού με βαθύτερο ηχείο και ισχυρότερο ήχο. Αλλά και η Βροντόλυρα δεν ανταποκρινόταν στις νέες αισθητικές, ακουστικές και δεξιοτεχνικές απαιτήσεις του κοινού και των μουσικών, κάνοντας έτσι ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για νέο τύπο.[23] Η βροντόλυρα παιζόταν από τον 17ο αιώνα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930.[22]

Το 1920, κι ενώ το βιολί έλαβε μεγάλη απήχηση, κυρίως από τους κατοίκους της Ανατολικής και της Δυτικής Κρήτης, δημιουργήθηκε η Βιολολύρα, η οποία έμοιαζε με υβρίδιο -θα λέγαμε- της λύρας και του βιολιού. Παιζόταν μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1940. Ήταν μια προσπάθεια των ντόπιων κατασκευαστών οργάνων να προσδώσουν τον ήχο και τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού (Το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη κατά την Ενετοκρατία) στο παλαιό βυζαντινό λυράκι.[25]

 
Λύρα με συμπαθητικές χορδές, εφεύρεση του Ρος Ντέιλι.

1930 - σήμερα Επεξεργασία

Οι λύρες που φτιαχνόντουσαν τότε δεν ήτονε κάποιου συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Ήτονε συνήθως ερασιτεχνικές και έφτιαχνε ο καθένας ότι μπορούσε, όπως το καταλάβαινε και χωρίς εργαλεία. [..] οι παλιές λύρες δεν είχανε το χορδοδέτη, το χορδοστάτη, ούτε τη γραβάντα, ήτονε το καπάκι σκέτο, πίσω σκέτη, [...] και ήτονε το κεφάλι μεγάλο και βάζανε τρεις πύρους στριφτάρια (όπως του βιολιού παρόμοια) και τα βάζανε πίσω και εκεί πάνω βάζανε τις χορδές. Θυμούμαι ο μακαρίτης ο Παπαδάκης τις έκανε όπως της έκανα εγώ, το κεφάλι πιο χοντρό για να δέσει και έβαλε τα στριφτάρια όπως του βιολιού από το πλάι. Ξύλινα στριφτάρια εννοώ, εκούρδιζεν εξεκούρδιζεν και δεν την έβρισκες τη λύρα να κουρδίζει και να είναι εκεί πολύ ώρα δεν ήτο εύκολο. Και παρόλο που μπορεί να ήτονε πιο όμορφα όμως, εγώ της έβαλα τα σιδερένια αυτά του μαντολίνου τα οποία είναι σταθερά και κουρδίζει και είναι κουρδισμένη εκεί. Όλα αυτά σιγά – σιγά τα τελειοποίησα για να’ ναι κατά πρώτον η φωνή αλλά και η ευκολία του παιξίματος. Πρωτύτερα όταν έλειπε η γλώσσα [..] όταν θες να κάνεις τα πρίμα, έπρεπε να πατήσει το χέρι πάνω στο καπάκι ενώ με τη προσθήκη της γλώσσας μπορείς να παίξεις πιο ψιλά όπως και του βιολιού. Παλιά οι λύρες στο χέρι – το πιάσιμο που λέμε ήτονε πιο χοντρό, δε πιάνετο εύκολα. Εγώ το πέτυχα έτσι κατά την δική μου αντίληψη και κατά των οργανοπαικτών που μου είπαν καλά είναι εδώ πέρα και μου παίζει η λύρα, έ και το άφησα εκεί.»

— Μανώλης Σταγάκης, Συνέντευξη από το 1994, [2].

Οι τύποι λύρας ήταν πολλοί, αλλά δημιουργείται ολοένα και περισσότερο η ανάγκη για τη κατασκευή μιας λύρας ανάμεσα στο τύπο του λυρακιού και της βροντόλυρας. Κατά την περίοδο 1940 έως 1945, με την αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, το ενδιαφέρον γύρω από τον ήχο της λύρας, καθώς και τεχνικές βελτιώσεις στον τρόπο παιξίματος πήρε σάρκα και οστά. Εκείνον τον καιρό, εμφανίστηκαν οι πρώτοι οργανοποιοί, στα αστικά κέντρα της Κρήτης. Έτσι, η λύρα άρχισε να εξελίσσεται, μέχρι που έφτασε στην τελική της μορφή. Ο πρώτος επαγγελματίας οργανοποιός που κατασκεύασε λύρα ήταν ο Μανώλης Σταγάκης, ο οποίος άνοιξε το πρώτο του κατάστημα στην οδό Δημακοπούλου στο Ρέθυμνο.[22]

Ο Σταγάκης σχεδίασε το σύγχρονο μοντέλο λύρας, ενδιάμεσο του λυρακιού και της βροντόλυρας, λαμβάνοντας, δε, και την βοήθεια των πελατών του, όσον αφορά τις διαστάσεις του λαιμού, τον ήχο, την εμφάνιση και την αντοχή στον χρόνο. Η λύρα του Σταγάκη θεωρήθηκε μακράν η πιο επιτυχημένη μορφή λύρας, από την στιγμή κιόλας που φτιάχτηκε. Με τον Σταγάκη συνεργάστηκαν ο Θανάσης Σκορδαλός, ο Κώστας Μουντάκης, ο Σπύρος Σηφογιωργάκης, ο Λεωνίδας Κλάδος, ο Νίκος Ξυλούρης και άλλοι πολλοί. Τον Σταγάκη μιμήθηκαν και πολλοί άλλοι οργανοποιοί, κατασκευάζοντας παρόμοιες με τις δικές του λύρες. Η λύρα του Στάγακη είχε πιο ισχυρό ήχο, τόσο από την Βροντόλυρα, όσο και από το Λυράκι, κάτι που βοήθησε στην ευκολία του λυράρη σε συναυλίες, καθώς, λόγω της αδύναμης μουσικής δυνατότητας των παλιών λυρών, σε συνδυασμό με την έλλειψη τεχνολογίας και μέσων όπως τα μικρόφωνα, ήταν πολύ δύσκολο για έναν λυράρη να παίξει. Οι παλιές λύρες ήταν πιο ψηλές σε κούρδισμα, καμιά φορά έως και δύο τόνους, ενώ-λόγω της οχλαγωγίας σε συναυλίες-ο τραγουδιστής πάντα αναγκαζόταν να φωνάζει ενώ τραγουδάει. Έχει μεγαλύτερο σκάφος για ηχείο και ακούγεται πιο δυνατά, χωρίς να απαιτείται πιο ψιλό κούρδισμα. Ο ήχος ήταν πιο μπάσος μεν, αλλά πιο γλυκός δε. Επίσης, η θέση της λύρας στο σώμα του μουσικού έγινε πιο αναπαυτική, καθώς με το "ποδαράκι" στην άκρη του σκάφους να ακουμπάει πάνω στο πόδι του μουσικού, ενώ η κλίση της κεφαλής αφενός καθιστά την χρήση της πιο εύκολη σε πολύωρες εκτελέσεις, χωρίς να στηρίζεται με τον καρπό, ενώ αφ΄ ετέρου βοήθησε και στο "όρθιο παίξιμο της λύρας", καθώς το καράουλο τοποθετείται κάτω από το πηγούνι και η λύρα στηρίζεται με τον αντίχειρα. Τα νέα μεταλλικά κλειδιά, όπως του μπουζουκιού και του μαντολίνου, είναι πιο εύχρηστα. Η "γλώσσα" καθιστά το παίξιμο λιγότερο επώδυνο για τον λυράρη, ενώ-λόγω του ότι καλύπτεται από πλαστικό-δεν φθείρεται το όργανο, συν του ότι αυξήθηκε η έκταση στις δυόμιση οκτάβες, κάτι που συνέβαλλε στις νέες δημιουργίες και ρεπερτόρια, ακόμη και εκτός Κρητικής μουσικής. Οι συρμάτινες και ανθεκτικές χορδές του εμπορίου είναι πιο ανθεκτικές στον χρόνο, ενώ παράλληλα δεν φθείρονται τόσο όσο οι εντέρινες. Τα δοξάρια του βιολιού είναι πιο ελαφριά, φτηνά και βολικά κατά το παίξιμο. Μπορεί ο Σταγάκης να μην ήταν ο πρώτος που ξεκίνησε να εκσυγχρονίζει την λύρα, αλλά ήταν αυτός που την τελειοποίησε. Η λύρα του παίζεται από τους λυράρηδες μέχρι και σήμερα.[22]

Κατασκευή και μηχανική Επεξεργασία

 
Κρητική λύρα - Μοντέλο Σταγάκη
# ονομασία Λειτουργία
1 Η Κεφαλή Κλειδοκράτορας
2 Τα στριφτάρια Κλειδιά (σήμερα μηχανικά)
3 Χέρι/Μπράτσο/Λαιμός Ράχη, σημείο ανάπαυσης του αντίχειρα
4 Η γλώσσα/γραβάτα Ταστιέρα
5 Το καπάκι Ηχείο
6 Τα μάτια Οπές ηχείου (ονομάζονται «αυτιά» στο βιολί)
7 Ο (κάτω) καβαλάρης καβαλάρης, γέφυρα
8 Ο χορδοδέτης Χορδοστάτης (σημείο εκκίνησης ή «αγκυροβόλησης» των χορδών)
9 Το καυκί κυρίως σώμα (ηχείο)
10 Η ψυχή ψυχή (εσωτερικό εξάρτημα του οργάνου)
11 Οι χορδές Χορδή

Μία Κρητική λύρα αποτελείται γενικά από ένα καπάκι (μπροστινό μέρος) από κέδρο Λιβάνου (Στην Κρητική διάλεκτο ονομάζεται "Κατράνι"), πλάτη από σφένδαμο ("Κελεμπέκι"), αγριαχλαδιά ("Αγκούτζακας"), μουριά ή καρυδιά, λαιμό, καβαλάρη, ψυχή, τρεις χορδές και διάφορα εξαρτήματα. Η λύρα έχει σώμα απιδόσχημο ή ελλειπτικό. Το βερνίκι και ειδικά το ξύλο συνεχίζουν να βελτιώνονται με την πάροδο του χρόνου.

Η πλειονότητα των επικολλήσεων στο όργανο χρησιμοποιούν ζωική κόλλα, (Συνήθως ψαρόκολλα) αλλά μπορεί περιστασιακά να τοποθετηθεί και ριτηνοειδής κόλλα ή βενζινόκολλα. Περιμετρικά της ταστιέρας και του καπακιού τοποθετείται για διακόσμηση ένα λεπτό φιλέτο ξύλου.

Ο λαιμός φέρει την ταστιέρα ("γλώσσα" ή "γραβάτα"), συνήθως κατασκευασμένη από "κατράνι" με πλαστική προστατευτική μεμβράνη (την οποία οι οργανοποιοί ονομάζουν "πάστα"), αλλά περιστασιακά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και έβενος, αν και συνήθως αποφεύγεται λόγω βάρους. Η ταστιέρα δεν είναι ευθεία, αλλά έχει μια ελαφριά κλίση προς τα μέσα στο σημείο που παίζει ο λυράρης με τα δάχτυλά του, κάτι που επιτυγχάνεται με ένα εργαλείο που ονομάζεται "ράσπα".

Ο καβαλάρης είναι ένα κομμένο κομμάτι μουριά, καρυδιά, παλίσανδρο, έβενο ή σφένδαμο που φέρει τρεις χαράξεις - εγκοπές από τις οποίες φέρονται οι τρεις χορδές για να μη μετακινούνται δεξιά - αριστερά. Η ψυχή είναι ένα ευλίγιστο σχετικά ξύλο που είναι σφηνωμένο στο εσωτερικό του οργάνου μεταξύ του κάτω καβαλάρη και της πλάτης. Η χρήση της ψυχής είναι η μεταφορά των παλμικών κινήσεων των χορδών στο κάτω μέρος του ηχείου για βελτίωση του ήχου και κατασκευάζεται από το ίδιο ξύλο με το καπάκι. Το προσκέφαλο φτιάχνεται από κέρατο, ξύλο ή σκληρό πλαστικό και τοποθετείται στην άκρη της γλώσσας. Ο χορδοδέτης αγκυρώνει τις χορδές στο κάτω μέρος της λύρας. Πρόκειται για ένα ξύλινο εξάρτημα σχήματος μακρόστενου ανεστραμμένου τριγώνου. Οι χορδές κατασκευάζονταν αρχικά από έντερο και παρήγαν πολύ ψιλό, τσιριχτό ήχο. Οι σύγχρονες χορδές είναι μεταλλικές, κάτι που τις βοήθησε στην αντοχή στον χρόνο και την φθορά. Κατασκευάζονται από την Dogal, με την επωνυμία Lyra Di Creta.[22]

Χρονισμός Επεξεργασία

Το παλαιό μοντέλο της Κρητικής λύρας (λυράκι), είναι χρονισμένο σε πέμπτες και τέταρτες (ρε-λα-ρε ή λα-ρε-λα). Ο εκτελεστής παίζει τη μελωδία στην πρώτη και την τρίτη χορδή, χρησιμοποιώντας τη δεύτερη χορδή για να συντηρεί ισοκράτη, όπως και στις Πολίτικες λύρες.

Στη σύγχρονη λύρα η χορδή ισοκράτη έχει αντικατασταθεί από τρεις διαδοχικές χορδές (σολ-ρε-λα). Η σύγχρονη λύρα, κατά το σχεδιασμό του Σταγάκη, είναι χρονισμένη σε πέμπτα και δε διαθέτει ειδικές χορδές ισοκράτη, ενώ όλες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μελωδικές χορδές.

Στην Κάσο χορδίζεται Μι-Λα-Ρε, ενώ στα Δωδεκάνησα γενικότερα φαίνεται να επικρατεί η λύρα με τέσσερις χορδές Ρε-Λα-Ρε-Σολ.[26]

Οι λύρες κουρδίζονται περιστρέφοντας τα κλειδιά, γνωστά και ως "στριφτάρια". Μερικές λύρες, έχουν και μηχανικά κουρδιστήρια στις χορδές, που αποτελούνται από μια μεταλλική βίδα που μετακινεί έναν μοχλό που είναι προσαρτημένος στο άκρο της χορδής (βλ. εικόνα λύρας με συμπαθητικές χορδές).

Δοξάρι Επεξεργασία

   
Δοξάρι βιολιού
Παραδοσιακό δοξάρι λύρας

Μία Κρητική λύρα παίζεται χρησιμοποιώντας ένα δοξάρι που αποτελείται από ένα ραβδί με μια κορδέλα από τρίχα αλόγου που κρέμεται μεταξύ των ακρών. Ένα τυπικό δοξάρι κρητικής λύρας μπορεί να είναι μεταξύ 45-60 εκατοστών. Οι τρίχες του δοξαριού προέρχονται παραδοσιακά από την ουρά ενός αρσενικού αλόγου (καθώς έτσι περιορίζονται τα καψίματα από τα ούρα). Συνήθως, χρησιμοποιείται δοξάρι βιολιού, όπου στο άκρο της λαβής, ένας ρυθμιστής-βίδα σφίγγει ή χαλαρώνει τις τρίχες. Κατασκευάζεται από τριανταφυλλιά, περναμπούκο και σφένδαμο.[22]

Παίξιμο Επεξεργασία

 
Ο Ψαραντώνης σε συναυλία παίζοντας Κρητική λύρα καθιστός
 
Ο Βασίλης Σκουλάς παίζει Κρητική λύρα όρθιος

Ή Κρητική λύρα παίζεται με τον λυράρη είτε καθισμένο (αριστερά) είτε όρθιο (δεξιά). Στηρίζεται στα πόδια του λυράρη. Το δοξάρι κρατιέται στο ένα χέρι και με το άλλο πιέζονται οι νότες. Παρόλο που στο βιολί, την βιόλα και τα λοιπά βιολοειδή έγχορδα πιέζονται οι νότες με την ψίχα των δαχτύλων για να ακουστεί η νότα, στην Κρητική, αλλά και στην Πολίτικη λύρα, οι νότες παίζονται πιέζοντας το νύχι στην ταστιέρα, δίπλα από τις χορδές.

Είδη Επεξεργασία

 
Διάφορες παραλλαγές Κρητικής λύρας στο μουσείο ελληνικών παραδοσιακών οργάνων, Αθήνα. Οι δύο λύρες πάνω δεξιά είναι το σύγχρονο μοντέλο λύρας που χρησιμοποιείται σήμερα. Οι υπόλοιπες είναι βιολόλυρες.

Η Κρητική λύρα χωρίζεται στα εξής είδη (Κατά χρόνο δημιουργίας.):

Λυράκι Επεξεργασία

Το λυράκι, ήταν ένα μικρό μοντέλο λύρας, που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για συνοδεία στους Κρητικούς χορούς. Παρόλο που είχε μικρές διαστάσεις και χωρίς μεγάλο βάθος σκάφη, είχε δυνατό, οξύ και διαπεραστικό ήχο.[27] Σε αυτόν τον τύπο εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο χορδοστάτης (χτένι ή κορδοδέτης), η γλώσσα (ταστιέρα) και ο μακρόστενος λαιμός, ευκολύνοντας τον μουσικό στη δακτυλοθεσία, αλλά και τη μετακίνηση του χεριού του σε χαμηλότερες θέσεις για τους υψηλότερους φθόγγους. Άλλα λυράκια είχαν τα ξύλινά τους κλειδιά κάθετα με την κεφαλή, ενώ άλλα δεξιά και αριστερά της κεφαλής, όπως και στα βιολιά.[22]

Το λυράκι έφερε ανάγλυφη διακόσμηση στην κεφαλή, κυρίως κεφάλια ζώων, σπάνια ανθρώπους και γεωμετρικά σχέδια, ανάλογα με τον κατασκευαστή. Αργότερα, προστέθηκε και μία φούντα από πολύχρωμες κλωστές, αλλά και χαραγμένα σχέδια, όπως ο σαλίγκαρος ή καράουλο. Το δοξάρι του λυρακιού ήταν κατασκευασμένο από τρίχες αλόγου ή γαϊδάρου, στο οποίο τοποθετούνταν τα "γερακοκούδουνα", προκειμένου να διατηρηθεί ο ρυθμός, καθώς εκείνα τα χρόνια η Κρητική μουσική στερούνταν συνοδευτικών οργάνων (Το πρώτο λαούτο εμφανίστηκε μετά το 1915.).

Βροντόλυρα Επεξεργασία

Η βροντόλυρα, έδινε πολύ βαθύ και ισχυρό ήχο, χάρη στην πιο πλατιά και βαθιά σκάφη της. Το κούρδισμά της ήταν χαμηλότερο από του λυρακιού, βοηθώντας έτσι τους τραγουδιστές σε μεγάλες και πολύωρες ερμηνείες.

Βιολόλυρα Επεξεργασία

Η Βιολόλυρα, ήταν μια "απομίμηση" του βιολιού, που δημιουργήθηκε προκειμένου η λύρα να διατηρήσει τον ήχο και τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού. Διέθετε ταστιέρα όμοια με του βιολιού και τα κλειδιά, τα οποία ήταν ξύλινα, ήταν τοποθετημένα δεξιά και αριστερά της κεφαλής, όπως στο βιολί. Επίσης, διέθετε τέσσερις χορδές και το σχέδιο του καράουλου στην κεφαλή της.[28] Στο νομό Χανίων παιζόταν όρθια, καθώς τότε οι μουσικοί πίστευαν πως έτσι μπορούσαν να αναπαραχθούν με μεγαλύτερη πιστότητα τα χανιώτικα συρτά.[22]

Σύγχρονη κοινή λύρα ("Σταγάκη") Επεξεργασία

Δημοφιλής στο νησί σήμερα. Προέκυψε από συνδυασμό του βιολιού με το λυράκι.

Τετράχορδη λύρα Επεξεργασία

Παραλλαγή με τέσσερις χορδές.

Καμπανόλυρα Επεξεργασία

Το 1984, ο Νικόλας Αλεφαντινός δημιούργησε την Καμπανόλυρα, η οποία έχει το σχήμα της καμπάνας, εξ ου και η ονομασία της, η οποία προέρχεται επίσης από την φράση "το όργανο είναι καμπάνα", η οποία δείχνει ότι η λύρα έχει καθαρή "φωνή". Ο Αλεφαντινός ανησύχησε για τα ηχητικά προβλήματα της υφιστάμενης λύρας, όπως και της καθαρότητας, της ευχρηστίας και της λειτουργικότητας. Δεν φέρει χορδοδέτη, πιστεύοντας πως έτσι είναι πιο εύκολο να αλλάξουν οι χορδές, ούτε "αυλάκια" στο κεφάλι και τα κλειδιά είναι κάθετα σε σχέση με το κεφάλι.[22]

Λύρα με συμπαθητικές χορδές Επεξεργασία

Το 1990, ο ιρλανδικής καταγωγής Ρος Ντέιλι σχεδίασε ένα νέο είδος κρητικής λύρας που ενσωματώνει στοιχεία από το λυράκι και το ινδικό Σαράγκι. Το αποτέλεσμα ήταν μια λύρα με τρεις χορδές εκτέλεσης και 18 συμπαθητικές (βοηθητικές), που συνηχούν σε ινδικής κοπής γέφυρες Jawari. Στερείται γλώσσας, αλλά και προσκέφαλου και τα κλειδιά είναι ξύλινα. Παράλληλα, το καπάκι είναι παχύτερο και το στήριγμα στο κάτω μέρος είναι μεγάλο.[22]

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Ανωγειανάκης Φοίβος, Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα, Αθήνα 1976
  • Anthony Baines: The Oxford Companion to Musical Instruments. Oxford University Press, 1990, p. 109
  • Magrini, Tullia. 1997. The Cretan Lyra and the Influence of Violin. Ethnomusicology Online 3
  • Margaret J. Kartomi: On Concepts and Classifications of Musical Instruments. Chicago Studies in Ethnomusicology, University of Chicago Press, 1990

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Οργανοποιοί Επεξεργασία

Βίντεο Επεξεργασία

  Τα λαϊκά όργανα και η κατασκευή τους: Κρητική λύρα (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Live, Rethemnos (9 Φεβρουαρίου 2021). «Ανδρέας Ροδινός: Ο Ρεθεμνιώτης λυράρης - θρύλος!». Rethemnos Live. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  2. «Θανάσης Σκορδαλός - Της λύρας μου οι φίλοι | Βιογραφίες-Συνεντεύξεις». Κρήτη & Κρητικοί (στα Αγγλικά). 5 Δεκεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  3. Live, Rethemnos (31 Ιανουαρίου 2021). «Κώστας Μουντάκης: 30 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Κρητικού!». Rethemnos Live. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  4. Live, Rethemnos (12 Μαρτίου 2012). «Ένα συγκλονιστικό άρθρο του Νίκου Αγγελή για τον Αντώνη Παπαδάκη (Καρεκλά)». Rethemnos Live. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  5. Σήμερα .gr, Σαν. «Νίκος Ξυλούρης». Σαν Σήμερα .gr. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  6. «Βιογραφία: Λεωνίδας Κλάδος | Βιογραφίες-Συνεντεύξεις». Κρήτη & Κρητικοί (στα Αγγλικά). 17 Ιανουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  7. «Δέκα ζωές σε μια: Ο Ρος Ντέιλι αφηγείται τα περιπετειώδη ταξίδια του». Andro. 12 Ιανουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  8. «Βασίλης Σκουλάς | Ανωγειανοί Καλλιτέχνες | Πολιτισμός-Ιστορία | ΔΗΜΟΣ ΑΝΩΓΕΙΩΝ». www.anogeia.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  9. «Ψαραντώνης – Psarantonis». www.psarantonis.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Φεβρουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  10. «Η Γεωργία Νταγάκη «ντύνει» με μουσικές τον λόγο του Νίκου Καζαντζάκη». Σάρωθρον. 10 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  11. Μπαλαχούτης, Κώστας. «Γιάννης Κλαδάκης: Της Ρόδου ο λυράρης». www.ogdoo.gr. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2021. 
  12. The Silk Road: Connecting Cultures, Creating Trust, Silk Road Story 2: Bowed Instruments, Smithsonian Center for Folk life and Cultural Heritage [1] Αρχειοθετήθηκε 2008-10-13 στο Wayback Machine. (αρχειοθετήθηκε στις 26/9/2008)
  13. Hoffman, Miles (1997). The NPR Classical Music Companion: Terms and Concepts from A to Z. Houghton Mifflin Harcourt. ISBN 978-0618619450. 
  14. Grillet 1901, σελ. 29
  15. Margaret J. Kartomi: On Concepts and Classifications of Musical Instruments. Chicago Studies in Ethnomusicology, University of Chicago Press, 1990
  16. «Rabab». Encyclopedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2019. 
  17. «Lira | musical instrument». Encyclopedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2019. 
  18. Panum, Hortense (1939). The stringed instruments of the Middle Ages, their evolution and development. London: William Reeves, σελ. 434. 
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 19,6 19,7 19,8 «Η ιστορία της Κρητικής Λύρας (Από κείμενο των Θοδωρή Ρηγινιώτη και Κωστή Βασιλάκη από το www.cretan-music.gr)». Rethemnos Live. 17 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2021. 
  20. Βουγιουκαλάκης, Γιώργης. Η λύρα της Κρήτης και του Αιγαίου από το Βυζάντιο έως σήμερα. 
  21. Μ. Porter, 1746
  22. 22,00 22,01 22,02 22,03 22,04 22,05 22,06 22,07 22,08 22,09 22,10 Στεφανίδης, Δημήτριος. "Η κατασκευή της κρητικής λύρας και η επικράτηση της λύρας τύπου Σταγάκη Αρχειοθετήθηκε 2021-10-26 στο Wayback Machine.." (2014).
  23. 23,0 23,1 23,2 Λιαβας, Λάμπρος (1986). «Η κατασκευή της αχλαδόσχημης λύρας στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα». Εθνογραφικά (5). 
  24. Ανωγειανάκης, Φοίβος. Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος «Μέλισσα». σελ. 259. 
  25. Ανωγειανάκης, Φοίβος. Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος «Μέλισσα». σελ. 270. 
  26. «Η τονικότητα και ο τρόπος εκτέλεσης της λύρας». www.cretanlyra.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2021. 
  27. Ανωγειανάκης, Φοίβος. Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα. Αθήνα: Εκδοτικός οίκος «Μέλισσα». σελ. 258. 
  28. Καβακόπουλος, Παντελής (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1999). ««Βιολόλυρα, η σύγχρονη λύρα της Κρήτης»,». Παράδοση και Τέχνη.