Απαρέμφατο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
μ →Ελληνική γλώσσα: διορθώθηκαν ορθογραφικά λάθη |
||
Γραμμή 7:
Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική δεν χρησιμοποιείται μόνο του, παρά μόνο μαζί με το βοηθητικό ρήμα «έχω» για τον σχηματισμό των συντελεσμένων ρηματικών χρόνων: έχει λύσει, έχει πει κλπ. Ένα ρήμα μπορεί να έχει δύο απαρέμφατα, το ένα του ενεργητικού αορίστου (έχει δέσει) και το άλλο του παθητικού (έχει δεθεί).
Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική σχηματίζεται με την κατάληξη -ειν και φυσικά μπορεί και χρησιμοποιείται μόνο του. Παράδειγμα: Το φυγείν δεν αποτελεί λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Το βοηθητικό ρήμα "έχω" που αναφέρει ο
Στην αρχαία ελληνική το απαρέμφατο χρησιμοποιούνταν πολύ ευρύτερα. Προήλθε από τις πλάγιες πτώσεις ([[δοτική]] και [[τοπική]]) των αφηρημένων ουσιαστικών και το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι σαν υποκείμενο, αντικείμενο, [[τελική πρόταση]], ονοματικό ή επιρρηματικό προσδιορισμό. Αναπτύχθηκε μετά τα ρήματα και αρχικά δεν ήταν ρηματικός τύπος, αλλά σταδιακά έγινε. Επίσης στην αρχαία γλώσσα υπήρχε ο όρος "απαρέμφατος έγκλισις" σε αντιδιαστολή προς τις παρεμφατικές εγκλίσεις, δηλαδή εκείνες που φανέρωναν πρόσωπο και αριθμό, ενώ το απαρέμφατο ήταν τρόπο τινά "ουδέτερη" έγκλιση και δεν δήλωνε άλλα στοιχεία, οπότε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πιο ελεύθερα στη γλώσσα και να πλουτίσει το λόγο.
Τελικά το απαρέμφατο άρχισε να εκλείπει από τη γλώσσα όταν αυξήθηκαν οι περιφραστικές εκφράσεις, δηλαδή κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους. Στα μεσαιωνικά χρόνια άρχισε να διαμορφώνεται παράλληλα στη δημώδη γλώσσα ένας πολύ απλός τύπος απαρεμφάτου, καθώς ο κόσμος έλεγε και έγραφε π.χ. "δεν επιτρέπεται "το φαγεί" ή "το πιεί" στην εκκλησία" εννοώντας<ref>Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παύλου Δρανδάκη</ref>με αυτό τον έναρθρο τύπο το απαρέμφατο, την άκλιτη μορφή του ρήματος. Η έκλειψη του απαρεμφάτου και η αντικατάστασή του από δευτερεύουσες προτάσεις και πιο αναλυτική σύνταξη παρατηρείται σε πολλές [[Βαλκάνια|βαλκανικές]] γλώσσες και θεωρείται στοιχείο του [[βαλκανικός γλωσσικός δεσμός|βαλκανικού γλωσσικού δεσμού]]<ref>Tomić, Olga Mišeska (2003), [http://wwwlot.let.uu.nl/GraduateProgram/LotSchools/Summerschool2003/Tomic.pdf ''The Balkan Sprachbund properties: An introduction to Topics in Balkan Syntax and Semantics''], σσ. 5 κ.εξ. και 37 κ.εξ. {{pdf}} {{en}}</ref>.
|