Το φιντανάκι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Το «'''Φιντανάκι'''» του [[Παντελής Χορν|Παντελή Χορν]] είναι [[δράμα|δραματικό]] έργο της [[Αθήνα|αθηναϊκής]] γειτονιάς του μεσοπολέμου. Το θέμα είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της εν λόγω εποχής. Οι [[οικονομία|οικονομικές]] όσο και οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν, όχι μόνο στην [[Ελλάδα]], αλλά σε όλη την [[Ευρώπη]], (για παράδειγμα ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος, η εκβιομηχάνιση), επηρέαζαν ουσιαστικά και ριζικά -εκτός των άλλων- τα [[πολιτισμός|πολιτιστικά]] δρώμενα<ref>Γραμματάς,Θ, 2002, 153.</ref>. Η Ελλάδα, επίσης, βίωσε τον εθνικό διχασμό μετά τη [[μικρασιατική καταστροφή]], όπως και την απογοήτευση για τον [[Μεγάλη Ιδέα|μεγαλοϊδεατισμό]] και τις εδαφικές της διεκδικήσεις. Παράλληλα, η αστάθεια σε όλα τα επίπεδα της ζωής, αποτέλεσε αιτία για οικονομικό μαρασμό, όπως και για μια σειρά αδιέξοδων πολιτικών επιλογών. Το αποτέλεσμα ήταν να αναδυθούν σημαντικά εσωτερικά προβλήματα, που κατέληξαν σε [[δικτατορία|δικτατορίες]] αλλά και εμφύλιο σπαραγμό<ref>Beaton 1996, 174.</ref>.
 
==Επιδράσεις==
Γραμμή 21:
==Η Τούλα, το κεντρικό πρόσωπο==
 
Είναι ιδιαίτερο το σημείο όπου ο κυρ-Αντώνης λέει στην κόρη του την Τούλα πως είναι η μοναδική του παρηγοριά. Η Τούλα, αγνή κόρη ενός φτωχού αλλά τίμιου πατέρα. Αποτελεί το πρόσωπο της αυλής που σε αντίθεση με το κουτσαβάκι τον Γιάγκο, αντιστέκεται ή εκπροσωπεί θα λέγαμε την αγνότητα, την ηθική, της πάλαι ποτέ ρομαντικής εποχής. «''Έχω φυλάξει από κάτι που έραψα… Πάρε το αφού έχεις ανάγκη..''» Σε αυτούς τους κόσμους που η Τούλα ζει στα όνειρά της, υφίσταται ακόμα η αγάπη, η αφιέρωση. Υπάρχει ο πρίγκιπας του [[παραμύθι|παραμυθιού]] και το όνειρο κάθε κοπέλας της φτωχογειτονιάς, που θέλει να το ζήσει έξω από τα βρωμόνερα της αυλής και τους μίζερους καυγάδες των άνεργωνανέργων ενοίκων της «''πρέπει, θέλει δε θέλει η μάνα μου να με πάρεις και να φύγουμε από δω μέσα''» λέει στον Γιάγκο. Είναι μια εικόνα που, αργά ή γρήγορα, θα αποδειχθεί ουτοπική. «''Στην ποδιά μου θα στο προσφέρω να το ξεφλουδίσεις γιατί σε ξέρω για ασίκη''», λέει η Κατίνα η παλιά πόρνη της αυλής στον Γιαβρούση, τον τύπο που επιβουλεύεται την Τούλα. Είναι χαρακτηριστικές καταστάσεις αστικού ρεαλισμού, που με απλό και σαφή τρόπο παρουσιάζουν την προκαθορισμένη πορεία των πρωταγωνιστών.

Μια ανάλογη εικόνα χρησιμοποιεί -αν και χρονικά θα αναφερθούμεαναφέρεται σε ελάχιστες δεκαετίες αργότερα- καθώς τα ήθη και οι προσδοκίες παραμένουν ανάλογες στις φτωχογειτονιές της Αθήνας, ο γιος του Π. Χορν, [[Δημήτρης Χορν]] στο έργο «Οδός Ονείρων». Στο ανάτυπο του έργου παρουσιάζει τη μουσική και τους στίχους του [[Μάνος Χατζιδάκις|Μάνου Χατζιδάκι]], ως εξής: «''Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί, κανείς δε ζει αληθινά αυτό που θα ήθελε να ζει, γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή και όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία. Μέσα σε αυτή τη γειτονιά γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, μαζί με εμάς και τα όνειρά μας, μαζί με εμάς και τα παιδιά μας…''»<ref>Από το μουσικό έργο του Μ. Χατζιδάκι «''Οδός Ονείρων''» 1962, στίχοι του ίδιου, πράξη 2η «το πάρτυ».</ref>.
 
Με την ίδια σκηνή περιγράφεται το μοιραίο φινάλε και στο «φιντανάκι», καθώς η Τούλα έχει πάρει το δρόμο της τελικά με τον Γιαβρούση: (ο κυρ Αντώνης πέφτει αποκαμωμένος σε μια καρέκλα, ακουμπάει το κεφάλι του στο τραπέζι και αφήνει την τελευταία του πνοή), οι γυναίκες ξαφνιάζονται. Με το φυσικό θάνατο του πατέρα και τον ηθικό θάνατο της Τούλας που οδηγείται στην εκπόρνευση, ολοκληρώνεται η τελευταία πράξη και η αυλαία κλείνει.
 
==Σύνοψη==
 
Στο συγκεκριμένο θεατρικό έργο προσεγγίζονται ζητήματα της νεοαστικής ηθογραφίας του [[Ελληνικός μεσοπόλεμος|μεσοπολέμου]] βάσει των κοινωνικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών των οποίων προέκυψαν. Είναι ένα γεγονός που συμβαίνει στις περιόδους των μεγάλων πολεμικών συρράξεων και κοινωνικών αναταραχών. Στην ελληνική πραγματικότητα μιας ταραγμένης ιστορικά εποχής, η τέχνη του [[θέατρο|θεάτρου]] έχει να παρουσιάσει σημαντικά έργα τα οποία σφράγισαν με τον τρόπο τους την συγκεκριμένη περίοδο και έμειναν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές των θεατρικών καλλιτεχνών.