Άβακας (αρχιτεκτονική)

στην αρχιτεκτονική, η πλάκα που αποτελεί το επάνω τμήμα του κιονόκρανου

Με τη λέξη άβακας (αρχ.ελλ. άβαξ, λατιν. abacus) στην αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται η ορθογώνια παραλληλεπίπεδη πλάκα που αποτελεί το ανώτερο τμήμα του κιονόκρανου. Στην κλασική αρχιτεκτονική ο άβακας αποτελεί την τελική μετάβαση από τους στύλους προς τα οριζόντια μέλη της στέγης. Ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος με τον όρο αυτόν εννοεί μόνο τον άβακα του ιωνικού και του κορινθιακού κίονα, ενώ τον άβακα του δωρικού κίονα τον αποκαλεί πλίνθο. Αλλά σε όλες τις παλαιότερες πηγές υπάρχει γενίκευση του όρου. Η κυριότερη λειτουργία του είναι να παρέχει μια μεγαλύτερη επιφάνεια στηρίξεως, καθώς είναι γενικώς πλατύτερο από τον εχίνο — ο άβακας και ο εχίνος μαζί, με τον εχίνο κάτω από τον άβακα, συναποτελούν το κιονόκρανο.

Άβακας από κιονόκρανο της Ραμπούρβα, της εποχής του Ασόκα, Ινδία, 3ος αιώνας π.Χ.

Στις αρχαιότερες, προμνημειακές κατασκευές, ο άβακας ήταν μια χοντρή τετράγωνη σανίδα, που μετέφερε αποτελεσματικά το βάρος του επιστυλίου στους αρκετά λεπτότερους κίονες.

Δομή των κιόνων σε αρχαίους αιγυπτιακούς, ελληνικούς και ρωμαϊκούς ναούς. Ο άβακας είναι πάντοτε το ανώτατο όλων των τμημάτων σε κάθε εικονιζόμενο κίονα.

Στους πολιτισμούς της Ανατολής Επεξεργασία

Δείγματα του άβακα εντοπίζονται ήδη στην αρχιτεκτονική των αρχαίων λαών της Αιγύπτου και της Ασίας. Στην Αίγυπτο υπάρχουν άβακες στους «πρωτοδωρικούς» κίονες του ναού του Ζοζέρ στη Σακκάρα, στους κίονες του ναού της Χατσεψούτ στο Ντέιρ ελ-Μπαχάρι και σε αυτούς του ναού του Αμένοφι Γ΄ στο Λούξορ. Στην περσική αρχιτεκτονική ο άβακας είναι πλάκα που τοποθετείται ανάμεσα στις δύο προτομές ζώων στο κιονόκρανο του «τύπου των Σούσων», δείγμα του οποίου εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου.

Στην αρχαία ινδική τέχνη της γλυπτικής (σιλπασάστρα), ο άβακας αποκαλείται συνήθως φαλακά[1], είναι επίπεδη πλάκα και αποτελεί μέρος του πρότυπου κίονα (στάμπχα). Βρίσκεται συνήθως μαζί με το δισκοειδές μαντί ως μια ενιαία μονάδα. Ο όρος αναφέρεται σε εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου έργα, όπως τα Μανασάρα, Καμικγκάγκαμα και Σουπραμπεντάγκαμα.


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Hardy, Adam (1995). Indian Temple Architecture: Form and Transformation. Abhinav Publications. σελίδες 56, 390. ISBN 8170173124. 

Πηγές Επεξεργασία

  • Το λήμμα «άβακας» στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, έκδ. 2006, τόμος 1, σσ. 56-57