Στην ψυχολογία, ως αηδία ορίζεται ένα ―πολύ χρήσιμο για την επιβίωση του οργανισμού― συναίσθημα έντονης δυσαρέσκειας και αποστροφής, που προκαλείται από κάτι απεχθές στις αισθήσεις (π.χ. μία μουσική παραφωνία, ένα μπαγιάτικο ή κακομαγειρεμένο φαγητό κ.λπ.). Γενικότερα, και κατά συνεκδοχή, εννοείται οτιδήποτε δημιουργεί αποστροφή και απαρέσκεια, και ―με αυτή την έννοια― συνδέεται με τη ντροπή, τη φοβία και την ιδεοληπτική―καταναγκαστική διαταραχή.[1]

Ψυχολογία Επεξεργασία

Η αηδία μπορεί να προκληθεί όχι μόνο από τις άμεσες αντιλήψεις, αλλά και από ανάλογες ψυχικές αναπαραστάσεις. Σε ειδικές παθήσεις, ο ασθενής μπορεί να μη νιώθει καθόλου την αηδία. Σε ψυχοπαθολογικές, πάλι, καταστάσεις εμφανίζεται αηδία άνευ λόγου. Μάλιστα, η σύγχρονη Τέχνη έχει πολλαπλώς αναδείξει αυτό το «αποκρουστικό» και «αηδιαστικό».

Ως προς τη λογική αιτιολόγηση (ή μη) της αηδίας, οι ανθρωπολόγοι και οι ψυχολόγοι διχάζονται. Άλλοι δέχονται ότι το συναίσθημα αυτό είναι έμφυτο μέσω της βιολογικής εξέλιξης για να προφυλάσσεται ο οργανισμός και άλλοι ότι έχει προκύψει από πολιτισμικά στερεότυπα. Το συναίσθημα της αηδίας συνοδεύεται σωματικώς από μείωση των καρδιακών παλμών, έκκριση σάλιου και από σύμπτυξη των μυών του φάρυγγα και γενικώς του συστήματος κατάποσης.

Ηθική Επεξεργασία

Πέρα, όμως, από την ψυχολογική αηδία συναντούμε και την ηθική (αποτροπιασμό, απέχθεια κ.λπ.), που, κατά κάποιο τρόπο, σχετίζεται με την πρώτη. Με άλλα λόγια, η σπλαγχνική αποστροφή, που στην ουσία είναι ένα συναίσθημα της απομάκρυνσης από τον μολυσματικό παράγοντα, έχει επιπτώσεις, μερικές φορές, στις ηθικές μας κρίσεις (βλ. Ηθική Ψυχολογία). Όλοι οι πολιτισμοί και οι εθνικές γλώσσες διαθέτουν τουλάχιστον μία έννοια ή λέξη (π.χ. κατσαρίδες, περιττώματα κ.λπ.) που αντιστοιχεί στην αηδία/αποστροφή ή/και στην κοινωνική αθέτηση. Μολονότι, η μεταφορική αηδία, δηλαδή η αηδία όσον αφορά σε αφηρημένες έννοιες, είναι «κουφότερη» από την αηδία που αισθανόμαστε απέναντι σε υλικά ανούσια και απωθητικά αντικείμενα[2], η ηθικοκοινωνική αηδία είναι μία πραγματική βιοψυχικώς αποστροφή και όχι απλώς μία μεταφορά ή έκφραση του συναισθήματος του θυμού [3].

Πολλοί ανθρωπολόγοι πιστεύουν σήμερα ότι το συναίσθημα της αηδίας διαμορφώθηκε εξελικτικά στο ανθρώπινο είδος ως ένα διαχωριστικό όριο μεταξύ των «εντός» και των «εκτός» μελών μιας ομάδας, έτσι ώστε πάντα να εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή. Όπως δηλαδή το συναίσθημα της αηδίας αποτελεί τον φύλακα του ατομικού βιολογικώς σώματος, έτσι και η ηθική αποστροφή αποτελεί τον φύλακα του κοινωνικού σώματος [3].

Όπως, πάντως, και να έχει, πολιτισμικώς και κοινωνιολογικώς ―τ.έ. από πλευράς τής Κοινωνικής Νευροεπιστήμης ―, το συναίσθημα της αηδίας, που έχει παρατηρηθεί ότι είναι εντονότερο στις γυναίκες και τα παιδιά από ό,τι στους άνδρες[4], σχετίζεται με οτιδήποτε θεωρείται βιολογικώς ως ακάθαρτο (π.χ. τροφή ακατάλληλη για βρώση, αντικείμενο μολυσματικό και λοιμώδες, θέαμα αποτροπιαστικό, κατάσταση δυσάρεστη και ενοχλητική κ.ο.κ.). Πράγματι, είναι γνωστό ότι τα συναισθήματα επηρεάζουν τις ηθικές κρίσεις, αν και όχι στον ίδιο βαθμό όλα.

Φιλοσοφία Επεξεργασία

Στη Φιλοσοφία, ο Νίτσε περιφρονούσε αηδιασμένος τη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ και όλες τις εκφάνσεις της Ηθικής του πολιτισμού τού 19ου αιώνα.

Στον Υπαρξισμό, η αηδία, που ταυτίζεται με τη «ναυτία», κατά τον Σαρτρ, εννοείται ως ηθικοπνευματική κατάσταση υπαρξιακής έκπτωσης και απογοήτευσης, την οποία αισθάνεται ο άνθρωπος, όταν τού αποκαλύπτεται ότι η «δι’ εαυτήν» ύπαρξη, γινόμενη «καθ’ εαυτήν», αρνείται τον εαυτό της (μηδενίζεται), δηλαδή ότι το όλο «είναι», το θεμέλιο της όλης ύπαρξής του, βασίζεται τελικά στο Μηδέν, ή, με άλλα λόγια, πνίγεται σε έναν απύθμενο ωκεανό ―α-νόητο και ασύλληπτο―, που στερείται οποιασδήποτε βάσεως, τ.έ. λογικής.

Στη Θρησκειολογία, όπου το κάθε κοσμικό σημαίνον λειτουργεί ως σύμβολο, αηδία μπορεί να εκλυθεί κατά τη «συνάντηση» του ανθρώπου με το βέβηλο (μιαρό). Στη Μυστική Θεολογία, βρίσκουμε ενεργό το συναίσθημα αυτό σε ασκητές κατά τον πνευματικό αγώνα τους με τους δαίμονες, εκφράζοντας (οπτικώς, ακουστικώς, γευστικώς ή οσφρητικώς) την παρουσία του Πειρασμού.

Στη χριστιανική Ηθική, ως αηδία εννοούμε την εμπαθή αποστροφή προς τον συνάνθρωπο, που, πολλές φορές, συνοδεύεται από περιφρόνηση, υποτίμηση και αγανάκτηση: αμαρτία, που πηγάζει από την έλλειψη ταπεινοφροσύνης, αγάπης, φιλανθρωπίας, αμνησικακίας, μακροθυμίας, επιείκειας, ανεξικακίας, συγχωρητικότητας και ευσπλαχνίας. Ομοίως, στο Κανονικό Δίκαιο, η αηδία φέρει τη σημασία μιας προκατειλημμένης στάσης αντιπάθειας εκ μέρους του δικαστού (επισκόπου) κατά τού δικαζομένου κληρικού ή λαϊκού.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αηδία», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Β’,
  • Καχριμάνης Γ. Δ., «Αηδία», ΘΗΕ 1 (1962) 492-493·
  • Rozin P., Haidt J. & McCauley C. R., “Disgust”, in: M. Lewis & J. M. Haviland-Jones (Eds), Handbook of Emotions, 22000, pp. 637- 653, New York: Guildford Press
  • Olatunji B. O. & McKay D. (Eds), Disgust and Its Disorders, 2009
  • Παπαδόπουλος Ν. Γ., Λεξικό τής Ψυχολογίας, Αθήνα 2005.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Olatunji & McKay 2009
  2. Bloom P., Descartes' Baby: How the Science of Child Development Explains What Makes Us Human, Basic Books, 2005·
  3. 3,0 3,1 Haidt J. & J. Graham, “When morality opposes justice: Conservatives have moral intuitions that liberals may not recognize”, Social Justice Research 20 (2007) 98-116
  4. Nussbaum M., Hiding From Humanity: Disgust, Shame, and the Law (Trad. esp.: El ocultamiento de lo humano) 2004