Ανοσία (ιατρική)

προστασία του οργανισμού απέναντι σε συγκεκριμένο παθογόνο, νόσο ή συγκεκριμένη πάθηση

Η ανοσία (ετυμ.: α- στερητικό + νόσος· βλ. ανοσία) είναι η ικανότητα ενός οργανισμού να αμύνεται ενάντια σε κάποιον εξωτερικό βλαπτικό παράγοντα και να μην υφίσταται τις συνέπειές του. Την ικανότητα αυτή την αποκτά ο οργανισμός με τη βοήθεια ενός πολύπλοκου και πολύ σημαντικού συστήματος, που λέγεται ανοσοποιητικό σύστημα.

Στον άνθρωπο, η ανοσία διακρίνεται σε εγγενή ή σύμφυτη και σε επίκτητη.

Σύμφυτη ονομάζεται η ανοσία που διαθέτει ο άνθρωπος από τη γέννησή του και οφείλεται σε διάφορους αμυντικούς μηχανισμούς που αναπτύσσει το έμβρυο κατά την ενδομήτρια ζωή ή αποκτά κατά τη διάρκεια του θηλασμού, μέσω των αντισωμάτων που λαμβάνει από το μητρικό γάλα.

Επίκτητη είναι η ανοσία που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της ζωής. Με τον μηχανισμό αυτόν ο οργανισμός, κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με κάποιο βλαπτικό παράγοντα, τον «εντυπώνει» στην ανοσοποιητική μνήμη του και αναπτύσσει μηχανισμούς αυτοπροστασίας σε ενδεχόμενη επόμενη επαφή. Σε αυτή τη διαδικασία στηρίζονται και οι εμβολιασμοί. Με τον εμβολιασμό εισάγουμε τον βλαπτικό παράγοντα ειδικά επεξεργασμένο, το εμβόλιο, σε ελεγχόμενες ποσότητες στον οργανισμό ώστε αυτός να «μάθει» να τον αναγνωρίζει στο μέλλον και να αμύνεται ενάντια σε αυτόν.

Οι μηχανισμοί άμυνας του οργανισμού αποτελούν αντικείμενο μιας ειδικής βιοεπιστήμης που λέγεται Ανοσολογία. [1]


Παραπομπές Επεξεργασία